Δευτέρα, 09 Σεπτεμβρίου 2019 12:57

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Παλιοναβαρίνο (Β’ μέρος)

Γράφτηκε από τον
Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Παλιοναβαρίνο (Β’ μέρος)

Tο 1383, το οχυρό πέρασε στην ιδιοκτησία της τυχοδιωκτικής εταιρείας των Ισπανών της Ναβάρρας. Το 1381, ο Jaques de Beaux, ανιψιός του βασιλιά της Νάπολης Philippe III de Taranto και γιος της Jeanne de Naples, ήταν τυπικά ο νόμιμος κληρονόμος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας αλλά και του τίτλου του επιτίμου Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.

Ετσι, όπως πίστευε ο ίδιος, ήταν ο ηγεμόνας των φραγκικών κτήσεων στο Μοριά αλλά και του δουκάτου της Αθήνας! Θεώρησε καλό λοιπόν να καταλάβει, με τη βοήθεια των μισθοφόρων της εταιρείας της Ναβάρρας που είχαν φθάσει στο Μοριά στην υπηρεσία των Ιωαννιτών ιπποτών, το πριγκιπάτο του Μοριά.

Οι Ναβαρραίοι το 1381 είχαν συγκροτήσει στο πριγκιπάτο μια στρατιωτική εταιρεία, την «Societas sistens in principatu Achaiae» που είχε συσταθεί στο Μοριά για να βοηθήσει μισθοφορικά τους Ιωαννίτες ιππότες που είχαν νοικιάσει το πριγκιπάτο για πέντε χρόνια από τη μητέρα του Jaques de Beaux, Jeanne de Naples. Το 1382, οι Ιωαννίτες αποχώρησαν και έτσι οι Ναβαρραίοι ήταν ελεύθεροι να διαπραγματευθούν τις υπηρεσίες της εταιρείας τους με όποιον πρόσφερε εργασία. Ετσι τότε και ο Jaques de Beaux, με βάϊλό του το Mahiót de Coquerel, πίστεψε ότι θα καταλάβει τις φραγκικές κτήσεις στο Μοριά και θα ανασυστήσει το πριγκιπάτο. Ο Mahiót de Coquerel κατέλαβε διάφορες περιοχές και αφού κατάφερε να κυριεύσει και το οχυρό του Ναβαρίνου, έμεινε σ’ αυτό και το χρησιμοποιούσε σαν έδρα της στρατιωτικής του δύναμης. Από εδώ μάλιστα εξεστράτευσε και κυρίευσε τα κάστρα της Καλαμάτας και της Ανδρούσας. Ομως ένα χρόνο αργότερα, το 1383, πέθανε ο Jaques de Beaux, άτεκνος χωρίς να αφήσει διαδόχους. Τότε ο Mahiót de Coquerel αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Αχαΐας και συνέχισε την τυχοδιωκτική δράση του, πολεμώντας κυρίως με τους Βυζαντινούς του Μυστρά.

Το 1423, όταν ο σουλτάνος Murat II έστειλε 25.000 στρατό στο Μοριά, για να διώξει τους Ελληνες του Δεσποτάτου και τους Βενετούς από τα κάστρα τους, το κάστρο αγοράστηκε από τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Οι Βενετοί πλήρωσαν 1.500 δουκάτα στον αρχιεπίσκοπο της Πάτρας, αδελφό του βαρόνου της Αρκαδιάς Centurione ΙΙ Zaccaria, γόνο ευγενών της Genova. Ετσι η Βενετία επεξέτεινε τα βόρεια σύνορα των κτήσεών της, προσθέτοντας μετά την Κορώνη και τη Μεθώνη και τρίτο δικό της οχυρό στην περιοχή. Στις 15 Αυγούστου του 1500, μετά την κατάληψη της Μεθώνης από το σουλτάνο Bayezit II και τη θηριωδία των Τούρκων με τον αποκεφαλισμό των αιχμαλώτων ανδρών της Μεθώνης, που τα κεφάλια τους σχημάτισαν δυο μακάβριες πυραμίδες, το κάστρο παραδόθηκε στους Τούρκους. Εγινε μάλιστα εικονική κατάληψη του κάστρου, αφού ο δειλός διοικητής του Carlo Contarini συμφώνησε για την παράδοση με αντάλλαγμα τη ζωή του, αν και είχε τρόφιμα και νερό για μακρόχρονη πολιορκία. Μετά την παράδοση ο Contarini καταδικάστηκε από τους Βενετούς σε θάνατο αλλά διέφυγε δυο φορές. Σκοτώθηκε δυο χρόνια αργότερα, σαν φυγάς, όταν αναγνωρίστηκε πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε στη Βενετία, μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις που έκανε για να κρυφτεί και να ξεχαστεί η προδοσία του.

