Ομως στην πραγματικότητα, η Μεσσηνία και η Πελοπόννησος κατακτήθηκαν από τους Φράγκους των Guillaume de Champlitte και Geoffroy I de Villehardouin, υπό την ανοχή της Βενετίας, που ενδιαφερόταν μόνο για τα δυο σημαντικά μεσσηνιακά λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, σταθμούς για τους δρόμους της Κρήτης, της Κωνσταντινούπολης και των Αγίων Τόπων. Αυτό το νέο καθεστώς της φεουδαρχίας, δηλαδή της κατοχής των εδαφών από τους Φράγκους, εκτός από τις περιοχές της Μεθώνης και της Κορώνης, με υποτέλεια των Φράγκων στο Δόγη της Βενετίας, αποτυπώθηκε στη συμφωνία της Σαπιέντζας.
Ομως σ’ αυτή τη συμφωνία Βενετών και Φράγκων, τον Ιούνιο του 1209, δεν ξεκαθαρίζονται τα όρια των βενετικών κτήσεων στη Μεσσηνία. Η Βενετία δεν είχε κανένα συμφέρον από την ενδοχώρα, αφού και μόνο η συντήρησή της θα αποτελούσε πρόβλημα γι’ αυτήν. Ετσι κράτησε “τις περιοχές” των δυο πόλεων χωρίς μάλιστα τη χερσαία επικοινωνία τους. Και ενώ γενικά είναι αποδεκτό ότι οι βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία ορίζονταν από μια νοητή γραμμή από τα ανατολικά προς τα δυτικά και από την “περιοχή” της Κορώνης στην “περιοχή” της Μεθώνης, αυτό δεν είναι σωστό τουλάχιστον για το διάστημα από την κατάκτηση μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα.
Θα πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι, από τη συμφωνία της Σαπιέντζας, μόνο οι “περιοχές” των δυο πόλεων ήταν οριοθετημένες. Ετσι για την περιοχή της Μεθώνης, το μόνο σίγουρο σύνορο ήταν στα βορειοανατολικά ο Ξεριάς, ο μικρός ποταμός που εκβάλλει στη μέση του όρμου του Ναβαρίνου και το νησάκι που βρίσκεται στο κέντρο του (Χελωνάκι). Το νότιο σύνορο για την περιοχή της Μεθώνης, ήταν στα νοτιοδυτικά, το Portus Simari ή Marathy. Για την περιοχή της Κορώνης το βόρειο σύνορο ήταν το ποτάμι της Λογγάς ενώ το νότιο ήταν το Portus Sinati ή Sinaci.
Ομως ποια ήταν τα Portus Simari ή Marathy και Portus Sinati; Το Portus Simari ή Marathy λοιπόν είναι ένας όρμος, νοτιότερα από τη σημερινή Φοινικούντα, ανάμεσα στο Γρίζι και το ακρωτήριο Ακρίτας ή cap. Gallo. Από εδώ, αναφέρει ο Γεώργιος Σφραντζής ότι έφυγε το 1462 ο “δεσπότης του Μοριά”, Θωμάς Παλαιολόγος για τη Δύση αφού πρώτα είχε περάσει από την Πάτρα, απ’ όπου παρέλαβε την κάρα του Αγίου Ανδρέα και τη μετέφερε στη Ρώμη.
« Ο Θωμάς Παλαιολόγος... έφυγεν από την Καλαμάτα και επέρασεν εις τα περί την Κόσμαιναν και το Πεταλίδι, εισελθών εις τον Αβαρίνον κακείθεν εις το Μαράθιν»...
[Γεωργίου Σφραντζή “Χρονικόν”, IV, 19]
Από το Portus Simari ή Marathy πέρασε στο λιμάνι Porto Longo της Σαπιέντζας και από εκεί απέπλευσε για τη Δύση. (Η φυγομαχία, η δειλία και η λαθροχειρία του τελευταίου “δεσπότη” ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα από τον Πάπα Πίο Β΄, με ετήσια σύνταξη 3.600 φλορινιών. Η σύνταξη αυτή προσαυξήθηκε κατά 2.400 φλορίνια από το σύλλογο των Καρδιναλίων και κατά 500 ακόμα δουκάτα από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας).
Η υπόθεση ότι το Portus Sinati ήταν ο κόλπος νότια της Κορώνης, στη θέση της αρχαίας Ασίνης, δηλαδή ο “Ασιναίος κόλπος”, πολύ θα βόλευε την ερμηνεία ότι τα σύνορα της περιοχής της Κορώνης ήταν μια γραμμή ανάμεσα στο ποτάμι της Λογγάς και αυτόν, αλλά όμως “δυστυχώς” δεν είναι έτσι. Κι αυτό γιατί απλά τον 13ο αιώνα κανείς δεν ήξερε και φυσικά δεν μπορούσε να αναφέρει τη θέση της αρχαίας Ασίνης και βέβαια του κόλπου της. Αυτός ο όρμος λοιπόν μπορεί να ήταν στο Αμμούδι, κάτω από το Βασιλίτσι, όπου εικάζεται ότι εκεί βρίσκονταν και οι ταρσανάδες των Βενετών. Βέβαια σε αυτή την τριγωνική χερσόνησο νοτιότερα από το δρόμο Γρίζι - Χαροκοπιό, δεν είναι πιθανό να υπήρχαν ιδιαίτερα σύνορα, αφού η περιοχή του Μαυροβουνίου ήταν δύσβατη.
Η άποψη ότι οι βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία δεν συνδέονταν από την ξηρά αλλά μόνο από τη θάλασσα ενισχύεται και από την παρουσία σειράς φραγκικών οχυρών χωριών (casalia cum fortalicio) μέχρι το νότο της ενδοχώρας τα οποία έλεγχαν τις περιοχές ανάμεσα στις βενετικές κτήσεις, τη Μεθώνη και την Κορώνη. Αυτά τα μικρά χωριά συνήθως έλεγχαν την ενδοχώρα πάνω στα φυσικά περάσματα και τους δρόμους, που υπήρχαν ανάμεσα στις δυο πόλεις “κόρες οφθαλμών” (pupila oculi) της Βενετίας στη Μεσόγειο. Ετσι ουσιαστικά αυτά τα μικρά χωριά απαγόρευαν τη χερσαία επικοινωνία των βενετικών οχυρών.
Το νοτιότερο από αυτά τα οχυρωμένα φραγκικά χωριά ήταν το Γρίζι (Grisi). Ο κύριος δρόμος μεταξύ της Μεθώνης και της Κορώνης περνάει από τους πρόποδες του Αγίου Δημητρίου. Το Γρίζι ήταν λοιπόν ένα σημαντικό χωριό, που μαζί με τη γειτονική Λαχανάδα έλεγχαν τη χερσαία επικοινωνία ανάμεσα στα δυο βενετικά λιμάνια, αν και δεν υπάρχει σαφής αναφορά για τέτοια κάστρα στα δημοσιευμένα αρχεία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Το 1361 το Γρίζι μαζί με τη Λαχανάδα αποτελούσε ένα μέρος της βαρονίας του Nivelet. Είναι πολύ πιθανό, το Γρίζι να μην είχε οχυρωθεί μέχρι και το τέλος του 14ου αιώνα, σαν αποτέλεσμα των πιέσεων που είχαν ασκηθεί από τη Βενετία για την προστασία των κτήσεών της. Ομως μετά το 1411, στις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της περιοχής μεταξύ Κορώνης και Μεθώνης από τη Βενετία, αναφέρεται στις οδηγίες από τη Βενετία για το Γρίζι: «…και το κάστρο, αν υπάρχει…». Αυτή η διατύπωση δείχνει ότι οι βενετικές αρχές δεν είχαν ξεκαθαρίσει τότε το θέμα.
Στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων, στις αρχές του 1417, το Γρίζι αναφέρεται σαφώς σαν οχυρό. Τελικά το 1423, το Γρίζι (Grisi) μαζί με το Μαντιχώρι (Manticori) και το Ναβαρίνο (Zonclo) αγοράστηκαν από τη Βενετία πιθανότατα από τους Παλαιολόγους του Δεσποτάτου. Στη συνέχεια, το 1439, το Γρίζι ήταν ένα από τα επτά βοηθητικά οχυρά που η Βενετία καθόριζε τους κανόνες της φρούρησης των κτήσεών της.
