Σάββατο, 29 Οκτωβρίου 2011 23:26

Τι θα γίνει με την ακρίβεια;

Γράφτηκε από την
Τι θα γίνει με την ακρίβεια;

Εκατομμύρια Ελληνες βλέπουν τα καταναλωτικά τους όρια να στενεύουν όλο και περισσότερο, καθώς οι μισθοί μειώθηκαν μόνο το 2010 κατά 6,8% και πολλαπλάσια το 2011, κατεβάζοντας τις μέσες απολαβές λίγο πιο πάνω από το 60% του κοινοτικού μέσου όρου. Την ίδια στιγμή, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 5%, κάνοντας τη σύγκλιση εισοδημάτων άπιαστο όνειρο. Παράλληλα, η ακρίβεια παραμένει ανεξέλεγκτη διατηρώντας με αξιοσημείωτη σταθερότητα το κόστος ζωής στην Ελλάδα πολύ κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο, ευρισκόμενη σε πλήρη ανακολουθία με τα βασικά εγχειρίδια της καπιταλιστικής οικονομίας, στην οποία η περικοπή των εισοδημάτων και ο περιορισμός της ζήτησης θα έπρεπε να φέρει και γενική πτώση των τιμών.
Με αυτά τα δεδομένα, η σταθερά ανοδική πορεία του πληθωρισμού έχει φτάσει στο 3,1% τον Σεπτέμβριο από 1,7% τον Αύγουστο και από τη σύγκριση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του Σεπτεμβρίου 2011, προς τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2010, προκύπτει αύξηση 3,1% έναντι αύξησης 5,6% που σημειώθηκε κατά την ίδια σύγκριση του 2010 προς το 2009. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις παρατηρούνται στις δαπάνες στέγασης, όπως η ΔΕΗ και το φυσικό αέριο και στις μεταφορές, όπως η βενζίνη.
Τα στοιχεία της Eurostat, ωστόσο - κι εκεί έγκειται το πιο ανησυχητικό στοιχείο - δείχνουν ότι η μεγαλύτερη ακρίβεια επικεντρώνεται στα τρόφιμα, σε βασικά είδη διατροφής. Χαρακτηριστικά, οι τιμές πώλησης λιανικής για τα βασικά είδη διατροφής είναι 31% υψηλότερες του μέσου όρου της Ε.Ε., σύμφωνα με στοιχεία του 2010 και περιορίστηκαν μόνο κατά 1% συγκριτικά με έναν χρόνο πριν, μετά από παρεμβάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα έλαια πωλούνται σε τιμή 17% υψηλότερη του μέσου κοινοτικού όρου, το ψωμί, τα μακαρόνια και τα υπόλοιπα δημητριακά 16,4% υψηλότερα από το μέσο όρο, τα αναψυκτικά και τα εμφιαλωμένα νερά 12,2% κ.λπ.
Βέβαια, το ζήτημα της ακρίβειας είναι πολυδιάστατο, καθώς πέρα από το εισόδημα των καταναλωτών, πλήττει τις δαπάνες του κράτους, αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού και των εξαγωγών, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ανάπτυξη της οικονομίας. Συγκεκριμένα, την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα περιορίστηκε κατά 20%, συγκριτικά με τους «αντιπάλους» του εντός και εκτός Ε.Ε. Αιτίες είναι η αστάθεια του φορολογικού και επενδυτικού κλίματος, η γραφειοκρατία του συστήματος, οι συνεχείς ανατιμήσεις, η έλλειψη βιώσιμων επενδύσεων με βάθος και διάρκεια, η μεγιστοποίηση του ήδη επιβαρυμένου διοικητικού βάρους και, με λίγα λόγια, η έλλειψη τομών που θα προωθούσαν ουσιαστικά την τόνωση του ανταγωνισμού.
Η ακρίβεια είναι, μαζί με την ανεργία και την ύφεση, από τα σοβαρότερα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα μας σε αυτήν τη δραματική συγκυρία. Για την ουσία των πραγμάτων, αυτά τα τρία δεδομένα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας συναποτελούν το άθροισμα που έχει καταστήσει τόσο αρνητική την παρούσα συγκυρία στην κοινωνία. Οποιοδήποτε από αυτά τα χαρακτηριστικά και αν εξέλειπε, θα δημιουργούσε μία, αναμφισβήτητα, πιο ανεκτή διαμορφούμενη κατάσταση.
