Πού όμως βρίσκεται ο Αρχάγγελος του βυζαντινού κειμένου ή το lo castello de Sancto Archangelo του καταλόγου του K. Hopf: Chroniques Greco-Romanes, tables des fiefs de la Morée de l’ an 1364 που μαζί με πολλά άλλα ανήκαν τότε στον Gran Siniscalco del regno di Napoli, Nicola Acciaioli, Conte di Melfi; Πού βρίσκεται το Saint Archangel του καταλόγου των «δωρεών» του «πρίγκιπα της Αχαΐας» Amédée de Savoie για τον Ιωάννη Λάσκαρη-Καλόφερο του 1391;
Από τον Nattan Valmin αλλά και τον Antoine Bon έχει προταθεί σαν πιθανή θέση του κάστρου του Αρχαγγέλου, η κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται το παλιό μοναστήρι των Ταξιαρχών στην Πολίχνη. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ασφαλής ταυτοποίηση του λόφου των Ταξιαρχών με τον Αρχάγγελο, αν αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μελέτης και τεκμηρίωσης από ευρήματα ή γραπτές πηγές.
Φαίνεται λοιπόν ότι το μικρό οχυρό της φραγκοκρατίας περιτείχισε και οχύρωσε την μονή των Ταξιαρχών των μεσοβυζαντινών χρόνων. Το οχυρό συγκρότημα εποπτεύει τη βορειοανατολική της Μεσσηνία, ελέγχοντας τα περάσματα προς τα δυτικά παράλια και την πόλη της Κυπαρισσίας.
Το κάστρο του Αρχαγγέλου συνδέεται με την οικογένεια των φλωρεντινών τραπεζιτών Acciaioli. Ας δούμε πώς, φωτίζοντας μια πτυχή της φραγκοκρατίας. Την περίοδο 1318 - 1374, την εποχή που κυρίαρχοι του πριγκιπάτου ήταν οι d’Anjou: Giovanni di Gravina, Roberto di Taranto και Filippo II di Taranto.
Το 1318, ο Σικελός Giovanni κόμης της Gravina μετά από τυπικό και αναγκαστικό γι’ αυτήν γάμο με τη Mathilde (Mahaut) d’ Hainaut-Avesnes, πήρε από αυτήν τον τίτλο του ηγεμόνα της Αχαΐας. Ασκώντας όμως τη διοίκηση με βαΐλους, η παρακμή στο Πριγκιπάτο συνεχιζόταν. Το ελληνικό Δεσποτάτο είχε αρχίσει να μεγαλώνει και είχε ήδη καταφέρει να προσαρτήσει από τους Φράγκους την Αρκαδία, την Ακοβα και την Καρύταινα. Το 1324, ο Giovanni di Gravina αποφάσισε να εδραιώσει την εξουσία του στο Μοριά και έτσι έφθασε στη Γλαρέντζα όπου τον υποδέχθηκαν με το συνηθισμένο προσκύνημα οι βαρόνοι της Αχαΐας. Τότε, μαζί του, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα η οικονομικά ισχυρή φλωρεντιανή οικογένεια των Acciaioli, ενώ έγινε και μια νέα διανομή των εγκαταλελειμμένων φραγκικών κτημάτων σε Ναπολιτάνους της ακολουθίας του. Ο αδιάφορος ηγεμόνας, όμως, ξαναέφυγε τον επόμενο χρόνο και δεν ξαναπάτησε ποτέ το πόδι του στο Πριγκιπάτο που συνέχισε να διοικείται με βαΐλους.
Το 1331, πέθανε ο αδελφός του και επικυρίαρχος του Πριγκιπάτου, Filippo di Taranto. Ετσι η εξουσία πέρασε στον ανήλικο γιο του Roberto di Taranto. Ομως ο Giovanni di Gravina δεν δέχθηκε την επικυριαρχία του ανιψιού του, που επιτροπευόταν από τη μητέρα του αυτοκράτειρα Catherine ΙΙ de Valois (1303-1346) και έτσι επήλθε σοβαρή κρίση στις σχέσεις τους. Τότε μεσολάβησε ο Nicola Acciaioli, Conte di Melfi (1310-1365), εραστής της χήρας πια, μητέρας του Roberto, και έτσι ο Giovanni di Gravina μεταβίβασε σ’ αυτήν το Πριγκιπάτο για λογαριασμό του γιου της, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα τις κτήσεις της οικογένειας στην Ηπειρο, στην Αλβανία και στο Δυρράχιο. Ετσι ο νεαρός Roberto di Taranto, έγινε τυπικά ο νέος πρίγκιπας της Αχαΐας. Ουσιαστικά όμως την εξουσία ασκούσε η φιλόδοξη αλλά και ικανή μητέρα του, η επίτιμη «Αυτοκράτειρα της Κωνσταντινούπολης» Catherine II de Valois.
