Τήν 20ήν Φεβρουαρίου τοῦ τρέχοντος ἔτους, τό ὁποῖον μέ τήν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ διανύομε, συμπληρώνονται 29 ἔτη ἀπό τήν κοίμηση (+1995) ἑνός κατά πάντα ἐναρέτου καί ἀσκητικῶς βιώσαντος ἁγίου Μοναχοῦ, πλέον τῶν πενῆντα ἐτῶν, στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βουλκάνου, τοῦ Γέροντος Νικοδήμου Καράμπελα.
Ὁ Γέρων Νικόδημος (κατά κόσμον Νικόλαος Καράμπελας) ἐγεννήθη τό ἔτος 1909 στό Ἀριοχώριον, τοῦ τέως Δήμου Ἄριος Μεσσηνίας, ἕνα μικρό καί ὄμορφο χωριό ἐπί τοῦ κεντρικοῦ δρόμου πρός Καλαμάτα, εὔφορο καί ἀνθηρό, τό ὁποῖον λόγῳ τῆς θέσεώς του οὐδέποτε παρήκμασε. Ὁ πατέρας του ἦταν δημοδιδάσκαλος ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν ἐπιφορτισμένη μέ τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους. Δεδομένης καί τῆς κατ᾿ οἶκον παιδείας, τήν ὁποία, λόγῳ τοῦ διδασκάλου πατρός του ἀπέκτησεν ὁ πατήρ Νικόδημος, ἀγαποῦσε τά γράμματα καί τήν μελέτη, τήν ὁποία δέν ἐλάττωσε μέχρι τά τέλη του. Μετά τήν δημοτική του ἐκπαίδευση ὁ Νικόλαος, δέν ἐσυνέχισε αὐτήν περαιτέρω καί παρέμεινε στό Ἀριοχώριον ἐργαζόμενος στήν ἀγροτική οἰκογενειακή περιουσία. Ἰδιαιτέρως εὐλαβής καί ἐργατικός νέος, φιλακόλουθος, μέ ἀγαθόν χαρακτῆρα, ταπεινός καί ἄκακος, ἐφαίνετο ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας ἡ διαδρομή πού θά ἀκολουθοῦσε στήν ὑπόλοιπη ζωή του.
Τό ἔτος 1943, σέ ἡλικία 34 ἐτῶν καί ἀφοῦ εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τό μέτωπο τῆς Ἀλβανίας, ὅπου εἶχε λάβει μέρος ὡς στρατιώτης, μεσούσης τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς, προσέρχεται στήν πλησιόχωρον ἀνδρῷα κοινοβιακή καί ἱστορική Ἱερά Μονή τοῦ Βουλκάνου. Ἡ Μονή, κατά τήν περίοδον ἐκείνη σύμφωνα καί μέ τήν μαρτυρία τοῦ ἰδίου, εὑρίσκετο σέ ἄνθιση μέ ἱκανό ἀριθμό πατέρων, ὑπό τήν πατρική καθοδήγηση τοῦ ἀειμνήστου καί ἐμβληματικοῦ Καθηγουμένου Δαβίδ Δημοπούλου, δραστηρίου ἀνακαινιστοῦ αὐτῆς, διακρινομένου δέ διά τήν ἁγιότητα τῆς βιωτῆς του.
Ὁ Νικόλαος, παρέμεινεν ἐπί δύο ἔτη Δόκιμος καί τήν 11ην Μαρτίου τοῦ 1945 ἐκάρη Μοναχός ὑπό τοῦ Γέροντός του Καθηγουμένου Δαβίδ, λαβών τό μοναχικόν ὄνομα Νικόδημος. Μᾶς ἐδιηγῆτο ὁ ἴδιος ὅτι, μετά τήν κουρά του ἐρώτησε τόν Ἡγούμενον: «Γέροντα τί σχῆμα μοῦ ἔδωσες; Καί ὁ Γέρων Δαβίδ τοῦ ἀπήντησε: Σέ ἔκαμα τέλειον Μοναχόν». Ὅθεν, ἀπό τά λεγόμενά του ἐκαταλάβαμε ἡμεῖς οἱ νεώτεροι πατέρες, ὅτι εἶχε λάβει τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα τῶν Μοναχῶν.
