Δευτέρα, 07 Οκτωβρίου 2024 19:04

"Λαϊκή πολεοδομία και κατασκευές στο Νησί (Μεσσήνη)"

"Λαϊκή πολεοδομία και κατασκευές στο Νησί (Μεσσήνη)"

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε στα Φιλιατρά μια ενδιαφέρουσα ημερίδα με θέμα «Η τέχνη του ξυλόπηκτου». Σε αυτή συμμετείχαν με μια εισήγηση που είχε τίτλο "Λαϊκή πολεοδομία και κατασκευές στο Νησί (Μεσσήνη)". Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να έχει θέση σε αυτή τη στήλη και την αναδημοσιεύω για τους φίλους που δεν έχουν πρόσβαση και εξοικείωση με την κοινωνική δικτύωση.

Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το Νησί (Μεσσήνη) είναι μια πόλη χτισμένη πάνω στην απόληξη χωματόλοφων, που βλέπουν μια απέραντη πεδιάδα κατά την ανατολή, αλλά και το νότο και το βορρά. Ο τόπος διασχίζεται από ρέματα, χειμάρρους και γράνες που προσδιορίζουν τα όρια και τις δυνατότητες οίκησης. Πλούσια λιβάδια, βάλτοι και πεδιάδα ορίζουν τις παραγωγικές δυνατότητες στον ιστορικό χρόνο και η εγγύτητα στη θάλασσα προσδιορίζεται από τον Πάμισο που από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τη νεότερη Ελλάδα ήταν πλωτός μέχρι το ύψος της πόλης. Εμφανίζεται «στο φως της ιστορίας» την εποχή της Φραγκοκρατίας ως τόπος στον οποίο βρισκόταν το κάστρο-ηβητήριο της Ιζαμπώ και γρήγορα εξελίσσεται σε διοικητικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής.

Η πρώτη οικιστική πληροφορία που έχουμε είναι από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τζελεμπή που πέρασε από την Πελοπόννησο το 1668, ο οποίος μας πληροφορεί ότι αποτελείται από «τριακόσια κεραμιδοσκέπαστα σπίτια». Λίγα χρόνια αργότερα η πρώτη «δομή» της πόλης είναι «χώρα» δηλαδή διάσπαρτοι οικισμοί σε μια ευρεία περιοχή. Και επιβεβαιώνεται από την απογραφή Γκριμάνι το 1700, η οποία αναφέρει ότι αποτελείται από τρεις οικισμούς χτισμένους σε τρεις διαφορετικούς λόφους της ίδιας λοφοσειράς. Η εξήγηση είναι απλή, οι λόφοι χωρίζονται μεταξύ τους από μεγάλα ρέματα και επιλέγονται τα ψηλότερα σημεία για κατοικία. Νησί, Λιμοχώρι και Ενορία Σακελλαρίου είναι οι τρεις οικισμοί με σαφώς προσδιορισμένη θέση.

Η επόμενη πληροφορία που συναντάμε και ακουμπά άμεσα το θέμα της συζήτησης, είναι μετά την απόβαση του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος το 1828. Εκεί σε μια από τις αναφορές διαβάζουμε ότι ότι «τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα, μόνο η εκκλησία ήταν από πέτρα». Σε μια άλλη αναφορά σημειώνεται ότι «όσο πλησιάζαμε στο Νησί το χώμα γινόταν κοκκινωπό» και πως «τα σπίτια ήταν από πλίθρα, είχαν ολοσχερώς γκρεμιστεί, αναστηλώνονταν αργά και είχαν το χρώμα της κόκκινης πέτρας». Τέσσερα χρόνια αργότερα Γάλλος αξιωματικός σε περιγραφή του σημειώνει ότι «βλέπουμε εδώ κάποια σπίτια με πολύ κομψό χτίσιμο».

