Την εικόνα αυτή εισπράττει ο καθένας που θα είχε την “περιέργεια” να συγκρίνει και να κρίνει τελικά τη ζωή σε περιοχές όπου ο τουρισμός δίνει ανάσες το καλοκαίρι, στις οποίες έχουν επενδυθεί και “όνειρα” αλλά και σημαντικά χρηματικά ποσά. Παρ' όλα αυτά η μετάβαση από τη ζωντάνια στην καταθλιπτική ερημιά δεν αφορά μόνον στις περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά. Σε αυτές απλώς η αντίθεση εικόνων και ζωής είναι πολύ πιο έντονη. Ομως σε όλη τη Μεσσηνία (και όχι μόνον φυσικά), το τέλος του καλοκαιριού συνιστά ένα σοκ για την τοπική κοινωνία, το οποίο κατά κανόνα δεν μπορούν να αντιληφθούν πολλοί από εκείνους που αντιμετωπίζουν το “χωριό” ως αξιοθέατο ή τόπο αποσυμπίεσης της (σκληρής ενίοτε) αστικής καθημερινότητας. Η ερημιά διαρκείας επιστρέφει, υπάρχουν στιγμές που “δεν κυκλοφορεί ψυχή” στους δρόμους κατά τη λαϊκή έκφραση. Στη δική μας περιοχή “φιλί της ζωής” αποτελεί η περίοδος της ελαιοσυγκομιδής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ανά την Ελλάδα απόδημοι επιστρέφουν για λίγες ημέρες στον πατρογονικό τόπο για να πάρουν το λάδι τους ή να συμπληρώσουν εισόδημα. Εννοείται βεβαίως πως είναι άλλο πράγμα η καλοκαιρινή χαλαρότητα και το χειμερινό άγχος της ελαιοσυγκομιδής, άλλο να λιάζεσαι για να χαλαρώσεις και άλλο να σταυροκοπιέσαι να τελειώσει η βροχή για να προλάβεις να μαζέψεις τις ελιές πριν τελειώσει η άδεια ή πριν στις πάρει ο καιρός με τους πάγους, το χαλάζι και τους αέρηδες. Στο ενδιάμεσο ασφαλώς υπάρχουν και τα τριήμερα των “αποδράσεων”, τα οποία αναλόγως των καιρικών συνθηκών μπορούν να ζωντανέψουν τη ζωή στην “επαρχία” του λεκανοπεδίου. Αποδράσεις που προϋποθέτουν ασφαλώς τα αναγκαία για μετακινήσεις και διαμονή, καθόσον πλέον πολλοί δεν διαθέτουν ούτε τα χρήματα για μετακίνηση με αστικό λεωφορείο στο “χωνευτήρι” του συγκροτήματος, περί το πάλαι ποτέ “κλεινόν άστυ”.
Αυτή η εικόνα της υπαίθρου απαντά κατά ένα μέρος στην διάψευση των προβλέψεων για “επιστροφή στο χωριό”, που πήγαιναν και έρχονταν από την αρχή της κρίσης που υπόβοσκε και εκδηλώθηκε με βιαιότητα από το 2010. Τελικά η υπόθεση αυτή περιορίστηκε σε ελάχιστες περιπτώσεις και μάλιστα όταν υπήρχαν οι προϋποθέσεις ενασχόλησης με τη γεωργία. Η οποία προϋποθέτει κατ' αρχήν... ιδιοκτησία που μπορεί να ανταποκριθεί στον χαρακτηρισμό “εκμετάλλευση”. Αλλο να καλλιεργείς για να πάρεις το λάδι σου και άλλο να καλλιεργείς σε τέτοια έκταση και ένταση ώστε να μπορείς να εξασφαλίζεις τα προς το ζην. Ασφαλώς προϋποθέτει και την απαραίτητη τεχνογνωσία. Το γεγονός ότι διαθέτει κάποιος στην ιδιοκτησία του μια έκταση δεν σημαίνει ότι μπορεί να την καλλιεργήσει. Τα φυτά δεν γίνονται μόνα τους, χρειάζονται γνώση για τη φροντίδα τους και εμπειρία στην καλλιεργητική πράξη. Αυτό αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για να αποφασίσει κάποιος να εγκαταλείψει την πόλη και την προσδοκία μιας δουλειάς, για να ασχοληθεί με την καλλιέργεια στο πατρογονικό κτήμα, εφόσον βεβαίως αυτό μπορεί να αποδώσει μεροκάματο. Η προϋπόθεση αυτή ασφαλώς εκτός από αναγκαία θα πρέπει να είναι και ικανή για να έχει εφαρμογή στην πράξη. Γιατί η καλλιέργεια απαιτεί και χρήματα, καθώς δεν αρκούν τα χέρια και η διάθεση, αλλά απαιτείται και ένας στοιχειώδης εξοπλισμός. Πολύ περισσότερο απαιτούνται χρήματα για την προμήθεια πάσης φύσεως εφοδίων που είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια. Ολα αυτά εύκολα εξηγούν γατί διαψεύστηκαν παταγωδώς οι προσδοκίες για “επιστροφή στο χωριό”. Αντιθέτως εκείνο που διαπιστώνεται είναι το γεγονός ότι μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, καθώς τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο στο χωριό, τα αδιέξοδα μεγαλώνουν και δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι περιμένουν την ευκαιρία της απόδρασης από τη ζωή στο χωριό.
