Κυριακή, 18 Ιουνίου 2023 12:30

Περιφέρεια Πελοποννήσου: Αναξιοποίητος παραμένει ο αγροδιατροφικός πλούτος

Περιφέρεια Πελοποννήσου: Αναξιοποίητος παραμένει ο αγροδιατροφικός πλούτος

Ο αγροδιατροφικός πλούτος της Περιφέρειας Πελοποννήσου παραμένει αναξιοποίητος στον τουριστικό κλάδο αφενός γιατί ο κύριος όγκος των ξενοδοχείων βρίσκεται στη νησιωτική Ελλάδα και αφετέρου επειδή η διασύνδεση των δυο κλάδων παραμένει δύσκολη καθώς και τα κέντρα διανομής βρίσκονται κατά βάση τον άξονα του Πάτρα – Αθήνα – Θεσσαλονίκη.

Στο αβίαστο αυτό συμπέρασμα καταλήγει ο αναγνώστης της έρευνας «Τουρισμός και Αγροδιατροφή στην Ελλάδα. Μια μεγάλη αναξιοποίητη ευκαιρία» του δρ Θοδωρή Μπένου και της Μαριάννας Σκυλακάκη που δημοσιεύτηκε στο «διαΝΕΟσις».

Ρεπορτάζ: Θανάσης Λαγός

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην έρευνα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου λειτουργεί μόνο το 4,5% των ξενοδοχειακών μονάδων της Ελλάδας ενώ εκτείνεται το 25,04% των δενδροειδών καλλιεργειών (σε Μεσσηνία και Λακωνία το 20% των ελαιώνων), το 21,5% των αμπελώνων και το 9,3% των κηπευτικών καλλιεργειών ενώ παράγεται επίσης το 12,26% των προϊόντων ζωικής προέλευσης και το 12,28% του μελιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Περιφέρεια Πελοποννήσου το 60,13% των επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στον πρωτογενή τομέα και το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο ποσοστό 29,05% στην Ελλάδα είναι και το ποσοστό των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου ενώ ο τζίρος του ίδιου τομέα αντιστοιχεί στο 8,51% του περιφερειακού ΑΕΠ

Πανελλαδικά και σύμφωνα με μελέτη της PwC (2018α), αν και το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά σε τρόφιμα και ποτά, οι ξενοδόχοι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα κατά περίπου 60%, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των προμηθειών πραγματοποιείται από ενδιαμέσους. Αν υπολογίσουμε τον μέσο όρο για τα τρόφιμα και ποτά μαζί, τότε τα ποσοστά αντιστοιχούν σε περίπου 39% για τα εγχώρια, σε 14% για τα τοπικά και σε 8% για τα προϊόντα που προέρχονται απευθείας από παραγωγούς.

 

Σύμφωνα με την έρευνα:

Η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία της χώρας μας ανήλθε στο 12,6% του ΑΕΠ το έτος-ορόσημο 2019. Oι αφίξεις μη κατοίκων επισκεπτών ξεπέρασαν τα 34 εκατ., με μέσο όρο φιλοξενίας τις επτά βραδιές.

Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία για τις κρουαζιέρες, η χώρα μας βρίσκεται στη 13η θέση. Παρά ταύτα, η δαπάνη ανά επισκέπτη εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερη από την αντίστοιχη δαπάνη σε άλλες χώρες του Δυτικού Κόσμου.

Η χρονική συγκέντρωση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι έντονη, με την πληρότητα στη χώρα συνολικά να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τους υπόλοιπους μήνες το τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου. Οι μη κάτοικοι επισκέπτες στη χώρα μας έρχονται στην Ελλάδα κυρίως στο γ’ τρίμηνο και δευτερευόντως στο β’ τρίμηνο.

Όσο για τη χωρική συγκέντρωση, οι Περιφέρειες στις οποίες βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των διαθέσιμων κλινών είναι οι ίδιες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη πληρότητα από τις υπόλοιπες, ενώ τρεις νησιωτικές Περιφέρειες απορροφούν περίπου το 60% των τουριστικών εισπράξεων και οι Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας αποσπούν αθροιστικά το 25%.

Η εστίαση απορροφά σχεδόν το 30% των δαπανών του εγχώριου τουρισμού και σχεδόν το 18% των δαπανών του εισερχόμενου τουρισμού.

Το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά τρόφιμα και ποτά, ενώ το 60% των ξενοδοχείων διαθέτει εστιατόριο, με το μερίδιο εσόδων που αντλούνται από αυτό να φτάνει στο 44,6% κατά μέσο όρο.

Η σημασία του πρωτογενούς τομέα για τη χώρα είναι μεγάλη. Το 2021, μαζί με τους τομείς δασοκομίας και αλιείας, δημιούργησε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που αντιστοιχούσε στο 4,4% του συνόλου της οικονομίας. Επέδειξε δε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στη διάρκεια της κρίσης χρέους, ενώ, λόγω και της τεράστιας πτώσης του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, η σημασία του στη συνολική οικονομία αυξήθηκε σημαντικά.

