Ενα λεοντόψαρο αλιεύεται στον Κυπαρισσιακό Κόλπο τον περασμένο Οκτώβριο κοντά στις ακτές του Καλού Νερού, ενώ και στο παρελθόν ψαρεύτηκαν στη Μεθώνη και στα νερά της Μάνης λαγοκέφαλοι. Είναι ψάρια "εισβολείς" στη Μεσόγειο και τόσο το λεοντόψαρο όσο και οι λαγοκέφαλοι είναι είδη του Ινδο-Ειρηνικού. Το λεοντόψαρο είναι επικίνδυνο, καθώς όλο του το σώμα καλύπτεται με δηλητηριώδη αγκάθια. Επιπλέον, ο λαγοκέφαλος απαγορεύεται να καταναλωθεί επειδή έχει μια τοξίνη στα αναπαραγωγικά όργανα και το έντερο ικανή να προκαλέσει μυϊκή παράλυση σε όποιον τον φάει.
Η διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ Αργυρώ Ζενέτου (φωτο) μιλώντας στην "Ε" για την προέλευσή τους, απαντά ότι έφτασαν στη Μεσόγειο αβοήθητα μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Οι γνωστοί και ως λεσσεψιανοί μετανάστες σταδιακά επεκτάθηκαν στο Αιγαίο (περισσότερο στο Νότιο Αιγαίο), το Λιβυκό Πέλαγος νότια της Κρήτης, στο Μυρτώο και στο Ιόνιο. Και τα δύο είδη, όπως λέει η κ. Ζενέτου, έχουν φτάσει ή καταγραφεί μέχρι την Κέρκυρα.
Στην ερώτηση πότε εμφανίζονται στα ελληνικά νερά και ειδικότερα στα νερά της Μεσσηνίας, η ίδια απαντά ότι ο λαγοκέφαλος πρωτοεμφανίστηκε το 2005 στη Ρόδο και στην Κρήτη.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου ο λαγοκέφαλος εμφανίστηκε στον Μεσσηνιακό το 2009. Μεταγενέστερες καταγραφές υπάρχουν το 2013 και το 2017 και σύμφωνα με την Α. Ζενέτου υποδηλώνουν ότι το είδος έχει εγκατεστημένο πληθυσμό στον Μεσσηνιακό Κόλπο, ενώ έχει προχωρήσει και στο Ιόνιο μέχρι την Ηγουμενίτσα. Το λεοντόψαρο καταγράφηκε στη Ρόδο το 2015 και εξαπλώθηκε ταχύτατα στο Νότιο Αιγαίο, το Λιβυκό Πέλαγος και μέχρι το Ιόνιο. Στον Μεσσηνιακό αναφέρθηκε πρώτη φορά το 2018.
230 ΞΕΝΙΚΑ ΕΙΔΗ
Στις ελληνικές θάλασσες έχουμε περισσότερα από 230 ξενικά είδη λέει η κ. Ζενέτου κι από αυτά, απαντά σε ερώτησή μας, «επικίνδυνα» για τον άνθρωπο είναι λίγα, όπως για παράδειγμα οι λαγοκέφαλοι (3 είδη), η μέδουσα Rhopilema nomadica, ενώ αρκετά άλλα είναι επικίνδυνα για το περιβάλλον, καθώς αλλάζουν τη σύνθεση των αλιευμάτων μεταβάλλοντας το θαλάσσιο οικοσύστημα. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι οι «γερμανοί» (Siganus luridus και Siganus rivulatus, τα οποία έχουν καταγραφεί και στον Μεσσηνιακό το 2000 και το 2008 αντίστοιχα), που απογυμνώνουν βραχώδεις εκτάσεις από βλάστηση. Πάντως η ίδια δεν συνηγορεί με τις απόψεις επαγγελματιών ψαράδων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως όπου εμφανίζονται ξενικά είδη
μειώνεται ο πληθυσμός των αλιευμάτων, σίγουρα όμως “αλλάζει η σύνθεση των αλιευμάτων, με τα ξενικά να επικρατούν σε ορισμένες περιοχές”.
ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ
Οι ερευνητές έχουν συγκεντρώσει στοιχεία για τις επιπτώσεις από την παρουσία ξενικών ειδών στα θαλάσσια οικοσυστήματα, τα οποία έχουν εισβάλει στη Μεσόγειο και τις ελληνικές θάλασσες, είτε από τη Διώρυγα του Σουέζ, το Στενό του Γιβραλτάρ, είτε με τα πλοία που εισέρχονται στη Μεσόγειο. Από αυτά ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι ψάρια, τα άλλα είναι φύκια, μαλάκια, καρκινοειδή, ασπόνδυλα, σουπιές και χταπόδια. Θαλάσσιοι βιολόγοι, όπως από την οργάνωση iSea, θεωρούν ότι τα ξενικά είδη αποτελούν σήμερα μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τα τοπικά θαλάσσια οικοσυστήματα, την τοπική οικονομία, καθώς και την ανθρώπινη υγεία και υποστηρίζουν πως προκαλούν υποβάθμιση στα τοπικά οικοσυστήματα αλλά και ζημιές σε ανθρώπινες δραστηριότητες.
ΚΑΒΟΥΡΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ
Στον Μεσσηνιακό έχουν καταγραφεί και άλλα ξενικά είδη εκτός από τα ψάρια λεοντόψαρο, λαγοκέφαλο και γερμανό. Συνολικά είναι 24 αυτά τα οποία έχουν καταγραφεί: φυτοβένθος (φυτικοί υδρόβιοι οργανισμοί του πυθμένα) 9 είδη, πολύχαιτοι (θαλάσσια σκουλήκια) 3 είδη, μαλάκια 2 είδη, καβούρια 2 είδη, ψάρια 8 είδη. Το παλαιότερο είδος που έχει καταγραφεί είναι το θαλάσσιο φανερόγαμο (φυτοβένθος) Halophila stipulacea το 1958 και η επόμενη αναφορά είναι ενός Siganus luridus το 2000, ενώ η πιο πρόσφατη είναι του Pterois miles το 2018. Με καταγωγή από την Αμερική και τις ανατολικές ακτές του Ατλαντικού, το καβούρι Percnon gibbesi στην Ελλάδα βρέθηκε πρώτη φορά στον Μεσσηνιακό Κόλπο το 2004 και μέχρι σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλο το Ιόνιο συμπεριλαμβανομένου και του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου, ενώ και στο Αιγαίο έχει φτάσει ως τη Χίο. Εχει σχήμα «αράχνης» και το μέγεθός του κυμαίνεται από 3 έως 20 εκατοστά. Οπως διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα του WWF Ελλάς για τα εισβάλλοντα ξενικά είδη, το καβούρι Percnon gibbesi εξαπλώνεται σε ρηχά νερά και σε περιοχές με βράχια, ενώ όπου εγκατασταθεί δημιουργεί μεγάλους και πυκνούς πληθυσμούς, οι οποίοι εκτοπίζουν τελικά τα αυτόχθονα είδη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί στα οικοσυστήματα της περιοχής όπου εισβάλλουν δεν περιορίζονται από φυσικούς
εχθρούς και έτσι επιτυγχάνουν να εγκαταστήσουν πληθυσμούς που αναπαράγονται.
ΕΙΔΟΣ ΦΥΚΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Σε πολλές περιπτώσεις, τα ξενικά είδη δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο καινούργιο περιβάλλον και εξαφανίζονται. Υπάρχουν όμως και άλλα που όχι μόνο προσαρμόζονται, αλλά προκαλούν ζημιές στα τοπικά οικοσυστήματα, καθώς αναπτύσσονται ανενόχλητα επειδή δεν έχουν εχθρούς. Μια τέτοια περίπτωση αφορά ένα επικίνδυνο είδος φυκιού που ονομάζεται Caulerpa racemosa και στον Μεσσηνιακό Κόλπο έχει εντοπιστεί σε βάθη από λίγα εκατοστά πρώτη φορά το 2009. Εξαιτίας μιας τοξίνης που έχει δεν μπορεί να καταναλωθεί από ψάρια ή από οργανισμούς όπως ο αχινός. Καθώς δεν έχει εχθρούς στις δικές μας θάλασσες, εξαπλώνεται εύκολα, με μεγάλο ρυθμό, καταστρέφοντας οικοσυστήματα, όπως τα λιβάδια Ποσειδωνίας, οι τραγάνες, οι ύφαλοι των ρηχών νερών. Η Caulerpa racemosa έφθασε στη χώρα μας από την Αυστραλία, όπως εκτιμάται. Αλλα φύκια μεταφέρθηκαν στο έρμα πλοίων από τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα.
ΨΗΦΙΑΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) έχει αναπτύξει από το 2007 ψηφιακή βάση δεδομένων με την ονομασία Ελληνικό Δίκτυο για τα Υδρόβια Ξενικά Είδη (Ellenic Network on Aquatic Invasive Species, ELNAIS). Το ELNAIS, μέσω του Διαδικτύου (https://elnais.hcmr.gr) εξυπηρετεί την ερμηνεία και τη σύνδεση δεδομένων για τα ξενικά είδη μεταξύ των επιστημόνων στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, παρέχοντας πολύτιμη πληροφορία για την παρακολούθηση της περιβαλλοντικής κατάστασης των οικοσυστημάτων. Σημαντική πηγή πληροφόρησης αποτελεί η κοινωνία των πολιτών: δύτες, ψαράδες, λουόμενοι, τουρίστες, συλλέκτες οστράκων, φυσιοδίφες. Για οποιοδήποτε ασυνήθιστο ή περίεργο είδος κάποιος συναντήσει λοιπόν, η Αργυρώ Ζενέτου προτρέπει να επικοινωνήσει μαζί τους μέσω email: elnais@hcmr.gr και zenetos@hcmr.gr, στέλνοντας φωτογραφία του είδους.
Για μερικά από τα είδη αυτά καταγράφεται η εξάπλωση/αφθονία σε κάρτες που ετοιμάστηκαν στο πλαίσιο σχετικού ευρωπαϊκού προγράμματος.