Οξύμωρο σχήμα για όσους δεν αντιλαμβάνονται τη ζωή στο χωριό και τις δυσκολίες της ή τη βλέπουν με τα μάτια του βολεμένου μεσαίου που αντιμετωπίζει την καλλιέργεια ως συμπληρωματικό εισόδημα και την επιστροφή στο χωριό ως προσωρινή απόδραση από την καθημερινότητα της πόλης. Ομως σε μια περίοδο κρίσης το κόστος παραγωγής ανεβαίνει ακόμη και όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη μειώνονται ορισμένοι συντελεστές, όπως για παράδειγμα τα λιπάσματα. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις μεγαλώνουν διαρκώς και δεν αποκλείονται τα χειρότερα. Ο τραπεζιτικός δανεισμός έχει καταστεί πλέον εξαιρετικά δύσκολος και δαπανηρός. Οι συνεταιρισμοί παίζουν ελάχιστο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και αδυνατούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αγορά και τον καθορισμό των τιμών. Στις λίγες αυτές φράσεις αποτυπώνεται μια διαδικασία “αποσύνθεσης” ενός μοντέλου που άντεξε εδώ και πολλά χρόνια και μετάβασης σε ένα παραγωγικό τοπίο εν πολλοίς άγνωστο, για το οποίο διατυπώνονται ατεκμηρίωτα κάθε είδους εικασίες. Στην ουσία οι παραγωγοί που δύνανται κινούνται με βάση το ένστικτο και την εμπειρία, χωρίς να δίνουν σημασία σε εκείνα που οι άλλοι θεωρούν... ιερά και όσια. Κλασικό παράδειγμα το φετινό καλοκαίρι που φάγαμε αμέτρητες ποσότητες πολωνικής και βέλγικης ντομάτας, καθώς η παραγωγή καταστράφηκε από παθογόνα και οι παραγωγοί εγκαταλείπουν την καλοκαιρινή καλλιέργεια ως ασύμφορη. Οταν σε περιόδους κρίσης ο καταναλωτής αναζητεί το φθηνότερο προϊόν, ο ανταγωνισμός στο επίπεδο των τιμών παίζει καθοριστικό ρόλο ακόμη και στην καλλιέργεια. Μας ξενίζει πολλές φορές το γεγονός ότι πολλά αγροτικά προϊόντα εισάγονται από άλλες χώρες ακόμη και πολύ μακρινές, αλλά αυτό τελικά είναι φυσιολογικό. Γιατί τα κόστη έχουν τεράστιες διαφορές και οι μεταφορές έχουν αλλάξει ριζικά... ακόμη και τον καιρό: Οταν εδώ έχουμε χειμώνα και στη Λατινική Αμερική καλοκαίρι, λογικά θα βρείτε σταφύλια Χιλής στα σούπερ μάρκετ.
Παρ' όλα αυτά και παρά την έλλειψη αγροτικής πολιτικής, ο γεωργικός τομέας είναι ο μόνος ουσιαστικά που συνεχίζει να παράγει και να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξαγωγές. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητο το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση δεν ασχολείται πραγματικά με το θέμα αυτό, δεχόμενη τα πυρά της αντιπολίτευσης, η οποία όταν έρθει στην εξουσία ακολουθεί την ίδια πολιτική δεχόμενη τα... αυτά πυρά από εκείνους που την έχασαν. Γιατί απλώς όλες οι κυβερνήσεις προσδένουν την πολιτική τους στον αυτόματο πιλότο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής η οποία γίνεται όλο και χειρότερη. Δεν χαράζουν εθνική πολιτική έστω και στα περιθώρια που αφήνει αυτή η πρόσδεση, δεν ενθαρρύνουν τις συλλογικές μορφές οργάνωσης και έχουν οδηγήσει σε πλήρη εξάρτηση των εισροών στη γεωργία από τις εισαγωγές. Κέντρα και παραγωγικές μονάδες έχουν βάλει ουσιαστικά λουκέτο, εθνική πολιτική δεν υπάρχει ακόμη και σε κρίσιμα προϊόντα όπως είναι το ελαιόλαδο. Πολιτικοί, αυτοδιοικητικοί και πάσης κατηγορίας τοπικοί παράγοντες μιλούν ακατάπαυστα για “ανάπτυξη”, “επενδύσεις”, “τουρισμό”. Αλλά κανένας δεν ασχολείται με τη γεωργία και θυμούνται τους αγρότες όταν έρχεται ο καιρός των εκλογών. Πέρα από τις διαπιστώσεις -που δεν είναι καινούργιες- το βάρος πέφτει εξ αντικειμένου στην αυτοδιοίκηση. Η οποία οφείλει να αντιληφθεί ότι έχει υποχρέωση να θέσει στο κέντρο της προσοχής της την αγροτική οικονομία και να συγκροτήσει πολιτική σε αυτή την κατεύθυνση. Κάτι που προϋποθέτει διαφορετικό προσανατολισμό ενδιαφέροντος και θεσμική οργάνωση που να υποστηρίζει τις παρεμβάσεις που είναι αναγκαίες. Προϋποθέτει πολιτικό προσωπικό που να γνωρίζει τα πραγματικά προβλήματα, επιστημονική στελέχωση των δήμων και εκπόνηση μελετών για εφαρμογή επί εδάφους και όχι για... αρχειοθέτηση. Το ακροτελεύτιο ερώτημα: Ποιος θα ασχοληθεί στα σοβαρά με τη γεωργία;