Πέμπτη, 01 Ιουνίου 2017 09:25

Στέλιος Χαλκίτης: «Μάργκινους Μόριους»

Γράφτηκε από την
Στέλιος Χαλκίτης: «Μάργκινους Μόριους»

 

 

 

 

"Αφού άρχισε να αμφισβητεί κατά πόσο είμαστε ελεύθεροι στις επιλογές μας, στις συζητήσεις που είχε με τη Λου εκείνη συμφώνησε μαζί του πως πράγματι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Αποφασίζει κάτι άλλο μέσα του βαθιά. Αρκετά νωρίς, πριν από κάθε απόφασή μας, άλλος είναι αυτός που αποφασίζει και όχι εμείς και μας σερβίρει τη διαταγή του δική μας επιλογή. Οι εσωτερικές επιταγές είναι αμετάκλητες; Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι;"

 

ΜΑΡΓΚΙΝΟΥΣ ΜΟΡΙΟΥΣ 

 Περιγράφει με απόλυτη καθαρότητα τη ζωή του κεντρικού του ήρωα, του επτάχρονου Οδυσσέα, ο οποίος ελάχιστα εμφανίζεται μπροστά μας σαν γιος αφού πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε απόκληρο της ζωής και κακοποιείται στο σώμα του και στην ψυχή του σε χώρους εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας. Παρουσιάζεται ως ένα παιδί ευαίσθητο με έντονη εσωτερικότητα, κατατρεγμένο από τη μοίρα, που δεν θα βρει στοργή και αγάπη στο σπίτι που το φιλοξενεί και θα στραφεί στα στοιχεία της φύσης για να εναποθέσει εκεί τη σκέψη και τα προβλήματά του. Μα ούτε το επίσημο σχολικό περιβάλλον θα σταθεί κοντά στον μικρό Οδυσσέα. Μόνο μια νέα φωτισμένη δασκάλα θα του προσφέρει παιδαγωγική και εκπαιδευτική στήριξη μέχρις ότου «αι βουλαί των ανθρώπων» θα την απομακρύνουν από κοντά του. Ο μικρός Οδυσσέας μετασχημάτισε τη θλίψη σε δύναμη και πίστη και άρχισε να προχωρεί όλο και πιο βαθιά στην εσωτερική του αναζήτηση.
 
Ο συγγραφικός προβολέας ανάβει για να φωτίσει τη ζωή και των άλλων ολοζώντανων χαρακτήρων που θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική του εξέλιξη. Με διεισδυτική και καθαρή ματιά, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό μας κόσμο. Μιλάει για τα παράξενα και την αδικία του κόσμου, για τον σκληρό αγώνα της επιβίωσης, για το «ζωντανό πανεπιστήμιο των ανθρωπίνων αξιών» και «τα νοικιασμένα αισθήματα των ανθρώπων». Ψάχνει να βρει απαντήσεις στους υπαρξιακούς του προβληματισμούς. Με μια πλοκή που συναρπάζει τον αναγνώστη σαγηνεύεται η καρδιά, φωτίζεται ο νους.
 
Αποτελεί ένα ψυχογράφημα που αγγίζει μικρούς και μεγάλους. Διαβάζεται απνευστί.
 
Λογοτεχνία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ
ISBN : 978-960-456-327-2
 
 
  
  • Από την παρουσίαση του βιβλίου
  

Αποσπάσματα

 
«Όμως παρά τις βιοτικές δυσχέρειες όλο αυτόν τον καιρό δεν έμεινε άπραχτος. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρει απαντήσεις στα ανθρώπινα παράλογα μπας και γαληνέψει ο νους του. Στη συνέχεια γνώρισε από κοντά καταστάσεις που μπορεί να σε κάνουν να αναρωτιέσαι για χίλια-δυο πράγματα. Και όχι μόνο αυτό αλλά να οδηγήσουν, ίσως και υποχρεωτικά, σε λογικό αδιέξοδο. Πώς είναι δυνατόν κάποια παιδιά να γεννιούνται και να ζουν σε παλάτια και άλλα να λιμοκτονούν; Ποιος καλός και δίκαιος Θεός είναι αυτός που αποφασίζει και με τι κριτήρια το κάνει; Επίσης, δεν είχε καταφέρει να βρει τι πρέπει να κάνει ο κάθε άνθρωπος που έρχεται στη γη, ώστε να αποφύγει το ευτελές για τον ίδιο και για τον Θεό, να μη ζει ασυναίσθητα, έρμαιο των επιθυμιών του, χωρίς σκοπό και δίχως προορισμό. Δεν τον ικανοποιούσε να πάρει κάποιες ομιχλώδεις απαντήσεις για να αγκυροβολήσει την ανάγκη του για πίστη. Ο Οδυσσέας δεν είχε ανάγκη να πιστέψει. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει απαντήσεις. Γι’ αυτό όποιες οικονομίες κατάφερνε να συγκεντρώνει τις ξόδευε σε ταξίδια…»
 
 

 

Ως μοδίστρα η Ελισάβετ ήταν αρκετά καλή, αν και λίγες την προτιμούσαν για τη ραπτική της. Οι περισσότερες πήγαιναν στο μικρό δωματιάκι με το μεγάλο πάγκο και το ανυπόφορα στενό παραβάν, γιατί πίστευαν πως μπορείς να μεγαλώσεις όταν μικραίνεις τον άλλον. Περίμεναν πώς και πώς να τη δουν να τριγυρνά γονατιστή στα πόδια τους, καρφιτσώνοντας το στρίφωμα για να νιώσουν εκείνες θεόρατες. Με αυτό τον τρόπο νόμιζαν πως έκλειναν τα στόματα όσων δακτυλόδειχναν την Ελισάβετ και την έφερναν παράδειγμα σε κάθε ευκαιρία, όταν ήθελαν να θυμίσουν το πρότυπο της ηθικής, της πραγματικής μάνας και της εργαζόμενης παράλληλα μητέρας. Εκείνη με τις μικρότητες και τα καμώματα της κάθε πελάτισσας δεν στενοχωριόταν ποτέ. Αντίθετα, μέσα της γελούσε και παρακαλούσε να έχει περισσότερη δουλειά.
Η Ελισάβετ, λίγο από τη φύση της, λίγο οι δυσκολίες που τη συνάντησαν, και λίγο από τα διαβάσματά της, κατάφερε να ορθώσει μέσα στη μικρή κοινωνία του νησιού μια προσωπικότητα εντελώς διαφορετική. Οι συνθήκες και οι ανάγκες υποχρέωσαν αυτή την ιδιαίτερη γυναίκα σε ένα βασανιστικό τρόπο ζωής. Είχε καταργήσει κυριολεκτικά κάθε προσωπικό έξοδο. Η ίδια όμως δεν το έβλεπε έτσι. Όλη η ζωή της είχε στοχοπροσηλωθεί σε έναν σκοπό: την ανατροφή του παιδιού της. Επέτρεπε στον εαυτό της μόνο μια σπατάλη και αυτήν τη βίωνε σαν έγκλημα που έπρεπε να κάνει. Τι έγκλημα; Αγόραζε κάπου κάπου κανένα βιβλίο. Η σκέψη πως τα αγαπημένα της βιβλία θα τα διάβαζε κάποτε ο γιος της απάλυνε λίγο τις άδικες τύψεις της. Αθωώθηκε όμως τελεσίδικα, όταν είδε κάπου, σε ένα απ’ αυτά, γραμμένη τη φράση: «την καλύτερη απόδοση τη δίνει η επένδυση στη γνώση».
Πόσες και πόσες νύχτες, για να βρει το παιδί της φαγητό την επόμενη μέρα, εκείνη ξάπλωνε πεινασμένη. Τον είχε χωμένο μέσα στην αγκαλιά της και κοίταζε από τις χρονοφαγωμένες γρίλιες τού παραθύρου τα αστέρια ψηλά. Απλά, τα κοίταζε. Δεν έκανε όνειρα. Πίστευε ακράδαντα πως τ’ αστέρια θα ’ναι πάντα μακριά της.
Όλες οι σκηνές είχαν τελειώσει σε ένα όνειρο που ύφαινε από παλιά και δούλευε πάνω του. Ήθελε να μεγαλώσει τον γιο της με ανθρώπινες αξίες, να τον μορφώσει και να του μάθει να ζει κατά πώς εκείνη κατάλαβε πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι.
Μπορεί ο Οδυσσέας να μην είχε παιχνίδια ούτε χρήματα να αγοράζει τα αγαπημένα του παγωτά ούτε φορεσιές ακριβές. Είχε όμως ρούχα καθαρά και πολλή μα πολλή αγάπη από τη μάνα του.
 

