Ο ΣΗΠΕ σεβόμενος το θεσμό της δικαιοσύνης θα αποφύγει τον πειρασμό να σχολιάσει την ουσία της δικαστικής απόφασης, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις έγκριτων νομικών παρουσιάζει πρόδηλα κενά στο σκεπτικό της τα οποία είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στην ανατροπή της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Με αφορμή όμως τη απόφαση αυτή και επειδή εκ των πραγμάτων τίθενται ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της εκδοτικής και δημοσιογραφικής αποστολής, δηλαδή την ίδια τη ελευθερία της έκφρασης και της διάδοσης των ιδεών δια του Τύπου και επειδή η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει δικαιολογημένη αναστάτωση σε όλα τα μέλη του Συνδέσμου σε όλη τη χώρα, επιθυμούμε να επισημάνουμε τα εξής:
1. Ο «Ηπειρωτικός Αγών»δεν είναι μια τυχαία περιφερειακή εφημερίδα. Πρόκειται για μια ιστορική έκδοση, εμβληματική για τον περιφερειακό Τύπο της χώρας που πλησιάζει τη συμπλήρωση 100 χρόνων ζωής και αγώνων για την περιφέρεια και τους πολίτες της. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση που κοσμεί τον περιφερειακό Τύπο και είναι γνωστή για την αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και τον σεβασμό της στους αναγνώστες της, στην αποστολή και στο λειτούργημα που επιτελεί. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη αυτή την σχεδόν 100χρονη διαδρομή δεν είχε ποτέ μέχρι σήμερα βρεθεί στις δικαστικές αίθουσες και πολύ περισσότερο δεν είχε καταδικαστεί παρά τα αναρίθμητα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ και την μαχητική της αρθρογραφία.
2. Στη βάση του επίδικου δημοσιεύματος για το οποίο υπήρξε και η καταδίκη, υπάρχει και εκφράζεται ένας σοβαρότατος προβληματισμός που απασχολεί έντονα όλες τις εκδοτικές και δημοσιογραφικές οργανώσεις και ολόκληρο τον Τύπο όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Και δεν είναι άλλος από την σοβαρή και ανυπολόγιστη ζημιά που κάνουν στην αξιοπιστία του Τύπου τα διάφορά ανώνυμα blogs και ιστοσελίδες που χωρίς να περιορίζονται από τους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν το δημοσιογραφικό λειτούργημα «υποδύονται» τους δημοσιογράφους και δηλητηριάζουν τη δημόσια σφαίρα λειτουργώντας πολλές φορές και ως εκτροφεία εκβιασμών ή οχήματα «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» και «δολοφονίας χαρακτήρων». Αυτό επεσήμανε το ευπρεπές, άρτιο και απόλυτα τεκμηριωμένο άρθρο του συναδέλφου Ευθύμιου Τζάλλα για το οποίο θα έπρεπε να επαινείται αντί να διώκεται!
3. Το ποσό των 60.000 ευρώ (μαζί με τους τόκους) που επιδικάστηκε ως αποζημίωση στον «παθόντα» είναι εξοντωτικό για περιφερειακή εφημερίδα! Τέτοιες χρηματικές ποινές δεν συναντώνται ούτε στις πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες με τα τεράστια έσοδα, όχι στις εφημερίδες της περιφέρειας που αγωνίζονται να επιβιώσουν μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και των οποίων όλες οι πηγές εσόδων έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές ότι τυχόν καταβολή ενός τέτοιου ποσού θα απειλήσει ευθέως την ίδια την επιβίωση της εφημερίδας και άρα έχουμε ευθεία προσβολή της αρχής της αναλογικότητας αφού έτσι η πραγματική ποινή είναι το κλείσιμο της εφημερίδας και το πραγματικό αποτέλεσμα ο πλουτισμός του ενάγοντα, αποτελέσματα προφανώς που ούτε ο νομοθέτης, αλλά ούτε και ο δικαστής επιθυμούν.
Επαναλαμβάνουμε την πεποίθησή μας ότι η απόφαση αυτή θα ανατραπεί από την ελληνική δικαιοσύνη στην οποία προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη. Στον δικαστικό αγώνα του «Ηπειρωτικός Αγώνα» ο ΣΗΠΕ και ολόκληρος ο κλάδος του περιφερειακού Τύπου θα σταθούν με κάθε τρόπο στο πλευρό του μέχρι την σίγουρη τελική δικαίωση.
Ο ΣΗΠΕ έχει αποφασίσει επίσης να ενημερώσει για την υπόθεση αυτή όχι μόνο τα μέλη του αλλά και το αρμόδιο για τα ΜΜΕ Υφυπουργείο, τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα και τις δημοσιογραφικές οργανώσεις αφού το σκεπτικό της απόφασης συνιστά έναν συναγερμό για την ελευθερία του Τύπου και το κράτους δικαίου συνολικά.
Ελπίζουμε η υπόθεση αυτή να λειτουργήσει ως καταλύτης θετικών εξελίξεων, έστω και αν το τίμημα είναι η οικονομική επιβίωση μίας ιστορικής ελληνικής εφημερίδας. Πρέπει επιτέλους να υπάρξει ο αναγκαίος αναστοχασμός για το πού μπορεί να μας οδηγήσει η στρεβλή ανάγνωση και εφαρμογή ενός εξόχως προβληματικού νόμου που κρατάει χρόνια τώρα όμηρο τον ελληνικό Τύπο μέσω βιομηχανίας αγωγών που έχουν καταντήσει οχήματα πλουτισμού διαφόρων «θιγομένων» και των δικηγόρων τους.