Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2024 19:43

Ακολουθώντας τον αστικό μετασχηματισμό της πόλης…

Ακολουθώντας τον αστικό μετασχηματισμό της πόλης…

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

Ενδιαφέρουσα ήταν η ημερίδα για την Παγκόσμια Ημέρα Αρχιτεκτονικής που οργάνωσε η ομάδα «Πάμε βόλτα» στο Rex με αντικείμενο την διατήρηση και ανάδειξη των παραδοσιακών κτιρίων και οικισμών. Συνομιλητές δύο εξαιρετικοί αρχιτέκτονες, η διδάκτωρ Μαρία Θεοδώρου και ο Γιώργος Γιαξόγλου και στη συζήτηση πήραν μέρος αρκετοί μηχανικοί που έθεσαν το ζήτημα από διάφορες σκοπιές (χρηματοδότηση, διαδικασία εγκρίσεων, χρήσεις των κτιρίων). Η δική μου συνεισφορά πέρα από τη διεύθυνση της συζήτησης, αποτυπώθηκε σε μια εισήγηση με θέμα «Ακολουθώντας τον αστικό μετασχηματισμό…». Ας την… ακολουθήσουμε για να δούμε πως περάσαμε από την ιστορική στη νεότερη πόλη και πως δημιουργήθηκε ο αρχιτεκτονικός πλούτος εκείνης της εποχής.

Στον ιστορικό χρόνο η Καλαμάτα ήταν μια μικρή πόλη χτισμένη γύρω από το Κάστρο και κατά μήκος της λοφοσειράς που ξεκινάει γύρω από αυτό και καταλήγει στην περιοχή της εκκλησίας των Ταξιαρχών. Δυτικά υπήρχε μια μικρή αγροτική συνοικία, τα Καλύβια, και στην περιοχή της Ανάληψης ένας μικρός οικιστικός πυρήνας που εξυπηρετούσε τη δραστηριότητα στο υποτυπώδες λιμάνι και τη βυρσοδεψία.

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Αυτή η εικόνα προσδιοριζόταν από τη γεωμορφολογία της περιοχής. Από δυτικά είναι ο Νέδοντας ο οποίος έφτανε μέχρι περίπου τους Αγίους Αποστόλους όταν φούσκωνε, συναντούσε τη λοφοσειρά που κατέβαινε από το κάστρο και έσβηνε στους Ταξιάρχες περίπου και από εκεί ξεχυνόταν μέχρι τη θάλασσα. Από την άλλη πλευρά ο Νέδοντας «περιοριζόταν» από τους λόφους που κατεβαίνουν από τη Βελανιδιά και σβήνουν στη νότια πλευρά της Ράχης και κάτω από την Αθηνών. Στο ύψος του «Τριανόν» («μέγαρο» σήμερα) σχημάτιζε μια διακλάδωση η οποία ανατολικά κατέληγε σε ένα δέλτα στο σημείο που βρίσκεται στο λιμάνι, και δυτικά ακολουθούσε τη σημερινή διαδρομή (με μεγαλύτερο εύρος). Δεδομένων τούτων η περιοχή από τους Αγίους Αποστόλους μέχρι τη θάλασσα ονομαζόταν «Ποταμιά» ή «Χαλικούρα» (έτσι εμφανίζεται σε όλα τα συμβόλαια), ενώ τα σκέλη της διακλάδωσης όριζαν μια «ξέρα» που είναι γνωστή ως «Νησάκι». Από ανατολικά της πόλης είναι ο Βέλιουρας που περιόριζε την πόλη μέχρι το ύψος όπου βρίσκεται σήμερα η δυτική πύλη στο γήπεδο του «Μεσσηνιακού» από τη βόρεια πλευρά. Με δεδομένα αυτά, η πόλη έφτανε νοτιοανατολικά μέχρι το 2ο Δημοτικό (Βύρωνος και Δημακοπούλου) και νότια μέχρι το Ορφανοτροφείο (πριν μεταξουργείο Φουρνέρ και αργότερα “Ηλέκτρα”). Από αυτή την εποχή έχουν διασωθεί κακοποιημένος μετά την κατεδάφιση ο πύργος Κορφιωτάκη και ένα ερειπωμένο κτίριο σε πάροδο της Βιλλεαρδουίνου που ατεκμηρίωτα χαρακτηρίζεται «νοσοκομείο του αγώνα». Μέχρι τις μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν διασωθεί περισσότεροι πύργοι αλλά κατεδαφίστηκαν για να διευρυνθεί η πλατεία Υπαπαντής και να κατασκευαστεί νέο κτήριο της Μονής Καλογραιών.