 
 

…Αρχές του μήνα θεριστή και έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που αποφασίστηκε να ορφανέψει ο Οδυσσέας και να ζήσει χωρίς τη μεγάλη της μάνας την αγάπη. […]

–    Κυρία, γιατί πέθανε η μάνα μου; αλήθεια είναι πως την πήρε ο Θεός; […]

Έπιανε κάποιες κουβέντες:

–    Ξεκουράστηκε…

–    Ναι, τέτοια μάνα δεν υπήρχε…

–    Έτσι ήθελε ο Θεός και την πήρε κοντά του, έλεγαν και ξανάλεγαν.

Μα εκείνος θύμωνε με τον Άγιο Θεό και αγρίευε με τους ανθρώπους. Ξαφνικά, μια επιθυμία σαν φλόγα πετάχτηκε από μέσα του: “Θα αναστηθείς όπως ο Χριστός”.

Μάταια όμως. Γρήγορα κατάλαβε ότι αυτά λέγονται, μα δεν…Αρχές του μήνα θεριστή και έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που αποφασίστηκε να ορφανέψει ο Οδυσσέας και να ζήσει χωρίς τη μεγάλη της μάνας την αγάπη. […]

–    Κυρία, γιατί πέθανε η μάνα μου; αλήθεια είναι πως την πήρε ο Θεός; […]

Έπιανε κάποιες κουβέντες:

–    Ξεκουράστηκε…

–    Ναι, τέτοια μάνα δεν υπήρχε…

–    Έτσι ήθελε ο Θεός και την πήρε κοντά του, έλεγαν και ξανάλεγαν.

Μα εκείνος θύμωνε με τον Άγιο Θεό και αγρίευε με τους ανθρώπους. Ξαφνικά, μια επιθυμία σαν φλόγα πετάχτηκε από μέσα του: “Θα αναστηθείς όπως ο Χριστός”.

Μάταια όμως. Γρήγορα κατάλαβε ότι αυτά λέγονται, μα δεν γίνονται. Εκείνο που άργησε όμως να εννοήσει είναι πως δεν υπάρχει χωρισμός στην αληθινή αγάπη. Αντέχει και πέρα από τον θάνατο. Είναι κουβέντες που διακόπτονται μα δεν τελειώνουνε ποτέ…

 
 
  • Eντυπη έκδοση / FreeWeekend/

 

 

Έσεσθε λοιπόν εγωιστές και ταπεινοί τη καρδία. Να φοβάστε αυτούς που κηρύττουν την ταπεινότητα και την περιφέρουν ως να ήτο θέαμα, γιατί δεν έχουν σχέση οι ταπεινοί τη καρδία με τους ντελάληδες του εγωισμού. Γιατί ντελάληδες του εγωισμού είναι όσοι κηρύττουν ταπεινότητα. Η ταπεινότητα είναι πράξη αφανής, όταν γίνει εμφανής είναι εγωισμός, η χειρότερη μορφή συγκαλυμμένου εγωισμού, όξινη βροχή που ρυτιδώνει το μάρμαρο. Χωρίς τον εγωισμό δεν υπάρχει πνευματική πρόοδος. Και ναι μεν στη ζωή ξέρουμε πως ο εγωισμός δεν είναι αρεστός, στην αναζήτηση του θείου όμως είναι προϋπόθεση. Τι σημαίνει “η βασιλεία του Θεού βιάζεται και την κληρονομούν όσοι την αρπάζουν;” Αυτοί οι άρπαγες, οι ανήσυχοι, οι ασυμβίβαστοι, είναι οι εγωιστές. Αυτοί που πνίγονται με το ψέμα, την υποκρισία και το άδικο. Είναι οι μαχητές, που με τον βίο τους γίνονται έμπνευση για τον περίγυρό τους. Η φωνή αυτών των ανθρώπων πείθει και το κοίταγμά τους σε αθωώνει.

Το τετράδιο φιδογλίστρησε από το χέρι της και αναπαύτηκε δεξιά στο πλευρό της μέχρι το χάραμα.

 
 
 

ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Στέλιος Χαλκίτης γεννήθηκε στην Κάλυμνο όπου ζει, εργάζεται και συγγράφει. Σε μια προσπάθεια να βρει απαντήσεις στις υπαρξιακές του ανησυχίες, ταξίδεψε σε Ινδίες, Θιβέτ, Ιμαλάια, Αγ. Όρος κ.λπ. Κυκλοφορούν τα βιβλία του «Μάργκινους Μόριους», με δεύτερη έκδοση στην Ελλάδα και αγγλική έκδοση στη Μεγάλη Βρετανία «Marginus Morius», Vanguard Press. «Ο Λούσηρος», «Ante Tractatum Φιλοσοφικές Σημειώσεις», που διδάσκεται στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. και «De Profundis, Αναμάρτητοι Έρωτες».

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Η  κα. Σκαλτσά παρουσίασε το βιβλίο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της 16.09.2012 στο τμήμα «βιβλία+ιδέες» γράφοντας μεταξύ άλλων…

… Ένα μυθιστόρημα-οδοιπορικό αγωνιώδους αναζήτησης του εαυτού με κεντρικό ήρωα τον Οδυσσέα. Μια υπαρξιακή οδύσσεια (δεν είναι τυχαίο το όνομα του ήρωά του) ενός κατά βάση νεωτερικού ανθρώπου που θέτει ερωτήματα και δίνει απαντήσεις σε μια μετανεωτερική εποχή. Δηλαδή, πρόκειται για μια τέτοια τραγική αντιθετική συνθήκη που μόνο τραγωδία θα μπορούσε να δώσει. Ωστόσο η εμμονή και το όραμα του νεωτερικού Οδυσσέα για ένα διαφορετικό από το ισχύον σήμερα στη μετανεωτερική κοινωνία μας αξιακό σύστημα καταλήγει όχι μόνο σε μια αισιόδοξη εκδοχή, αν και αρκετά μεταφυσική, αλλά και σε πρόταση εξόδου από την υπαρξιακή κρίση…

 

Η κα. Ιωάννα Σαλδαράκη, Φιλόλογος, σημειώνει στο εξώφυλλο του βιβλίου…

Ο χαρακτηρισμός ενός νέου βιβλίου, ως αριστούργημα, ίσως θεωρηθεί υπερβολικός. Πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσεις, αφού κάθε κεφάλαιο είναι και μια έκπληξη. Ο τρόπος γραφής είναι ιδιαίτερος. Οι λέξεις είναι προσεκτικά επιλεγμένες, έχουν χρώμα, σαφήνεια, ακρίβεια και ωθούν σε βαθύτερη ενδοσκόπηση.