Επί του παρόντος, το ζητούμενο της ανάπτυξης φέρεται ως ικανό να δώσει ικανοποιητική απάντηση στην ανεργία και την ύφεση. Τι θα γίνει όμως με την ακρίβεια; Πώς θα ευνοήσουμε τη λειτουργία του ανταγωνισμού; Είναι αρκετή η ισχυροποίηση της αρμόδιας επιτροπής; Είναι αρκετή η πολιτική των προστίμων, όσο απαραίτητη κι αν είναι; Οι θεσμικές αλλαγές στη νομοθεσία των ενδοομιλικών συναλλαγών και οι ρυθμίσεις για το “transfer pricing” που είχαν προωθηθεί σε νομοθετικό επίπεδο από την προηγούμενη κυβέρνηση γιατί δεν συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να συνεχίζουν να αγοράζουν από χώρα σε χώρα, όπου διατηρούν θυγατρικές και να φορολογούνται σε άλλες χώρες με χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή;
Ολα τα παραπάνω, αλλά και σειρά ακόμη μέτρων, έχουν καταδειχθεί κατά καιρούς από διάφορους φορείς διαχρονικά, αν και είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της ακρίβειας δε χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη για να διαπιστώσεις την ύπαρξή του… Κυρίως, δε, οι μεγάλες διαφορές πώλησης επώνυμων ειδών διατροφής και προσωπικής υγιεινής σε Ελλάδα και άλλες χώρες της Ε.Ε., με εισόδημα πολλές φορές διπλάσιο του ελληνικού, είναι συνήθης διαπίστωση όλων μας.
Η απάντηση, βέβαια, δεν βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού. Αλλωστε, πλέον, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση στην αγορά, εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, και για τη διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού. Σε αυτά τα πλαίσια, η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης επιβεβαιώνει ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της ακρίβειας βρίσκεται στις αποφασιστικές τομές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η έκθεση, λοιπόν, ανάγει την Ελλάδα ως το κράτος με τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους (10-12%) στο χονδρικό και το λιανικό εμπόριο, έναντι μόλις 4-5% του κοινοτικού μέσου όρου. Τα εμπόδια, συνεπώς, που συνδέονται με την απουσία ανταγωνισμού συντηρούν την ακρίβεια στην αγορά και εμποδίζουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, στον «βωμό» της οποίας θυσιάζονται και πάλι μισθοί και θέσεις εργασίας.
Σήμερα, η κυβέρνηση αναγκάζεται και παίρνει σκληρά και δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Παράλληλα, ωστόσο, τα φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες που θα εξισορροπούσαν κάπως τις απώλειες σε μισθούς, συντάξεις και εισοδήματα, εκλείπουν από την αγορά. Η τελευταία έχει σχεδόν «στεγνώσει» γιατί οι τράπεζες έχουν κλείσει τις κάνουλες της ρευστότητας, ζητούν όμως επιτακτικά να τους καταβάλουν οι δανειολήπτες στην ώρα τους τις δόσεις. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Τι θα πρωτοπληρώσουν οι φορολογούμενοι πολίτες; Την εφορία ή τις τράπεζες; Με τι χρήματα θα ζήσουν; Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να βρεθεί πιο γενναία και σοβαρή, συνολική λύση, όπως λογικές ρυθμίσεις σε χρόνο και ποσά που θα μπορούν να εξυπηρετηθούν όλα τα δάνεια, ή ακόμη και να παραταθούν χωρίς μεγάλες επιβαρύνσεις εκείνα τα δάνεια που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν για όσο διάστημα διαρκεί η πρωτοφανής αυτή κρίση. Κι ακόμη, αν δεν μειωθούν οι τιμές στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα βιομηχανικά, σε καθορισμένο χρόνο που θα ορίσει η κυβέρνηση μετά από διάλογο που θα προηγηθεί, ναι, να μπουν σε διατίμηση πριν να είναι πολύ αργά. Γιατί η οικονομική κρίση που διανύουμε είναι περίπτωση έκτακτης ανάγκης και δικαιολογούνται τέτοιου είδους επεμβάσεις!


NEWSLETTER