Κυριακή, 24 Μαϊος 2020 19:40

Δημήτρης Χριστοδούλου: “Το πατάρι” Ι Εκδόσεις “Μετρονόμος”

Δημήτρης Χριστοδούλου: “Το πατάρι” Ι Εκδόσεις “Μετρονόμος”

Αθήνα, περί το 1950-’51, με τον Εμφύλιο μόνο τυπικά να έχει τελειώσει. Ο Ιάσονας εξακολουθεί να κυκλοφορεί με τη στολή του φαντάρου παρότι απολύθηκε απ’ τον στρατό πριν από 3 μήνες.

Φτωχός, ιδεολόγος αριστερός, όχι μόνο λεφτά για πολιτικά ρούχα δεν έχει, τα καταφέρνει δύσκολα ακόμα και για το καθημερινό φαγητό. Μια μέρα, σχεδόν τυχαία, βρίσκεται στο «πατάρι» του καφέ “Εσπρέσο”, χώρο όπου συχνάζουν λιγότερο ή περισσότερο φερέλπιδες νέοι λογοτέχνες. Η γνωριμία του εκεί με τη Λίτσα, κοπέλα με αντισυμβατικό και ελεύθερο πνεύμα –ίσως και με ελευθέριο ήθος–, η σχέση τους, η επανασύνδεσή του με τον απαρέγκλιτα αριστερό, από πολλά χρόνια φίλο, Χωματά, οι φλύαροι, ανούσιοι, ομφαλοσκόποι διανοούμενοι και ψευτοδιανοούμενοι του «παταριού», οι προσπάθειες να επιβιώσει και να ορθοποδήσει χωρίς να πουλήσει την ψυχή του, τα πιστεύω του, για κανέναν λόγο, πόσω μάλλον για ένα ψωρομεροκάματο ως δόκιμος ρεπόρτερ σε μια εφημερίδα... όλα δοσμένα με τον καλύτερο τρόπο από έναν άνθρωπο που έζησε από μέσα την εποχή εκείνη, τον Δημήτρη Χριστοδούλου με την σπουδαία του προσφορά στη στιχουργία και τη λογοτεχνία.
Ενα ψυχογράφημα των ετών μέχρι το 1955 περίπου, όπως τα έζησαν οι τότε «χαμένοι» του αγώνα για μια καλύτερη Ελλάδα, και που πια αγωνίζονταν για την προσωπική τους επιβίωση σε μια σκοτεινή, ζοφερή εποχή.


Ο Δημήτρης Χριστοδούλου (4 Απριλίου 1924 - 5 Μαρτίου 1991) γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών της Παντείου Σχολής. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και το 1944 κρατήθηκε από τους άγγλους στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Νυχτοφύλακες» στο περιοδικό “Μακεδονικά γράμματα” και το 1954 κυκλοφόρησε η ομώνυμη πρώτη ποιητική συλλογή του. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, το θέατρο και τη στιχουργική. Πολλά έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά και σουηδικά.
Στίχους του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Ζορζ Μουστακί κ.ά.
Μερικοί τίτλοι απ΄ τα τραγούδια του: «Καημός», «Βράχο βράχο», «Παράπονο», «Γωνιά – γωνιά» «Βραδιάζει» (με τον Θεοδωράκη), «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Με το βοριά» «Ξημερώματα», «Μεσάνυχτα που να σε βρω», (με τον Ζαμπέτα), «Ποιος δρόμος» (με τον Μαρκόπουλο), «Ωραίος που είσαι αυγερινέ» (με τον Ξαρχάκο), «Μια καλημέρα», «Δώδεκα παιδιά» (Με τον Λοΐζο), «Γεννήθηκα σε μια στιγμή, «Να΄ταν η ζωή τραγούδι» (με τον Κόκοτο), «Κράτα το φιλί» (με τον Πλέσσα), «Ο μέτοικος» (με τον Μουστακί).