 

Η κα. Θεοδώρα Λειψιστινού, Φιλόλογος, Πρόεδρος του Βαφοπούλειου Πνευματικού κέντρου Θεσσαλονίκης, γράφει στο εξώφυλλο του βιβλίου…

Ο συγγραφέας, με διεισδυτική και καθαρή ματιά, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό μας κόσμο, με τον Οδυσσέα -τον κεντρικό του ήρωα- να περιπλανάται σε μονοπάτια πνευματικών αναζητήσεων. Ο οικείος και άμεσος τόνος, η προφορικότητα στην έκφραση καθώς και η εκλαΐκευση θεμάτων ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής τάξης καλούν τον αναγνώστη σε μια άλλη προσέγγιση των προβλημάτων της ζωής στο πλαίσιο μιας αφύπνισης επαναπροσδιορισμού της θέασης του κόσμου.

 

Η κα. Στέλλα Μαργαριτίδου, δημοσιογράφος, γράφει…

Είναι λέξεις που μας ενώνουν με την ψυχή μας. Είναι σκέψεις σαν κλωστές που τις ακολουθεί ο Οδυσσέας για να βαδίσει στα μονοπάτια της αναζήτησης. […]  Ο Στέλιος Χαλκίτης ζει μόνιμα στην Κάλυμνο μαζί με ανθρώπους που «δεν πέτρωσαν ακόμη τις καρδιές τους» όπως ο ίδιος λέει. Εύληπτη γλώσσα απλή και καλοδουλεμένη, ακολουθεί την πορεία του κεντρικού ήρωα, του Οδυσσέα, του ήρωα που προσπαθεί να κερδίσει τον κόσμο του, να πάρει θέση σ αυτόν. […] Προκλητικό εγχείρημα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, ο οποίος ωστόσο έχει χαράξει σταθερή πορεία.

Μπορεί να μένει στην Κάλυμνο, μακριά από τα κέντρα των εκδοτικών δεδομένων αλλά ο Στέλιος Χαλκίτης δε νιώθει …εξόριστος. Κάθε άλλο: «Παρόλο που  η τεχνολογία έφερε τους κόσμους να εφάπτονται, εντούτοις αν σου έταξε η μοίρα να βρίσκεσαι γεωγραφικά μακριά από τις μεγάλες πόλεις τότε πράγματι θα ταλαιπωρηθείς και η δυσκολία έγκειται στην χρονική καθυστέρηση σε πρωτοβουλίες, επαφές, αποφάσεις και κόστη. Σε κάθε περίπτωση αν το επιδιώξεις θα το καταφέρεις» λέει. Όσο για τα επόμενα σχέδιά του, βρίσκονται όπως επισημαίνει «εν πλω» σχεδόν αποβιβάζονται οι ήρωες του επόμενου μυθιστορήματός  μου», εξηγεί…

 

Ο κ. Christopher Xenos, γράφει…

το καταπληκτικό αυτό μυθιστόρημα σε προκαλεί να το διαβάσεις ξανά και ξανά. Την πρώτη φορά περιηγήθηκα στις καλοδιαλεγμένες λέξεις, το γλαφυρό ύφος, τους ξεχωριστούς χαρακτήρες των πρωταγωνιστών που ξετυλίγουν το κουβάρι του μυστικού γρίφου. Τη δεύτερη φορά που με πρόσταξε το βιβλίο να το διαβάσω -και λέω με πρόσταξε γιατί εκδηλώθηκε ως ανάγκη και όχι ως απλή επιθυμία- έμεινα στις αλήθειες του, που και να θέλεις δεν μπορείς να τις αγνοήσεις. Αλήθειες που καίνε και απαιτούν από σένα αποθέματα κουράγιου, όχι να τις ξεστομίσεις αλλά και μόνο να τις παραδεχτείς ο ίδιος μέσα σου. Ο συγγραφέας, Στέλιος Χαλκίτης, με μεγάλη δεξιοτεχνία αφήνει τον αναγνώστη να επιλέξει τι θα ερμηνεύσει ως αληθινό και τι θα κατατάξει στη σφαίρα του φανταστικού. Νομίζω θα το διαβάσω και τρίτη φορά…

 

Ο κ. Λουκάς Χατζηγεωργίου, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, γράφει μεταξύ άλλων…

…Ο συγγραφέας Στέλιος Χαλκίτης, σε μια κατάθεση ψυχής, με ματιά καθαρή και συνείδηση ενεργή, απαλλαγμένος από κάθε είδους ηθικολογία – αυτή καταστρέφει την κατανόηση των πραγμάτων – έχει το ταλέντο να καταπιάνεται με ζητήματα ιδεολογικά, να θίγει πολλαπλές μορφές της κοινωνίας και να αντιμάχεται τα στερεότυπα χωρίς αποσιωπήσεις.

Σαν ώριμος από καιρό, μπαίνει στην αρένα των σύγχρονων κοινωνικών και άλλων προβλημάτων, και με το δικό του μοναδικό τρόπο σε οδηγεί στην ψυχική πράξη της περισυλλογής και του αναστοχασμού. Καταφέρνει να σε κάνει να ξετυλίξεις το κουβάρι της ζωής σου και σου ξυπνά την βαθιά θαμμένη καλοσύνη της ψυχής, την ανασύρει από τα χαμηλά στα υψηλά στρώματα του μυαλού και σε καλεί να την κάνεις πράξη. Σε καλεί ακόμη να εφεύρεις τον εαυτό σου, να αναθεωρήσεις προαιώνιες έννοιες (καλό, κακό, ευτυχία, ύλη, ηρεμία της ψυχής και τόσα άλλα), να είσαι ανοιχτός στα γεγονότα και να έχεις τη βούληση να κοιτάξεις τα πράγματα κατάματα….

 

Η κα. Μαρία Τριανταφυλλίδου, αρχιτέκτονας – μουσειολόγος, διευθύντρια διοίκησης στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, γράφει στο εσώφυλλο του βιβλίου…

Περίτεχνες οι λεκτικές υφάνσεις σε μια γραφή-περιήγηση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, ένας ύμνος στη γυναίκα, ύμνος στον άνθρωπο, ύμνος στη δημιουργία. Εξαιρετικός ο συγγραφέας στην τεχνική της γραφής με μοναδική οξυδέρκεια ξεγλιστρά τις συμπληγάδες της γνώσης και εμβαθύνει στο αίνιγμα της ύπαρξης 

 

Οπισθόφυλλο του βιβλίου «Μάργκινους Μόριους»

 

Η κ. Cynthia Mathews, βιβλιοκριτικός, γράφει στην Επιθεώρηση Βιβλίου «MidwestBook Review»…

Μια σύγχρονη περιπέτεια οδυσσειακών διαστάσεων, το Μάργκινους Μόριους είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο έχω διαβάσει τρεις φορές έως τώρα. Ίσως να αναρωτηθείτε, γιατί το βιβλίο αυτό έχει τέτοιο αντίκτυπο; Λοιπόν, αυτό συμβαίνει διότι είναι ένα βιβλίο το οποίο, αν και είναι ένα έργο μυθοπλασίας, είναι ένας θησαυρός απόκρυφης γνώσης o οποίος απαιτεί από τον αναγνώστη να την αποσπάσει σαν πολύτιμα πετράδια μέσα από υπόστρωμα της πλοκής, ένα εγχείρημα που είναι αδύνατο να επιτευχθεί με μια ανάγνωση, γεγονός που με ώθησε να γράψω αυτή την κριτική. Η γνώση αποκαλύπτεται μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι ξεκινώντας από ένα μικρό νησί του Αιγαίου στην σύγχρονη Ελλάδα, κατόπιν μεταφέρεται στην Αθήνα την πρωτεύουσα, για να συνεχίσει στην Ινδία, στο Άθως την μοναστική πολιτεία, στο Βατικανό, ακόμα και σε  απρόβλεπτες καταστάσεις ύπαρξης. Αγγίζει διάφορα ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας όπως η διαφθορά στην Ελλάδα της κρίσης. Έρχεται αντιμέτωπο με οντολογικά θέματα τα οποία πυροδοτούν τα ταξίδια του βασικού ήρωα.

