Στη συνέντευξή του στο Πρακτορείο ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ μιλά και για το θέμα των συντάξεων και λέει με έμφαση, «συνεχίζουμε την προσπάθεια αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ένα αντικοινωνικό μέτρο που βασίζεται σε λάθος εκτιμήσεις και δεν διαθέτει καμία πραγματική μεταρρυθμιστική σκοπιμότητα».
Ο Δ. Λιάκος που ήταν μαζί με τον πρωθυπουργό και άλλους υπουργούς στο πρόσφατο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, μεταφέρει το κλίμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής υπογραμμίζοντας ότι «το 2017 ήταν χρονιά ρεκόρ αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί». Εξηγεί δε, τους λόγους για τους οποίους «αυτή η στροφή των επενδυτών προς την Ελλάδα (...) δεν είναι τυχαίο γεγονός».
Μιλά όμως και για τις αμιγώς εγχώριες επενδύσεις και τα εργαλεία που διαθέτουν πλέον οι επενδυτές, στέλνοντας το μήνυμα, «να ξανακερδίσουμε την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή είναι, αν θέλετε, και η ιστορική αποστολή που αναλάβαμε να εκπληρώσουμε και για αυτήν θα κριθούμε από τον κόσμο».
Όπως, τέλος, αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Λιάκος, «όλα τα μέλη της κυβέρνησης συμφωνούν στη βάση μιας οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στην ανάπτυξη με δίκαια χαρακτηριστικά, ισχυρό κοινωνικό πρόσημο, έτοιμης να προωθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, πάντα όμως χωρίς να ακυρώνεται η δημοσιονομική ισορροπία».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Δημήτρη Λιάκου, στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Τις προηγούμενες ημέρες στον οικονομικό τομέα, κυριάρχησε το θέμα των τραπεζών. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε, κύριε υπουργέ;
Απ.: Τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών και η συνεχώς βελτιούμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν συνάδουν με την χρηματιστηριακή εικόνα. Στις αγορές κεφαλαίου πολλές φορές παρουσιάζονται υπερβολικά φαινόμενα και έντονη μεταβλητότητα, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προκαλούν πανικό και να μας αποσπούν από τα πραγματικά δεδομένα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν προκλήσεις μπροστά τους αλλά, έχουν την γνώση και την εμπειρία όπως και τα μέσα να τις αντιμετωπίσουν. Πιστεύω ότι εκείνο που απαιτείται είναι μια πιο ενεργητική διαχείριση της κατάστασης και εμείς στο βαθμό που μας αναλογεί, είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ερ.: Τι και ποιοι εν τέλει, θα κρίνουν την έκβαση του θέματος με την περικοπή των συντάξεων, κύριε υπουργέ;
Απ.: Το ζήτημα των συντάξεων καθορίζεται και τελικά θα κριθεί στα εξής τρία επίπεδα: Στα θετικά δεδομένα της οικονομίας όπως αυτά διαμορφώνονται πλέον μέρα με τη μέρα, στις κοινωνικές προτεραιότητες της κυβέρνησης στη μεταμνημονιακή εποχή και στο βαθμό της πολιτικής συνεννόησης που θα επιτευχθεί με τους εταίρους μας. Το τρίτο και τελευταίο ελληνικό πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Οι ίδιοι οι εταίροι μας επιδοκίμασαν σε όλους τους τόνους την ελληνική προσπάθεια και θεωρώ ότι δε θα αυτοαναιρεθούν σήμερα για ένα ζήτημα που επιδέχεται συγκλίσεων και συναινετικών λύσεων. Είμαστε οι πρώτοι που επιθυμούμε τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις και το αποδείξαμε με την εφαρμογή 450 και πλέον μεταρρυθμιστικών δράσεων σε μόλις τρία χρόνια. Συνεχίζουμε την προσπάθεια αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ένα αντικοινωνικό μέτρο που βασίζεται σε λάθος εκτιμήσεις και δεν διαθέτει καμία πραγματική μεταρρυθμιστική σκοπιμότητα.
