Ο Μεσσήνιος συγγραφέας Άγγελος Λάππας κατέθεσε στο αναγνωστικό κοινό τον περασμένο Απρίλιο το τέταρτο μυθιστόρημά του με τίτλο Άρωμα λεβάντας από τις εκδόσεις 24γράμματα.
Στο νέο αυτό μυθιστόρημα δομεί μια ιστορία, στην οποία δεν υπάρχουν κοινωνικά αιτήματα, όπως συνήθιζε σε προηγούμενα, παρά μόνο εκείνο της ανθρώπινης ύπαρξης για ευτυχία μέσα από την αγάπη, ταυτισμένο με την υποχώρηση της συλλογικότητας, που στην Ευρώπη και στη Γαλλία ξεκινά στη δεκαετία του ’70, και μετά τη λήξη του γαλλικού Μάη του ’68.
Το μυθιστόρημα Άρωμα Λεβάντας έχει χαρακτήρα κυρίως υπαρξιακό. Δεν πρόκειται βέβαια για φιλοσοφικό κείμενο με λογοτεχνική εκφορά, αλλά για ένα σαφές λογοτεχνικό κείμενο με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Η σχέση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας κινείται στο πλαίσιο της υπαρξιακής αναζήτησης, όχι τόσο σε επίπεδο βάθους ιδεών, όσο κυρίως χαρακτήρων που προσιδιάζουν στις ιδέες του Καμί και στην έννοια του ξένου και της ξένωσης προς τον εαυτό και τον κόσμο.
Στο βιβλίο του Λάππα υπάρχει ο Ξένος, και μάλιστα ο ίδιος ως αφηγητής έτσι τον αποκαλεί, προκαλώντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει αν και πόσο μοιάζει με τον Ξένο του Καμί. Λέει χαρακτηριστικά: «Είχαν επιλέξει με τη Μάρθα μια ήσυχη ζωή στη Μάνη μακριά από τον κόσμο και τα καλά του. Είχαν αφήσει τον κόσμο με τα συγκλονιστικά του συμβαίνοντα να πορεύεται έξω από αυτούς...». Επίσης ο χαρακτήρας με το όνομα- προσωνύμιο Ξένος αξίζει να προσεχθεί, όπως και εκείνοι της Ισμήνης και του γιου τού Αλέξη, που αποτυπώνουν τον άνθρωπο ως ξένο προς την ουσία της ύπαρξής του, με επιδίωξη μόνο το κακό του άλλου.
Μέσα από τον γυνακείο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της Μάρθας ο Λάππας αναδεικνύει όσα συνέβαιναν και έμεναν κρυφά σε πέτρινα τοπία και τόπους, που δημιουργούσαν ανέχεια και διαμόρφωναν ανθρώπους πιο σκληρούς κι από την πέτρα, με συνέπεια το έλλειμμα στα συναισθήματα και τα αισθήματα. Σε ένα τέτοιο τοπίο-χώρο, τη Μάνη, επέλεξε ο Λάππας να τοποθετήσει όσα συνέβησαν στο παρελθόν και εκείνα που συνδέονται και με το παρόν της ηρωίδας του, ώστε να φωτίσει την αιτία της ψυχικής δυσπραγίας της, συνδεδεμένης με την ατυχία να γεννηθεί κορίτσι στη μανιάτικη γη μαζί με τη μάνα της, που δεν γέννησε αρσενικό. Ευρηματική είναι και η αφόρμηση του συγραφέα από την παλιά ιστορία του Μανιάτη πειρατή Σάσσαρη, συνδεδεμένη με επίσκεψή του στο πεδίο.
Ο συγγραφέας δουλεύει κυρίως με τον χώρο και αυτός δίνει και το κλειδί για την ερμηνεία της σκέψης του. Κατά τον Philippe Hammοn έχουμε μια διαλεκτική σχέση χώρου και λογοτεχνικού κειμένου: εν προκειμένω η βεράντα, το παρατηρητήριο του μανιάτικου πύργου, ιδιοκτησίας της Μάρθας, συνδέει το εσωτερικό του με τον έξω κόσμο. Στο σημείο αυτό, πολύ περισσότερο από άλλον χώρο του πύργου, και με θέα τη θάλασσα, ενεργοποιείται η μνήμη. Έτσι αρχίζει ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν της ηρωίδας μέσα στον πύργο.
