Πλωτές άλλωστε ονομάζονταν και οι σχετικά κοντινές Στροφάδες. Η Πρώτη έχει μήκος 3.700 μέτρα και κάθε αναφορά σ’ αυτήν απαιτεί να την παρομοιάζουμε με τεράστιο κροκόδειλο, που όπως τον βλέπουμε από τα ανατολικά, δηλαδή από την απέναντι ακτή, φαίνεται να ησυχάζει νωχελικά στα νερά του Ιονίου, με το κεφάλι στο Βορρά και την ουρά απλωμένη στο Νότο. Ετσι για την καλύτερη τοπογραφική συνεννόηση χρησιμοποιούνται οι όροι “στο κεφάλι”, “στο λαιμό”, “στην κοιλιά” και “στην ουρά”.
Το νησί λειτουργεί σαν φυσικός κυματοθραύστης για την απέναντι ακτή και τη Μαραθούπολη. Ετσι ο μικρός δίαυλος, το “στενό” της Πρώτης, είναι διαχρονικά ασφαλές αγκυροβόλιο για τα παραπλέοντα πλοία όταν στην περιοχή πνέουν σφοδροί δυτικοί άνεμοι.
Το νησί της Πρώτης αναφέρεται από το Θουκυδίδη στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου. Συγκεκριμένα στην αποστολή ναυτικής βοήθειας το 425 π.Χ. στο νεαρό στρατηγό Δημοσθένη (παππού του γνωστού ρήτορα), που είχε αποκλεισθεί από τους Σπαρτιάτες του Βρασίδα και του Επιτάδα στην Πύλο του Κορυφασίου:
…« Ως δε είδον την τε ήπειρον οπλιτών
περιπλέων την τε νήσον, εν τε τω λιμένι
ούσας τας ναυς και ουκ επιπλέουσας
απορήσαντες όπη καθορμίσωνται,
τότε μεν ες Πρώτην την νήσον,
η ου πολύ απέχει, έρημος ούσα,
έπλευσαν και ηυλίσαντο, τη δ’ υστεραία
παρασκευασάμενοι ως επί ναυμαχίαν
ανήγοντο»…
Στη συνέχεια, μετά την άφιξη των ενισχύσεων των Αθηναίων, ακολούθησε ο αποκλεισμός των Σπαρτιατών για 72 ημέρες στη Σφακτηρία. Ετσι οι 292 αποκλεισμένοι, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες, οχυρώθηκαν στη βόρεια κορυφή του νησιού (απέναντι από το Παλαιοναβαρίνο). Ο σκληρός αποκλεισμός τους οδήγησε, μετά και το θάνατο του αρχηγού τους Επιτάδα, σε παράδοση στον Αθηναίο στρατηγό Κλέωνα.
Μετά τη νίκη στη Σφακτηρία το 425 π.Χ., η Αθήνα κράτησε τα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου για 15 χρόνια. Τότε οι Αθηναίοι οχύρωσαν τα ευπρόσβλητα μέρη του ακρωτηρίου Κορυφασίου, με σαφή ανακύκλωση των δομικών υλικών που πήραν από την τότε έρημη ακρόπολη. Εκεί παρέμεινε μια μόνιμη φρουρά των Αθηναίων, ενώ προστέθηκαν σ’ αυτήν και αρκετοί επαναπατρισθέντες Μεσσήνιοι, που είχαν εκδιωχθεί στη Ναύπακτο κατά τον 4ο Μεσσηνιακό πόλεμο (464-456 π.X.), καθώς και αρκετοί είλωτες που έτσι κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους. Από την Πύλο οι επιδρομές μικρών ομάδων ατάκτων στη Λακωνική ήταν εύκολες για τους Μεσσήνιους και τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες έγιναν δυσεπίλυτα.
Την άνοιξη του 421 π.Χ. μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις Αθηναίων και Σπαρτιατών, έγινε η σύναψη της Νικιείου ειρήνης. Μέσα στους όρους της ειρήνης ήταν και η απόδοση της Πύλου στους Σπαρτιάτες και φυσικά ο διωγμός των επαναπατρισθέντων Μεσσηνίων και των αυτομόλων ειλώτων, πράγμα όμως που οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να κάνουν.
Το καλοκαίρι του 420 π.Χ. οι Σπαρτιάτες επέτυχαν “διπλωματικά” την εκκένωση της Πύλου από τους πολίτες εποίκους της και έτσι οι Αθηναίοι διατήρησαν εκεί μόνο τη μόνιμη φρουρά τους. Τους ξαναδιωγμένους Μεσσήνιους και τους είλωτες οι Αθηναίοι τους εγκατέστησαν για περίπου δύο χρόνια στην Κεφαλλονιά και τους επανέφεραν στην Πύλο, λαθραία κατά παράβαση των όρων της ειρήνης, το χειμώνα του 418 π.Χ. Τότε αυτοί ξανάρχισαν τις ληστρικές επιδρομές στη Λακωνική και συνέχισαν να ενοχλούν και να αποδυναμώνουν τους Σπαρτιάτες, μέχρι το 409 π.Χ., όταν πλέον αυτοί κατέλαβαν την Πύλο.
Η οχύρωση λοιπόν της Πρώτης πρέπει να έγινε σ’ αυτή τη δεκαπενταετία της κυριαρχίας των Αθηναίων του στρατηγού Δημοσθένη, στην Πύλο του Κορυφασίου και τα δυτικά μεσσηνιακά παράλια. Ηταν προσφιλής στρατηγική κίνηση η οχύρωση και άλλων κοντινών επίκαιρων σημείων στα πελοποννησιακά παράλια, όπως η οχύρωση του ισθμού των Μεθάνων (424 π.Χ.), η οχύρωση της νησίδας Μινώας στα Μέγαρα (427 π.Χ.) και της ακτής “Ονου γνάθος” απέναντι από τα Κύθηρα (413 π.Χ.). Ετσι η οχύρωση της Πρώτης πρόσφερε αφ’ ενός μεν μεγαλύτερη ασφάλεια για την κατακτηθείσα Πύλο σαν μια δεύτερη βάση, αφ’ ετέρου δε η κατοχή της αφαιρούσε μια πιθανή θέση-ορμητήριο για την από τη θάλασσα προσπάθεια ανακατάληψης της Πύλου από τους Σπαρτιάτες.