Τετάρτη, 14 Δεκεμβρίου 2016 19:46

Ο μύθος της γριάς Συκούς, οι παραλλαγές και η προσαρμογή του 

Γράφτηκε από τον
Ο μύθος της γριάς Συκούς, οι παραλλαγές και η προσαρμογή του 

Ο μύθος της γριάς Συκούς είναι εμβληματικός για τη Μεσσήνη και διασώζεται μέχρι τις μέρες μας, εξαιτίας του παντρέματος με ένα αποκριάτικο έθιμο που το γνωρίσαμε ατελές και χωρίς ερμηνεία για την προέλευσή του, αυτό της κρεμάλας.

Πρόκειται για μια προσαρμογή του μύθου, του οποίου διάφορες παραλλαγές υπάρχουν στο γραπτό λόγο και την προφορική παράδοση για περισσότερα από 100 χρόνια.

Κεντρική ιδέα είναι το κρέμασμα της γριάς Συκούς από τον Ιμπραήμ που είχε στρατοπεδεύσει στο Νησί (δηλαδή τη σημερινή Μεσσήνη), επειδή εξηγώντας του το όνειρο που είχε δει, προέβλεψε την καταστροφή του.

 

Ο ΙΜΠΡΑΗΜ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ

Ο μύθος δημιουργήθηκε στο έδαφος της ιστορικής πραγματικότητας που αποτυπώνεται στην αναφορά του Γενικού Αστυνόμου Κορώνης Αναστάσιου Σοφιανόπουλου, ο οποίος αφού κατέφυγε στην Πολιανή, έγραφε για τα όσα συνέβησαν δύο ημέρες μετά τη μάχη του Μανιακίου στις 20 Μαΐου 1825: “Σήμερις εις τας 22 εις την πρώτην ώρα της ημέρας, η καβαλαρία εκατέβη εις την Βρωμόβρυσιν. Εβαλε φωτιά εις τα Σπιτάλια, Καρτερόλι, Νησί και άλλα μέρη πολλά, έπιασαν πολλούς ανθρώπους, γυναίκες, παιδιά και αρκετά ζώα. Τον έναν Μιχάλο τον εσκότωσαν, τον άλλον τον έπιασαν ζωντανόν εις το Νησί. Τον έπαρχον του Νησίου τον εβάρεσε ταμπλάς και ετελείωσεν [...] Ολοι οι άνθρωποι εκολλήσαμε στα βουνά, τα δε Σπαρτιατικά κουμάντα έφυγαν όλα εις Καλαμάτα” (1).

Τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στρατοπέδευσαν στο Νησί, στο “Κάστρο της περιφέρειας” όπως αναφέρει έκθεση που έχει γραφτεί κατά πάσα πιθανότητα από Ιταλό αξιωματικό του επιτελείου του (2). Από εκεί εξορμά προς την Καλαμάτα και την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Το επόμενο καλοκαίρι έχει επανέλθει στο Νησί και επιχειρεί εναντίον των Μανιατών με αποτέλεσμα να ηττηθεί στη Βέργα και να επανεγκατασταθεί στην πόλη. Το φθινόπωρο του 1927 από το Νησί με διαταγή του Κεχαγιάμπεη εξαπολύει την επιχείρηση δενδροτομίας σε όλη τη Μεσσηνία. Ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου γίνεται η Ναυμαχία του Ναβαρίνου που καταλήγει σε συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Τα αποτελέσματα του περάσματος του Ιμπραήμ και των στρατευμάτων του από το Νησί αποτυπώνονται σε έκθεση Γάλλου αξιωματικού του Μαιζώνα το 1828: “Η πόλη αυτή, όπως μας διαβεβαίωσαν, είχε 7 με 8 χιλιάδες κατοίκους. Μόλις που απομένουν από αυτούς 800. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στα βουνά ή αιχμαλωτίστηκαν από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Η πόλη δεν είναι πλέον παρά ένα μέρος με ερείπια" (3).

