Δευτέρα, 14 Ιανουαρίου 2019 18:47

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Ανδρομονάστηρο

Γράφτηκε από τον

Eνας αμυντικός πολεμόπυργος μας φέρνει στην περιοχή της Ανδρούσας, στο Ανδρομονάστηρο (ή Αντρομονάστηρο ή και Ανδρονικομονάστηρο). Το όνομά του οφείλεται στη χρήση του σαν ανδρικού μοναστηριού και την αναγκαία διάκρισή του από το κοντινό γυναικείο μοναστήρι της Σαμαρίνας.

Oμως, το όνομά του παρέσυρε πολλούς, που το χαρακτήρισαν ως έργο της εποχής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328) μετά μάλιστα από προσωπική διαταγή του. Αυτό όμως που φαίνεται να είναι έργο της εποχής του Ανδρόνικου Β' είναι το υδραγωγείο και ίσως κι ένας ναός που αργότερα μετατράπηκε στο καθολικό του μοναστηριού. Αυτή η υπόθεση μπορεί να ενισχυθεί από τη βεβαιότητα για τις δύο φάσεις της κατασκευής του καθολικού. Σύγχυση στη χρονολόγηση προκαλούν τα γλυπτά του nαού που χρονολογούνται μεν στον 12ο ή 13ο αιώνα, αλλά που όμως φαίνεται να ανήκαν σε προϋπάρχοντα στην ίδια θέση ναό ή να έχουν μεταφερθεί από αλλού.

Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, το Ανδρομονάστηρο χτίστηκε γύρω στο 1600 από τον Ανθιμο, έναν ιερομόναχο της κοντινής Μονής Βουλκάνου. Τότε αυτός, γνωρίζοντας την περιοχή και μαγεμένος από τη φυσική ομορφιά αποφάσισε, με δικά του κυρίως έξοδα, να ανοικοδομήσει το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ετσι αφού εξασφάλισε την Πατριαρχική άδεια και "θείω ζήλω και έρωτι πληρωθείς", όπως αναφέρει το πατριαρχικό σιγίλλιο που εκδόθηκε το 1612, πούλησε όλη την πατρική περιουσία του στα Κύθηρα και με την ενίσχυση και της Μονής Βουλκάνου, έχτισε το σταυροπηγιακό μοναστήρι. Σαν σταυροπηγιακό, το μοναστήρι υπάχθηκε στη διοίκηση του Πατριαρχείου και ήταν ανεξάρτητο από τη γειτονική επισκοπή της Ανδρούσας.

Ομως παρά την ανεξαρτησία του, το Ανδρομονάστηρο έγινε στόχος εσόδων από τον τότε επίσκοπο Ανδρούσας και έτσι ο Ανθιμος κατέφυγε στον Πατριάρχη διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά του επισκόπου. Τότε λοιπόν, το 1612, ο Πατριάρχης Νεόφυτος Β΄, εξέδωσε το σιγίλλιο που υπογραφόταν και από όλη την Ιερά Σύνοδο και το έστειλε στον επίσκοπο Ανδρούσας καλώντας τον να συμμορφωθεί, με την απειλή μάλιστα της αργίας ή και του αφορισμού του. Αυτό είναι και το πρώτο έγγραφο που πιστοποιεί την ανέγερση του μοναστηριού ενώ δεν υπάρχει καμιά άλλη γραπτή αναφορά γι' αυτό νωρίτερα.

Ακόμα μια έμμεση γραπτή αναφορά για το Ανδρομονάστηρο υπάρχει στην βενετική απογραφή Grimani του 1700. Σε αυτήν, στην περιφέρεια της Ανδρούσας φαίνεται ότι λειτουργούσαν τρία μοναστήρια. Το ένα γυναικείο, προφανώς η Σαμαρίνα, με δύο ηλικιωμένες (Vecchie) μοναχές και δυο ανδρικά, δηλαδή η Μονή Βουλκάνου και το Ανδρομονάστηρο, με 53 μοναχούς διαφόρων ηλικιών, συνολικά.

Το Ανδρομονάστηρο βρίσκεται κοντά στο χωριό Πετράλωνα. Για να το επισκεφθεί κάποιος εύκολα πρέπει να κατευθυνθεί δυτικά από την Αρκαδική πύλη της Αρχαίας Μεσσήνης, ακολουθώντας το δρόμο για τα Πετράλωνα. Δίπλα στο πρώτο κτίσμα του οικισμού, προς τα νοτιοανατολικά, ανοίγεται ένας ελαφρά κατηφορικός ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Στο τέλος του δρόμου, δίπλα στον μικρό ξεροπόταμο Μάμη, μια παλιά λιθόχτιστη καμάρα και πολλά σκιερά πλατάνια και βελανιδιές, υψώνεται το Ανδρομονάστηρο με τον επιβλητικό πολεμόπυργό του.