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Τόπος με λιβάδια το Νησί, αποτελούσε προορισμό για τους γορτύνιους «ανεβοκατεβάτες» που ξεχείμαζαν σε πρόχειρες καλύβες και επέστρεφαν το καλοκαίρι στα βουνά. Γνωρίζοντας «το δρόμο», μετά την απελευθέρωση άρχισαν να μετακομίζουν μαζικά στην πόλη και να φτιάχνουν τους δικούς τους μικρότερους οικισμούς-συστάδες. Οι οποίοι γίνονται με βάση την συγκέντρωση της οικογένειας σε ένα σημείο και η πόλη πλέον χωρίζεται σε «έικα»: Ρουτσέικα, Τσαμέικα, Φακωνέικα, Γκουζουνέικα, Ουτσικέικα κλπ. Κάθε συστάδα σπιτιών έχει το ομώνυμο «λάι» ως κοινόχρηστο χώρο. Ενας ελεύθερος χώρος με τα σπίτια γύρω-γύρω και στον οποίο οι προσβάσεις ήταν οι σούδες που χώριζαν ορισμένα από τα σπίτια. Υπηρετούσε τις ανάγκες της γειτονιάς αλλά ταυτόχρονα ήταν ένας χώρος που τον χρησιμοποιούσαν σαν αλώνι για την αποξήρανση ποροϊόντων, κυρίως καλαμποκιού αρχικά. Το «λάι» είναι λέξη δωρικής καταγωγής που μεταφράζεται ως «δρεπάνι» και δένει τόσο με το σχήμα όσο και με τη χρήση που είχαν.

Η «λαϊκή» πολεοδομία ολοκληρώνεται με τη διαμόρφωση ενός οικιστικού ιστού ο οποίος «σέβεται» κατά ένας τρόπο τη φύση και αποφεύγει τη δόμηση πάνω σε ρέματα και γράνες. Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται σε μια απαξιωτική αναφορά των Κορύλλου και Θεοχάρη οι οποίοι ξεκινώντας από την Πάτρα περιοδεύουν το 1891 και περνούν από το Νησί για να γράψουν: «Αι οικίαι, πλην ολίγων εξαιρέσεων, είναι χθαμαλαί και ακανονίστως ωκοδομημέναι, αι δε οδοί, στεναί τα πλείστα και σκολιαί». Από τότε και στα αλλεπάλληλα σχέδια μέχρι και το 1952 κρατήθηκε στις παλιές γειτονιές (κυρίως στον Αγιοδημήτρη) το δαιδαλώδες σύμπλεγμα δρόμων, πιθανόν όπως και επί τουρκοκρατίας, για να μην ρυμοτομηθούν ιδιοκτησίες, οικόπεδα και σπίτια. Με το σχέδιο του 1972 που ισχύει και σήμερα, δεν διορθώθηκε ουσιαστικά τίποτα, απλώς έγιναν επεκτάσεις και ορισμένες παρεμβάσεις στο οδικό δίκτυο. Ενδιαμέσως βεβαίως είχαν εξαφανιστεί και διευθετηθεί γράνες και ρέματα και αυτό το υπενθυμίζει κατά καιρούς η φύση όταν το νερό στους λόφους αναζητά οδούς διαφυγής στον κάμπο και τους παλιούς βάλτους.

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΠΛΙΘΡΑΣ

Η ιστορία επιβεβαιώνει τη λογική και το λαϊκό αισθητήριο σε σχέση με την οίκηση και την κατασκευή κατοικιών. Ο τόπος είναι γεμάτος γλίνα, αργιλόχωμα δηλαδή, με κόκκινο χρώμα και τα σπίτια κατά την παράδοση αιώνων κατασκευάζονται από πλίθρες. Αυτό το υλικό είχαν και με αυτό κατασκεύαζαν τα σπίτια. Τα βουνά με τις πέτρες ήταν εξαιρετικά μακριά για τα μεταφορικά δεδομένα της περιοχής. Και η κατασκευή ήταν συμβατή με τη λαϊκή σοφία που διδάσκει για την πλίθρα «φύλα με από το νερό για να σε φυλάξω από το σεισμό» καθώς η πόλη έχει πληγεί πολλές φορές από ισχυρούς σεισμούς.

Τους φύλαγε η πλίθρα από το σεισμό αλλά… την φύλαγαν από το νερό. Και η αρχή γινόταν από τα θεμέλια: Η πλίθρα δεν έπρεπε να έρθει σε επαφή με το νερό και έτσι η θεμελίωση γινόταν με πέτρα σε βάθος μισό με ένα μέτρο και η πέτρα σηκωνόταν ακόμη από μισό μέχρι ενάμισι μέτρο συνήθως για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα φάει το νερό από κάτω. Ενώ στις επιφάνειες γινόταν με σοβάτισμα (άμμος, ασβέστι και μετά το στέγνωμα, άσπρισμα με ασβέστι, αλάτι, ξύδι και γαλαζόπετρα για το γνωστή παλιά απόχρωση ή ώχρα στα νεότερα χρόνια).

