Πριν από τα capital controls η χρήση της χρεωστικής κάρτας δεν ήταν τόσο διαδεδομένη, και το ποσό της προμήθειας που πλήρωναν συνολικά οι επιχειρηματίες ήταν μικρό οπότε δεν τους προκαλούσε εντύπωση. Μετά το κλείσιμο των τραπεζών, όμως, και την επιβολή των capital controls, η χρήση των χρεωστικών καρτών γενικεύτηκε κι έτσι οι επιχειρηματίες καλούνται να πληρώσουν μεγαλύτερα ποσά - κάτι που ουσιαστικά λειτουργεί σαν ένα είδος “χρηματοπιστωτικού φόρου” για την επιχείρησή τους. Ορισμένοι έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι πρέπει να πληρώνουν έως και 100 ευρώ το μήνα, καθώς το ποσοστό της προμήθειας ξεκινά από 0,5% και φτάνει έως 3,5%.
Οταν λοιπόν ο καταναλωτής πληρώνει με τη χρεωστική του κάρτα για μια αγορά, τα χρήματα πιστώνονται απευθείας στο λογαριασμό του επιχειρηματία, ο οποίος πληρώνει προμήθεια σε κάθε συναλλαγή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι πληρώνουν την ίδια προμήθεια, αφού η συμφωνία που έχει κάνει ο κάθε έμπορος με την κάθε τράπεζα για τη χρήση της λειτουργίας του μηχανήματος διαφέρει.
Συνήθως στη σύμβαση που υπογράφει ο επιχειρηματίας για τη χρήση της μηχανής καρτών, συμφωνεί και για το ποσοστό της προμήθειας. Το ύψος αυτού του ποσοστού είτε το διαπραγματεύεται με την τράπεζα είτε καθορίζεται από το είδος της κάρτας (American Express, Visa, Mastercard).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η προμήθεια είναι μικρότερη όταν η χρεωστική κάρτα είναι της ίδιας τράπεζας από την οποία ο επιχειρηματίας έχει "χρεωθεί" το μηχάνημα. Βέβαια, ανάλογα με την τράπεζα ισχύουν κι άλλα κριτήρια για το κατά πόσο ο επιχειρηματίας μπορεί να διαπραγματευτεί μια επωφελέστερη σύμβαση. Για παράδειγμα, η γενικότερη εικόνα του ως πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και ο τζίρος της επιχείρησης, είναι από τους παράγοντες που μπορούν να καθορίσουν το ύψος της προμήθειας.
Τελικά είναι λοιπόν ένας προσωπικός διακανονισμός, για τον οποίο υπάρχουν γενικές προϋποθέσεις ανάλογα με την τράπεζα, ενώ επιπλέον τα ποσοστά εξαρτώνται κι από τον κύκλο εργασιών μιας επιχείρησης, όπως και από τη συνεργασία της με το πιστωτικό ίδρυμα.
Ο Θανάσης Παπανικολάου λέει ότι η χρήση της χρεωστικής κάρτας από το μηδέν είναι τώρα το 50% του τζίρου του καταστήματός του, δηλαδή η αύξηση είναι τεράστια. Με το ρυθμό λοιπόν αυτό, που η χρήση χρεωστικών καρτών καθιερώνεται στην αγορά, γεννάται ένα ζήτημα με την προμήθεια που κρατάνε οι τράπεζες. Και εξηγεί ότι «η σύμβαση με την τράπεζα ξεκινά από 1,4% μέχρι 3,5%, ανάλογα με την κάρτα. Είναι δύσκολο να πεις στον πελάτη στο ταμείο ότι δεν παίρνω την κάρτα, κι ούτε έχεις το δικαίωμα». Ομως από εκεί και πέρα όπως λέει «τα λεφτά μπαίνουν μετά από δύο εργάσιμες στο δικό μας λογαριασμό· η τράπεζα κερδίζει δύο μέρες τα χρήματα και χρεώνει και την προμήθεια. Το κάνει γιατί μπορεί και κάπου πρέπει να αγωνιστούμε όλοι για να σταματήσει αυτό». Προσθέτει ακόμη ότι υπάρχει και το θέμα της φοροδιαφυγής, και επειδή το σύστημα κατευθύνεται προς τη χρήση καρτών, θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρξει μια οδηγία από την Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλο θεσμικό φορέα ώστε «να μην πληρώνεις προμήθεια».
Η Αγγελική Ζήρα επισημαίνει ότι περισσότερος κόσμος κάνει αγορές πια με χρεωστική κάρτα. Και εντοπίζει το πρόβλημα όχι τόσο στην προμήθεια που κρατάει η τράπεζα, αλλά στο ότι πριν το τερματικό που έδιναν ήταν δωρεάν και τώρα πρέπει να το πληρώνουν και επιπλέον να δίνουν και μια μηνιαία συνδρομή για την χρήση λειτουργίας του. «Κάποιες τράπεζες στο μισθώνουν, άλλες στο πουλάνε, αλλά σε κάθε περίπτωση ζητάνε ένα μηνιαίο μίσθωμα για τη χρήση λειτουργίας του, κι εκεί γίνεται οδυνηρό για εμάς».
Η Σοφία Κουδούνη λέει ότι «δεν είναι πρόβλημα αρκεί να υπάρχει δουλειά -η προμήθεια έτσι κι αλλιώς είναι μικρή που κρατά η τράπεζα». Επειδή όμως όλα δείχνουν ότι η χρήση της χρεωστικής θα καθιερωθεί, πιστεύει ότι «ο Εμπορικός Σύλλογος και το Επιμελητήριο θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν πιο μικρό ποσοστό προμήθειας από τις τράπεζες».