Ο αναγνώστης μαζί με τους ήρωες και τη μνήμη τους, ενεργοποιημένη και από τον αφηγητή, ανοικειώνει τον χώρο και σταδιακά τον φέρνει στο παρόν. Ο πύργος είναι μια ετεροτοπία κατά τον Μισέλ Φουκώ, ένας μεταιχμιακός χώρος, μια ετερότητα προς το συμπαγές σύνολο της κοινότητας του χωριού, ένα θραύσμα σε σχέση με αυτήν, σε σχέση με τον κορμό της, που απλώνεται και ζει πιο μακριά. Σε αυτόν τον μετέωρο χώρο, που στέκει απομονωμένος, που βλέπει στο πέλαγος και που η αρχιτεκτονική του κατατίθεται από τον συγγραφέα και ως στοιχείο πολιτισμού, εξελίσσεται μια βασική ιστορία και μια δεύτερη με την τεχνική του εγκιβωτισμού. Μάλιστα η μία από αυτές, εκείνη του παρελθόντος του Αλέξη, βρίσκεται σταδιακά αφηγημένη στα χειρόγραφα ενός υποτιθέμενου μυθιστορήματος εν τη γενέσει του. Πρόκειται για μια δεύτερη ετεροτοπία, γραμμένη στο χαρτί, ένα λειτουργικό εύρημα του συγγραφέα για τη σκιαγράφηση της ζωής και της ψυχολογίας των κεντρικών ηρώων του.
Εκτός από τον ιδιωτικό χώρο του πύργου, που κλείνει το βίαιο παρελθόν της Μάρθας, ο συγγραφέας κάνει αναφορές στον δημόσιο χώρο και στο μεσαιωνικό κάστρο της Καρδαμύλης. Δημιουργεί έτσι τη γοητεία του τόπου, όπου ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερίκ είχε ανάγκη για να αποξεχαστεί και ταυτόχρονα να αναγκάσει τη Μάρθα να μετακομίσουν εκεί, εγκαταλείποντας την ηρεμία του χωριού Lourmarin της Προβηγκίας με τις λεβάντες, τόπο στον οποίο εκείνη προσπαθούσε να απαλλαγεί από το δικό της βασανιστικό παρελθόν. Το μυθοπλαστικό υλικό κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τα πολλαπλά τρικ της αφήγησης, με βασικότερο εκείνο του εγκιβωτισμού. Τα διπλά και τριπλά ερωτικά ζεύγη έχουν χαρακτήρες, οι οποίοι κινούν τα νήματα για να ξεκαθαρίσει το ερωτικό τοπίο. Την υπόθεση, πριν γίνει μια μελό διαρκής αναζήτηση αγάπης, έρχεται στη σωστή στιγμή να τραχύνει η αστυνομική τροπή της . Αυτή ζωντανεύει και οξύνει τις γλυκόπικρες εναλλαγές των ερώτων και συνθέτει όλα τα θραύσματα του κακού στη ροή της.
Τέλος, η κάθαρση επιτυγχάνεται με μια από μηχανής δίκαιη τιμωρία του κακού ήρωα και με την αθώωση ενός ενόχου σε άμυνα. Η ετεροτοπία του πύργου, που έκρυβε τόση δυστοπία στο εσωτερικό του, παραδίδεται στις φλόγες και ο χώρος αυτός απομένει χώρος μετέωρος στη μνήμη των ηρώων. Ο πίνακας του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Ερίκ συνθέτει ευρηματικά το παλίμψηστο της μνήμης όσων έζησε η κεντρική ηρωίδα.
Αξιοσημείωτη είναι η επίμονη σκιαγράφηση της σκέψης των ηρώων με άφθονο γλωσσικό πλούτο και εύστοχο λεξιλόγιο, όταν ιδίως αυτό απηχεί την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Οι επιτυχημένες περιγραφές, οι έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις, οι πλούσιες εντάσεις, ιδιαίτερα στο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών, δημιουργούν έναν μυθιστορηματικό κόσμο που ακροβατεί στο γλυκόπικρο των ανθρώπινων σχέσεων, όσο το τελικό δίδυμο των πρωταγωνιστών αγωνίζεται να συμφιλιωθεί με τους δαίμονες του παρελθόντος του και να βγει στο ξέφωτο.
Χρονικότητα, χωρικότητα, φιλοσοφική και ψυχολογική προσέγγιση, πυκνωμένα από τον συγγραφέα στην κάψουλα της αφήγησης, δίνουν την απάντηση σε υπαρξιακούς προβληματισμούς για την ψυχική ισορροπία και την ευτυχία, με άξονα τα σκοτάδια που μόνο η αγάπη μπορεί να φωτίσει.
Tο βιβλίο θα παρουσιαστεί στην Αθήνα, την προσεχή Κυριακή 10 Μαρτίου 2024 και ώρα 11π.μ. στην αίθουσα εκδηλώσεων της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.