Η ΓΡΙΑ ΣΥΚΟΥ ΤΟΥ ΓΟΥΝΑ

Η πρώτη αναφορά στο μύθο γίνεται από το φοιτητή Νομικής Θεόδωρο Γούνα στη “Μεσσηνιακή Επετηρίδα” του 1908. Σε αυτή ο Ιμπραήμ επιστρέφοντας από την Τρίπολη την οποία είχε πυρπολήσει, εγκατέστησε το διοικητήριο “εκεί που είναι σήμερον η πρώτη των αρρένων σχολή” δηλαδή στο χώρο που υπάρχει στις μέρες μας το κτήριο της Τράπεζας Πειραιώς. Στη συνέχεια έκανε σπίτι την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου όπου είδε και το όνειρο δύο ημέρες πριν τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου: “Ο Ιμβραήμ διαμένων εν Μεσσήνη εξύπνησεν έντρομος συνεπεία εκ του εξής ενυπνίου. Είδεν, ως η παράδοσις διέσωσεν, ότι εν τίνι ευρυτάτω ποταμώ ευρεθείς, ηλίευε μόνος· καθ’ ην δε στιγμήν ην έτοιμος το τρίτον ήδη να κτυπήση διά της κάμακος ωραίον τινά ιχθύν, εφορμήσαντες τρεις εκ της αντιπέραν όχθης υπερμεγέθεις κροκόδειλοι την μεν λέμβον εφ’ ης επέβαινε κατεβύθισαν, εκείνον δε δεν έφαγον, αλλ’ εσφενδόνησαν μετά της συντριφθείσης κάμακός του επί της όχθης κακώς. Σφόδρα δεισιδαίμων εταράχθη πολύ εκ του ονείρου. Η αυγή δε ήτο εισέτι προχωρημένη και η γρηά Συκού, αληθής Σίβυλλα της Μεσσήνης ωδηγείτο ενώπιόν του.

Κακά μαντάτα πασσά μου, τω είπεν η γραία ακούσασα το όνειρον. Εις ολίγας ημέρας η βασιλεία σου επί της Πελοποννήσου θα πάψη. Οργισθείς ο Ιμβραήμ την εκρέμασε, λέγει η παράδοσις. Τρεις ημέρας όμως από του θανάτου της γραίας ο Ιμβραήμ εμάνθανεν εν Μεσσήνη κατάπληκτος, ότι ο στόλος του δεν υπήρχεν πλέον εν τω λιμένι της Πύλου. Η Σίβυλλα είχεν αληθεύσει επακριβώς» (4).

 

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ

Από την εποχή του Γούνα ο μύθος της γριάς Συκούς και το έθιμο της αποκριάτικης κρεμάλας βάδιζαν παράλληλα χωρίς συσχετισμό μέχρι το 1937. Την πρώτη χρονιά της δικτατορίας του Μεταξά, που είχε δώσει ιδιαίτερο βάρος στα θεάματα και την ιδεολογική ταύτιση με "εθνικές παραδόσεις". Οπως διαβάζουμε στις ανακοινώσεις για το καρναβάλι “το αθάνατον έθιμον της Ιστορικής Κρεμάλας ήτις τω 1827 εκρέμασε την γρηά Συκού επειδή εξήγησεν κακόν όνειρο του Ιμβραήμ, θέλει αναβιώση και εφέτος όπου και θα κρεμασθή πας μη ευθυμών επαρκώς” (5).