Το 2020, το ποσό των €2,74 δισ. μοιράστηκε σε άμεσες ενισχύσεις και προγράμματα ανάπτυξης της υπαίθρου, στο πλαίσιο της ΚΑΠ, ενώ οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ξεπέρασαν τα €6,5 δισ., με το ισοζύγιο του εμπορίου αυτών να είναι θετικό για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Η γεωργία είναι επίσης σημαντικός «εργοδότης», με το ποσοστό της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα να υπερβαίνει το 10%.

Η αξία της συνολικής γεωργικής παραγωγής στη χώρα μας αντιστοιχεί σε περίπου 2,8% της συνολικής γεωργικής παραγωγής των χωρών της ΕΕ, ενώ ως προς τη σύνθεσή της, σαφής είναι η υπεροχή της φυτικής παραγωγής έναντι της ζωικής. Πάνω από τη μισή αξία όλης της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από τρεις κατηγορίες που συνδέονται με την υγιεινή διατροφή: τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο.

Πού παράγονται τα φυτικά προϊόντα στη χώρα μας; Η ηπειρωτική χώρα έχει τα ηνία, με τη νησιωτική να μην έχει μεγάλα μερίδια, εκτός από την Κρήτη. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι σε πολλές Περιφέρειες υπάρχουν περιοχές που κατέχουν τα πρωτεία σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένα προϊόντα, χωρίς κάτι τέτοιο να αντανακλάται απαραίτητα στις συγκεντρωτικές κατηγορίες και δίχως να είναι ευρέως γνωστό. Στη ζωική παραγωγή βαρύτητα έχουν οι Περιφέρειες Θεσσαλίας και Κεντρικής Μακεδονίας.

Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα αλιείας, η ποσότητα των αλιευμάτων της θαλάσσιας αλιείας ανήλθε σε 81.920 τόνους το 2019 και η αξία σε €273,4 εκατ. Αν και η αντιστοίχιση με τις Περιφέρειες δεν μπορεί να είναι απολύτως ακριβής, αξίζει να σημειωθεί πως η μεγαλύτερη ποσότητα αλιευμάτων προέρχεται από τη Βόρεια Ελλάδα. Για τις υδατοκαλλιέργειες, το 2019, η ποσότητα των αλιευμάτων ανήλθε σε 128.783,7 τόνους και η αξία σε €508,1 εκατ.

Η ελληνική παραγωγή φημίζεται για την υψηλή ποιοτική της στάθμη. Αυτό προκύπτει και από το πλήθος κατοχυρωμένων προϊόντων στα συστήματα ποιότητας γεωργικών προϊόντων της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της eAmbrosia, μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2023, η χώρα μας κατείχε 115 ονομασίες εδώδιμων αγαθών (το 6,8% του συνόλου), 147 ονομασίες οίνων (το 9% του συνόλου) και 15 ονομασίες οινοπνευματωδών (το 5,8% του συνόλου).

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία τροφίμων και ποτών, το 2019 ερχόταν πρώτη στους κλάδους της μεταποίησης ως προς τον αριθμό επιχειρήσεων, με κύκλο εργασιών που αντιστοιχούσε περίπου στο 1/4 του συνολικού κύκλου εργασιών της μεταποίησης. Αποτελεί, επίσης, τον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής μεταποίησης.

Ως προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο τροφίμων και ποτών, το πλήθος τόσο αυτών που δραστηριοποιούνται στο χονδρικό όσο και στο μικρής κλίμακας λιανικό εμπόριο είναι μεγάλο, ενώ και ο κύκλος εργασιών τους είναι εντυπωσιακός, ειδικά για το χονδρικό εμπόριο. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η χωρική συγκέντρωση της δραστηριότητάς τους, με το ήμισυ σχεδόν αυτών των επιχειρήσεων να βρίσκεται στις Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΠ ΚΑΙ ΠΓΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Στην Περιφέρεια Πελοποννήσου παράγοντα τα εξής προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ): Τσακώνικη Μελιτζάνα Λεωνιδίου, Ελιά Καλαμάτας, Σφέλα, Μέλι Ελάτης Μαινάλου Βανίλια, Μήλα Ντελίσιους Πιλαφά Τριπόλεως, Φέτα, Ρόδι Ερμιόνη και τα ελαιόλαδα Καλαμάτα, Λυγουριό Ασκληπιείου, Πέτρινα Λακωνίας, Κρανίδι Αργολίδας, Κροκεές Λακωνίας και Φοινίκι Λακωνίας. Παράγονται επίσης τα προϊόντα με Προστασίας Γεωγραφικής Ένδειξης Ελαιόλαδο Λακωνία, Φασόλια Βανίλιες Φενεού, Φάβα Φενεού, Αγκινάρα Ιρίων

Αναλυτικά στοιχεία παρουσιάζονται στους πίνακες: