Κυριακή, 16 Απριλίου 2017 14:22

Απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου: Επινοημένη ιστορία ή επιβεβλημένη αναγνώριση;

Απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου: Επινοημένη ιστορία ή επιβεβλημένη αναγνώριση;

 

Του Γιάννη Πλεμμένου, Ερευνητή του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Αντικείμενο του παρόντος, τρία πρόσφατα δημοσιεύματα στην “Ελευθερία Σαββατοκύριακο” του θεολόγου και εκπαιδευτικού κ. Ι. Μπουγά, που εκφράζουν σοβαρές αντιρρήσεις α) για την ακρίβεια των παραδεδομένων γεγονότων της απελευθέρωσης της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821 και β) για τη μεταγενέστερη ένταξή τους στις επίσημες δημόσιες τελετές. Ο κ. Μπουγάς α) αρνείται τη σχέση του ναού των Αγίων Αποστόλων με τη δοξολογία που έγινε μετά την απελευθέρωση, β) αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της Καλαμάτας ως πρώτης επαναστατημένης πόλης και γ) θεωρεί την τέλεση των εορτασμών ως ένα “κακόγουστο φολκλόρ”.

Οι αιτιάσεις αυτές επαναλήφθηκαν από τον κ. Μπουγά κατά τη ζωντανή μετάδοση της τελετής από τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Ο υπογράφων το παρόν θεώρησε υποχρέωσή του να καταθέσει δημοσίως τη διαφωνία του με τις θέσεις αυτές, καθώς έχει εκφωνήσει δύο φορές τον πανηγυρικό της ημέρας και έχει βραβευτεί στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου του Δήμου Καλαμάτας με θέμα “Η απελευθέρωση της Καλαμάτας” (2003). Αρκετά από τα επιχειρήματα του κ. Μπουγά έχουν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν, αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν μέχρι σήμερα με ένα πειστικό τρόπο. 

 

Η ΨΕΥΔΟΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

Ο κ. Μπουγάς επικαλείται ένα γαλλικό κείμενο που αποδίδεται στον Παλαιών Πατρών Γερμανό και δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα “Le Constitutionnel” (6/6/1821). Εκεί ο Γερμανός εμφανίζεται να καλεί τον λαό και κλήρο της περιοχής του να βαδίσει προς την Πάτρα την 21η Μαρτίου 1821. Η πληροφορία αυτή δεν είναι καινούργια. Η πρώτη επισήμανσή της έγινε προ 50 και πλέον ετών (εφημ. "Το Βήμα", 25/3/1966) και η πρώτη δημοσίευσή της έγινε προ 30 περίπου ετών (εφημ. "Η Φωνή των Καλαβρύτων", Ιούλιος 1988). 

Το δημοσίευμα της “Constitutionnel” διερευνήθηκε προ εικοσαετίας από τον γνωστό ιστορικό Β. Κρεμμυδά ο οποίος συμπέρανε ότι είναι κατασκευασμένο. Σε σχετικό άρθρο του (περιοδ. “Μνήμων”, 1996), ο κ. Κρεμμυδάς διαπίστωσε ότι η ομιλία είναι περιέργως σύντομη, οι βιβλικές παραπομπές παραποιημένες και ο τόνος ακατάλληλος για να διεγείρει το επαναστατικό πνεύμα. Κατά την άποψη του έμπειρου ιστορικού η ομιλία πρέπει να είναι κατασκεύασμα του Γάλλου συγγραφέα και διπλωμάτη F. Pouqueville, με σκοπό να παρουσιάσει στο γαλλικό κοινό τον Γερμανό ως φίλο της Γαλλίας και πρωτεργάτη της Επανάστασης. 