Η σύνδεση υιοθετήθηκε αργότερα και από διανοούμενους της Αριστεράς και το 1966 ο Θόδωρος Μ. Τσερπές κάνει την πρώτη γραπτή σύνδεση που έχει εντοπίσει η μέχρι τώρα έρευνα, σε συλλογή μικρών αφηγημάτων με τίτλο “Σατυρικά γυμνάσματα”. Ο Τσερπές επικαλείται το Θεόδωρο Γούνα τον οποίο χαρακτηρίζει ως “ντόπιο λογοτέχνη” και δημιουργεί τη δική του παραλλαγή τοποθετώντας χρονικά το μύθο του μετά την δενδροκοπή και πριν τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, ενώ προσδιορίζει το σαράι του στη συνοικία Αργαστηράκι, δηλαδή στην “Κρεμάλα” σε πολύ μικρή απόσταση από τον Αγιο Δημήτριο: “Ο Ιμπραήμ άρχισε να χάνη την ψυχραιμία του. Εβαλε συνεργεία κι έκοβαν κι έκαιγαν τα δέντρα, χιλιάδες λεμονοπορτοκαλιές κι εληές και σε παρατήρηση των τριών απεσταλμένων των ναυάρχων Κόδριγκτων, Δεριγνύ και Εϋδεν, να πάψουν οι δενδροκοπές, που είχαν σκοπό να ψοφήση για πάντα τους ραγιάδες από πείνα, ο αντιπρόσωπός του, ο Κεχαγιάμπεης, έδιωξε τους τρεις Ευρωπαίους αξιωματικούς, κακήν-κακώς. Είχε στήσει τότε, ο Μπραΐμης, το σεράγι του στο Νησί, σ’ ένα σπίτι στη συνοικία Αργαστηράκι κι έμενε εκεί με τους εξωμότες επιτελείς του, τους Γάλλους στρατηγούς Σεύη και Μπουγιέ, τους συνταγματάρχες Λαβελάν και Λιβρόν, το ναύαρχο Γιβραλτάρ κ.λπ. Γάλλους αξιωματικούς της στρατιάς του Ναπολέοντα, που τον ακολουθούσαν. Εκεί, ένα πρωί, σηκώθηκε ανάστατος από την αγωνία. Ενα φοβερό όνειρο τον είχε συγκλονίσει και τον είχε ρίξει σε μαύρες σκέψεις. Φυσώντας και ξεφυσώντας, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να ξαίρη να εξηγάη τα όνειρα. Γύρισαν, ρώτησαν τους ντόπιους και στο τέλος κουβάλησαν στο σεράγι μια γρηά, την κυρά Συκού.

Η κυρά Συκού, τύπος στη μικρή πολιτεία, ζούσε στη συνοικία που λεγόταν Λιμνοχώρι, πουλούσε μαγικά, βοτάνια και γιατρικά και ήξαιρε κι από όνειρα, της άρεσε όμως πολύ και το κρασί. Οπως ομολογεί η παράδοση και καθώς γράφει κι ο παληότερος ντόπιος λογοτέχνης, ο Θεόδωρος Γούνας, η γριά μάγισσα, αφού έκανε τον τεμενά της, ρώτησε για τ’ όνειρο κι ο Ιμβραήμ διηγήθηκε πως είδε ότι, τάχα, όπως καθότανε έξω απ’ την πολεμική σκηνή του, ξαφνικά, ένα φίδι πετάχτηκε μπροστά του να τονέ φάη. Τράβηξε τότε τάχα, το γιαταγάνι του και τού δώσει μια στο κεφάλι. Το φίδι λύγισε, έπεσε, αλλά πάλι ορθώθηκε καταπάνω του. Ο Μπραΐμης έκανε ένα σάλτο κατά πίσω, ξανατράβηξε το γιαταγάνι, του ξανάδωσε στο κεφάλι, αυτό ξαναλύγισε, ξανάπεσε, μα σε λίγο πάλι ορθώθηκε και χύμηξε. Πάλι ο Μπραΐμης υποχώρησε, πάλι ξαναχτύπησε και η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε, μέχρι που στο τέλος, βρέθηκε κολλημένος στο πανί της σκηνής, με το φίδι καταπάνω του. Τότε ξύπνησε λαχανιάζοντας από την αγωνία του εφιαλτικού ονείρου. Η γρηά Συκού άκουγε με βαθύτατη προσοχή το όνειρο και σε λίγο ρώτησε:

- Θυμάσαι πόσες δρασκελιές έκανες κατά πίσω, αφέντη μου;

- Μα, νομίζω, ή τέσσερις ή πέντε, απάντησε ο Μπραΐμης.

Η γρηά σκέφτηκε και απότομα γύρισε προς το βορηά κι έπεσε στα γόνατα δακρυσμένη και κάνοντας σταυροκοπήματα και μετάνοιες.