Ερ.: Όλη αυτή η συζήτηση όμως, δεν δικαιώνει εκείνους που υποστηρίζουν ότι η χώρα δεν απέκτησε την οικονομική της αυτονομία ούτε μετά την έξοδο από τα μνημόνια;
Απ.: Διαφωνώ. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς το ακριβώς αντίθετο για δυο λόγους. Καταρχάς, στο προσχέδιο του προϋπολογισμού περιγράφεται η αυτοδύναμη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας στη βάση της δίκαιης ανάπτυξης που θέλουμε για τον τόπο μας μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης και επιτροπείας και μάλιστα αυτή εξειδικεύεται με συγκεκριμένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και ισχυρό πλέγμα κοινωνικό παρεμβάσεων. Ταυτόχρονα όμως, θέτουμε στο τραπέζι του διαλόγου με τους εταίρους και αμφισβητούμε βάσιμα την αναγκαιότητα μιας ακόμα περικοπής των συντάξεων, όπως αυτή απορρέει από την εποχή των προγραμμάτων. Προσερχόμαστε με επιχειρήματα και εξηγούμε ότι οι συνθήκες που επέβαλαν την υιοθέτηση του μέτρου δεν υφίστανται πλέον. Τόσο η πορεία της οικονομίας όσο και η πορεία των εσόδων του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων καθιστούν το μέτρο δημοσιονομικά περιττό, μη αποτελεσματικό με κάθε διαρθρωτική έννοια του όρου και επομένως άδικο για μια μεγάλη κοινωνική ομάδα που σήκωσε σημαντικότατο βάρος όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ερ.: Η αντιπολίτευση από την πλευρά της σημειώνει ότι πρώτη φορά κατατίθεται προϋπολογισμός με σενάρια...
Απ.: Καταρχάς πρόκειται για μια συνηθισμένη μακρολογιστική πρακτική, ακολουθείται κι από άλλα ευρωπαϊκά κράτη και βεβαίως έχει την έγκριση της ευρωπαϊκής επιτροπής. Κυρίως όμως με αυτό τον τρόπο δηλώνουμε και την πρόθεση μας να μην αιφνιδιάσουμε την άλλη πλευρά, να μην προκαταλάβουμε το διάλογο και σε καμία περίπτωση να μην εκληφθεί η κίνηση μας ως μονομερής ενέργεια. Θέλουμε να πείσουμε και το κάνουμε υπεύθυνα και συγκροτημένα. Οι ίδιοι θεσμοί μάλιστα αναγνωρίζουν αυτή τη στάση μας με θετικές δηλώσεις. Τώρα, στον παραπάνω σχεδιασμό αν αντιπαραβάλει κανείς την εύκολη κριτική της αντιπολίτευσης διαπιστώνει μια πρόδηλη αμηχανία. Οι συντάξεις περικόπηκαν έντεκα φορές μέχρι το 2015 και αυτό δεν το ξεχνά ο κόσμος. Αντίθετα εμείς φέραμε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που κατέστησε το σύστημα όχι απλώς βιώσιμο, αλλά πλεονασματικό και δίνουμε τη μάχη να αποφύγουμε ένα ακόμα πλήγμα στους συνταξιούχους.
Ερ.: Στο ευκταίο για την κυβέρνηση σενάριο στο προσχέδιο, δεν υλοποιούνται σημαντικά κοινωνικά αντίμετρα. Τι θα γίνει με αυτά, ποιος είναι ο κυβερνητικός σχεδιασμός;
Απ.: Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ συντάξεων και των κοινωνικών αντιμέτρων. Αντίθετα θεωρώ ότι τα τελικά στοιχεία των εσόδων θα επιτρέψουν την υλοποίηση και των δύο και αυτή την εικόνα έχουμε μέχρι τώρα από την υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων. Μένει να καθοριστεί ο ακριβής χρονικός ορίζοντας υλοποίησης. Το σενάριο αυτό ωστόσο επιλέχθηκε γιατί εξυπηρετεί την εσωτερική συνέπεια των αριθμών όπως είχαν συμφωνηθεί στον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό. Διευκολύνεται έτσι ο διάλογος γιατί δεν χρειάζεται να αναθεωρηθούν όλες οι αρχικές παραδοχές. Πρόκειται δηλαδή για μια άσκηση να το πω απλά ώστε να βγαίνουν οι αριθμοί με τις λιγότερες δυνατές παρεμβάσεις.