Το 1572, ο Don Juan της Αυστρίας, μετά τη νικηφόρα για τους Ευρωπαίους συμμάχους έκβαση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, κατάφερε να αποκλείσει τον τουρκικό στόλο του Ülüc Ali στον όρμο του Ναβαρίνου και πολιόρκησε για ένα μήνα και το κάστρο. Μετά την αποχώρηση Don Juan του Αυστριακού, ο Ülüc Ali πόντισε παλιά πλοία και άχρηστο υλικό στο στενό της Συκιάς, μεταξύ της Σφακτηρίας και του ακρωτηρίου Κορυφασίου. Ετσι από τότε το βόρειο πέρασμα του λιμανιού έγινε ξέβαθο και αδιάβατο για μεγάλα πλοία και το λιμάνι του Ναβαρίνου έχει μόνο μια είσοδο, στο νότο, μεταξύ της νησίδας Τσιχλή-μπαμπά και της απέναντι βραχώδους ακτής. Πάνω σ’ αυτά τα βράχια ξεκίνησε να χτίζεται ο «έβδομος», που ήταν το πρώτο οχυρωματικό έργο του Selim II για το χτίσιμο του Νιόκαστρου. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για το φράγκικο κάστρο του Παλιοναβαρίνου. Σιγά-σιγά το κάστρο άρχισε να παρακμάζει.

Το 1686, όταν το κατέλαβαν οι Βενετοί του Morosini προσπάθησαν να το επισκευάσουν. Το 1715 όμως, με την αποχώρησή τους, είχαν εκπονήσει σχέδιο για την ανατίναξη και καταστροφή του κάστρου που ευτυχώς δεν πρόφθασαν να πραγματοποιήσουν. Τότε το κάστρο πέρασε και πάλι σε τουρκικά χέρια. Στα Ορλωφικά του 1770 «περαστικοί» κύριοι του κάστρου έγιναν οι Ρώσοι και στη συνέχεια οι Τούρκοι συνέχισαν το παρακμιακό έργο τους. Ερημιά και λήθη στο άλλοτε λαμπρό οχυρό.

Το 1821, το κάστρο το κατέλαβαν οι επαναστατημένοι Έλληνες υπό τον «Αγιο Μεθώνης» Γρηγόριο Παπαθεοδώρου. Το 1825, πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ που μάλιστα συνέλαβαν εκεί τον «Αγιο Μεθώνης» και το Χατζη-Χρήστο. Από το 1828 η απελευθερωμένη Ελλάδα ελέγχει τις τύχες του δοξασμένου οχυρού. Βέβαια οι τύχες του δεν είναι μεγάλες. Μέχρι πριν λίγο καιρό η ερήμωση ανάμεσα στα ερείπια, η πυκνή βλάστηση και τα φίδια στα χαλάσματα έκαναν δύσκολη την επίσκεψή του και απαιτούσαν κυνηγούς περιπέτειας για την ανακάλυψη ακόμα και κάποιων αδρών χαρακτηριστικών του. Αυτή πρέπει να είναι η αιτία, που αρκετοί απ’ όσους κατά καιρούς είχαν γράψει γι’ αυτό, δεν κατάφερναν τελικά να το επισκεφθούν. Τώρα, μετά από μια σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του οχυρού από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, η επίσκεψη σ’ αυτό είναι ευκολότερη και ευχάριστη.