- Παναγία μου, μας λυπήθηκε τους φτωχούς. Ζωντανό σημάδι, μεγάλη η χάρη σου. Ευχαριστούμε Παναγία μου. Και γυρίζοντας το κεφάλι στον Ιμβραήμ, του λέει: Ε, σε 3-4 τέρμινα, αφέντη μου, μαύρο φίδι και κολοβό θα σας φάη. Δόξα νάχης Παναγία μου…

- Γρουσούζα, κουκουβάγια, πήδησαν λυσσασμένοι απάνω ο Μπραΐμης και οι επιτελείς του. Κρεμάστε την αμέσως, τη στρίγγλα.

Οι τσοχανταρέοι, με κλωτσιές και με σπρωξιές έβγαλαν τη γρηά στη μικρή πλατειούλα, έστησαν αμέσως μια πρόχειρη κρεμάλα και πέρασαν τη θηλειά στο λαιμό της, ενώ αυτή ξελαρυγγιαζότανε:

- Ρουθούνι, Παναγία μου, ρουθούνι να μην αφήσεις από δαύτους…

Σε λίγους μήνες, ο στόλος των Τουρκοαιγυπτίων έπαθε τη γνωστή συφορά στο Ναβαρίνο.

Εκτοτε, 130 χρόνια τώρα, εξακολουθεί στο Νησί, στο ίδιο σημείο όπου κρέμασαν τη γριά, ένα έθιμο που δεν έλειψε καμιά χρονιά από τότε. Κάθε Καθαρή Δευτέρα στήνουν μια κρεμάλα και κρεμούν απ’ τις αμασχάλες τους διαβάτες. Οι παριστάνοντες τους δήμιους ρωτάνε τον κρεμασμένο: «Πόσο κρασί κερνάς, να σε ξεκρεμάσουμε». Και ανάμεσα στα γέλια και στην οινοποσία, επαναλαμβάνονται τα κεράσματα και τα κρεμάσματα, δίχως κανείς ποτέ να σκεφτή να πιή κι ένα ποτηράκι παραπάνω για την ξεχασμένη ψυχούλα της μπεκρούς πατριώτισσας» (6).

 

ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ

Τη δική του αφήγηση για το μύθο και το έθιμο κάνει μερικά χρόνια αργότερα, το 1968, ο δάσκαλος Ηλίας Παρασκευόπουλος, όταν την εποχή της δικτατορίας γίνεται επανασύνδεση μύθου και αποκριάτικου δρώμενου εμπλουτισμένη για πρώτη φορά με αναπαράσταση.