Σε αυτό, εμείς προσθέτουμε και την περίεργη ημερομηνία που φέρεται να εκφωνήθηκε ο λόγος και που είναι η 8η/20η Μαρτίου, με το παλαιό και το νέο ημερολόγιο αντίστοιχα. Ο κ. Μπουγάς παραβλέπει αυτή τη “λεπτομέρεια”, θεωρώντας ότι πρόκειται για την 20ή Μαρτίου/1 Απριλίου. Γεγονός πάντως είναι ότι στο διάστημα αυτό δεν καταγράφεται κάποια αξιόλογη επαναστατική κίνηση. Επιπλέον, ο ίδιος ο Γερμανός, στα απομνημονεύματά του, δεν αναφέρει τίποτα σχετικό καθώς εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στα Νεζερά.

 

Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΙΜΕΖΑ

Αντί όμως να αναζητούμε δεκανίκια σε αμφίβολες ξένες πηγές, μπορούμε πλέον να βασιστούμε σε αξιόπιστες ελληνικές μαρτυρίες αγωνιστών που συμμετείχαν στα γεγονότα και μάλιστα από την πλευρά των Καλαβρυτινών. Μία τέτοια περίπτωση είναι ο γνωστός οπλαρχηγός Βασίλειος Πετιμεζάς, ο οποίος, στην εσχάτως εκδοθείσα “Αυτοβιογραφία” του (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 13, 1987-8), ξεκαθαρίζει ότι η ύψωση του λαβάρου από τον Γερμανό έγινε στις 25 Μαρτίου: 

“Φθάσαντες εις την Αγίαν Λαύραν οι ως ανωτέρω προύχοντες και ημείς οι τεσσαράκοντα οπλίται την 20 Μαρτίου, εμείναμεν εκεί, ότε την 25ην Μαρτίου του Ευαγγελισμού το πρωί ψάλλοντες εις τον Θεόν δοξολογίαν 

και ορκισθέντες επί του ιερού Ευαγγελίου ή να ελευθερωθώμεν από τους Τούρκους ή να αποθάνωμεν, και υψώσαντες την σημαίαν της Επαναστάσεως ηρχίσαμεν να πυροβολώμεν και να τραγουδούμε τ’ άσματα του Ρήγα Φεραίου”.

Η αυτοβιογραφία του στρατηγού Πετιμεζά μας παρέχει και μια ακόμα σημαντική μαρτυρία που βάζει τέλος στη μέχρι τώρα αβεβαιότητα και σύγχυση. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι στις αρχές Μαρτίου πήγε στα Καλάβρυτα ο Παπαφλέσσας (ως εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρείας) και όρισε ως κοινή ημερομηνία έκρηξης της Επανάστασης την 20ή Μαρτίου:

“Περί τον Μάρτιον διήλθεν εντεύθεν ο Δικαίος Φλέσσας, όστις εφρόντισε και μας αντάμωσε, μας είπε δε να είμεθα έτοιμοι και να προφυλαττώμεθα, καθόσον πλησιάζει η ημέρα  της επαναστάσεως και μας ώρισεν ως ημέραν  της ενάρξεως αυτής την 20 Μαρτίου”. 

Το γιατί μετετέθη η αρχική αυτή ημερομηνία εξηγείται πιο κάτω: οι Οθωμανοί έμαθαν για τις κινήσεις των ραγιάδων και κάλεσαν προύχοντες και επισκόπους να παρουσιαστούν στον αγά της Τρίπολης. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, δεν μπορούσαν τα Καλάβρυτα να προηγηθούν της Καλαμάτας, διότι έπαιρναν διαταγές από τον Παπαφλέσσα. Αρα είτε θα συμπορεύονταν στις 20 Μαρτίου (σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό), είτε θα ανέμεναν νεότερες διαταγές.  