Η χαλαρότητα στη διοίκηση, την εποχή του Giovanni di Gravina, είχε φέρει αρκετά διοικητικά προβλήματα στο Πριγκιπάτο. Η αναταραχή που επικρατούσε με την παρουσία στο Μοριά της γενοβέζικης οικογένειας των Zaccaria αλλά και με την ουσιαστική ανεξαρτητοποίηση της Πάτρας από τον Αρχιεπίσκοπό της Guglielmo Frangipani μετά το θάνατό του το 1337, ανάγκασε την Catherine το 1338 να εγκαταλείψει τη Napoli και να εγκατασταθεί στο Πριγκιπάτο, συνοδευόμενη μάλιστα από τον εραστή της και πανίσχυρο οικονομικό παράγοντα Nicola Acciaioli. Τότε ο Acciaioli σαν υποτελής της ηγεμονίδας, απέκτησε σαν φέουδα, χωρίς μάλιστα τις συνηθισμένες τιμαριωτικές υποχρεώσεις, εκτάσεις γης στην Ανδραβίδα, την Πρίνιτσα, την Καλαμάτα, τη Μάνη και το νησί της Κεφαλονιάς.
Η Catherine έμεινε για δυο χρόνια στην Ελλάδα. Ο πάμπλουτος Acciaioli της πρόσφερε τα πάντα. Για τις ανάγκες ασφαλείας της ηγεμονίας, για την υπεράσπιση της ερειπωμένης από τις ληστείες περιοχής της Καλαμάτας, με δικά του έξοδα, «μεταμόρφωσε» σε κάστρο τον παλιότερο βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών, περιτειχίζοντας και προσθέτοντας αμυντικούς πύργους στον στρατηγικό λόφο. Αυτό είναι το κάστρο του Αρχαγγέλου.
Σαν ανταπόδοση των υπηρεσιών του, η ηγεμονίδα του παραχώρησε τη βαρονία της Καλαμάτας, το φρούριο της Πιάδας στην αρχαία Επίδαυρο καθώς και άλλα κτήματα. Με τόσες εκτάσεις αλλά και σημαντική οικονομική δύναμη, ο τραπεζίτης από τη Φλωρεντία έγινε βάιλος στο Μοριά μετά την αναχώρηση της «Αυτοκράτειρας» το 1340. Ομως ένα χρόνο μετά, έφυγε από το Μοριά και ο Nicola Acciaioli.
Το 1346 η Catherine II de Valois πέθανε, αλλά η παρακμή των Φράγκων συνεχιζόταν. Από την παλιά πανίσχυρη κτήση των Villehardouin είχε μείνει στους Φράγκους λιγότερη από τη μισή. Η Λακωνία και σχεδόν ολόκληρη η Αρκαδία ανήκαν στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι περιοχές της Μεθώνης και της Κορώνης ανήκαν μόνιμα στη Δημοκρατία της Βενετίας, ενώ και η Αργολίδα παραχωρήθηκε από το Roberto di Taranto, στους de Brienne του Δουκάτου της Αθήνας. Εκτός από αυτή την εδαφική συρρίκνωση του Πριγκιπάτου από τους ανταγωνιστές και αντιπάλους του, υπήρχαν και οι κτήσεις του πανίσχυρου Nicola Acciaioli.
Παρά την αποχώρησή του από το Μοριά, ο Acciaioli συνέχισε να αυξάνει τη δύναμή του αφού ο Roberto di Taranto, το 1358, πιεζόμενος από τους κατοίκους του Πριγκιπάτου αναγκάστηκε να του παραχωρήσει για ασφάλεια από τις τουρκικές επιδρομές, το κάστρο και την πόλη της Κορίνθου μαζί με άλλα οκτώ κάστρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το κάστρο του Βουλκάνου. Τόσο μεγάλη ήταν η ιδιοκτησία του Nicola Acciaioli, που μετά το θάνατό του το 1365, η διαθήκη του ήταν μια καλή τοπογραφική περιγραφή του φραγκικού Μοριά.
Το κάστρο του Αρχαγγέλου παρέμεινε κτήση των Acciaioli όπως φαίνεται στη λίστα με τα φέουδα του 1391, όπου ιδιοκτήτης του είναι ο Le vicaire, δηλαδή ο «κληρικός». Αυτός ήταν ο ανιψιός και θετός γιός του Nicola Acciaioli, Angelo I Acciaioli, καρδινάλιος, αρχιεπίσκοπος και βαρώνος της Πάτρας. Το 1418 το κάστρο πέρασε στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Η περιοχή καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1460. Τότε φαίνεται ότι το οχυρό συγκρότημα παρέμεινε σαν μοναστήρι.
Σήμερα, η προσέγγιση στο ερειπωμένο κάστρο είναι εύκολη. Ακολουθώντας τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στα ΒΔ της Πολίχνης μετά το ναό του Αγίου Αθανασίου, θα ανηφορήσουμε στο λόφο με το ναό των Αγίων Ταξιαρχών και το κάστρο του Αρχαγγέλου. Εκεί μας «υποδέχονται» τα ερείπια ενός τετράγωνου πύργου ενώ στα ανατολικά σώζεται σε σχετικά μεγάλο ύψος, τμήμα από το τείχος του κάστρου. Η συνύπαρξη των ερειπίων του οχυρού περιβόλου και του πύργου του φραγκικού κάστρου με τον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών του 10ου αιώνα, αν και επισφαλής λόγω στατικών προβλημάτων, δίνει μοναδική αξία στο μνημείο.