Ο Παρασκευόπουλος αλλάζει το χρόνο και τον τοποθετεί πριν τη μάχη της Βέργας, ενώ μεταφέρει το στρατόπεδο και την κατοικία του Ιμπραήμ στη Μπούκα και γράφει στις τοπικές εφημερίδες: “Ο Ιμβραήμ έχει μεταφέρει το ορδί του εις την Μπούκα, την παραλία του Νησιού. Από εκεί λογάριαζε να κτυπήσει τους Μεσσήνιους και τους Μανιάτες που ήσαν εις το στρατόπεδον της Βέργας του Αλμυρού εις τα ανατολικά της Καλαμάτας. Εκεί καταστρώνει το σχέδιό του. Ο Κεχαγιάμπεης με το πεζικό και τους καβαλαρέους του θα κτυπήσουν τους υπερασπιστές της Βέργας που πρόχειρα έφτειαξαν ένα ταμπούρι που άρχιζε από τη θάλασσα και τελείωνε εις το Κουτσαβίτικο βουνό της Σέλιτσας. Δύο Αιγυπτιακά βρίκια με Αραπάδες θα παρακολουθούσαν τη μάχη από τη θάλασσα κι αν η πεζούρα τους είχε χρεία θα την βοηθούσαν. Αυτό ήταν το σχέδιό του και βέβαιος για τη νίκη του έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος και πρόσταξε να του φέρουν ρακί. Η νύκτα είχεν προχωρήσει και η αύρα της θάλασσας αντικατέστησε με τη δροσιά της τη ζέστα της μέρας που πέρασε. Ο Ιμβραήμ πλάγιασε κι άφησε τον εαυτόν του να τον παρασύρει στο βασίλειό του ο Μορφέας. Πριν όμως ξημερώσει καλά, πετάχτηκε λαφιασμένος. Οι άνθρωποί του έτρεξαν σιμά του. Είχε δει όνειρο. Ηταν, λέει, σε ένα γλέντι. Κόσμος πολύς έτρωγε και έπινε. Καλεσμένοι διαλεχτοί ξαπλωμένοι δίπλα σε πολυτελείς σοφράδες με του κόσμου τις λιχουδιές απολάμβαναν τους λικνιστούς χορούς των χορευτριών. Ωραίες κοπέλες σαν τα ουρί του παραδείσου πήγαιναν κι έρχονταν με τις πιατέλες που είχαν του κόσμου τα καλά και προσέφεραν εις τους γλεντοκόπους ό,τι ποθούσε η καρδιά τους. Τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν από τον παράδεισο του Αλλάχ. Και ξαφνικά παρουσιάζονται δύο σκελετωμένες μαυροφόρες και του πήραν, χωρίς να μπορέση να αντιδράση, το φαγητό και το ποτό του. Σαν έσυρε το γιαταγάνι του ήταν πια αργά. Οι δύο σκελετωμένες μαυροφόρες είχαν φύγει, ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες ξεσπούσαν σε ηχηρά γέλια. Κοκκίνισε τότε από το κακό του και έβγαλε στριγγλή φωνή. Εκεί εξύπνησε. Οι άνθρωποί του προσπάθησαν να τον ησυχάσουν. Του είπαν μάλιστα πως εις το Νησί ήταν μια γραία ονειροκρίτισσα, η "Κυρά Συκού" που θα μπορούσε να εξηγήση το όνειρό του. Διέταξε ο Ιμβραήμ να του τη φέρουν μπροστά του. Σαν ήρθε η Κυρά Συκού της είπε το όνειρο που είδε. Αφέντη μου, του λέει, το όνειρό σου είναι κακό. Μεγάλη συμφορά θα σ’ εύρη. Και τα μάτια της έλαμψαν από χαρά. Ο Αράπης πασάς την έδιωξε με τις κλωτσιές. Σε λίγο οι ορδές του Ιμβραήμ ξεκινούσαν για να υποτάξουν την αδούλωτη Μάνη. Βλέποντας την αναπάντεχη αντίστασιν των υπερασπιστών της Βέργας ο Ιμβραήμ αποβιβάζει από τα δύο βρίκια τους 1.500 αραπάδες του εις τον μυχό του Δηρού για να κτυπήσει πισώπλατα τους Ελληνες. Μα αυτοί δεν αιφνιδιάστηκαν. Μια επικουρική δύναμις ενισχυμένη από γέρους και γυναίκες που ήταν ωπλισμένοι με δικριάνια και δρεπάνια -ήταν εποχή του θερισμού- έδωσε μάχη με τους αραπάδες που πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν. Ετσι αναγκάστηκαν να γυρίζουν άπρακτοι και με πολλές απώλειες στο Νησί. Σαν έφτασε εις το Νησί ο Ιμβραήμ θυμήθηκε το όνειρο που του εξήγησε η κυρά Συκού και πως ο πόθος είχε ζωγραφιστεί στα μάτια της Νησιώτισσας ονειροκρίτισσας πραγματοποιήθηκε και διέταξε να την κρεμάσουν εις το τσερτσέκι” (7).

Τη σύνδεση μύθου και αποκριάτικου εθίμου υιοθετεί αργότερα και ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος ο οποίος στην “Τριλογία του πένθους” το 1995 γράφει: “Ο Κούτρος ήταν ένας θεριακωμένος άντρας, τετράγωνος, αραμπατζής επαγγελματίας που ο γιος του ο Γιάννης που τούμοιαζε σ' όλα, στο Νησιώτικο έθιμο της κρεμάλας, επαράσταινε στις μέρες μου το Μπραΐμη” (8).