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΧΩΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ»

Μετά την απελευθέρωση η πόλη αναζητά ζωτικό χώρο και «διέξοδο» προς τη θάλασσα. Κάτι που δεν μπορεί παρά να γίνει με τον «περιορισμό» του Νέδοντα. Κάπως έτσι ξεκινάει η σταδιακή κατασκευή υποδομών που υποστηρίζουν τη διαδικασία του αστικού μετασχηματισμού της πόλης. Εκπονείται σχέδιο πόλης το 1867 το οποίο φτάνει τα όριά της μέχρι τη σημερινή Πολυχάρους στα νότια. Πρώτος στόχος ο δρόμος που θα ενώνει την πόλη με τη θάλασσα: Αποφασίζουν να περιορίσουν το Νέδοντα και χτίζουν έναν τοίχο που συμπίπτει με την δυτική πλευρά της «Λεωφόρου Παραλίας». Μπαζώνουν ανατολικά μια ζώνη που θα καταλαμβάνει ο δρόμος του οποίου η κατασκευή ξεκινά το 1871 και ολοκληρώνεται το 1875. Δεύτερος στόχος η «απομάκρυνση» του Νέδοντα από τον οικιστικό ιστό καθώς συνεχίζει να υπερχειλίζει και να προκαλεί καταστροφές. Αλλά για να απελευθερωθεί η περιοχή που θα κατασκευαζόταν το λιμάνι. Ετσι τη δεκαετία του 1880 ο χείμαρρος εκτρέπεται και περιορίζεται στο δυτικό του κλάδο, στη διαδρομή που έχει σήμερα η εγκιβωτισμένη κοίτη. Την επόμενη εικοσαετία μεγάλες υποδομές ολοκληρώνουν την πορεία του αστικού μετασχηματισμού: Λίγο μετά το 1890 φθάνει στην πόλη το τρένο, και το 1902 ολοκληρώνεται η κατασκευή του λιμανιού. Με δύο ακόμη δρόμους, τη δημοτική λεωφόρο (Φαρών) το 1893 και την οδό Αντιβραχίονος (Ακρίτα) το 1906 ολοκληρώνεται η σύνδεση της Καλαμάτας με την Παραλία. Την ίδια περίπου εποχή κατασκευάζεται η δημοτική οδός (Αριστοδήμου) που διατρέχει τον αυχένα της λοφοσειράς και συνδέεται με την Αριστομένους. Ενώ από τη διευθέτηση του Νέδοντα δημιουργούνται ανατολικά η Δενδρακίων (Νέδοντος) και δυτικά η Αρτέμιδος. Παράλληλα σχεδιάζονται δύο διαγώνιοι δρόμοι το 1902: Η Σιδηροδρομικού Σταθμού που ενώνει την σιδηροδρομική είσοδο της πόλης με την Αριστομένους και η Υπαπαντής που ενώνει το εμπορικό κέντρο της πόλης με την ομώνυμη εκκλησία. Για την ολοκλήρωση διάνοιξη της δεύτερης χρειάστηκαν… πυρκαγιές, απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις μνημείων για να διανοιχτεί πλήρως στα μέσα της δεκαετίας του 1910-1920. Το σχέδιο του 1905 ενώνει όλες τις κατοικημένες περιοχές και αυτές τις υποδομές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιας περιοχής για τα δεδομένα της εποχής, οικιστικά συμπαγούς για τα δεδομένα της εποχής. Με την κατασκευή του εργοστασίου της ηλεκτρικής εταιρείας το 1901 και τη δρομολόγηση του τραμ το 1909, ολοκληρώνονται οι υποδομές του μετασχηματισμού μέσα από μια διαδικασία 40 χρόνων.