Ο Οδυσσέας είναι ένας ήρωας, που μας παραπέμπει σε εκείνον του Ομήρου και μοιράζονται την ίδια θέληση στην επίτευξη του στόχου του, ο οποίος είναι να εκπληρώσει το πνευματικό, νοητικό και συναισθηματικό πεπρωμένο του παρόλα τα εμπόδια, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Υπερβαίνει τα στεγανά του φύλου, της θεολογίας, της φυλετικότητας, του χώρου και του χρόνου. Η Λου είναι η οδηγός του Οδυσσέα που τον συντροφεύει μέσα στη μεταμόρφωσή του. Είναι κόρη ενός μεγιστάνα της ναυτιλίας. Έχει το προβάδισμα στην προσωπική της αναζήτηση. Ο δάσκαλός τους, ο Βεράκιος, ένας μοναχός στο Άγιο Όρος, είναι ένας σοφός γέροντας ο οποίος αναγνώρισε τις δυνατότητές τους και τους εκπαίδευσε. Υπάρχουν επίσης πολλοί άλλοι χαρακτήρες το ίδιο ενδιαφέροντες. Ο συγγραφέας καταφέρνει να γοητεύσει τον αναγνώστη και να τον καταστήσει μάρτυρα του έπους του βασικού ήρωα. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι μια κοινή πτυχή του Μάργκινους Μάριους με το διεθνές μπέστ-σελλερ μυστηρίου του Νταν Μπράουν «Ο Κώδικας Ντα Βίντσι» είναι η θεωρία συνομωσίας της Βίβλου. Μολονότι, το Μάργκινους Μόριους είναι κατά πολύ πιο σύνθετο και πολύπλευρο έργο, το οποίο τολμά να θίξει τα πιο βασανιστικά ερωτήματα της ζωής, ακόμα και τι θα μπορούσε να συνεπάγεται το επέκεινα.

 

 

 Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου: Η διαδρομή του οράματος ξεκίνησε από τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, πνευματικό οδηγό του Νικολάου Μοτοβίλωφ. Αυτός με τη σειρά του δίδαξε τα ιερά μονοπάτια της γνώσης στον γέροντα Σωφρόνιο, δάσκαλο του μοναχού Τύχωνα, που τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του είχε την τιμή να ’χει μαθητή τον γέροντα Βεράκιο. Τον βλέπουμε όρθιο να μεταφέρει παραστατικά και σε άρτια ελληνικά την οπτασία στους μαθητές του, που κάθονται καταγής οκλαδόν με το βλέμμα σκαρφαλωμένο πάνω του.

Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς τα πρωτοείπε ο Σεραφείμ του Σάρωφ, αφού γύρω στο 1830 δεν ήταν ούτε κατά διάνοια γνωστή η μετέπειτα τεχνολογική εξέλιξη. Γνωρίζουμε, όμως, με λεπτομέρεια τι είπε αγέρωχα και βροντερά ο γέροντας Βεράκιος μια μέρα κάποιου Δεκέμβρη γύρω στις δέκα το βράδυ. Όσα ειπώθηκαν τότε μας τα μετέφερε ο Οδυσσέας κι εμείς προσπαθούμε να τα αποδώσουμε όσο καλύτερα γίνεται.

Την εποχή που θριαμβολογούν τα κρίνα, κάποιο πρωινό, ένας επιχειρηματίας αποφάσισε να λοξοπατήσει τα καθιερωμένα και να τολμήσει μια ανατροπή με δύο πιθανές εκβάσεις: ή να θεωρηθεί τρελός ή να καταγραφεί ως πρωτοστάτης εκείνος που ξεκίνησε το νέο μοντέλο του κόσμου, όπως το δημιούργησε ένας φοιτητής της πληροφορικής σε κάποιο παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας.

Έξω στον προαύλιο χώρο του πανεπιστημίου και στους γύρω δρόμους υπήρχαν κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες άτομα που περίμεναν υπομονετικά να φωνάξουν ένα μπράβο. Ίσως και κάποιοι να κατάφερναν να τον δουν από κοντά.

Μέσα στο αμφιθέατρο κάθε τετραγωνικό εκατοστό ήταν καλυμμένο από καθήμενους και όρθιους. Το εντυπωσιακό δεν ήταν μόνο η προσέλευση τόσων ανθρώπων. αυτό που έκανε μοναδική την ατμόσφαιρα ήταν η παραδοξο χρωμία των ρούχων που φορούσαν. Πουθενά δεν υπήρχε κοστούμι, ταγιέρ ή συνολάκι. Μικροί-μεγάλοι, άντρες- γυναίκες, καθηγητές-φοιτητές –όλος ο κόσμος– ήταν ντυμένοι παράξενα. Συνομωσία σιωπηρή σε κραυγαλέα έκφραση. Μια αισιοδοξία σαν άλλο άγιο πνεύμα πλανιόταν μέσα στον χώρο πάνω από τα κεφάλια τους.

Ο επιβλητικός ομιλητής με τα μεγάλα προαύλια κάτω από τα μάτια είναι ο πρύτανης. Περνώντας χωρίς να κρατά σημειώσεις μπροστά από τις πρώτες θέσεις, τσιγκουνεύοντας  τη χαρά, αρκέσθηκε να χαμογελάσει. Στέκεται όρθιος περίπου στο μέσον. Φορά καφέ πουκάμισο, ασιδέρωτο γαλάζιο παντελόνι και άσπρα αθλητικά παπούτσια με κόκκινο χρώμα στο πλάι.

Ξεκίνησε με προσφωνήσεις, μετά χαιρέτησε και έδωσε το στίγμα της αποψινής βραδιάς. Είπε λίγα λόγια που σκόρπισαν εμπιστοσύνη γεμίζοντας το αμφιθέατρο νόημα και ουσία.

Μεταξύ άλλων έτσι έκλεισε την ομιλία του: «Έχει ειπωθεί υποτιμητικά, ίσως περισσότερες φορές από το “κύριε ελέησον”, πως οι σημερινοί νέοι δεν είναι σαν και "μας". Η νέα γενιά δεν μοιάζει στις παλιές.

Ορθώς, κυρίες και κύριοι. Ορθώς, αγαπημένα μου παιδιά, βοά κάτι τέτοιο αλλά με αντίθετο νόημα. Γιατί καθένας από σας –και αναφέρομαι στους νέους μας– βαραίνει όσο όλοι εμείς οι παλαιότεροι μαζί.

Τα παιδιά της αμφισβήτησης κατάλαβαν γρήγορα αυτό που οι περισσότεροι ενήλικες αρνούμαστε –με πείσμα μερικών ημιόνων– να παραδεχθούμε. Να αποδεχθούμε δηλαδή το μάταιο των δικών μας αγώνων για την ελευθερία. Μια κίβδηλη ελευθερία που μας έκανε σκλάβους χιλίων άλλων πραγμάτων. Πλαστικό αποδείχτηκε το πέταλο.

