«Μέρες πανηγυριού» για τη Μεσσήνη, η μεγάλη γιορτή συλλογικής μνήμης σε εξέλιξη. Με θρησκευτικό αλλά και εμπορικό χαρακτήρα, το πανηγύρι ήταν στις απαρχές του «δίδυμο» με αυτό στο Μοναστήρι του Βουλκάνου.
Το δεκαπενταύγουστο με μεγάλο πανηγύρι στο Βουλκάνο, στα «εννιάμερα» η μεταφορά της εικόνας στο Νησί. Σύμφωνα με την Αικατερίνη Ζάρκου που έχει κάνει μια καταπληκτική περιγραφή στο πανηγύρι του Βουλκάνου και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ποικίλη Στοά» το 1885, «την πανήγυριν ταύτην διαδέχεται μεθ΄ ημέρας εννέα άλλη εμπορική τελουμένη υπό της αυτής Μονής εν τω κατά το Νησίον της Μεσσήνης μετοχίω αυτής, εν ώ πωλούνται τα άχρηστα αφιερώματα, ο κηρός και ο λίβανος». Βεβαίως τα πράγματα άλλαξαν όταν καθιερώθηκε το «νέο ημερολόγιο» που είχε σαν αποτέλεσμα να μετακινηθεί το πανηγύρι με επίκεντρο το γιορτασμό της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας στις 24 Σεπτεμβρίου, καθώς η άλλη γιορτή της Παναγίας (Γενέθλιο) ήταν… καπαρωμένη από το Μελιγαλά.
Σχετικά με τη μεταφορά της εικόνας στο Νησί υπάρχει ένα πλήθος εκδοχών και φυσικά θρησκευτικές δοξασίες. Οι οποίες θέλουν την μεταφορά της εικόνας το 17ο αιώνα όταν ενέσκηψε λοιμός και έκανε το θαύμα της γιατρεύοντας τους ασθενείς. Φυσικά δεν υπάρχει κάποιο γραπτό κείμενο, εδράζεται στη λαϊκή παράδοση που είναι επιρρεπής στους θρησκευτικούς μύθους, και οι παλαιότερες μαρτυρίες ακόμη και μοναχών, δίνουν εντελώς διαφορετικές εκδοχές. Η επίσημη εκδοχή περιλαμβάνεται σε κοινή ανακοίνωση του προέδρου της Κοινότητας Μεσσήνης Σπήλιου Ποτηρόπουλου και του Ηγουμενοσυμβουλίου Βουλκάνου η οποία αναφέρει "η από της ελευθερώσεως του κράτους τελουμένη εν Μεσσήνη (Νησίω) θρησκευτική, εμπορική και ζώων πανήγυρις" και παραπέμπει στην εποχή μετά το 1828. Μια άλλη εκδοχή καταγράφεται στο "Θάρρος" το 1907, μετά από επίσκεψη συντάκτη του στη Μονή Βουλκάνου ο οποίος γράφει: «Πολλά και διάφορα ηκούσαμεν περί της εικόνος ταύτης, τα πλείστα των οποίων αναφέρονται εις το θαυματουργόν αυτής χρονολογούμενα όχι εις τας αρχαιοτέρας εποχάς, αλλα εις τας συγχρόνους. Ενεκα των θαυματουργών ιδιοτήτων αυτής, αναρίθμητα αφιερώματα κατατίθεντο αυτή. Ως εκ τούτου δε επί Τουρκοκρατίας υφίστατο τα πάνδεινα εκ των αρπάγων Τούρκων, οι οποίοι εσύλουν την πλουσίαν Μονήν. Εκ της καταδιώξεως ταύτης έχει και την αρχήν του και το έθιμον να καταβιβάζουν την εικόνα και να την μεταφέρουν εις Νησίον. Δια του τρόπου τούτου απέφευγον τας συνεπείας της επιδρομής των αγρίων Τούρκων, οι οποίοι βασάνιζαν τους μοναχούς, εάν δεν έδιδον αυτοίς πάντα τα ζητούμενα. Τώρα δε η ανάγκη αυτή εγένετο έθιμον και τελείται μια θρησκευτική τελετή αξία προσοχής, διότι χιλιάδες