Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020 11:06

Επί Τάπητος: Ελαιόλαδο, ποιότητα και δάκος πριν από έναν αιώνα

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Επί Τάπητος: Ελαιόλαδο, ποιότητα και δάκος πριν από έναν αιώνα

Η περί ελαιολάδου συζήτηση θερμαίνεται καθώς η παραγωγή ξεκίνησε και θα ενταθεί αργότερα σε ολόκληρη τη Μεσσηνία.

Τα τελευταία χρόνια γίνεται έντονη συζήτηση για την καλλιέργεια, την ποιότητα του προϊόντος και τους εχθρούς της. Και θα έχει ενδιαφέρον να γυρίσουμε έναν αιώνα πίσω για να δούμε τι γνώριζαν τότε για την ελαιοκαλλιέργεια. Αναφερόμαστε φυσικά στους επιστήμονες που προσπαθούσαν να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους αγρότες που καλλιεργούσαν όπως... τους βόλευε. Πολλές πληροφορίες έχουν δημοσιευτεί και παλαιότερα στη στήλη, έχουν όμως διαχρονική αξία.
“Βοηθός” μας στην αναδρομή, ένα παλιό σύγγραμμα μεγάλης ιστορικής αξίας, που περιλαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες. Πρόκειται για το “Λεξικόν φυτολογικόν περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι”. Είναι γραμμένο από τον Παναγιώτη Γ. Γεννάδιο, γεωπόνο με ειδίκευση στην εντομολογία και με πλούσιο έργο. Κυκλοφόρησε πριν από έναν αιώνα (το 1914 για την ακρίβεια) και είχα την τύχη να το ανακαλύψω πριν από χρόνια στα ράφια της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας που αποτελεί “πνευματικό θησαυρό” για τη σπανιότητα των βιβλίων που φιλοξενεί. Γραμμένο στην αρχαΐζουσα το κείμενο, προσπάθησα πριν από αρκετά χρόνια να το αποδώσω στη δημοτική συμπληρωμένο με σχόλια για βασικά προϊόντα του νομού: ελιές, συκιές, αμπέλια. Σκαλίζοντας τα χαρτιά μου βρήκα μια εκτύπωση που διασώθηκε, καθώς χάθηκε η ηλεκτρονική του μορφή μέσα από τόσες αλλαγές και “χτυπήματα” των δίσκων.
Αρχαία η καλλιέργεια της ελιάς με χρήσεις διάφορες (με κυριότερες το φαγητό και το... φωτισμό), “αλλά από τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου, του φωταερίου και των άλλων φωτιστικών και βιομηχανικών ελαίων (και κυρίως του βαμβακελαίου και αραβοσιτελαίου) η βασιλεία της ελιάς άρχισε να κλονίζεται παντού και κυρίως γύρω από την Αθήνα, της οποίας ο ελαιώνας όχι μόνον σταμάτησε να επεκτείνεται, αλλά άρχισε να περιορίζεται. Αλλά την επέκταση και την ακεραιότητα του γηρασμένου ελαιώνα έκανε αδύνατη και άλλη αιτία. Οσο ο πληθυσμός αύξανε τόσο οι ασκεπείς εκτάσεις γύρω από την Αθήνα γίνονταν ανεπαρκείς για την παραγωγή κηπουρικών και σανών, των οποίων η παραγωγή γύρω από τα μεγάλα κέντρα είναι πάντα πολύ περισσότερο επικερδής, παρά αυτή του λαδιού και της ελιάς. Κόβονται λοιπόν και συνεχίζουν να κόβονται οι ελιές (από τα ξύλα και τα φύλλα της οποίας ο παραγωγός απολαμβάνει όχι ασήμαντο χρηματικό ποσό) για να χρησιμοποιηθούν τα χωράφια τους για την καλλιέργεια ειδών πολύ περισσότερο προσοδοφόρων”. Εδώ συναντάμε την πρώτη αναδιάρθρωση σε βάρος της ελιάς, με τη χρήση των προϊόντων κοπής ως καύσιμης ύλης (ξύλα) και τροφής των ζώων (φύλλα).