Τα ίχνη και τα ερείπια αυτού του οχυρού υπάρχουν και σήμερα στα βορειοδυτικά του σημερινού Ακριτοχωρίου. Συγκεκριμένα, αφού περάσουμε την εκκλησία του χωριού, τον Αγιο Δημήτριο, αμέσως κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά στον χωμάτινο δρόμο για το Καπλάνι. Μετά από διακόσια με τριακόσια μέτρα, στα “γροθαρώματα”, σε μια περιοχή που σχεδόν οριοθετείται από ψηλά κυπαρίσσια, υπάρχουν μέσα σε πυκνή, οργιώδη βλάστηση, τα ερείπια κάποιων τμημάτων των τειχών του κάστρου. Πρόκειται για τα ερείπια ενός μικρού τετράπλευρου οχυρού, που λόγω της θέσης του πάνω στο δρόμο που ένωνε τη Μεθώνη με την Κορώνη, είχε ιδιαίτερη αξία για τους κατόχους του. Διακρίνονται τα ερείπια δυο τειχών, ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού, ενώ στα ανατολικά των ερειπίων μπορεί να φανταστεί κανείς μέσα στην πυκνή βλάστηση, τα αγκωνάρια από τη βάση του “βενετσιάνικου πύργου”.
Στα ανατολικά του κάστρου, ακολουθώντας ένα αρδευτικό αυλάκι, φθάνουμε σε μια μεσαιωνική πηγή-στέρνα με χτιστή εσωτερική καμάρα και κολόνες, επιχρισμένη με κουρασάνι (υλικό που στεγανοποιούσε τις μεσαιωνικές δεξαμενές), σχεδόν υπόγεια πια από τις επιχώσεις, την Ερήνη όπως τη λένε οι ντόπιοι. Αυτή η πηγή, με ένα απλό σύστημα υδραγωγών, υδροδοτούσε το κάστρο. Τα νερά της, μαζί με αυτά μιας άλλης πηγής που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του κάστρου κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο, έδιναν κίνηση και σε ένα νερόμυλο.
Το παλιό κάστρο στη διαδρομή των αιώνων έχασε φυσικά τη συνοριακή σημασία του και ερήμωσε. Τα τείχη του πρόσφεραν προστασία από τον αέρα και τον παγετό και κάποτε χρησιμοποιήθηκαν σαν υπήνεμα φυτώρια μικρών ελιών (γροθαριών) που έτσι ονομάτισαν και την περιοχή.
Ακόμα ένα μικρό φράγκικο οχυρό χωριό ήταν κι αυτό της Canata ή Lacanatia, μόλις ένα μίλι βόρεια από το αντίστοιχο κάστρο στο Γρίζι. Το κάστρο των Λαχανάδας πιθανόν χτίστηκε κι αυτό, τα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα στη διάρκεια των πρώτων διαπραγματεύσεων για την εξαγορά των φραγκικών φεούδων στη μεσσηνιακή ενδοχώρα. Σίγουρα ακολούθησε την τύχη του κάστρου στο Γρίζι και πέρασε στην ιδιοκτησία της Βενετίας, μάλλον το 1422 ή το 1423.
Το κάστρο στις “Παλιολαχανάδες” βρισκόταν στα βόρεια της σημερινής Λαχανάδας, πάνω στο λόφο, στη θέση που σήμερα λέγεται “Περιβόλι”, απέναντι από το παλιό και ερειπωμένο Γιαπαπί, τα σημερινά Δενδρούλια. Η θέση του μικρού κάστρου είναι πραγματικά επιβλητική πάνω από τη ρεματιά, όπου βρίσκονται και σήμερα μερικά τμήματα του εξωτερικού τείχους του πάνω στην απόκρημνη πλαγιά. Στα βόρεια του κάστρου σώζεται ακόμα ένα τμήμα ενός πύργου με μια μικρή δεξαμενή στη βάση του, ενώ στα ανατολικά υπάρχουν ακόμα ερείπια από τις δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του οχυρού. Στα δυτικά του τετράπλευρου οχυρού, πιο κάτω από μια μεγάλη χαρουπιά, δίπλα στον αγροτικό δρόμο, μέσα στο λόγγο, υπάρχει χτισμένη μια παλιά βρύση. Αυτή βέβαια υδροδοτούσε τον μικρό οχυρό οικισμό και βέβαια και τις δεξαμενές του κάστρου.
Μετά και την Α΄ Βενετοκρατία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για τις Λαχανάδες, που ως οικισμός μεταφέρθηκαν νοτιότερα.