 

Η “ΠΡΩΤΙΑ” ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η πεποίθηση για την πρωτοκαθεδρία της Καλαμάτας δείχνει να είναι εδραιωμένη εντός και εκτός Μεσσηνίας πολύ πριν τα μέσα του 20ού αιώνα (όπως θεωρεί ο κ. Μπουγάς). Εδώ θα περιοριστούμε σε τρεις μόνο μαρτυρίες, οι οποίες όμως προέρχονται από μεγάλες προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου. Πρώτος, ο λόγιος καθηγητής Δημ. Δουκάκης, στα "Μεσσηνιακά" του (τ. Γ', 1911, σ. 219), αντιτίθεται ευθαρσώς προς τους Καλαβρυτινούς: 

“Με όλας τας αμφισβητήσεις των Καλαβρυτινών διισχυριζομένων, ότι πρώτοι αυτοί εκ της Αγίας Λαύρας ανεπέτασαν την σημαίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως, άπαντες οι ιστορικοί και οι γράψαντες περί της Επαναστάσεως διαψεύδουσι τούτο και ανομολογούσιν, ότι πρώτον εν Καλάμαις την 23 Μαρτίου ανεπετάσθη η σημαία της Επαναστάσεως”.

Ξεκάθαρη είναι και η θέση του πατέρα της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικολάου Πολίτη, όπως διατυπώθηκε το 1917 (“Νέον Πνεύμα”, αρ. 7) και αναδημοσιεύθηκε στις εκδόσεις του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών (τ. Α', 1920, σ. 144): 

Ως ένδοξον επιστέγασμα της ιστορίας της Καλαμάτας επήλθεν η κήρυξις εν τη  πόλει ταύτη το πρώτον της Επαναστάσεως κατά των Τούρκων, την 23 Μαρτίου 1821, και η σύστασις του πρώτου πολιτικού σώματος της ελευθέρας Ελλάδος, της Μεσσηνιακής Γερουσίας, ήτις την 25 Μαρτίου εξέδωκε την ιστορικήν εκείνην προκήρυξιν, δι' ης διερμήνυεν εις τους ευρωπαϊκούς λαούς την ομόφωνον γνώμην του ελληνικού έθνους προς αποτίναξιν του ζυγού της τυραννίας και ανάκτησιν της ελευθερίας αυτού”.

Αλλος ένας γνωστός (και μάλιστα μη Μεσσήνιος) ακαδημαϊκός που υποστήριξε δημοσίως και ενθέρμως την πρωτοκαθεδρία της Καλαμάτας ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος του περιοδικού “Ελληνική Δημιουργία” που διηύθυνε (αρ. 75, 1951) στην επέτειο των 130 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης. Εκεί σημειώνει:

“Η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας γιορτάζει, με δίκαιη περηφάνεια, τη μεγάλη μέρα, που πρώτη αυτή, με συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη... τίναξε από πάνω της το ζυγό της σκλαβιάς, κατάλυσε την ξένη εξουσία κι εγκατάστησε την επαναστατική. Αυτό είναι το μεγάλο κι αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, που για την αναγνώρισή του επιμείναμε πάντα και στα βιβλία μας και σ' ό,τι δημοσιεύσαμε ως τα τώρα: Η επανάσταση ξεκίνησε από την Καλαμάτα”.

Ενα από τα έργα του Μελά, όπου η απελευθέρωση της Καλαμάτας προβάλλεται ως η πρώτη επαναστατική πράξη του αγώνα, είναι το περίφημο ιστορικό δράμα "Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών", που ανέβηκε το 1937 στην Αθήνα από τον θίασο του Κώστα Μουσούρη και διασκευάστηκε για το ραδιόφωνο το 1967. Ενώ λοιπόν η απελευθέρωση της Καλαμάτας παιζόταν επί θεάτρου για δεκαετίες, κάποιοι ακόμα αναρωτιούνται για το πώς ξεκίνησε η αναπαράσταση!

ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ

Ο κ. Μπουγάς αμφισβητεί και τη σχέση των Αγίων Αποστόλων με τη δοξολογία, επικαλούμενος παλαιότερο δημοσίευμα του συγγραφέα κ. Νίκου Ζερβή, που έχει ατυχώς αναπαραχθεί σε πρόσφατη έκδοση των ΓΑΚ. Ο κ. Ζερβής στηρίζεται σε μια αποστροφή της ομιλίας του “νομαρχιακού διδασκάλου” Αδαμάντιου Ιωαννίδη κατά τα εγκαίνια του ναού του Τιμίου Προδρόμου Καλαμάτας, στις 19 Δεκεμβρίου 1865, που δημοσιεύτηκε σε τοπική εφημερίδα και μεταφέρει την άποψη ότι η δοξολογία τελέστηκε στον παλιό ναό: 

Αν αληθώς μ' επληροφόρησαν οι περισωζόμενοι εκ της ηρωικής γενεάς των πατέρων μας, ενταύθα εν τω Ιερώ τούτω Ναώ ηυλογήθη το πρώτον η ιερά  σημαία της ελευθερίας. Εντεύθεν... έλαβεν αρχήν και πραγματικήν 

υπόστασιν η Επανάστασις…”.   

Από το δημοσίευμα προκύπτουν εύλογα ερωτήματα. Αν η προφορική μαρτυρία που δίνουν στον Ιωαννίδη “οι περισωζόμενοι” (δηλ. οι επιζώντες) της γενιάς του 1821 είναι ορθή, πώς συνέβη να εξαφανίστηκε από τη συλλογική μνήμη μέσα σε 40 χρόνια, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε συνέχεια της φυσικής παρουσίας του ναού; Την ίδια δυσπιστία εκφράζει (συγκεκαλυμμένα βέβαια) και ο ίδιος Ιωαννίδης, σημειώνοντας ότι τα παραπάνω θα μπορούσαν να ισχύουν “αν αληθώς [τον] επληροφόρησαν”. Από το γεγονός ότι δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα τα επόμενα χρόνια, μπορεί κανείς να εικάσει ότι οι επιφυλάξεις του μάλλον επιβεβαιώθηκαν.  

Τι μπορεί να συνέβη λοιπόν; Καθώς τα κείμενα των αγωνιστών και των ιστορικών υποδεικνύουν την περιοχή δίπλα από το ποτάμι της πόλης ως το σημείο τέλεσης της δοξολογίας, φαίνεται ότι η τελετή έγινε υπαιθρίως μεταξύ του ναού των Αγίων Αποστόλων και του ποταμού Νέδοντα. Οποιος διαμένει στην πόλη, θα γνωρίζει καλά ότι ο χώρος αυτός δεν είναι τόσο μεγάλος και σίγουρα θα επαρκούσε δύσκολα για το συγκεντρωμένο πλήθος που ξεπερνούσε τις 6.000. Η εγγύτης των δύο σημείων μπορεί να γίνει αντιληπτή και από το ότι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τα χειμαρρώδη νερά του ποταμού έφθαναν συχνά μπροστά από το ναό.  

Αλλά, από τις διαδόσεις ανωνύμων μαρτύρων, προτιμότερες είναι οι μαρτυρίες επώνυμων συγγραφέων. Μία τέτοια μαρτυρία εντοπίζεται σε ένα έργο του λόγιου γυμνασιάρχη Αντ. Ι. Αντωνιάδη, με τίτλο "Ο Καλαματιανός Παναγιώτης ήτοι η Επανάστασις του 1821 εν Μεσσηνία" (Αθήνα 1890), που αποτελεί δραματική επεξεργασία των γεγονότων. Ο Αντωνιάδης (1836-1905) ήταν διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης στην Αθήνα και τον Πειραιά και υπέγραψε πολλά θεατρικά έργα που βραβεύτηκαν σε μεγάλους διαγωνισμούς. Στον εκτενή πρόλογό του, μας δίνει το ιστορικό περίγραμμα των γεγονότων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του λόγιου Μεσσήνιου βουλευτή Δ. Τζάνε (σ. 20):

“Περί την μεσημβρίαν δε της αυτής ημέρας της 23 Μαρτίου 1821, ο ιερός της πόλεως Καλαμών κλήρος, ενδεδυμένος τα ιερά αυτού άμφια, έψαλε δοξολογίαν  εν τη κάτω Πλατεία αυτής, ευλογήσας τας σημαίας και τα όπλα των εκεί παρισταμένων προμάχων της πατρίδος”. 