ολόκληροι εν κατανύξει ακολουθούν την εικόνα, όπως γίνεται κατ’ έτος». Ερμηνεύοντας την εκδοχή αυτή διαπιστώνουμε ότι η μεταφορά γινόταν στο Νησί όπου τα πράγματα ήταν ασφαλέστερα καθώς υπήρχε περιορισμένη παρουσία Τούρκων και ορισμένοι κανόνες στις σχέσεις με τους Ελληνες. Αυτή η εκδοχή παραπέμπει στην περίοδο μετά τα Ορλωφικά το 1770 όπου στην Ανδρούσα εγκαταστάθηκαν Αλβανοί μωαμεθανοί που την έκαναν ορμητήριο και λεηλατούσαν την περιοχή μέχρι το 1779. Υπάρχει όμως και μια άλλη αναφορά από τον Ηλία Οικονομόπουλο ο οποίος ήταν αυτός που (αντ)έγραψε το θρησκευτικό μύθο για την κάθοδο της Εικόνας στο βιβλίο του “Βίος της Παναγίας”. Στο ίδιο βιβλίο γράφει: “Υπήρχε παλαιότατον έθιμον το οποίον εκτάκτως εφαρμόζεται ακόμη και σήμερον, κατά το οποίον καθωρισμένην επέτειον μιάς των εις τιμήν της Θεοτόκου τελουμένων εορτών μεταφέρετο κατ’ έτος η Εικών αύτη εις τι των πλησιοχωρίων, όπου παρέμενεν επί ωρισμένας ημέρας, ίνα ευκολώτερον οι πιστοί δύνανται να προσέρχωνται εις προσκύνησιν της Δεσποίνης του κόσμου. Πέραν της ωρισμένης προθεσμίας απηγορεύεταο η Εικών να μείνει μακράν της εν τη Μονή καθιερωμένης δι΄αυτήν θέσεως”. Το απόσπασμα έχει τη δική του αξία για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι πως η Εικόνα μεταφερόταν σε περισσότερα σημεία της περιοχής ανάλογα με τη γιορτή της Παναγίας. Και δεύτερον γιατί η τελευταία παράγραφος είναι η αφετηρία ενός άλλου μύθου που κυκλοφορεί στο Νησί, αυτού που θέλει την Εικόνα να... φεύγει μόνη της αν δεν μεταφερθεί στην ώρα της. Και ο Οικονομόπουλος περιγράφει μια ανάλογη κατάσταση σε κάποιο από τα χωριά που πήγε η εικόνα.
Εκδοχές αλληλοσυγκρουόμενες που δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και αφήνουν ανοικτό το πεδίο της έρευνας. Αν όμως δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα απαραίτητα στοιχεία για τη χρονολόγηση της έναρξης του πανηγυριού, υπάρχουν πολύ παλιές γραπτές αναφορές σε αυτό που αποτυπώνουν όχι μόνον τον τρόπο διεξαγωγής, αλλά και την ιδιαίτερη σημασία του στην κοινωνική και οικονομική ζωή του νεοσύστατου κράτους. Η πρώτη "είδηση" που έχει εντοπισθεί σε εφημερίδα είναι στις 7 Σεπτεμβρίου 1843 στην "Ταχύπτερο Φήμη". Η οποία σε ανταπόκριση από το Νησί μας πληροφορεί ότι "Η κατά την 23 Αυγούστου τελουμένη πανήγυρις εφάνη πολυπληθεστέρα πάσης άλλης καθ όσον ετιμήθη από την υπαλληλίαν Καλαμών επί κεφαλής της οποίας διεκρίνετο ο αξιότιμος Διοικητής Μεσσηνίας. Μίαν τοιαύτην διάκρισιν εκάμαμεν καθόσον εσφάγησαν υπέρ τας δύο χιλιάδας αρνιά". Ισως μέχρι τότε το πανηγύρι κρατούσε μια ημέρα, αυτή στη γιορτή της Παναγίας. Αργότερα όμως διευρύνεται, κρατά τρεις ημέρες και διεξάγεται σε περιορισμένο χώρο.