 

Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ενδιαφέρον έχει μια πρόσφατη μεταφορά του μύθου από την οικογενειακή παράδοση του φίλου και λάτρη της παράδοσης Βαγγέλη Λαμπρόπουλου: “Περίπου 20-30 μέτρα δυτικότερα του σημείου και επί της σημερινής οδού Μητροπέτροβα ήταν το σπίτι που κατοικούσε ο εκάστοτε αγάς του Νησίου, εξ ου και "Αγαστουράκι" (κι όχι Αργαστουράκι/Αργαστηράκι). Τουράκι είναι το χωμάτινο ή πέτρινο πεζούλι που υπήρχε έξω από τα σπίτια για να κάθονται και να ανεβαίνουν στα άλογά τους, αγασ-τουράκι= ο τόπος που κάθεται ο αγάς. Εκεί που είναι σήμερα οι οδοί Μητροπέτροβα και Κολοκοτρώνη, υπήρχε βαθύ ρέμα που έχει μπαζωθεί και στις όχθες του υπήρχαν και πλατάνια, σε ένα από αυτά κοντά στο σπίτι του αγά ήταν μονίμως κρεμασμένο το σκοινί της κρεμάλας για εκφοβισμό, εκεί κρεμάστηκε κόσμος και κοσμάκης κατά τη βούληση του εκάστοτε αγά, εκεί και η γρια-Συκού (Τσαφατίναινα) κρεμάστηκε από τον Ιμπραήμ. Προφανώς όταν αποφασίστηκε το έθιμο της κρεμάλας να πάρει τη γνωστή σε όλους μας σήμερα μορφή, το τοπωνύμιο "Κρεμάλα" ήταν το πιο ιδανικό και αφού εκεί έγινε και το κρέμασμα της γρια-Συκούς που σαν παραμύθι ακόμα ακούγονταν από τους ηλικιωμένους Νησιώτες, κάποιος έκανε το... "πάντρεμα" και ιδού πώς προέκυψε το σημερινό "δρώμενο" (9).

Υπάρχει όμως και παραλλαγή του μύθου χωρίς... Ιμπραήμ και όνειρο. Τη συναντάμε σε μια αυθεντική μαρτυρία του 86χρονου τότε Αθανάσιου Κουρή που έχει καταγραφεί από την Ελένη Κουρή στο πλαίσιο λαογραφικής εργασίας στη Φιλοσοφική Σχολή το 1970 και υπάρχει στο σχετικό αρχείο: «Κάθε Καθαροδευτέρα από τους πατεράδες μας κι αμπροστύτερα φκιάνουμε μία κρεμάλα που τη ντυλίγουμε απ' έξω με σμερτιές κι όγοιος περάση τον κρεμάμε 'πο τη μέση, μ' ένα σκοινί, έτσι γινόταν τα παλιά χρόνια. Λένε πως στις ίδιες τρούπες που τη στήσαμε κι εμείς τώρανες, 'δώ στ' Αργαστηράκι, εκρέμασε ο Αγάς ο Τούρκος μία γριά Νησώτα, τη γρηά Συκού την κακομοίρα. Τότενες, μόλις φάγανε τα μούτρα τους οι παλιότουρκοι στο Ναβαρίνο 'πο τη χαρά τους οι άνθρωποι δε ξέρανε τι να ειπούνε και τι να κάμουνε. Βγαίνει η γρηά Συκού και λέει του Αγά απάνου στο σπίτι της στ' Αργαστηράκι. «Τι κάθεσαι και δε λακάς κακομοίρη μου; Θα σε τσακώσουνε και θα σε κρεμάσουνε τ' ανάποδα, πάτε δουλειά σας τώρα, νικηθήκατε», «τί 'πες μωρή» της λέει ο Αγάς, «τώρα θα σε κρεμάσω σένανε να ιδής να μάθης να αρουλιέσαι». Και βάνει τους στρατιώτες του και στήσανε μία κρεμάλα και πάει δουλειά της, άφταιγη η κακομοίρα η γρηά Συκού. Για 'κείνο, για να ενθυμούμαστε, έχουμε και 'μεις το έθιμο» (10).

Και θα κλείσουμε με μια εκδοχή από το δάσκαλο Αντώνη Μιχαλακέα σε λαογραφικό κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1998 στην”Ελευθερία” χωρίς Ιμπραήμ και γρια-Συκού: «Η ιστορική "Κρεμάλα" αυτή λειτουργεί συνέχεια από το πρωί, κρεμάζοντας και ξεκρεμάζοντας επισκέπτες, εκεί στη συνοικία "Αργαστηράκι", όπου κατά την παράδοση συνέβησαν δύο ιστορικά γεγονότα, στα οποία οφείλει και τη δημιουργία του το παμπάλαιο αυτό έθιμο της "Κρεμάλας". Κατά μια παράδοση, όταν άναψε η επανάσταση στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821, οι οπλαρχηγοί έστειλαν στο Ναβαρίνο έναν αγγελιοφόρο, για να ανακοινώσει στους εκεί Ελληνες τα καθέκαστα. Στο Νησί όμως τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον κρέμασαν στην ίδια τοποθεσία, που λειτουργεί κάθε Καθαρά Δευτέρα, από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, η "Κρεμάλα". Στη μνήμη του άγνωστού μας ήρωα και μάρτυρα εκείνου Ελληνα, που έδωσε τη ζωή του για την Πατρίδα, στην αρχή του μεγάλου εκείνου αγώνα, καθιερώθηκε η αναπαράσταση αυτή, σαν γιορταστικό πλέον λαϊκό έθιμο» (11).

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΙΜΟ

Ο μύθος παντρεύτηκε οριστικά με το αποκριάτικο έθιμο το 1980 όταν τότε με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου και σε κείμενα του υπογραφόμενου τα οποία... έφαγε ο χρόνος, επαναλήφθηκε η αναπαράσταση που είχε σταματήσει το 1972. Και θα παραμείνει ζωντανός, γνωρίζοντας ίσως και άλλες παραλλαγές, όσο ο γενέθλιος τόπος θα διατηρεί τα έθιμα της Αποκριάς στο πλαίσιο του αρχέγονου Νησιώτικου Καρναβαλιού το οποίο έφθασε ατελές στη νεότερη ιστορία της πόλης με τα αυθεντικά αγροτικής προέλευσης στοιχεία και μεταλλάχθηκε από την επιθυμία των τοπικών παραγόντων για "δυτικοποίηση" την εποχή του αστικού μετασχηματισμού.

 

* Εισήγηση στη συνάντηση της Πανελλήνιας Ενωσης Λογοτεχνών στη Μεσσήνη με θέμα "Μύθος, τόποι και λογοτεχνία"

1. Μίμη Φερέτου “Η άλωσις της Καλαμάτας από τους Αραβες στις 28 Μαΐου 1825” -”Πελοποννησιακά” 1959

2. Κων. Κοτσώνη “Η εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο” - Δ' Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών

3. Γεωργίου Β. Νικολάου “Ανέκδοτη περιγραφή της περιοχής από το Πεταλίδι έως την Καλαμάτα από αξιωματικό του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στο Μοριά” - “Μεσσηνιακά Χρονικά”, τόμος Γ'

4. Στράτου Ν. Κτεναβέα “Μεσσηνιακή Επετηρίς 1908”

5. “Σημαία” 11/3/1937

6. Θόδωρου Μ. Τσερπέ “Σατυρικά γυμνάσματα” - 1966

7. “Σημαία” 3/3/1968

8. Δημήτρη Κανελλόπουλου “Η τριλογία του πένθους” - τόμος Γ' “Οι καρδιές χτυπάνε πάντα αριστερά”

9. Μεταφορά της αφήγησης στον υπογραφόμενο

10. Αρχείο λαογραφικών εργασιών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών 1970

11. “Ελευθερία” 1/3/1998

 

[Η φωτογραφία του Χρήστου Αλειφέρη με την κρεμάλα το 1937 - Από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας Αν. Μηλίτση-Νίκα "Ηταν κάποτε το Νησί..."]

Γράφει ο Ηλίας Μπιτσάνης*


NEWSLETTER