Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 01 Νοεμβρίου 2020 18:50

Δεν θα υπάρχει ελαιόλαδο χωρίς μεγάλες εμπορικές επενδύσεις

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)
Δεν θα υπάρχει ελαιόλαδο χωρίς μεγάλες εμπορικές επενδύσεις

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών η ποσότητα ελαιόλαδου που θα παραχθεί φέτος σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι μικρότερη από τη ζήτηση.

Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερες από τις περσινές όπου η παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Κάτι τέτοιο όμως μέχρι αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται. Οι τιμές με τις οποίες ξεκίνησαν οι πρώτες πωλήσεις φετινού ελαιόλαδου είναι ελαφρώς υψηλότερες από τις αντίστοιχες περσινές την ίδια χρονική περίοδο. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό που δεν αφήνει να λειτουργήσει ο βασικός νόμος της ελεύθερης οικονομίας; Η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο οργάνωσης της αγοράς στο συγκεκριμένο προϊόν. Υπάρχει προφανώς έλλειψη ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί ο βασικός νόμος της ελεύθερης οικονομίας. Υπάρχουν δηλαδή ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις οι οποίες δεν αφήνουν την αγορά να ρυθμιστεί ελεύθερα. 

Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Υπάρχουν μεγάλοι εμπορικοί παίκτες οι οποίοι «ρυθμίζουν» την αγορά ελαιόλαδου. Η Ισπανία, αν και παράγει τη μισή παγκόσμια ποσότητα ελαιόλαδου, είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να καθορίσει τις τιμές του προϊόντος. Η αγορά είναι παγκόσμια και ξεπερνάει τις εθνικές πολιτικές και παρεμβάσεις ακόμα και των μεγάλων παραγωγών του προϊόντος. Η επισήμανση αυτή είναι κρίσιμη για να μπορέσουμε να δούμε το ρόλο μας με βάση αυτό που συμβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου είναι ένα μικρό μέρος της παγκόσμιας αγοράς, και αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας για να μη δημιουργούμε πλασματική εικόνα για το ρόλο που μπορούμε να παίξουμε.
Το ελαιόλαδο είναι ένα προϊόν που, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει, δεν φτάνει στο ράφι του καταναλωτή αυτόνομο και επώνυμο με ονομασία προέλευσης και με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι επώνυμο, διαθέτει ποιότητα, δεν έχει όμως εμπορική ετικέτα αναγνωρίσιμη στη διεθνή αγορά. Στον σύγχρονο καταναλωτικό κόσμο, προϊόν χωρίς εμπορική ονομασία και εκτός των εμπορικών δικτύων υπάρχει μόνο στα συνέδρια και στις γιορτές ποιότητας των ιθαγενών. Με άλλα λόγια, μόνο εμείς το ξέρουμε και μόνο εμείς το δοξάζουμε! Οσο λοιπόν δεν υπάρχει ένα τελικό αναγνωρίσιμο προϊόν, το οποίο θα βρίσκεται στα ράφια κάθε σούπερ μάρκετ μιας αγοράς, η τιμή του ελαιόλαδου και η μοίρα των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών θα είναι συνδεδεμένη με το τι κάνουν και τι επιθυμούν οι μεγάλοι εμπορικοί παίκτες.
Η αύξηση της παραγωγής ελαιόλαδου και ο ιδιαίτερος τρόπος καλλιέργειας σε χώρες όπως η Ισπανία και η Τυνησία, σε μεγάλες εκτάσεις, με γραμμικές φυτεύσεις και μηχανικά μέσα, ρίχνει το κόστος παραγωγής σε επίπεδα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι Ελληνες παραγωγοί. Η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια δεν μπορεί παρά να επικεντρωθεί στη διαχείριση και βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ελαιόλαδου που παράγεται. Η αξιοποίηση της ποιότητας όμως για να έχει νόημα και όφελος για παραγωγούς και εμπόρους θα πρέπει να οδηγεί σε αναγνωρίσιμο προϊόν από τους καταναλωτές. Αν αυτό δεν συμβεί, σε πρώτη φάση θα υπάρξει    υποβάθμιση της ποιότητας με μοναδικό γνώμονα τη μείωση του κόστους παραγωγής – και σε δεύτερο στάδιο θα υπάρξει μείωση της παραγωγής και της ενασχόλησης με την ελαιοκαλλιέργεια.
Με βάση αυτά που συμβαίνουν παγκοσμίως, υπάρχει ανάγκη να ξεκινήσουμε με τη ρύθμιση στην ελληνική αγορά. Να δούμε δηλαδή πώς θα ενισχύσουμε την τυποποίηση και την εμπορία στην εσωτερική αγορά, βάζοντας τέλος στη διακίνηση από ανεπίσημα δίκτυα. Να αυξήσουμε την κατανάλωση επώνυμου ελαιόλαδου και να συνδέσουμε την ποιότητα με εμπορικές ετικέτες, οι οποίες θα μπορούν πατώντας στην ελληνική αγορά να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι. Δεν μπορεί να περιμένουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο όταν δεν μπορούμε να πουλήσουμε στη γειτονιά μας ούτε ένα κιλό ελαιόλαδο. Στον τομέα όμως αυτό κανένας πολιτικός δεν θέλει να συγκρουστεί με τη μαύρη αγορά του χύμα στον τενεκέ. Οσο οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι ομάδες παραγωγών δεν μπορούν να απευθυνθούν στην εσωτερική αγορά με επώνυμο προϊόν, είναι αδύνατο να τα καταφέρουν στην παγκόσμια αρένα. Είμαστε με δυο λόγια καταδικασμένοι να ακολουθούμε το ρυθμό που δίνουν οι μεγάλοι παίκτες.
Οι προοπτικές του ελληνικού ελαιόλαδου, με βάση το πώς διαμορφώνονται διεθνώς η παραγωγή και οι τιμές, είναι απαισιόδοξες. Οι λίγες πιθανότητες που υπάρχουν για    στήριξη του προϊόντος και των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το σημαντικότερο, απαιτείται γενναία ενίσχυση μεγάλων επενδύσεων στον τομέα του ελαιόλαδου. Με ανύπαρκτες τράπεζες για ενίσχυση επενδύσεων, σε μια οικονομία η οποία έχει μάθει να λειτουργεί με πολλούς μεσάζοντες και με πολλές μικρές επιχειρήσεις, με την παραοικονομία του χύμα και του αδήλωτου εισοδήματος να κυριαρχεί, δεν υπάρχει προοπτική. Η σύγκρουση με τα πολλά μικρά συμφέροντα έχει τεράστιο πολιτικό κόστος που δεν αφήνει περιθώρια για αποφάσεις που θα ενισχύουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δύσκολα θα υπάρξει ισχυρή ετικέτα στην αγορά και ελαχιστοποιείται έτσι κάθε πιθανότητα διατήρησης της ελαιοκαλλιέργειας στη χώρα.

panagopg@gmail.com

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 01 Νοεμβρίου 2020 16:13