Γεγονός που προκαλεί αντιδράσεις και πολλοί ζητούν η ζωοπανήγυρη να μεταφερθεί στην πλατεία Αλωνίων, δηλαδή στη σημερινή κεντρική πλατεία. Γλαφυρό είναι το ρεπορτάζ της Νησιώτικης εφημερίδας "Δήμος" που περιγράφει στις 25 Αυγούστου 1876 τα όσα αφορούν στο πανηγύρι: "Μετά τριήμερον τέλος ασχολίαν των προσελθόντων ίνα εμπορευθώσιν κατά την ενταύθα τελουμένην εμποροπανήγυριν, ησύχασεν και η πόλις ημών από τον θόρυβον του προσελθόντος πλήθους και έκαστος καταγίνεται εις το έργον του. Ετηρήθη η πρέπουσα ευταξία και ησυχία εν τω τόπω της πανηγύρεως καθ όλην την διάρκειαν αυτής, και ουδεμίαν εκ των συνήθων κλοπών έλαβε χώραν ένεκεν της επιβλέψεως των αστυνομικών οργάνων και της ενταύθα καθ όλην την διάρκειαν της πανηγύρεως περιφρούρησης στρατιωτικής δυνάμεως και της όλως ακαμάτου επιτηρήσεως του επαξίως διοικούντος την επαρχίαν Επάρχου κ. Λογοθέτου. Εν γένει εφέτος καθ όλα τα είδη των εισκομιζομένων εν τη πανηγύρη εγένετο μικρά πώλησις και με τιμάς συγκαταβατικάς, διότι το πλείστον μέρος των Μεσσηνίων δεν επώλησαν τα προϊόντα των. Εάν η πώλησις των ζώων εγένετο εν τοις Αλωνίοις, ως εν τω προηγουμένω φύλλω διελάβομεν, βεβαίως μεγίστη θα επήρχετο ανακούφισις εις τους εν τω συνήθει στενοχώρω τόπω πανηγυριζομένους. Αγνοούμεν τους λόγους οίτινες κωλύουν τον κ. δήμαρχον να πραγματοποιήσει την θέλησιν ου μόνον των δημοτών του αλλά και των προσερχομένων ξένων ως προς τούτο. Καλόν ήθελεν είσθαι ίνα ο κ. Δήμαρχος θέση υπό εμβριθή σκέψιν τούτο, και ωφελήση τον δήμον του διττώς". Φαίνεται ότι τελικά κάποια στιγμή υιοθετήθηκε η πρόταση, το πανηγύρι μεταφέρθηκε στην πλατεία Αλωνίων και έμεινε εκεί μέχρι το 1927 καθώς εκείνη τη χρονιά μαθαίνουμε ότι Κοινοτάρχης και Ηγούμενος "μετέφεραν την εν τη Κεντρική Πλατεία της πόλεώς μας τελουμένην ζωοπανήγυριν εις τον όπισθεν των μπεζεστενίων χώρον".