Από το πέρασμα στο στενό της Συκιάς αρχίζει το μονοπάτι που ανεβάζει στο κάστρο. Μια διαδρομή που με λίγη προσπάθεια και υπομονή επιτρέπει σε κάποιο τολμηρό επισκέπτη να ατενίσει σχεδόν το ίδιο τοπίο, τον ίδιο ορίζοντα μ’ αυτόν που ατένιζαν ο στρατηγός Δημοσθένης, ο Nicola II de Saint Omer, o Mahiót de Coquerel της Ναβάρρας, ο Evliya Çelebî, ο Μακρυγιάννης, ο «Αγιος Μεθώνης» και τόσοι άλλοι που πέρασαν από εδώ δοξάζοντας το στεφανωμένο βράχο του Κορυφασίου.

Μόνο οι προμαχώνες του και κυρίως ο κυκλικός στα ανατολικά, στέκουν αγέρωχα στο χρόνο. Οι περιμετρικές επάλξεις της δυτικής πλευράς στέκουν κι αυτές όρθιες και μετά την είσοδο στον πρώτο περίβολο, με μικρή δυσκολία μπορείς να περπατήσεις πάνω τους, ατενίζοντας το στενό της Συκιάς, την πόλη της Πύλου αλλά και το απέραντο Ιόνιο. Αφού περάσουμε το χώρισμα των δύο περιβόλων που στέκεται σαν ψηλός μαντρότοιχος ανάμεσα στα ερείπια, περνάμε και πάλι ανάμεσα στα χαλάσματα του κτηρίου της διοίκησης και φθάνουμε στα μισογκρεμισμένα μπεντένια της βόρειας πλευράς. Από εδώ η θέα είναι καταπληκτική. Η ομηρική Βοϊδοκοιλιά αλλά και ο υδροβιότοπος της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας με το Ντιβάρι και στο βάθος την πόλη της Πύλου, καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα της οχυρής θέσης. Βίγλα απάτητη, τόπος ιερός από την κλασσική αρχαιότητα.

Το όνομα Αβαρίνος απαντάται σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, του 1292. Η ονομασία θα πρέπει να αποδοθεί στους Αβάρους που κατοίκησαν εδώ, σαν μια αυτόνομη ομάδα σ’ ένα κρατίδιο-φέουδο, για δυόμισι περίπου αιώνες. Οι Αβαροι ήταν μια συγγενική φυλή με τους Ούννους που περνώντας στα μέσα του 6ου αιώνα από τη νότια Ρωσία, προχώρησε δυτικά και ίδρυσε στην Παννονία και στις παραδουνάβιες περιοχές, ένα ισχυρό κράτος. Μαζί και με άλλους σλαβόφωνους, οι Αβαροι έκαναν πολλές επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτούς μετά το 626 όταν, μαζί με τους Πέρσες, απέτυχαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αποτυχία άρχισε η αποσύνθεσή τους. Τελευταίοι επιζώντες από το φύλλο των Αβάρων αναφέρονται περίπου στο 950 επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου.

Παράρτημα του κράτους των Αβάρων ήταν το αυτόνομο κρατίδιο του όρμου του Κορυφασίου. Οι Αβαροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 585μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) και παρέμειναν μέχρι την κάθοδο του Λέοντα του Σκληρού στην Πελοπόννησο το 811μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μιχαήλ A' Ραγκαβέ, όταν και καθυποτάχθηκαν:

«συμβαλών τω Σθλαβιανών έθνει πολεμικώς είλε τε και ηφάνισε εις τέλος και τοις αρχήθεν οικήτορσιν αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν»

[Χρονικό: «Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας»]

Ακόμα, στο «Χρονικόν του Μορέως» αναφέρεται ότι ο Nicola II de Saint Omer: «…και μετά ταύτα έχτισεν το κάστρον του Αβαρίνου».

[Το «Χρονικόν του Μορέως», κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης, στίχος 8096]

Γι’ αυτό η ονομασία του κάστρου και της περιοχής δεν θα πρέπει να αποδίδεται στους κατά πολύ μεταγενέστερους Ισπανούς τυχοδιώκτες του Mahiót de Coquerel της «κομπανίας των Ναβαρραίων», αλλά στους πολύ παλιότερους σλαβόφωνους εποικιστές της.

Αβαροι, Αβαρίνοι, Αβαρίνος, Ναβαρίνο… Ονομασίες που δέθηκαν με τον τόπο που τις αφομοίωσε και τις έκανε δικές του.


NEWSLETTER