Στο ραντεβού ήμασταν ασυνεπείς. Όταν μας αναζήτησαν, δεν ήμασταν εκεί. Ούτε αργοπορημένοι πήγαμε.

Εμείς, ως πιστοί ευνούχοι μιας μπακιρένιας λάμψης, χάσαμε τον δρόμο. Αναγκάστηκαν μόνοι τους να χαράξουν μονοπάτια.

Τους διώξαμε μακριά από την πολιτική, οπότε αγκάλιασαν τις νέες τεχνολογίες και μέσα από αυτές επαναστατούν, διαπρέπουν, κάνουν έναν άλλο υπερφυή αγώνα.

Σήμερα, που οι αρχές χρεοκόπησαν, υποτιμήθηκαν οι αξίες και οι προορισμοί γεράσανε, αυτοί οι νέοι δεν έμαθαν να παπαγαλίζουν.

Έχουν κάτι δικό τους να μας πουν. Δεν παραδόθηκαν στωικά στις δικές μας ψευδαισθήσεις αλλά μπήκαν στα μέρη μας, όχι όπως μπαίνουν οι εχθροί μέσα στην πόλη, μα για να απελευθερώσουν τους σκλάβους που νόμιζαν πως ήταν αφεντάδες. Έγιναν συστηματοθραύστες.

Αυτά τα παιδιά δεν πάνε στην Ακρόπολη για να θαυμάσουν τον Περικλή, αλλά τους δούλους που την έκτισαν, ιδρωμένους στον μόχθο που μύριζε ψυχή και μαρτύριο, ιδρώτα και κόπο. Αυτά είναι τα παιδιά τού σήμερα. Ζούμε ανάμεσα σε σπουδαία παιδιά.

Ένας τέτοιος νέος είναι ο Τσάφ, όπως τον λένε οι συμφοιτητές του, κι εμείς έτσι θα τον ξέρουμε. Μαζευτήκαμε απόψε εδώ να τον τιμήσουμε, γιατί κατάφερε να πάρει την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό ανάπτυξης λογισμικού. Το παιχνίδι που δημιούργησε αναδείχτηκε μόδα και από μόδα μοντέλο ζωής».

Επευφημήθηκε θερμά ο πρύτανης και μόλις κόπασε η βουή κάλεσε τον Τσάφ να παραλάβει το βραβείο.

Λες και κάποιος να πυροδότησε τη στιγμή κι έγινε αληθινό πανδαιμόνιο. Τα χειροκροτήματα, μοναδικά σε ένταση και παλμό, δεν ήταν συνηθισμένα παλαμάκια. Αυτή τη φορά όλοι ήξεραν ποιον και γιατί χειροκροτούσαν.

Στο πρόσωπο του εικοσάχρονου ξεχώριζε ένα πέπλο συγκίνησης.

Το παιδικό του χαμόγελο έχει το χρώμα του θριάμβου.

Πλησίασε στον πρύτανη, πήρε το βραβείο του. Ήταν μια ξύλινη σκαλιστή επιγραφή πενήντα εκατοστών, που ο Τσάφ αναπάντεχα τελείως τη γύρισε αμέσως ανάποδα. Έτσι, κανείς δεν μπόρεσε να δει τι έγραφε.

Κρατώντας τη σφικτά κοντά στο σώμα του, πήρε τον λόγο.

«Σας ευχαριστώ όλους, είμαι συγκινημένος. Το βραβείο και το χρηματικό έπαθλο που το συνοδεύει δεν είναι τα σπουδαία, ούτε πως η χώρα μας ακούγεται παντού. Το σπουδαίο είναι πως το παιχνίδι δραπέτευσε και παίζεται μέσα στη ζωή. Το πρώτο βήμα έγινε και άλλαξε εμφάνιση ο κόσμος. Σειρά τώρα να κάνουμε άλματα, να αποκτήσουμε συναίσθηση προορισμού, να αλλάξουμε μέσα μας. Αξίζουμε καλύτερη ζωή. Θέλουμε περισσότερη χαρά και σας δίνουμε όλη μας την αγάπη. Σας ευχαριστώ». Και βάζοντας τη δεξιά παλάμη στο στήθος του υποκλίθηκε.

Αυτός ο φοιτητής έφτιαξε το παιχνίδι, όπου μια μικρή ομάδα κατοίκων κάποιας πόλης, συγκεκριμένα δεκαέξι στον αριθμό, ζήτησαν την οδηγία ενός σοφού για να ξεπεραστεί το οικονομικό τους αδιέξοδο.

Τους συμβούλεψε να αλλάξουν ενδυμασία, να βγάλουν ό,τι φυλαγμένο είχαν, ανεξαρτήτως χρώματος ή ποιότητας, και να το φορέσουν. Προπάντων χρειάζεται προσοχή, να μη ταιριάζουν τα χρώματα μεταξύ τους. Ακολούθησαν τη συμβουλή τού σοφού. Ποιος ήταν ο τελικός σκοπός του παιχνιδιού;

Κέρδιζε εκείνος που κατάφερνε μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο να πείσει περισσότερους συμπολίτες του να αλλάξουν το ντύσιμό τους. Στον προγραμματισμό του παιχνιδιού υπήρχε κάθε πιθανό ή απίθανο επιχείρημα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην προσπάθειά του να μεταπείσει τον άλλον, όπως η οικονομία χρημάτων ή να αποκτήσει μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας στην καθημερινότητά του ή να είναι αποδοτικότερος στη δουλειά ή να κερδίζει χρόνο και να αφοσιώνεται καλύτερα στα μαθήματά του ή να απολαμβάνει τις διακοπές και τα σπορ με άλλο πνεύμα ή να μη καθυστερεί… και εκατοντάδες άλλα που μπορούσε να σκεφτεί ανάλογα με τον χαρακτήρα, την ηλικία, την εργασία, την οικονομική δυνατότητα και γενικά γνωρίζοντας σε βάθος την προσωπικότητα του ατόμου που προσπαθούσε να αλλάξει ενδυματολογικά. Ένας μόνο περιορισμός ετίθετο: πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα αγιάζουν τον σκοπό.

Όταν το παιχνίδι έγινε το πιο δημοφιλές του καιρού του, αποφάσισε ο τολμηρός επιχειρηματίας να το εφαρμόσει. Ντύθηκε παρδαλά και κατέβηκε στην πυλωτή, όπου τον περίμενε ο οδηγός του.

Όταν τον είδε ο σοφέρ του, τα έχασε. Μετά το καλημέρισμα και την υπόκλιση, ήθελε κάτι να του πει. Προτίμησε, όμως, να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

Ο επιχειρηματίας φτάνοντας στη δουλειά είδε να του ρίχνουν ματιές γουρλωμένοι κι ανοιχτόστομοι. Δεν ήξεραν τι να πρωτοσκεφτούν.

Εκείνος, ατάραχος, έσπερνε χαρούμενες καλημέρες. Μπαίνοντας στο γραφείο του, οι δύο γραμματείς του, σαν σιαμαίοι σταλαγμίτες, κινούσαν μόνο τις κόρες των ματιών κοιτώντας η μια την άλλη…

Τι φορούσε ο προνομιούχος της ζωής; Από κάτω προς τα πάνω: Πατούσε σαγιονάρες – ευτυχώς ήταν Ιούλιος ο μήνας. Το παντελόνι του ήταν κίτρινο, το πουκάμισό του άσπρο με ρίγες μωβ, το σακάκι είχε χρώμα καφέ ανοιχτό καρό.