Ιστορικά “πριν το 1864 μεγάλο μέρος των ελαιώνων της Ελλάδας ανήκε στο Δημόσιο, το οποίο τους νοίκιαζε με πολυετή συμβόλαια. Από τότε όλα σχεδόν τα δημόσια αυτά κτήματα αφού εκποιήθηκαν, περιήλθαν στην κυριότητα ιδιωτών οι οποίοι τα μετέβαλαν σε κτήματα πραγματικά προσοδοφόρα”. Και ο Γεννάδιος προτείνει... αποχαρακτηρισμό δασών αγριελιών για την επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας: “Το ίδιο μέτρο νομίζουμε ότι έπρεπε να ληφθεί, με ειδικούς όρους βέβαια, για εκείνα τα δημόσια κτήματα στα οποία φυτρώνουν πυκνά οι αγριελιές (πέντε τουλάχιστον κατά στρέμμα) και τα οποία ήδη χαρακτηριζόμενα ως δάση χωρίς να είναι στην πραγματικότητα, τίποτα ή ελάχιστα προσφέρουν στα κρατικά έσοδα”. Ενώ προσθέτει την ανάγκη παροχής κινήτρων γράφοντας: “Είναι ακόμη απαραίτητη η ενθάρρυνση της παραγωγής χρηματικών βραβείων σε όσους προμηθεύονται και χρησιμοποιούν για σειρά ετών τελειότερα όργανα για το τρίψιμο και την έκθλιψη των ελιών και τη διήθηση και συντήρηση του ελαιολάδου”.
Παρά τους διαδεδομένους μύθους, η ποιότητα του προϊόντος δεν ήταν και η καλύτερη, καθώς “τα ελληνικά ελαιόλαδα είναι κατά γενικό κανόνα κατώτερης ποιότητας και για το λόγο αυτό επιτυγχάνονται τιμές χαμηλότερες από τα άλλα στην Ευρώπη. Σήμερα τα ελαιόλαδα που προτιμούνται παντού για φαγητό και για λίπανση μηχανών είναι αυτά που περιέχουν όσο το δυνατόν μικρότερη ποσότητα οξέων και μούργας και για άλλους λόγους και γιατί χωρίς κόπο και για μακρύ χρονικό διάστημα διατηρούνται αναλλοίωτα. Στο ευρωπαϊκό εμπόριο τα ελαιόλαδα που περιέχουν περισσότερο του 3% οξέα δεν θεωρούνται βρώσιμα ούτε κατάλληλα για τη λίπανση των μηχανών. Διακρίνονται όχι μόνο από τη γεύση τους, αλλά και από την παρουσία σε αυτά διαφόρων μικροοργανισμών, κυρίως μικρομυκήτων (αναφέρει μικρομύκητες που δημιουργούν πράσινη μούχλα και άλλα δυσάρεστα οπτικά και γευστικά προβλήματα). Τα παγκοσμίου φήμης ελαιόλαδα είναι τα εκλεκτότερα της κεντρικής Γαλλίας (ιδίως της Νίκαιας) και της Λούκας Ιταλίας. Αυτά ποτέ δεν έχουν περισσότερο από 1% οξέα”.
Ενδιαφέρον έχει η εμπειρική ποιοτική κατάταξη με βάση την “τελειότερη μέθοδο για την έκθλιψη των ελιών και την παραγωγή λαδιού κατά ποιότητες”: “Το προϊόν των ελιών που αλέσθηκε, με ή χωρίς πυρήνα, αποτελεί τη ζύμη η οποία τοποθετείται σε σπυρίδες (ζεμπίλια) ή διπλώνεται μέσα σε τετράπλευρα κομμάτια τρίχινου υφάσματος (χαράρια), για να πιεσθεί και να δώσει το λάδι που βρίσκεται σε αυτή. Δέκα μέχρι δέκα πέντε τέτοια ζεμπίλια ή χαράρια γεμάτα ζύμη τοποθετούμενα το ένα πάνω στο άλλο στο ελαιοπιεστήριο αποτελούν τη στήλη. Το πρώτο λάδι που βγαίνει από τη στήλη μόνο του χωρίς πίεση ή με πολύ ελαφρά πίεση είναι άριστο και ονομάζεται από τους Γάλλους παρθένο. Το λάδι που παράγεται από την πρώτη πίεση είναι το πρώτης ποιότητας. Η δεύτερη πίεση που είναι ισχυρή δίνει το εκλεκτό λάδι. Μετά τη δεύτερη πίεση η στήλη διαλύεται και η ζύμη που έχει μεταβληθεί σε πίτα σε κάθε ζεμπίλι ή χαράρι κομματιάζεται, τρίβεται με τα χέρια και βρέχεται με ζεστό νερό για να πιεστεί δύο ακόμη φορές. Η πρώτη πίεση σε αυτή τη φάση δίνει το λεγόμενο κοινό λάδι και η δεύτερη το λάδι για φωτισμό ή για το λυχνάρι”.
Πανάρχαιος εχθρός της ελιάς ο δάκος “έντομο δίπτερο, έχει περίπου τη μορφή της κοινής μύγας, αλλά είναι σε μέγεθος μισό από αυτή [...] Το σκουλήκι του τρώει τη σάρκα της ελιάς. Οι ελιές που προσβάλλονται από αυτό είναι εκείνες που συναντιούνται σκουληκοφαγωμένες. Οι μεγάλες ζημιές που προκαλούνται από το έντομο αυτό στην ελαιοπαραγωγή, τράβηξαν την προσοχή του ελαιοκόμου από τα αρχαία χρόνια. Ο Θεόφραστος λέει ότι τα σκουλήκια αυτά «κωλύονται υπό τω δέρματι (του καρπού), είναι ύδατος επ’ αρκτούρω (περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου) γενομένου. Καταψυχόμενοι γαρ φεύγουσι». Πράγματι έχει παρατηρηθεί πως όταν βρέχει τον Σεπτέμβριο, και ιδίως στις αρχές του μήνα αυτού, ο καρπός ακόμη των περισσότερων επιρρεπών στις προσβολές του δάκου ελαιώνων έχει προσβληθεί λιγότερο από το συνηθισμένο. Το έντομο αυτό είναι κοινό για όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες, σε μερικά μέρη δε αποβαίνει πραγματική μάστιγα αφού καταστρέφει τη μισή, τα τρία τέταρτα ή και ολόκληρη σχεδόν την ελαιοπαραγωγή. Οι ελιές που προσβάλλονται από αυτό αποδίδουν όχι μόνο λιγότερο, αλλά κατώτερης ποιότητας λάδι”.