Η Εφη Σαραντοπούλου διαπιστώνει ότι τόσο μεγάλη κίνηση στις χρεωστικές κάρτες δεν είχαν δει. «Το 80% πλέον πληρώνει με χρεωστική κάρτα, ενώ η προμήθεια για κάθε συναλλαγή δεν είναι κάτι το καινούργιο και υπάρχει μέσα στη σύμβαση που κάνουμε με την τράπεζα», αναφέρει. Προσθέτει δε ότι το ποσοστό είναι μικρό και η προμήθεια γίνεται εν γνώσει τους, από τη στιγμή που υπέγραψαν για να πάρουν το τερματικό για τις κάρτες.
Η Δέσποινα Δημητριάδη αναφέρει επίσης ότι «έχει αυξηθεί ο κόσμος που ψωνίζει με χρεωστική κάρτα». Οσο για την προμήθεια που κρατάει η τράπεζα, «δεν είναι μεγάλη, είναι χαμηλό το ποσοστό και το ποσό που καλούμαστε να πληρώσουμε το μήνα είναι μικρό».
Η Αντωνία Μπενέτου επισημαίνει ότι «η αύξηση στη χρήση των χρεωστικών καρτών ξεπερνά το 50%. Σχετικά με την τραπεζική προμήθεια λέει ότι «πάντα υπήρχε και στο κατάστημά μου πελάτες πλήρωναν και από πριν με κάρτα και ήξερα πως υπάρχει προμήθεια· είναι λογικό όταν αυξάνεται η χρήση τους να αυξάνει και η προμήθεια που πληρώνεις». Οταν όμως «δέχεσαι τις πληρωμές με κάρτες είναι δικό σου θέμα και όχι του πελάτη η προμήθεια που θα πληρώσεις».
Ο Παναγιώτης Τζανετέας λέει και αυτός ότι η χρήση χρεωστικών καρτών έχει αποκτήσει μεγάλη δυναμική από όταν επιβλήθηκαν τα capital controls, αν και «την τελευταία εβδομάδα έχει αρχίσει και ισορροπεί η κατάσταση». Επισημαίνει δε ότι «η προμήθεια της τράπεζας δεν είναι σημαντική, και είναι καλύτερα να πουλάς και να σου κρατά σε κάθε συναλλαγή το 2%, γιατί το κέρδος είναι πολλαπλάσιο από το να μην μπορέσεις να εξυπηρετήσεις τον πελάτη και φύγει». Καταλήγοντας τονίζει ότι σε αυτή τη δύσκολη εποχή για όλους, ο επαγγελματίας οφείλει «να υποδέχεται τον πελάτη με χαμόγελο και ευγένεια ανεξάρτητα από τα προβλήματα που ο ίδιος αντιμετωπίζει».
Η Λίτσα Κουκούτση επισημαίνει και η ίδια τη μεγάλη αύξηση στη χρήση των χρεωστικών καρτών. Οσο για την προμήθεια που κρατάνε οι τράπεζες, λέει ότι την προβληματίζει γιατί «δικαιολογημένα δεν υπάρχει πελάτης που να μην θέλει την καλύτερη τιμή, παρά τις εκπτώσεις», όμως «το δικό μας καθαρό κέρδος μειώνεται όλο και περισσότερο επειδή προσπαθούμε να απορροφήσουμε και τις αυξήσεις των εταιρειών».
ΜΕΣΣΗΝΗ
Η Αννα Τσίκινη διαπιστώνει ότι τώρα πια οι πελάτες θα προτιμήσουν να πληρώσουν με την χρεωστική τους και να κρατήσουν το ρευστό που έχουν για άλλες υποχρεώσεις. Οσο για την προμήθεια που κρατάνε οι τράπεζες αναφέρει ότι είναι της τάξης του 2% και θεωρεί ότι «δεν είναι μεγάλη», όμως μετράει στο σύνολο των κερδών του μήνα, ενώ επιπλέον τους δυσκολεύει στο να κάνουν ακόμα καλύτερη τιμή στον πελάτη γιατί έχουν να πληρώσουν και το ποσοστό της προμήθειας στην τράπεζα. Επίσης επισημαίνει ότι διαφορετική πολιτική ακολουθεί η κάθε τράπεζα, καθώς άλλη χρεώνει το μηχάνημα των καρτών, άλλη το νοικιάζει, ενώ άλλη δεν ζητά καθόλου χρήματα για να το δώσει στον έμπορο.
Ο Φώτης Κυριακόπουλος παρατηρεί ότι ενώ πριν την επιβολή των capital controls μόλις ένα 5% των πελατών χρησιμοποιούσε χρεωστική κάρτα, τώρα το ποσοστό αυτό «έχει ξεπεράσει το 30%». Επισημαίνει ακόμα ότι η προμήθεια που κρατάει η τράπεζα, 2% για κάθε συναλλαγή, διαφέρει από επιχείρηση σε επιχείρηση και έχει να κάνει και με τον τζίρο κάθε καταστήματος. Ο ίδιος πάντως είναι της άποψης ότι «η χρεωστική βοηθάει να γίνεται τζίρος στο μαγαζί, κι ας κρατάει η τράπεζα προμήθεια».
Ο Παναγιώτης Γιαννακόπουλος έχει παρατηρήσει μια αύξηση στις πληρωμές με χρεωστική κάρτα, αλλά όπως λέει, στο δικό του κατάστημα δεν είναι τόσο μεγάλη. Παρόλα αυτά θεωρεί ότι «η προμήθεια είναι ένα πρόβλημα γιατί ο πελάτης πάντα θέλει την μεγαλύτερη έκπτωση, αλλά κόψε από δω, κόψε από κει, κρατάει και η τράπεζα προμήθεια, μειώνεται το δικό μας ποσοστό κέρδους και ο τζίρος του καταστήματος».