Την επομένη μέρα ντύθηκε με παρόμοιο τρόπο και πολύχρωμα ρούχα. Ο θυρωρός που τον είδε να μπαίνει έτσι για δεύτερη φορά σκέφτηκε να τον μιμηθεί. Αταίριαστα ρούχα είχε ένα σωρό. Αυτό ήταν. Μπαίνοντας το αφεντικό, χτύπησε τον θυρωρό στην πλάτη δείχνοντας την ικανοποίησή του για την εμφάνιση που είχε. Ο γεράκος καμάρωσε, προτείνοντας το στήθος του. Τις επόμενες μέρες στην αρχή ένας-δυο και μετά όλοι φορούσαν τα πιο παράταιρα ρούχα από πλευράς χρωματισμού. Και όχι μόνο. Ούτε μήνας δεν πέρασε και εξαπλώθηκε στην πόλη σαν πανούκλα το παράξενο ντύσιμο. Το γέλιο είχε αντικαταστήσει την «καλημέρα» και το «χαίρεται», όταν συναντιόντουσαν μεταξύ τους. Ο ένας γέλαγε με την εμφάνιση του άλλου. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Σε λίγο, το παλιό ντύσιμο ήταν αυτό που προκαλούσε ξεκαρδίσματα. Κάποια δυσαρέσκεια μεγαλοκαταστημάτων υποχώρησε γρήγορα, όταν είδαν πως πούλαγαν το παλιό στοκ. Οι οικονομικά αδύναμοι ήταν και αυτοί ντυμένοι όπως όλοι οι άλλοι – τώρα πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και μη, όλοι έμοιαζαν.

Το σύνολο της ενέργειας που πήγαινε χαμένη, όταν η συνήθεια «τι να φορέσω;» μονοπωλούσε τη σκέψη των ανθρώπων, τώρα αποταμιευόταν. Ένας αέρας ευεξίας χαλάρωνε το καθημερινό άγχος. Μια αναζωογονητική πνοή περιδιάβαινε και τις μικρότερες ασχολίες των κατοίκων. Ειδικά αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο.

Οι οίκοι μόδας έβαλαν γρήγορα νερό στο κρασί τους και ακολούθησαν τροχάδην. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, αν τύχαινε να φανεί κανένα απολίθωμα με κοστούμι στον δρόμο, γινόταν κυκλοφοριακό χάος.

Ήταν σαν να έβλεπες έναν γυμνό να κυκλοφορεί χειμώνα καιρό. Μέσα σε λίγους μήνες έγινε μόδα «η κατάργηση της μόδας». Κι όταν έπαψε να υφίσταται κάθε dress code, αφού η αμφίεση δεν έστελνε κανένα μήνυμα καταξίωσης ή κατάταξης, έννοιες παραγκωνισμένες, όπως προσωπικότητα, έκφραση, άρχισαν να απασχολούν τους ανθρώπους. Η επικοινωνία τους απέκτησε βαθύτερες σημάνσεις, αξιολογότερη βάση και υφή.

Με αυτόν τον τρόπο είδε στο όραμά του ο Σεραφείμ του Σάρωφ να ξεκινά η δημιουργία του νέου μοντέλου του κόσμου, παιδιά μου…

Όμως, τον Οδυσσέα δεν τον οδήγησαν τα βήματά του σε έναν κόσμο πολύχρωμα γελαστό, αλλά σε έναν άλλο φριχτό, απαράλλακτα ίδιο με τον δικό μας.

Ήταν η πολλοστή φορά που διάβασε τη διεύθυνση στο ιδρωμένο χαρτί που κρατούσε. Τώρα όμως πλησίαζε στον προορισμό του. Πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά, γιατί όταν αναζήτησε ψηλά την πινακίδα στη γωνία, στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ικανοποίηση.

«Αυτός είναι ο δρόμος» και σαν να δυσπιστούσε ο ίδιος αποκρίθηκε:

«Μα, με κανένα τρόπο δεν μπορείς να χάσεις έναν δρόμο, όταν ο ίδιος σε καλεί! Ακόμα και αν χαθείς, θα περιφέρεσαι άσκοπα, θα τριγυρνάς στους μαχαλάδες μέχρι που κάποια στιγμή θα σε αρπάξει από εκεί που πονάς και θα σε βάλει στη ρότα του».

Ο αριθμός που ψάχνει είναι ο αριθμός 99 και βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μπροστά του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του:

«Τι μ’ έπιασε και βιάζομαι; Έχει ο χρόνος μέτρο;»

Το πιθανότερο είναι ο Οδυσσέας να μην είχε ιδέα πως η μνήμη διαστέλλει και συστέλλει τον χρόνο.

Την προσοχή στις σκέψεις του αναστάτωσε ένα μπουλούκι ανθρώπων στ’ αριστερά του. Υπέκυψε στην περιέργεια και βρέθηκε να πλησιάζει. Μέχρι να καλύψει καμιά τριανταριά μέτρα, οι διάφοροι που έτρεχαν προς τα εκεί όλο γίνονταν περισσότεροι, πλησιάζοντας από κάθε μεριά.

«Ωχ, φασαρία; …»

«Γιατί τόσος κόσμος μαζεμένος; καμιά κόμπρα χορεύει; …»

«Μπα, αυτά δεν γίνονται στην Αθήνα! … Εδώ δεν είναι Ινδία! …»

Πλησιάζει προσπαθώντας από τα χάσματα των άλλων να δει και εκείνος. Το ακίνητο κορμί ενός άντρα, καμιά σαρανταριά στα χρόνια, βρίσκεται καταγής χωρίς ζωή και ματωμένο στο στήθος. Οι περίεργοι συνωστίζονται γύρω του. τους τραβά ο νεκρός με έναν αόρατο μαγνήτη, όπως τραβά τον κόσμο το δήθεν θαύμα.

Κάποιοι λίγοι αυτόπτες μάρτυρες εξηγούν μεγαλοφώνως πως είδαν δυο άτομα που φορούσαν κράνη να πλησιάζουν πάνω σε μια μοτοσικλέτα και να τον πυροβολούν.

– Ξεκαθάρισμα λογαριασμών, είπε ένας άλλος.

Αυτοί που τους άκουγαν έπαιρναν την είδηση, πήγαιναν λίγα μέτρα παραπέρα, και τη μετέφεραν σε άλλους οικτρά παραμορφωμένη. Σε λίγο όλοι ήξεραν πως ο νεκρός ήταν μπλεγμένος σε νυχτερινά κυκλώματα. Επίσης, τώρα γνώριζαν πως δεν έδινε τα χρέη του και μετά τις απαραίτητες προειδοποιήσεις πυροβολώντας τoν σκότωσαν. Οι δύο

δράστες ήταν αλλοδαποί. Ναι, αυτό ακουγόταν μέσα σε λίγες μόλις στιγμές. Φυσικά ο νεκρός ήξερε ποιοι πυροβόλησαν. Ούτε χρώσταγε, ούτε πουθενά ήταν μπερδεμένος, αλλά πώς να διαμαρτυρηθεί; Άραγε, θα μάθαινε ποτέ ότι ήταν εκδίκηση της πρώην συζύγου του;

Ο Οδυσσέας στάθηκε πάνω από το σώμα του νεκρού, κοίταξε λίγο τα παγωμένα μάτια του, έκανε στροφή και είπε, καθώς άνοιγε χώρο ανάμεσα στο πλήθος:

– Άντε, δώστε του ενέργεια, τη χρειάζεται, γι’ αυτό σας κρατά κοντά του. Φανείτε σπλαχνικοί και ας μην ξέρετε πως τον βοηθάτε.