Ὁ πατήρ Νικόδημος ἔζησε στήν Μονή τοῦ Βουλκάνου, κατά τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Μοναχῶν καί ἀσκητῶν τῶν Συναξαρίων, πρᾶγμα τό ὁποῖον διαπιστώσαμε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι συμμονασταί του. Οἱ ὥρες τοῦ ὕπνου του ἦσαν ἐλάχιστες, τόν ἐβλέπαμε ἀλλά καί τόν ἀκούγαμε πολλές φορές, κατά τήν διάρκεια τῆς νυκτός πού ἐπερνούσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί του, νά εἶναι ἄγρυπνος, νά προσεύχεται μεγαλοφώνως, νά κάμνει μετάνοιες καί πάντοτε μᾶς ἐσυμβούλευε νά μήν παραλείπομε ποτέ τόν κανόνα μας καί καμμία ἱερή Ἀκολουθία, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐτηροῦσε ἀπαρεγκλίτως μέχρι τά γεράματά του. Ὁμιλοῦσε πάντοτε μέ συγκίνηση γιά τόν Ἡγούμενον Δαβίδ, τίς ἀρετές πού τόν διέκριναν ἀλλά καί τήν πατρική καί ἀδιάλειπτη καθοδήγηση καί πνευματική στήριξη στούς πατέρες τῆς Μονῆς. Ἡ εὐλάβεια τοῦ πατρός Νικοδήμου πρός τήν Ἔφορον καί Προστάτιδα τῆς Μονῆς, Ὑπεραγίαν Θεοτόκον τήν Βουλκανιώτισσα, τῆς ὁποίας τό ἱερόν καί θαυματουργόν Εἰκόνισμα, ὡς τιμαλφέστατον θησαύρισμα κατέχει ἡ Μονή, ἦταν συγκινητική, καθ᾽ ὅ καί ἔνδακρυς ἐπροσκυνοῦσε πάντοτε τήν ἁγία Εἰκόνα. Ὁ Γέρων Δαβίδ, εἶχεν ὁρίσει ὡς ἐκκλησιαστικόν διακόνημα γιά τόν πατέρα Νικόδημο τήν φροντίδα γιά τήν ἁγίαν Εἰκόνα καί τό κανδήλι Της, διακόνημα τό ὁποῖον μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀσκοῦσε μεθ᾿ ἱερᾶς εὐλαβείας καί ἐπραγμάτωνε μετά πολλῆς ἐπιμελείας. Ἡ πνευματική βιωτή του αὐτή εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα, ἡ φήμη του νά ἐπεκταθεῖ πέραν τῆς Μονῆς καί πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐσέβοντο αὐτόν ὡς φωτισμένον καί ἅγιον Μοναχόν, ὁ ὁποῖος ὅμως πάντοτε ἀπέφευγε τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Μελετητής τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μέ ἐμπειρία στά πνευματικά ἀλλά καί μέ θεολογικές γνώσεις ἄριστες, ἔδιδε λύσεις σέ πολλές ἀπό τίς νεανικές μας ἀπορίες καί ἀναζητήσεις καί συχνά ἐνοχλητικές ἐρωτήσεις πρός αὐτόν. Γνωστόν τυγχάνει καί τοῦτο: Κάποτε, κατά τήν δεκαετίαν τοῦ 1980, εἶχεν ἐπισκεφθεῖ τόν Γέροντα ὁ Μεσσήνιος τήν καταγωγήν καί ἀξιόλογος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀείμνηστος Μᾶρκος Ὀρφανός, ὁ ὁποῖος πολύ τόν ηὐλαβεῖτο∙ καί στήν μεταξύ των συζήτηση, ὁ πατήρ Νικόδημος ἔλυσε, καθ᾽ ὅσον πολύ ἠγάπα νά μελετᾶ τούς Πατέρας καί τήν Παλαιάν Διαθήκην σέ ἀπόδοση καί σχόλια τοῦ πατρός Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, ἕνα ἀπορούμενον θεολογικόν ζήτημα, τό ὁποῖον εἶχεν ὁ καθηγητής καί οἱ φοιτηταί του.
Ὁ Γέρων Νικόδημος ἔζησε τήν παρακμή τῆς Μονῆς, ὡς ὁ παλαιότερος ἀδελφός της, καί μαζί μέ τόν Μοναχό Ἀμβρόσιο Κούσουλα ἐκ Μερόπης, ἐκράτησαν ἀνοικτή τήν Μονή πλέον τῆς δεκαετίας, ὡς φρουροί Ἄγγελοι καί ἄγρυπνοι λέοντες. Φύλαξ καί προστάτης τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος, τήν ἐφύλασσε τίς νύκτες στό κελλί του, λόγῳ τοῦ μικροῦ της μεγέθους. Κατά τήν ἀπόπειρα κλοπῆς Της, τό ἔτος 1981, ἡ ἱερά Εἰκών τῆς Θεοτόκου ἐσώθη θαυματουργικῶς. Ὅταν οἱ λησταί παρεβίασαν τό Μοναστήρι εἰσέβαλαν τό πρῶτον εἰς τό κελλίον τοῦ τότε Ἡγουμένου Παναρέτου Γεωργοπούλου ἐκ Μεσσήνης, τόν ὁποῖον ἔδεσαν μέ σύρμα καί φίμωσαν τό στόμα του γιά νά μή φωνάζει, ζητῶντας του τήν ἱεράν Εἰκόνα. Μή εὑρόντες τήν Εἰκόνα κατευθύνθηκαν πρός τό κελλίον τοῦ πατρός Νικοδήμου καί ὑπό τήν ἀπειλή μαχαιριοῦ τόν ἔδεσαν ἀπειλῶντας τήν ζωήν του γιά νά τούς παραδώσει τήν Είκόνα. Ὁ πατήρ Νικόδημος εἶχεν ἐπάνω στό τραπέζι τοῦ κελλίου του ἐντός τῆς θήκης της τήν Εἰκόνα, χωρίς αὐτοί νά τό γνωρίζουν καί παρ᾽ ὅλον τοῦτο χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν, τούς ἔδωσε τά κλειδιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφαίρεσαν ἐν ἀγνοίᾳ τους τό ἀντίγραφον τῆς Εἰκόνος ἀπό τό προσκυνητάρι τοῦ Ναοῦ. Ὁ πατήρ Νικόδημος ἐκατάφερε, μετά τήν ἀποχώρησή των, νά λυθῆ καί φοβούμενος μήπως οἱ λησταί ἀντιληφθοῦν ὅτι δέν ἐπῆραν τήν αὐθεντικήν Εἰκόνα, πῆρε τό θαυματουργόν Εἰκόνισμα καί τό ἔκρυψε μέσα στά ράσα του καί ἔτρεξε στό δάσος καί ἐκρύβη ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, ἀγρυπνῶν καί προσευχόμενος. Μέ δάκρυα εὐχαριστοῦσε τήν Παναγία πάντοτε γιά τό θαῦμα αὐτό λέγοντάς μας, πῶς ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐσώθη ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἀσεβῶν ἱεροσύλων.
Μεγάλη ἦτο ἡ χαρά του, ὅταν ἀπό τό ἔτος 1978 καί ἔπειτα, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς ὁ ἀδελφός αὐτῆς καί Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας Ἀρχιμανδρίτης Εὐστάθιος Σπηλιώτης (νῦν Μητροπολίτης Μονεμβασίας καί Σπάρτης) ἐκ Βαλύρας, καί ἄρχισε μία νέα πορεία γιά τήν Ἱερά Μονή τοῦ Βουλκάνου,μέ τήν ἔλευση νέων Μοναχῶν καί τήν ὥθηση τήν ὁποίαν ἔδωσε ὁ νέος Ἡγούμενος, λόγῳ καί τῆς λαμπρῆς ἀποδοχῆς καί καταξιώσεώς του στό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Μεσσηνίας καί ὄχι μόνον. Μέ τόν πατέρα Εὐστάθιον ὁ Γέρων Νικόδημος συνεδέετο πνευματικῶς ἀπό πολλῶν ἐτῶν, ἀπό τά μαθητικά καί νεανικά χρόνια τοῦ τότε Κωνσταντίνου Σπηλιώτη, ὁ ὁποῖος τακτικῶς ἀνέβαινε πεζῆ στό Μοναστήρι ἀφοῦ εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπό τό χωριό του τήν Βαλύρα. Ὁ πατήρ Εὐστάθιος ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τόν Γέροντα Νικόδημον καί ἀλληλογραφοῦσε μαζί του πολύ συχνά ὅταν ἦταν φοιτητής στήν Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί μετέπειτα, ὡς Κληρικός. Πάντοτε δέ, ἀναφέρεται στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος μέ ἔκδηλη συγκίνηση ὅταν τόν μνημονεύει σέ συζητήσεις του, ἤ ὅταν πολλές φορές τόν ἐρωτούσαμε γιά αὐτόν στίς ἐπισκέψεις του ὡς Μητροπολίτης στό Μοναστήρι μας.
Ἡ ζωή ὅλων ἡμῶν τῶν νεωτέρων Μοναχῶν πλησίον τοῦ Γέροντος, ἦταν μία περίοδος εὐλογημένης μαθητείας καί ἐπιβεβαιώσεως τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς ὑπηρέτες Του, ὡς εἰς τόν ἅγιον Γέροντα Νικόδημον. Πάντοτε ἔλεγε ὅτι τά θαύματα τῆς Παναγίας, τά ὁποῖα εἶχεν ἰδεῖ ἦσαν ἡ παρηγοριά του ὥστε νά ἐντείνει τόν ἀγῶνα του καί νά ἐργάζεται τήν μοναχική ἄσκηση, ὡς γνήσιος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ταπεινώσεως πρός ὅλους. Εὑρισκόμενος πολλάκις ἐν ὥρᾳ Ἀκολουθίας μιλοῦσε μόνος του, ψιθυρίζων περί ὀσμῆς χρηστότητος, ὅτι δηλαδή τοῦ ἐρχόταν οὐράνια εὐωδία. Κάποτε, προσκυνηταί ἀπό τήν Καλαμάτα ἐπεσκέφθησαν τό Ἅγιον Ὄρος καί συνήντησαν τόν Ἅγιον Γέροντα Παΐσιον γιά νά πάρουν τήν εὐχήν καί τήν εὐλογίαν του. Στήν συζήτηση μαζί τους ὁ Ἅγιος Παΐσιος τούς ἐρώτησε ἀπό ποῦ ἤρχοντο, καί ὅταν ἐκεῖνοι ἀπήντησαν ὅτι εἶναι ἀπό τήν Μεσσηνία, τούς εἶπε σέ κάπως ἔντονον ὕφος: «Γιατί ἤλθατε σέ ἐμένα; Ἔχετε ἅγιον ὑπηρέτην τοῦ Θεοῦ καί ἐργάτην τῆς ἀρετῆς στήν περιοχή σας, τόν Γέροντα Νικόδημον στήν Μονήν τοῦ Βουλκάνου». Οἱ ἴδιοι μᾶς τό ἐδιηγήθηκαν ἀργότερα ἐρχόμενοι στό Μοναστήρι.
Ὁ πατήρ Νικόδημος ἔζησε πενῆντα χρόνια ὡς Μοναχός ὑπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας τῆς Βουλκανιώτισσας καί παρά τό ἀσθενικόν τοῦ σώματός του, ἡ Παναγία τόν ἐπροστάτευσε ὥστε ὅταν προσεβλήθη ἀπό καρκίνον τοῦ προστάτου, δέν ἐταλαιπωρήθη ἐπί μακρόν καί ἐνοσηλεύθη κατ᾽ἐλάχιστον μακράν τῆς Μονῆς, τήν ὁποίαν τόσον ἠγάπησεν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας. Οἱ πατέρες μέ πολλήν ἀγάπην διηκόνησαν τόν Γέροντα καθ᾿ ὅλην τήν περίοδον τῆς ἀσθενείας του, μέχρις ὅτου ὁσιακῶς καί μέ τό γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῆς Κυρᾶς τῆς Παναγίας, ὅπως ἐσυνήθιζε νά Τήν ἀποκαλεῖ, παρέδωκε τήν ἁγίαν ψυχήν του στά χέρια τοῦ Κυρίου του τήν πρωίαν τῆς 20ῆς Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1995.
Ἄς ἔχωμε ὅλοι μας τήν εὐχήν του καί ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του!