Ερ.: Ακούμε για διαφορετικές απόψεις εντός του Υπουργικού Συμβουλίου για το πόσο «επιθετική» πρέπει να είναι στο εξής η οικονομική πολιτική, επιπλέον ποιοι, κατά βάση, πρέπει να είναι οι αποδέκτες των κυβερνητικών αντίμετρων. Τι απαντάτε;
Απ.: Όλα τα μέλη της κυβέρνησης συμφωνούν στη βάση μιας οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στην ανάπτυξη με δίκαια χαρακτηριστικά, ισχυρό κοινωνικό πρόσημο, έτοιμης να προωθεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, πάντα όμως χωρίς να ακυρώνεται η δημοσιονομική ισορροπία. Διαφορετικές απόψεις υπάρχουν ως προς τις προτεραιότητες που οφείλουμε να προκρίνουμε, αλλά αυτό είναι κατανοητό και θεμιτό θα έλεγα στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας του οργάνου και της συλλογικότητας στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής.
Ερ.: Συμμετείχατε στις συναντήσεις που είχε ο πρωθυπουργός στις ΗΠΑ για θέματα οικονομίας. Τι κλίμα συναντήσατε; Είναι εφικτό να δούμε νέες αμερικανικές επενδύσεις μέσα στο 2019;
Απ.: Το κλίμα ήταν εξαιρετικά θετικό και το ενδιαφέρον των επενδυτών ανανεωμένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ερωτήσεις που μας ετέθησαν ήταν ιδιαίτερα λεπτομερείς και διεισδυτικές. Όλοι αναγνωρίζουν την ανοδική δυναμική της οικονομίας μας, τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και τις επενδυτικές ευκαιρίες που διανοίγονται στο μέλλον. Το 2017 ήταν χρονιά ρεκόρ αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί. Οι ΗΠΑ έχουν ισχυρή επενδυτική παρουσία σε όλους τους προωθημένους τομείς της ελληνικής οικονομίας και ενεργή συμμετοχή σε αρκετά έργα υπό εξέλιξη. Αυτή η στροφή των επενδυτών προς την Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια αποεπένδυσης δεν είναι τυχαίο γεγονός. Οφείλεται κυρίως στον σταθεροποιητικό ρόλο και την γεωπολιτική ασφάλεια που προσφέρουμε στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, στην πολιτική σταθερότητα που διασφαλίσαμε στο εσωτερικό και φυσικά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθήσαμε και συνεχίζουμε εντατικά για τη δημιουργία φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος.
Ερ.: Και με τις εγχώριες επενδύσεις τι γίνεται, κύριε υπουργέ;
Απ.: Στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό που ζούμε είναι πολύ σημαντικές οι ξένες επενδύσεις και κάνουμε κάθε προσπάθεια να ενισχύσουμε την ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Τα οφέλη είναι ουσιαστικά: εισροή ξένων κεφαλαίων, εισαγωγή νέων οργανωτικών και τεχνολογικών πρακτικών, αύξηση της παραγωγικότητας και ισχυρό σήμα στη διεθνή κοινότητα μεταξύ άλλων.
Όμως, τα διεθνή κεφάλαια κινούνται αμιγώς με κριτήριο την απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων και δε «δεσμεύονται» στις εθνικές αναπτυξιακές προτεραιότητες. Η Ελλάδα είναι μια αναπτυγμένη χώρα που εξέρχεται από μακροχρόνια κρίση και όχι μια αναδυόμενη οικονομία. Επομένως θέλουμε μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα και την παρουσία ξένων επενδυτών. Αυτή είναι και η αναγκαία προϋπόθεση μιας αυτοδύναμης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής σε ένα παγκόσμιο μεν, αλλά ακόμα εθνικά διαφοροποιημένο κι όχι ενιαίο οικονομικό περιβάλλον. Εκεί αποσκοπούν συνεπώς και το αναπτυξιακό σχέδιο που καταρτίσαμε, ο αναπτυξιακός νόμος και τα επενδυτικά κίνητρα, τα προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας και χρηματοδότησης για μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και βεβαίως η στήριξη του τραπεζικού μας συστήματος. Όλα αυτά είναι απολύτως αναγκαία για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων, των καταθετών, των επιστημόνων, των επιχειρηματιών, όλων των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου στις δυνατότητες της χώρας μας, ώστε όλοι μαζί να πάρουμε τη υπόθεση της ανάπτυξης στα χέρια μας, αυτή τη φορά στη σωστή βάση. Να ξανακερδίσουμε την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή είναι, αν θέλετε, και η ιστορική αποστολή που αναλάβαμε να εκπληρώσουμε και για αυτήν θα κριθούμε από τον κόσμο.