– Τι λες άνθρωπέ μου; πάσχεις; του είπε ένας ξερακιανός σαν μουχλιασμένο παξιμάδι και ψηλός ίσαμε το κοντάρι της σημαίας.

Ο Οδυσσέας όμως αδιαφόρησε και ατάραχος συνέχισε.

– Ιδέα δεν έχετε πόση ανάγκη σας έχει αυτές τις κρίσιμες στιγμές.

Άμα δεν βιαζόμουνα, θα έμενα να βοηθήσω κι εγώ, να βοηθήσω…

Κάποιοι που στράφηκαν προς το μέρος του τον κοίταξαν και κούνησαν το κεφάλι, βέβαιοι πως είχαν να κάνουν με διαταραγμένο άτομο…

Ο Οδυσσέας απομακρύνεται και ανηφορίζει.

«Πόσο τρελός είναι ο κόσμος! … Παράξενοι οι κάτοικοι της γης, ακυβέρνητες βάρκες. Όταν ο έρμος ήταν ζωντανός και διψασμένος να τον αντικρίσουν δυο έντιμοι άνθρωποι άπλωνε την ψυχή και αγκάλιαζε μάρμαρο. Κανένας στη ζωή τότε δεν του έδινε σημασία. Τώρα; τώρα που έμειναν μόνο οι αναμνήσεις, όπως οι μύγες μαζεύτηκαν πάνω του, όρνεα κυριολεκτικά που πέφτουν με μανία στο ψοφίμι».

Στιγμές αργότερα ρώτησε μέσα του: «Άραγε, είχε ψυχή αυτός ο άντρας όταν ζούσε; Είναι ένδειξη σοφίας να ζεις πολλά χρόνια;» Απάντηση, όμως, δεν πήρε.

Ξανακοίταξε την ώρα. Είχε ήδη αργοπορήσει στο ραντεβού με τον ζωγράφο.

«Πρέπει να βιαστώ» σκέφτηκε και συνέχισε αφήνοντας όλους πίσω του.

Όμως πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε και τον εμπόδιζε να ανοίξει τον βηματισμό του. Έγινε αργό, μακρόσυρτο, σαν το περπάτημα του δύτη στον βυθό πριν ο Κουστώ του βγάλει το σκάφανδρο. Αυτή η περιοχή της πρωτεύουσας ξεχείλιζε από κίνηση. Στριμωγμένος έσπρωχνε κι εκείνος εκνευρισμένος, γιατί καθυστερούσε ανυπόφορα. Κοίταξε στο απέναντι πεζοδρόμιο που, άδειο, έδειχνε να ξεψυχά.

Περίμενε μέχρι να ανάψει ο φωτεινός σηματοδότης και να σταματήσουν τα τροχοφόρα. Κοίταξε μερικές ακτίνες του ήλιου που δραπέτευαν από ένα υαλόφρακτο κτήριο και διέσχισε με γρήγορες δρασκελιές τη λεωφόρο.

Ανακουφισμένος άφησε πια τον «βυθό» πίσω του, επιτάχυνε το βάδισμα του και κοίταξε ψηλά τους αριθμούς. Ήταν ήδη στο 90.

Εκείνος τον περίμενε. Τον είδε από αντίκρυ και του έγνεψε. Τώρα πώς αναγνώρισε τον Οδυσσέα, ενώ δεν είχαν συστηθεί; Ούτε που το σκέφτηκε. Αυτός ήτανε όμως. Το κατάλαβε, γιατί ήταν ντυμένος ζωγράφος και απάντησε αμέσως στο νεύμα του σηκώνοντας κι εκείνος το χέρι του.

Μέχρι εκείνη την ώρα το μόνο που ήξερε γι’ αυτόν ήτανε πως χρησιμοποιεί στη ζωγραφική μια διαφορετική τεχνοτροπία.

«Αν τελικά πάρεις κάποιο έργο του, θα ζήσεις με αυτό, να το ξέρεις. Πρόσεξε, λοιπόν, τι θα διαλέξεις!» του ’πανε οι φίλοι του, αυτοί που του σύστησαν τον ταλαντούχο ζωγράφο. Ο Οδυσσέας είχε κοιτάξει πολύ τον τελευταίο καιρό την “Primavera” του Φιτσίνο. Ναι, του Φιτσίνο. ο Μποτιτσέλι απλά ζωγράφισε την παραγγελία του ιερέα Μαρσίλιο Φιτσίνο, αυτού που έλεγε σε κάθε ευκαιρία: «Γνώρισε τον εαυτό σου, ω θεία γενιά, ντυμένη την όψη του ανθρώπου».

Από την «Άνοιξη» είχε πάρει όσα μπορούσε να του δώσει. Ήταν καιρός για έναν διαφορετικό πίνακα. Άλλωστε και την “Primavera” θα την κρατούσε. Τέτοια έργα είναι δυνατόν να τα αντικαταστήσεις με άλλα; Όχι βέβαια. Τα ολοκληρώνεις συμπληρώνοντάς τα.

Όταν ο Οδυσσέας πλησίασε τον ζωγράφο, αντίθετα με το πώς συνηθίζεται και απαιτεί η ευγένεια, δεν χαιρέτησε κανένας από τους δύο σαν να συναντιόντουσαν σύζυγοι διαζευγμένοι καθώς πήγαιναν να κάνουν κάτι που ήξεραν, και απλά προχώρησαν στον σκοπό τους. Αφού κατέβηκαν τα τρία φαρδιά και ακανόνιστα σκαλιά του υπογείου, πέρασαν την κυρία είσοδο και μπήκαν σε ένα ατελείωτο, μισοσκότεινο και στενό διάδρομο, στον οποίο αναγκάστηκαν να προχωρούν σχεδόν σκύβοντας. Καθώς δεν χωρούσαν να βαδίσουν πλάι πλάι, πήγαινε μπροστά ο ζωγράφος που ήξερε τα κατατόπια και ο Οδυσσέας τον ακολουθούσε σαν να ήταν πεπρωμένο. Προχωρούν, προχωρούν και βαδίζουν προς την έξοδο της στενάχωρης διαδρομής. Κάπου κά-

που ο ζωγράφος ρίχνει μια ματιά να βεβαιωθεί πως ο Οδυσσέας έρχεται πίσω του.

Επιτέλους, μπροστά τους ανοίγεται ένας χώρος ευρύχωρος και φωτεινός.

– Εδώ είμαστε, λέει μεγαλοφώνως ο ζωγράφος.

Παράξενο αυτό το ατελιέ. Απέραντο σε μέγεθος και, αν παρατηρούσες καλύτερα, σου έδινε την εντύπωση πως δεν είχε σύνορα. Πάνω στον δεξιό τοίχο υπήρχαν μόνο δύο πίνακες, ασυνήθιστα μεγάλοι. Ο ένας ακριβώς δίπλα στον άλλο. Θαρρείς είχαν φτιαχτεί για να τους κοιτούν γίγαντες, τόσο τεράστιοι ήταν. Σε εντυπωσίαζαν ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος είχε χρώματα γερασμένα –παλιές αμαρτίες– και ο άλλος νομίζεις πως ακόμα δουλεύεται. Η γυαλάδα που έπιαναν τα μάτια του Οδυσσέα έδειχνε πως ήταν ακόμα νωπός.

Πάνω ακριβώς από τους πίνακες δέσποζε η μεγάλη επιγραφή. ήθελε να την προσέξεις. στεκότανε παντού. αν παρέλειπες να τη διαβάσεις δεν σου αναγνωριζόταν άγνοια. μετά θα ήταν αργά.

