Τρίτη, 29 Ιανουαρίου 2019 09:01

Εκρηκτικές οι διαστάσεις του δημογραφικού: Λιγότερες από 100.000 νέες γεννήσεις το χρόνο

Γράφτηκε από τον

 

Οι νέες περιφερειακές και δημοτικές αρχές θα κληθούν εκ των πραγμάτων να λάβουν μέτρα οικογενειακής πολιτικής, συμβάλλοντας ενεργά στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της «διαΝΕΟσις», στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά το χρόνο, ενώ μόνο στην Κρήτη και στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν. Πριν αναλύσουμε λεπτομερώς τα στοιχεία της έρευνας, αξίζει να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας: πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020. Η απόκλιση από τους στόχους οφείλεται κυρίως στην αδυναμία της Αυτοδιοίκησης να δημιουργήσει τις αναγκαίες υποδομές προσχολικής ηλικίας.

Σε κάθε περίπτωση, χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας -όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92)- εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.

Γενικότερα πάντως, σύμφωνα με την έρευνα, στην Ευρώπη η γονιμότητα έχει πέσει εδώ και πολλές δεκαετίες κάτω από το «όριο αναπλήρωσης» των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, ενώ στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας έπεσε κάτω από το 1,5. Εκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999. Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38: ένας από τους χαμηλότερους σε όλο τον κόσμο.

Μερικά ακόμα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνας είναι τα εξής:

• Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.

• Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες 35-39 ετών.

• Στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).

• Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 16,3%.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Σύμφωνα πάντα με τη «διαΝΕΟσις», διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν 6 στόχους:

1. Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη

2. Αμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών

3. Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες

4. Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων

5. Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία

6. Αύξηση της γεννητικότητας

Τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας: Οταν οι άμεσες ανάγκες μιας οικογένειας καλύπτονται, η ανησυχία για το μέλλον μειώνεται και η απόφαση τεκνοποίησης γίνεται ευκολότερη.

Επιπλέον, στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού. Επίσης πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα, που καλούνται να κάνουν οι γονείς. Ο στόχος είναι τα ζευγάρια -και ειδικά τα νέα ζευγάρια- που επιθυμούν να κάνουν παιδί, να μπορούν να πάρουν την απόφαση νωρίτερα, ώστε να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο αν θέλουν να κάνουν και δεύτερο ή τρίτο στο μέλλον.

Στη δική μας χώρα συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει:

• Να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών.

• Να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων, όπως και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα.

• Να καταργηθούν οι πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.

Οι συνέπειες της σημερινής κατάστασης είναι οφθαλμοφανείς και στα στοιχεία: Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.

ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με την έρευνα της «διαΝΕΟσις» για την προσχολική αγωγή: «Περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο, χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους, αλλά (...) και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα.

To 2002 οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. συμφώνησαν στη Βαρκελώνη να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους για τη φύλαξη και την εκπαίδευση των παιδιών προσχολικής ηλικίας».

Οι "στόχοι της Βαρκελώνης" περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ότι «το 90% των παιδιών ηλικίας από 3 μέχρι 5 θα βρίσκουν θέση σε παιδικούς σταθμούς κάθε χρόνο, και ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με το 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών. Η Ελλάδα υπολείπεται πάρα πολύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών και του μέσου όρου και στα δύο - τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται στο 55,6% και το 8,9% αντίστοιχα (2016)».

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν, οι ερευνητές καταλήγουν σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών».

Επίσης προτείνεται «η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)».

Τέλος, οι ερευνητές προτείνουν τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους) «το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής».

Θ.Λ.