Δύσκολη η αντιμετώπιση που απαιτούσε προσπάθεια καταπολέμησης υποχρεωτικά σε όλα τα κτήματα με μεθόδους που συνδυάζουν ζάχαρη και δηλητήριο: “Πάρα πολλά είναι τα μέσα που προτάθηκαν και δοκιμάσθηκαν για την καταπολέμηση του δάκου. Ολα όμως αποδείχθηκαν άχρηστα ή γιατί είναι τέτοια ή γιατί για να γίνουν αποτελεσματικά θα πρέπει η εφαρμογή τους να είναι υποχρεωτική για όλα τα συνεχόμενα κτήματα της περιφέρειας η οποία έχει προσβληθεί. Ο δάκος στους ψυχρότερους ελαιοφόρους τόπους έχει συνήθως δύο γενιές το χρόνο, τρεις και μερικές φορές τέσσερεις στους θερμότερους. Στην τέλεια μορφή του (δηλαδή στην κατάσταση μύγας) τρέφεται με σακχαρώδεις και κομμώδεις ρευστές ή ημίρρευστες ουσίες, τις οποίες βρίσκει στα άνθη και τα άλλα μέρη της ελιάς. Η κλίση αυτή του εντόμου στις γλυκές ουσίες έδωσε την ιδέα στον Γάλλο Μποναφώ το 1859, να τοποθετεί δοχεία που περιέχουν διάλυση μελιού και μικράς δόσεις κοβαλτίου. Αργότερα επανέλαβε το πείραμα άλλος Γάλλος, ο Ντεκώ, που αντικατέστησε το κοβάλτιο με αρσενικό”.
Ο Γεννάδιος εξηγεί τη διαδικασία ψεκασμού ανά δεκαπενθήμερο από τις αρχές Μαΐου μέχρι τέλος Ιουλίου και τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, συνιστώντας ως φθηνή γλυκιά ύλη το... πετιμέζι για την παρασκευή του αρσενικούχου διαλύματος και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ωφέλεια και τη ζημιά: “Η ωφέλεια που προκύπτει είναι μεγάλη γιατί σώζεται η σοδειά. Η εφαρμογή του μέσου αυτού έχει το μειονέκτημα ότι από τη μια πλευρά κάνει επικίνδυνη τη βόσκηση των ζώων κάτω από τα δέντρα και από την άλλη γίνεται πολύ επιζήμια για τη μελισσοκομία γιατί οι μέλισσες και μακρυά ακόμη από τον ελαιώνα που ραντίζεται αν βρίσκονται, ανακαλύπτουν πολύ γρήγορα το μελιτώδες υγρό που παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις ελιές. Η ζημιά όμως που προκύπτει έτσι είναι ασήμαντη σε σύγκριση με την ωφέλεια που προκύπτει από την απαλλαγή της ελιάς από τη μάστιγα που αποδεκατίζει τον καρπό της”.
Τότε όμως είχε αρχίσει να εφαρμόζεται μια άλλη μέθοδος... βιολογικής καταπολέμησης του Γάλλου Μπερλέζε με δοχείο που κρεμαζόταν από τα κλαδιά του δέντρου (στο κέντρο του κτήματος κάθε 5 στρέμματα) γεμάτο με 4 οκάδες από το γλυκό αρσενικούχο διάλυμα στο οποίο εμβαπτιζόταν κομμάτι υφάσματος για να φθάσουν οι δάκοι πιο εύκολα στο υγρό. Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες στο σύγγραμμα του Γεννάδιου. Μετά από έναν αιώνα πολλά έχουν αλλάξει αλλά η συζήτηση γυρίζει γύρω από τα ίδια πράγματα αλλά σε άλλο επίπεδο. Η ποιότητα του ελαιολάδου και ως εκ τούτου όλη η διαδικασία παραγωγής, η καταπολέμηση των εχθρών της ελιάς και πολλά ακόμη θέματα απασχολούν και θα συνεχίσουν να απασχολούν επιστήμονες και καλλιεργητές. Η παρακολούθηση των εξελίξεων, η γνώση για τα θέματα αυτά και η εφαρμογή επί εδάφους των οδηγιών που δίνονται από τους ειδικούς επιστήμονες είναι μέγιστης σημασίας για το μέλλον του πολύτιμου προϊόντος...

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020 00:11