Τι έγραφε;

«Οι πίνακες δεν πουλιούνται, επιλέγονται».

Στάθηκε και την περιεργαζόταν. «Παράξενη επιγραφή». Του θύμισε αμέσως μια άλλη που ’χε διαβάσει αρκετά χρόνια νωρίτερα: «Τη γνώση εμείς δεν την πουλάμε, εσείς την αγοράζετε». Αλλά αυτή εδώ ήταν διαφορετική.

– Τον ένα πίνακα τον ζωγράφισα εγώ. ο άλλος είναι του Θεού.

Ο κομπασμός του ζωγράφου έβγαλε από την επιγραφή το τήραγμα του Οδυσσέα και το βύθισε στις παραστάσεις του πρώτου πίνακα με διαφορετικά θέματα από πολλούς πίνακες, όλα μαζί συγκεντρωμένα σε έναν.

Κάποια παιδιά κλωτσάνε μια μπάλα φτιαγμένη από τυλιγμένα πανιά. Λίγο, ελάχιστα πιο πέρα, μανάδες κρατούν σκελετωμένα μωρά κάτω από τον καυτό ανελέητο ήλιο. Μικροί-μεγάλοι σε μια μέρα λιασμένη κοιτάζουν ψηλά.

Δύο πράγματα σκέφτηκε αμέσως: «ή περιμένουν την έκλειψη ή ψάχνουν τον Θεό».

Ένα πλήθος μερικών εκατοντάδων τρέχει και ένστολοι οπλοφόροι τους κυνηγούν. Πρέπει να πυροβολούν, γιατί δυο-τρεις είναι κιόλας πεσμένοι χάμω. Τι σημασία έχει ο λόγος;

«Εδώ;» στάθηκε λίγο να σκεφτεί την εικόνα που έβλεπε.

Μια αίθουσα, δυο γήπεδα μεγάλη, ντυμένη με λουστραρισμένο ξύλο, δείχνει κάποιους να συνεδριάζουν. Μάλλον αυτό είναι, συνεδριάζουν, γιατί αναγνώρισε αρχηγούς κρατών. Και πιο πέρα μια μάνα ακουμπά ένα μωρό σε έναν κάδο απορριμμάτων. Του ρίχνει την τελευταία ματιά, πριν κάνει το δώρο της σκουπίδι. Το ύφος της μοιάζει και λίγο στην έκπληξη. Μπορεί να μαζεύει το μωρό από τον κάδο. Ναι, γιατί όχι; και αυτό θα μπορούσε να ’ναι…

Όμως εδώ δεν αμφιβάλλεις καθόλου, είναι ξεκάθαρο το θέμα. Μια αστραφτερή μαύρη λιμουζίνα ανοίγει την πόρτα της να υποδεχθεί έναν άνθρωπο. Στην επόμενη παράσταση ο Πάπας στέκεται όρθιος και του φοράνε την τιάρα. Ο Οδυσσέας παρατηρεί ένα πλήθος ανθρώπων που προσκυνούν γονατιστοί. Μια έκρηξη σκορπά ανθρώπινα μέλη και την μυρωδιά τού θανάτου στον αέρα. Ο ζωγράφος, βλέποντάς τον να κοιτά πελαγωμένος, του λέει:

– Μη με ρωτήσεις. Δεν θα σου πω ποιος είναι ο δικός μου πίνακας.

Δεν θέλω να σε επηρεάσω… Μόνος σου πρέπει να αποφασίσεις. Έλα να δούμε και τον άλλο. Τον έσπρωξε ελαφρά στα πλευρά να πλησιάσουν στον πίνακα.

Αυτός ήταν απαράλλακτος με τον πρώτο, αλλά έλειπαν όλα τα δυσάρεστα. Οι παραστάσεις ήταν φωτεινές, χαρούμενες, με χρώματα γιορτής.

– Διάλεξε όποιον θέλεις. Και να μου πεις το σημείο που θέλεις να σε ζωγραφίσω, να ζήσεις μέσα στον πίνακα.

Αντί να ξαφνιαστεί με αυτό που άκουσε, όπως ήταν φυσικό, ο Οδυσσέας κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και ζήτησε λίγο χρόνο για να διαλέξει.

– Πάρε όσες στιγμές θέλεις, του είπε ο ζωγράφος και συμπλήρωσε, κανείς δεν θα σου πει ότι αργείς.

Ο Οδυσσέας μισοκλείνει τα βλέφαρα, δαγκώνει τα χείλη, σκέφτεται… Εστιάζει στον πίνακα με τις ευχάριστες σκηνές και τα φωτεινά χρώματα.

«Έτσι θέλω τον κόσμο που θα ζήσω» είπε μέσα του.

Προβληματίζεται, το ξανασκέφτεται. Δυσκολεύεται να διαλέξει. Δεν πρόκειται για την αγορά ενός πίνακα κάποιου ζωγράφου. Εδώ σ’ αυτόν τον χώρο πρέπει να αποφασίσει πώς θέλει τον κόσμο που θα ζήσει. Όταν δύσει ο ήλιος, θα περιμένεις την αυγή. Όμως αυτά τα πράγματα δεν επαναλαμβάνονται, τα πισωγυρίσματα απαγορεύονται. Απομακρύνθηκε αρκετά μέτρα προς τα πίσω, για να βλέπει καλύτερα τους πίνακες, και έμεινε εκεί μετέωρος να τους παρατηρεί, μέχρι που ξαφνικά σαν να βρήκε κάτι που δεν έψαχνε. Χαμογελαστός γυρνά στον ζωγράφο και του λέει:

– Εδώ θα μπω! σ’ αυτόν εδώ να τον κάνουμε χαρούμενο όπως τον άλλο. Αυτή τη φορά το είπε δυνατά. Είχε επιλέξει τον ξεθωριασμένο, τον πρώτο.

– Χα, χα, χα! χα! ακούστηκε δυνατά το γέλιο του ζωγράφου. Διάλεξες τον πίνακα του Θεού, ξεγελάστηκες, κορόιδο.

Και συνέχισε να γελά. Δεν ήταν πια σοβαρός όπως πριν. Φόραγε μάσκα, την έβγαλε και φάνηκε το κρυμμένο του πρόσωπο. Συνέχισε περιπαικτικά.

– Ακούς εκεί να τον κάνει λέει όπως τον δικό μου. Όχι τον κόσμο δεν μπορείς να αλλάξεις κακομοίρη, αλλά ούτε λίγα μέτρα γης κάτω και γύρω απ’ τα πόδια σου. Και άκου τι θα σου πω, να το θυμάσαι:

«Εγώ ο Ζωγράφος, άνθρωπε, σου υπόσχομαι να καταστρέψω το δικό μου έργο και να μην ζωγραφίσω ξανά, αν καταφέρεις να μη γίνουν τα πράγματα όπως έχουν ξαναγίνει. Είστε ανίκανοι οι άνθρωποι, ανίκανοι, χα! Χα! Χα! Χα! Χα!»

Το σαρκαστικό και συνάμα ανατριχιαστικό του γέλιο αντηχεί από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τις μέρες μας. Μετά από αυτό το γέλιο ο ουρανός πλημμύρισε θλιμμένες μελωδίες.

Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ονειρόδραμα του Οδυσσέα. Όμως η πραγματικότητα που θα ζούσε ήταν πιο τραγική, θα ξεπερνούσε σε φαντασία και τον πίνακα του Θεού.....

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


NEWSLETTER