Το οχυρωμένο μοναστήρι διέθετε εξωτερικό περιτείχισμα, όπως φαίνεται από την πέτρινη αψίδα της αρχικής του εξώπορτας, στα βόρεια. Μετά τον εξωτερικό περίβολο, φθάνουμε στη σημερινή κύρια είσοδο. Περνώντας τη σκοτεινή αψίδα της, μπαίνουμε στον εσωτερικό περίβολο. Στα νοτιοανατολικά υπάρχει το καθολικό και στα δυτικά υψώνονται τα κελιά, οι λοιποί βοηθητικοί χώροι του μοναστηριού και το ευρύχωρο αρχονταρίκι στη νοτιοδυτική γωνιά.

Στα ανατολικά υψώνεται επιβλητικός ο πολεμόπυργος. Ο πύργος είναι τριώροφος, με μια είσοδο στο ισόγειο, αμέσως δίπλα από την πύλη του μοναστηριού και ακόμα μία, στην πλαϊνή νότια πλευρά του, στον πρώτο όροφο. Αυτή η δεύτερη είσοδος με τα πέτρινα σκαλοπάτια ανήκει σε μεταγενέστερο, επίμηκες, διώροφο πρόσκτισμα στην ανατολική πλευρά του πύργου, την τράπεζα του μοναστηριού, που επικοινωνεί με αυτόν και συμπληρώνει την αμυντική κατασκευή. Ομως τα σωθικά του πύργου όπως και η σκεπή του νικήθηκαν από το χρόνο. Το πάτωμα του πρώτου ορόφου του προσκτίσματος είχε υποχωρήσει και έτσι οι δυο χώροι, ισόγειο και πρώτος όροφος είχαν ενοποιηθεί. Τώρα, μετά την εξαιρετική αναστήλωση που έγινε από την εφορεία αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, το μοναστήρι ξαναβρήκε την αρχική όψη του. Τα θυρανοίξια έγιναν τον Αύγουστο του 2016 και η πρόσβαση στα κτήριά του είναι πλέον εφικτή και ασφαλής παντού. Ψηλά στη δυτική πλευρά του πύργου, στον τρίτο όροφο, υπάρχει η καταχύστρα ή ζεματίστρα του, φτιαγμένη για την ύστατη άμυνα στους πιθανούς εισβολείς.

Το μοναστήρι αρχικά λειτουργούσε υπό την προστασία της Μονής Βουλκάνου όπως προκύπτει από το σιγίλλιο του 1612 του πατριάρχη Νεοφύτου Β'. Ομως, τον Μάιο του 1753: «ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗΣΑΝ Ο ΠΥΡΓΟΣ Κ ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΓΙΑΤΗ ΠΑΡΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΗΣΑΙΑΣ ΜΑΪΣΤΟΡΩΝ ΠΑΝΑΓΙΟΤΟΥ Κ…» όπως φαίνεται στην εντοιχισμένη επιγραφή δίπλα στο ηγουμενείο. Από αυτή την επιγραφή φαίνεται σαφώς ότι τότε το μοναστήρι ανήκε στην επισκοπή Ανδρούσας, που έκανε και την ανακαίνιση.

Στα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, δηλαδή από το 1770 μέχρι το 1779, το μοναστήρι καταστράφηκε. Το 1785 με αφιερωτικό και λοιπά απαραίτητα έγγραφα πέρασε από την επισκοπή της Ανδρούσας στην ιδιοκτησία της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Είναι άγνωστο και εξαιρετικά αμφίβολο, αν λειτουργούσε τότε σαν μοναστήρι.

Το 1929, το Ανδρομονάστηρο, προφανώς έρημο και εγκαταλειμμένο, μαζί με τα προσαρτήματά του πέρασε στην ιδιοκτησία του Δημητρίου Ι. Κατσάρα από την Καλαμάτα μετά από πωλητήριο της Μονής Σινά προς αυτόν. Μετά από 33 χρόνια, το 1962, ο Δημήτριος Ι. Κατσιάρας δώρισε "εν ζωή" το μοναστήρι και ένα τμήμα από την περιουσία του στη Μονή Βουλκάνου. Μέχρι τότε, ο δωρητής χρησιμοποιούσε το βορειοδυτικό τμήμα του μοναστηριού και κυρίως τον όροφο (κελιά) για την αποθήκευση δημητριακών καρπών. (Τα στοιχεία της πώλησης και της δωρεάς προέρχονται από το ιστολόγιο του κ. Γιάννη Δ. Λύρα και το αρχείο του κ. Νίκου Κυριαζή).