Η διαδικασία κατασκευής της πλίθρας ήταν ολόκληρη… ιεροτελεστία. Τις πλίθρες τις έφτιαχνα οι μάστορες αλλά συμμετείχε όλη η οικογένεια αλλά και η γειτονιά. Τα θεμέλια άνοιγαν… χειρωνακτικά με αξίνες, φτυάρια και γκασμάδες. Το υλικό απόληψης που ήταν αργιλόχωμα, το έρχιναν σε έναν λάκκο με βάθος περίπου μισό μέτρο, και από πάνω έριχναν νερό και ψιλό άχυρο ως συνδετική ύλη. Και άρχιζε μια ατελείωτη διαδικασία κατά την οποία όλοι και εναλλάξ πάταγαν το υλικό όπως τα σταφύλια στον τρύγο, μέχρι να γίνει όλο ομοιογενές και να αποκτήσει την απαιτούμενη πλαστικότητα. Όταν δεν έφταναν τα υλικά εκσκαφής των θεμελίων και από τον υπόλοιπο χώρο, πήγαιναν και έφερναν αργιλόχωμα από συγκεκριμένες περιοχές. Από το «Χαβούζι», δυτικά από το νεκροταφείο και από την περιοχή Βουρλέ δυτικά από το υδραγωγείο όπου μέχρι και τη δεκαετία του 1980 υπήρχε μια λίμνη η οποία είχε σχηματιστεί από την απόληψη.

Όταν ήταν έτοιμος ο πηλός, οι μάστορες τον έριχναν σε ξύλινα καλούπια, που είχαν θέσεις για 2 ή 4 πλίθρες. Οι διαστάσεις της πλήθρας ήταν συνήθως 30 εκατοστά πλάτος, υποχρεωτικά το μισό μήκος δηλαδή 15 εκατοστά και πάχος περίπου 12 εκατοστά. Υπήρχαν όμως και άλλα μεγέθη σε λίγες περιπτώσεις. Χτύπαγαν το υλικό με ένα ξύλινο εργαλείο σαν φτυάρι για να μην υπάρχουν κενά και όταν ήταν έτοιμο, σήκωναν τα καλούπια και συνέχιζαν. Το άφηναν να στεγνώσει όσες ημέρες χρειαζόταν και μετά έχτιζαν χρησιμοποιώντας ως συνδετική ύλη πηλό από το κοκκινόχωμα.

Ο τοίχος ο κατασκευασμένος από πλίθες ήταν μεγάλου πάχους , πάνω από 70 εκατοστά, με διασταυρωμένους πάντα τους αρμούς και επίπεδος, χωρίς διάφορα σχέδια, εξάρσεις , υποχωρήσεις, καμπύλα τμήματα και λοιπά, ανακουφιστικά τόξα δεν υπάρχουν. Τα πρέκια ήταν κατασκευασμένα από σκληρό ξύλο. Το περίγραμμα κάτοψης κατασκευής από πλίθρες ήταν πάντα ορθογώνιο.

ΠΕΤΡΑ, ΠΛΙΘΡΑ ΚΑΙ ΞΥΛΟΠΗΚΤΟ

Ο καλός φίλος συμπατριώτης και σπουδαίος μηχανικός που έχει μελετήσει τις κατασκευές στο Νησί, Νίκος Στασινάκης, συνεισφέρει στην παρουσίαση με μια ταξινόμηση των πλίθινων κατασκευών στην περιοχή:

Μάντρες οριοθέτησης κατοικιών: Μάντρες πάχους περίπου 30 εκατοστών και ύψους 2 μέτρων. Επιχρίσματα κατά κανόνα δεν υπάρχουν, υπάρχει όμως κάλυψη με ασβέστωμα. Αυτό με την παρέλευση του χρόνου δημιουργεί κρούστα που προφυλάσσει τον τοίχο από την βροχή. Γιαυτό επαναλαμβανότανε ετησίως τουλάχιστον και όχι μόνο για καθαριότητα, ιδίως το Πάσχα. Η στέψη του τοίχου πραγματοποιείται με κοίλα κεραμίδια βυζαντινού τύπου και δίνει ιδιαίτερη αισθητική παρουσία μέσα στο χώρο.