Υπενθυμίζεται ότι κάτω πλατεία ονομαζόταν η σημερινή πλατεία 23ης Μαρτίου (έναντι των Αγίων Αποστόλων), η οποία είχε ονομαστεί έτσι ήδη από το 1910 (Α. Μηλίτση-Νίκα, Καλαμάτα 1830-1940, 2010, σ. 36). Ο δε Δημήτριος Τζάνες (1833-1904) ήταν έγκριτος νομικός, δόκιμος ποιητής και βουλευτής Μεσσηνίας από το 1860 έως το 1878 - πέθανε δε πενέστατος τιμώντας έτσι εμπράκτως την πόλη που τον ανέδειξε! 

Ο “ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ” ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ!

Κατόπιν των ανωτέρω, η επισημοποίηση της επετείου της απελευθέρωσης της Καλαμάτας καθώς και η διοργάνωση ετήσιων ολοκληρωμένων εκδηλώσεων δεν πρέπει να θεωρείται ως καινοτομία, αλλά αντίθετα ως συνέχεια και κατοχύρωση της λαϊκής μνήμης. Είναι πάντως δείγμα ασέβειας και περιφρόνησης να χαρακτηρίζεται η απελευθέρωση της πόλης ως “επιεικώς παράδοση, μπορεί και περίπατος”. Αν η Καλαμάτα παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί στους Ελληνες, αυτό πρέπει να πιστωθεί, αφενός μεν στους επιδέξιους χειρισμούς του Πετρόμπεη που ξεγέλασε τον Αρναούτογλου, αφετέρου δε στην άρτια προετοιμασία και ενότητα των υπόλοιπων οπλαρχηγών που έπεισαν τον Οθωμανό διοικητή ότι δεν είχε άλλα περιθώρια κινήσεων.

Κάποιοι οπλαρχηγοί είχαν μάλιστα συγκεκριμένο λόγο για τον οποίον επιθυμούσαν διακαώς την αναίμακτη παράδοση: την ανταλλαγή των Οθωμανών της Καλαμάτας με συγγενείς τους που κρατούνταν αιχμάλωτοι στην Τριπολιτζά, μεταξύ των οποίων, ο γιος του Πετρόμπεη Αναστάσιος. Ηταν λοιπόν δυνατόν να μην κάνουν το παν για να επιτύχουν την αναίμακτη παράδοση; Η επιτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσα από πολύνεκρες μάχες, αλλά και από στρατηγικά τεχνάσματα που αποσοβούν τις συρράξεις και γλιτώνουν ζωές. Μακάρι τέτοιοι “περίπατοι” να είχαν συμβεί και άλλες φορές στη διάρκεια της ιστορίας μας! 

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ 

Τρία είναι τα κύρια σημεία των αιτιάσεων του κ. Μπουγά που αφορούν τους επίσημους εορτασμούς: α) η επιμνημόσυνη δέηση (τρισάγιο) β) το προσκλητήριο των αγωνιστών και γ) η συμμετοχή του κλήρου στην αναπαράσταση. 

Ο κ. Μπουγάς θεωρεί ότι η τέλεση τρισάγιου μπροστά στο ηρώο δεν είναι ορθή, καθώς δεν υπήρξαν πεσόντες. Λησμονεί όμως ότι αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης έπεσαν σε άλλες μάχες λίγο αργότερα (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι). Στο τέλος-τέλος όλοι αποβίωσαν κάποτε με τρόπο φυσικό ή βίαιο. Ούτως ή άλλως, η εν λόγω σύντομη ακολουθία περιέχει τη συνηθισμένη ευχή της εκκλησίας σε εθνικές εορτές (“υπέρ πάντων των εν τοις ιεροίς ημών αγώσι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και πεσόντων”).