Ισχυρή ώθηση στο πανηγύρι, δίνει η λειτουργία του σιδηροδρόμου από το 1891. Πλήθη κόσμου συρρέουν για προσκύνημα και ψώνια, η γουρνοπούλα παίρνει τη θέση της πλέον ως... ετήσιο έθιμο και πληροφορούμαστε για τα όσα έγιναν το 1895 από την "Ευνομία": Εκείνη τη χρονιά πήγαν όλα καλά κατά το ρεπορτάζ και το πανηγύρι μετά ψητών και κυρίως γουρνοπούλας, κράτησε 4 ημέρες: «Η κατ έτος εν Μεσσήνη τελούμένη κατά την 23ην λήγοντος μηνός εμπορική και θρησκευτική πανήγυρις, ετελέσθη και φέτος. Χιλιάδες λαού είχον συρρεύσει εκ των πέριξ επαρχιών, άλλοι μεν προς πώλησιν, άλλοι δε προς αγοράν. Και παντού επεκράτη η κίνησις, η ζωή, η διασκέδασις η οποία δεν απολείπει εις τοιούτου είδους πανηγύρεις. Ο συνωστισμός του λαού ήτο μέγας. Επεκράτησεν όμως εν τούτοις τάξις και ησυχία χάρις εις τα δραστήρια μέτρα των αστυνομικών αρχών. Αγοραί δε εγένοντο μεγάλαι εις εμπορεύματα, εις κτήνη και εις άλλα διάφορα είδη. Τα ψητά και ιδίως οι γουρνοπούλες κατηναλώθησαν κατά εκατοντάδας, ο οίνος δε έρευσε άφθονος. Η πανήγυρις αρξαμένη την παρελθούσαν Τρίτην διελύθη την Παρασκευήν διατηρηθείσα επί τέσσαρας κατά συνέχειαν ημέρας».
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η περιγραφή αυτή μοιάζει εξαιρετικά με την εμποροπανήγυρη που γινόταν έξω από το μοναστήρι του Βουλκάνου και την περιγράφει η Αικατερίνη Ζάρκου: «Εξελθόντες της Μονής ηπορήσαμεν δια την όψιν, ήν είχον λάβει τα πέριξ. Παντοειδή στεγάσματα, οπωροπωλεία, μαγειρεία, ζαχαροπλαστεία και οινοπωλεία, ως δια μαγείας είχον μεταβάλει την πριν έρημον εις κατοικούμενην χώραν, οι δε από πάσης πανηγύρεως μη ελλείποντες εμπορίσκοι εσταμάτων ημάς ανά παν βήμα. Αλλ’ ό, τι μάλλον περίεργον, ήτο το πλήθος οπτών χοιριδίων προς πώλησιν εμπεπερασμένων εις οβελούς. Πλην δε πάντων τούτων άλλη τις ποικιλία ανεμειγνύετο. Αι διάφοροα ενδυμασίαι των κορασίων και των καλών γυναικών, αίτινες αποβάλουσαι τα καθημερινά των ήσαν ενδεδυμέναι τας εορτασίμους αυτών εσθήτας, τα gros, τα μπλέ και τα λιλά των, ομοιάζουσαι με τα πράσινά των ή ερυθρά παρασύλια, με τα ολόχρυσα κοντά των και ταις μαργαριταρένιες φούντες των, προς ιπταμένας χρυσαλίδας. Το θέαμα ήτο ελκτικόν από του λόφου εφ’ ού εθεώμεθα. Ολίγον μακράν της Μονής όργανα τινά ετόνιζαν ησύχως τα εγχώρια εκείνα παθητικά της Μεσσηνίας μέλη, πέριξ δε αυτών εν ρυθμώ ωρχούντο οι ευτυχείς συμπόται. Προχωρούσης της ημέρας, οι προσκυνηταί ηραιούντο, την εσπέραν ηκούοντο έτι χοροί και άσματα, αλλά την επαύριον ησυχία και τάξις επεκράτη πανταχού».
Και βεβαίως το πανηγύρι συνεχίστηκε με αυτά τα χαρακτηριστικά μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Για να φτάσει μέχρι σήμερα μέσα από τις «παραμορφώσεις» του χρόνου και των ριζικών αλλαγών στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Παραμένει όμως πάντοτε σημείο αναφοράς και ετήσιος τόπος συνάντησης των γενιών που έχουν σκορπίσει μετά την αποφοίτηση από τα σχολεία…
[Η φωτογραφία από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας για το Νησί, απαθανατίζει τη λιτανεία στην κεντρική πλατεία τη δεκαετία του 1930]