Αγροτόσπιτα: Δεκάδες από αυτά είναι σκόρπια στα χωράφια , για την εξυπηρέτηση των ιδιοκτητών. Πρόκειται για μικρά κτήρια ισόγεια ή διώροφα χαμηλού ύψους. Συνήθως δεν υπάρχει διαμερισματοποίηση ( ενιαίος χώρος στο ισόγειο , ενιαίος και στον όροφο ). Η στέγη ξύλινη είναι κεραμοσκεπής κατά κανόνα τετράρριχτη. Το πάτωμα στα διώροφα είναι ξύλινο.

Κατοικίες εντός του οικιστικού ιστού, γενικές αρχές: Πάτωμα ξύλινο πάνω στο οποίο εδράζονταν οι ξύλινοι εσωτερικοί τοίχοι. Στέγη κεραμοσκεπής με χειροποίητα κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Πάντα τετράρριχτη, υπήρχαν ελάχιστα σπίτια με δίρριχτη όπως το παλαιό κτήριο της Αγροτικής Τράπεζας που λειτούργησε αρχικά ως δημοτικό σχολείο και κατεδαφίστηκε γύρω στα 1970. Αετώματα δεν υπάρχουν ακόμη και την εποχή που η λαϊκή αρχιτεκτονική άρχισε να επηρρεάζεται από τον νεοκλασσικισμό στα τέλη του 19ου αιώνα. Εξαίρεση αποτελούσε το κτήριο Πανταζόπουλου που έχει κατεδαφιστεί μετά το σεισμό του 1986, παρότι δεν αποτελούσε κτήριο λαϊκής αρχιτεκτονικής αλλά ήταν το ισόγειο από λιθοδομή και ο όροφος από πλίθρα.

Κατοικίες με κατάλοιπα οθωμανικής αρχιτεκτονικής: Διώροφα με χαρακτηριστικό στοιχείο το χαγιάτι. Πρόκειται για έναν μεγάλο ξύλινο ημιυπαίθριο χώρο, μέσω του οποίου εποικοινωνούσαν όλοι οι χώροι του σπιτιού. Η είσοδος γινόταν από την αυλή με ξύλινη εξωτερική σκάλα. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν ξυλόπηκτοι από τσατμάδες ή μπαγδάτι, ξύλινα τελάρα συμπαγή με σειρά καλαμιών και κατά κανόνα επίχρισμα).

Υπάρχουν ακόμη:

Διώροφα κτίσματα κατοικιών με πλίθρα στο ισόγειο και τον όροφο

Διώροφα κτίσματα κατοικιών με ισόγειο από λιθοδομή και όροφο από πλίθρες

Η λιθοδομή εμφανίζεται στην πόλη την περίοδο στου αστικού μετασχηματισμού στην πόλη στα τέλη του 19ου αιώνα όταν σχηματίζεται η αστική τάξη που μπορεί να διαθέσει χρήματα τα οποία είναι αναγκαία για πρώτες ύλες και συντελεστές. Μια ιδιομορφία αυτής της περιόδου είναι η κατασκευή του ισογείου με λιθοδομή και του ορόφου με τσατουμά ή μπαγδατί, κάτι που ενδιαφέρει τη σημερινή συνάντηση ως «ξυλόπηκτη» κατασκευή. Ενας τέτοιος όροφος κατεδαφίστηκε δυστυχώς από το δήμο πριν δύο χρόνια και ενδεχομένως την ίδια τύχη θα έχει κάποια στιγμή και ο τελευταίος σε κτίσμα που φθείρεται με το χρόνο.

Υπάρχουν ακόμη στην πόλη ορισμένα κτίσματα, άλλα που έχουν συντηρηθεί από τους ιδιοκτήτες τους και άλλα για το οποία θα έπρεπε να εκδηλωθεί η φροντίδα του δήμου προκειμένου να μείνουν ως δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Αυτή ήταν μια εικόνα για την «Λαϊκή πολεοδομία και τις κατασκευές στο Νησί (Μεσσήνη) η οποία έγινε δυνατόν να συγκροτηθεί με τη βοήθεια δυό καλών φίλων: Του Νίκου Στασινάκη που διαθέτει και τις ειδικές γνώσεις για την εκτίμηση κτιρίων που γνωρίσαμε ή υπάρχουν ακόμη στην πόλη και ενός ακόμη φίλου ο οποίος θέλει να παραμείνει ανώνυμος αλλά συγκέντρωσε πλήθος προφορικών πληροφοριών από ηλικιωμένους που έζησαν τον «πολιτισμό της πλίθρας».