Το προσκλητήριο των αγωνιστών θεωρείται επίσης παραπλανητικό, καθώς η παράδοση της πόλης έγινε αναίμακτα. Συγχέει μάλλον ο συντάκτης την πρακτική αυτή με το προσκλητήριο πεσόντων που πράγματι αφορά στα θύματα πολεμικών συγκρούσεων. Η δε δημόσια μνεία των ονομάτων σε παρόμοιες περιπτώσεις σκοπό έχει την υπενθύμιση της νοητής τους παρουσίας αλλά και την επαναβεβαίωση της γεωγραφικής και ιστορικής συνάφειας των ηρώων με τους σημερινούς κατοίκους της πόλης (απογόνους τους και μη).

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 

Ως προς τη συμμετοχή του κλήρου στην τελετή της αναπαράστασης, αυτή επικρίνεται ως ασύμβατη με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας (που απαγορεύουν στον κληρικό να ιππεύει και να συμμετέχει σε θεατρικές εκδηλώσεις). Εντούτοις, η αναπαράσταση ιστορικών γεγονότων δεν θεωρείται ως θεατρικό είδος καθώς αναπαριστά, δηλ. ξαναζωντανεύει το ιστορικό γεγονός με όλους τους πρωταγωνιστές. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε διάφορα εκκλησιαστικά δρώμενα, όπως την έξοδο του Εσταυρωμένου, την περιφορά του Επιταφίου κ.λπ. που χρονολογούνται από την εποχή του Βυζαντίου.

Καθ' όλη την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήταν γενικευμένη η αναπαράσταση γεγονότων από τη Βίβλο και μάλιστα μέσα στη λατρεία. Μία ενδεικτική περίπτωση είναι η “Ακολουθία των τριών παίδων εν καμίνω”, όπου τρία νεαρά αγόρια υποδύονταν τους παίδες και ο άγγελος που εμφανιζόταν για να σβήσει την κάμινο κατέβαινε με μηχανισμό από ψηλά! Αλλες φορές τα διαλογικά μέρη των ευαγγελίων διαβάζονταν από “ηθοποιούς” που ενσάρκωναν τον Χριστό και τα άλλα πρόσωπα των ιερών διηγήσεων. Παριστάνονταν επίσης πολλά ιερά γεγονότα, όπως η είσοδος στα Ιεροσόλυμα, η πορεία προς το Γολγοθά κ.ά.

Εφόσον στην απελευθέρωση της πόλης συμμετείχαν και κληρικοί, αυτοί δεν μπορούν να αποκλειστούν. Εξάλλου, ο Παπαφλέσσας δεν εμφανίζεται έφιππος, αλλά φθάνει πεζός επικεφαλής των παλικαριών της Πολιανής. Από την πρώτη τελετή αναπαράστασης το 1952, ο Παπαφλέσσας (που ενσάρκωσε ο αείμνηστος βιβλιοθηκάριος της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Αντ. Μπούνας) δεν εμφανιζόταν έφιππος (βλ. Α. Μηλίτση-Νίκα, Καλαμάτα 1830-1940, εικ. 23). 

 

Αλλά και η παρουσία του ιερέα με το ευαγγέλιο που ασπάζονται οι οπλαρχηγοί δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως διακωμώδηση ή παρωδία. Ο ιερέας στέκεται σε ένα σταθερό σημείο, και ο ρόλος του είναι διακριτός από τους “ηθοποιούς” της αναπαράστασης. Λειτουργεί δε ως υπόμνηση της ενότητας κλήρου και λαού αλλά και της συμβολής της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες. Δεν γίνεται, από τη μία, κάποιοι (θεολόγοι και κληρικοί) να διαμαρτύρονται για την υποβάθμιση του ρόλου της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες, ενώ από την άλλη, να διαφωνούν με τη (διακριτική βέβαια) παρουσία της σε παρόμοια δρώμενα.