Ο «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ» ΣΤΑ ΚΤΙΡΙΑ

Σε αυτή τη διαδικασία πρωταγωνιστούν οι κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται, έμποροι και βιομήχανοι της εποχής, κατά βάση προυχοντικές οικογένειες που κυριαρχούν στην οικονομία ήδη από την εποχή τους τουρκοκρατίας. Διαθέτοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια δρομολογούν μαζί με τη διαδικασία του αστικού μετασχηματισμού στην οικονομία και τις υποδομές, τον αστικό μετασχηματισμό των κτιρίων. Οι θέσεις, οι χρήσεις και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία των κατοικιών ακολουθούν την εξέλιξη της πόλης, η οποία είναι διάσπαρτη από κτίρια διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων. Η ποικιλία έχει να κάνει με την εποχή, τον αρχιτέκτονα και τις αντιλήψεις του, κάποιες φορές ίσως με τις επιθυμίες των… κοσμογυρισμένων ιδιοκτητών. Στην περιοχή της «ιστορικής πόλης» όπως τη χαρακτηρίζω, εκείνης δηλαδή που υπήρχε πριν αλλάξει η μορφή της από τις επεμβάσεις στο Νέδοντα, συγκεντρώνονται τα παλαιότερα κτίρια με ένα εύρος χρόνου κατασκευής από το 1850 μέχρι το 1880 περίπου. Εντοπίζονται βορείων των Αγίων Αποστόλων και στην περιοχή γύρω από την πλατεία Μήνη. Κτήρια που κατασκευάστηκαν μετά το 1890 είναι διάσπαρτα στους άξονες βορρά – νότου, στην περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού και στην Παραλία. Και σε χρονολογίες που καθιστούσαν προσβάσιμη και προστατευμένη κάθε περιοχή με βάση τη «χωροταξία» των οδικών αξόνων. Τα ξενοδοχεία εντοπίζονται στην Αριστομένους και δυτικά της γέφυρας 23ης Μαρτίου, κατασκευασμένα τη δεκαετία 1900-1910 όταν «αποσύρθηκαν» τα νερά του Νέδοντα. Αλλά και στη Σιδηροδρομικού Σταθμού και τη Ναυαρίνου που ήταν μεγαλύτερα και πλέον εντυπωσιακά καθώς είχαν κατασκευαστεί τη δεκαετία 1920-1930. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται τα κτήρια με στοές στην Αριστομένους. Στους δρόμους με εμπορική δραστηριότητα συνήθως το ισόγειο είχε εμπορική χρήση και ο όροφος ήταν κατοικία. Στην Παραλία πολλά κτίρια είχαν κατασκευαστεί στη λογική της έπαυλης και έχουν ξεχωριστά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ

Κάπως έτσι σταδιακά και μέχρι το μεσοπόλεμο δημιουργείται ένας ιστορικός αρχιτεκτονικός πλούτος, ο οποίος κλείνει και τα μεταπολεμικά χρόνια αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση με την καταστροφή ακόμη και εμβληματικών κτιρίων όπως του Κατσαούνη εκεί που βρίσκεται σήμερα το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας. Σε μια εποχή που αρχίζει η άνθηση της πολυκατοικίας, γίνεται και η πρώτη απόπειρα προστασίας του κτιριακού πλούτου. Η πρώτη προσπάθεια προστασίας αυτού του πλούτου εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960-1970 με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου αείμνηστου Κώστα Κουτουμάνουκαι δημοσιοποιήθηκε το 1971, στο πλαίσιο της “Ρυθμιστικής μελέτης αναπτύξεως πόλεως και περιοχής Καλαμάτας”. Η μελέτη εκπονήθηκε από το Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και για το σκοπό αυτό συνεργάστηκαν δεκάδες επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων υπό το διευθυντή του Εργαστηρίου Καθηγητή Αθανάσιο Αραβαντινό. Η περιοχή της παλιάς Καλαμάτας διαιρείται σε τομείς στους οποίους αξιολογείται ο αρχιτεκτονικός πλούτος και προτείνονται μέτρα. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Απαραίτητος κρίνεται κατ’ αρχήν η ανακήρυξις των υπό της παρούσης μελέτης προτεινομένων τομέων ως διατηρητέων ή χρηζόντων ειδικής προστασίας και μεταχειρίσεως. Κατόπιν τούτου πρέπει να οργανωθεί επιτροπή επιστημόνων (αρχιτεκτόνων, πολιτικών μηχανικών. Αρχαιολόγων, οικονομολόγων) προσηρτημένη εις την Νομαρχίαν, η οποία ήθελεν αναλάβει τα της διατηρήσεως και συντηρήσεως των αξιολόγων κτιρίων και συνόλων, ως και τον έλεγχον οιασδήποτε παρεμβάσεως εις τους εν λόγω τομείς. Κατά τομέα προτείνεται όπως ισχύσουν τα ακόλουθα μέτρα».

Η δεύτερη προσπάθεια 15 χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε την εποχή δημαρχοντίας του Σταύρου Μπένου και αποτυπώθηκε στη μελέτη της Μαρίας Θεοδώρου στην οποία καταγράφονται, αξιολογούνται αρχιτεκτονικά, φωτογραφίζονται και περιγράφονται εκατοντάδες κτίρια κατά τομείς της πόλης. Η μελέτη αυτή, αποτέλεσε και τη βάση για την ταχύτατη ανακήρυξη πολλών κτιρίων ως διατηρητέων αμέσως μετά το σεισμό όταν οι μπουλντόζες «ζέσταιναν μηχανές». Η υπόθεση των διατηρητέων αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της δημοτικής πολιτικής μετά τους σεισμούς. Μεταφράστηκε σε μέτρα για την ανακατασκευή, σε αγορές σημαντικών κτιρίων από το δήμο και σε επισκευή πολλών από αυτά. Στην αποκατάσταση τελικά μέρους της ιστορικής πόλης.

Με μια παρατήρηση για όλη αυτή την πορεία: Δυστυχώς αγνοήθηκε η βιομηχανική κληρονομιά και καταστράφηκε σχεδόν το σύνολό της με ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν μπορούν να δώσουν την εικόνα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί...