Τρίτη, 12 Μαϊος 2020 12:50

Η μάχη στο Βαλτέτσι

Γράφτηκε από την
Η μάχη στο Βαλτέτσι

 

Του Σταύρου Γ. Καπετανάκη

Προέδρου της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν άργησε να αντιμετωπίσει και τις πρώτες δυσκολίες της, μετά τον ενθουσιασμό από τη λαμπρή έναρξή της στην Καλαμάτα, τις διάφορες εκστρατείες που ακολούθησαν και τον γενικό ξεσηκωμό των Μοραϊτών. Ο φόβος των Τούρκων του Μοριά ότι οι Έλληνες περιμένουν βοήθεια από ξένη δύναμη, τους είχε αναγκάσει να κλειστούν στα κάστρα τους, προτού γενικευθούν οι επαναστατικές εκδηλώσεις, και να αντιδρούν με ασυνήθιστη επιφυλακτικότητα, δηλαδή χωρίς σφαγές χριστιανών.

Η απρόσμενη όμως διάλυση των επαναστατικών στρατοπέδων στην Καρύταινα, στη Βλαχοκερασιά και στο Βαλτέτσι στις 24 Απριλίου έφερε την απογοήτευση. Οι Μοραΐτες δεν απαλλάχτηκαν αμέσως από τον φόβο που τους προκαλούσε το άκουσμα «έρχονται οι Τούρκοι», ούτε από τον πανικό, που τους καταλάμβανε στη θέα του τουρκικού ιππικού. Αποτέλεσμα της ριζωμένης μέσα τους φοβίας ήταν η διάλυση των στρατοπέδων και ιδιαίτερα του Βαλτετσίου. Δεν χρειάστηκε πολεμική αναμέτρηση, στάθηκε αρκετή μόνη η εμφάνιση των Τούρκων, για να  προκαλέσει τη διάλυση, όπως είχε γίνει και στην Καρύταινα. Αντί άλλων σχολίων για τις συνέπειες που μπορούσε να έχει η αδυναμία των Μοραϊτών να αντιπαραταχτούν στους Τούρκους, αρκεί να αναφερθεί ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά τη διάλυση των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, αναλύθηκε σε λυγμούς για αρκετή ώρα, γιατί έβλεπε ζοφερό το μέλλον της εξέγερσης των Ελλήνων. Εκείνη τη στιγμή οι Έλληνες χρειάζονταν μια νίκη, για να αναθαρρήσουν και να σταθούν να πολεμήσουν τους Τούρκους, για τους οποίους μέσα τους κρυβόταν ακατανίκητος φόβος. Αν συνέχιζαν στο άκουσμα ότι έρχονται Τούρκοι να σκορπίζονται, όπως η σκόνη στον ανεμοστρόβιλο, τότε το Γένος των Ελλήνων θα χανόταν οριστικά.

Οι Έλληνες επαναστάτες πολιορκούσαν την Τριπολιτσά με πεσμένο ηθικό και λιγότεροι σε αριθμό από τους Τούρκους μαχητές, οι οποίοι ήταν εμπειροπόλεμοι και διέθεταν ιππικό και πυροβολικό. Ακόμη οι Έλληνες δεν πλησίαζαν τους πολιορκημένους, αλλά κρατούσαν θέσεις γύρω τους σε απόσταση τριών και πλέον ωρών, ενώ από όλους τους αρχηγούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο μόνος δραστήριος, ο οποίος προσπαθούσε να συντονίζει τα διάφορα ελληνικά σώματα, ώστε αν προσβαλλόταν το ένα να έσπευδαν σε βοήθειά του από τα γειτονικά στρατόπεδα. Επειδή δεν υπάρχουν αρχεία με ακριβείς αριθμούς των επαναστατικών στρατευμάτων και παρατηρείται ασυμφωνία μεταξύ των ιστορικών, εδώ αναφέρονται οι θεωρούμενοι ως πιθανότεροι: Στο Λεβίδι είχαν στρατοπεδεύσει ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Ανδρέας Λόντος και ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος με 3.000 στρατιώτες. Στην Πιάνα ήταν ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Δημήτριος Πλαπούτας με 700 στρατιώτες. Στο Χρυσοβίτσι, που απείχε από την Πιάνα 1.15΄ οδοιπορία, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος με 800 άνδρες. Στα Βέρβενα ήταν ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο Κυριακούλης και ο Αντώνιος Μαυρομχάλης, ο Νικόλαος Δεληγιάννης και τέλος στο Λεοντάρι ήταν ο Ηλίας και ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, ο Νικήτας και ο Ηλίας Φλέσσας, ο Μητροπέτροβας, ο Αναγνώστης Οικονομόπουλος, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Αθανασούλης Κυριακός, οι Μπουραίοι από τους Κωνσταντίνους, ο Αθανάσιος Σιώρης κ.ά. Εκτός από αυτούς ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Νικήτας Σταματελλόπουλος, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης κ.ά. απουσίαζαν, γιατί είχαν πάει στο Άργος για να φέρουν μολύβι από τις οροφές τουρκικών κτιρίων. Από το στρατόπεδο που ήταν στο Λεοντάρι ή στου Πάπαρη ξεκίνησαν ο Ηλίας και ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης με 150 Μανιάτες μαζί με τον Νικήτα και τον Ηλία Φλέσσα με τους Λεονταρίτες (κατά άλλη εκδοχή με τον Κεφάλα και Παπατσώνη με 250 Μεσσήνιους) για να συναντήσουν τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Στο στρατόπεδο των Βερβένων ήταν ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μαζί με τον Ηλία Σαλαφατίνο και έγινε συμβούλιο των αρχηγών, στο οποίο αποφασίστηκε ότι θα ήταν σκόπιμο ο Κυριακούλης να στρατοπεδεύσει στο ύψωμα του χωριού Ζέλι (Κάνδαλος), που είναι απέναντι από τα Βέρβενα και θα υπήρχε συνεργασία των δύο στρατοπέδων.

Προκειμένου να ανταμώσουν οι Μαυρομιχαλαίοι, ξεκίνησαν ο Κυριακούλης με τον Ηλία Σαλαφατίνο από το στρατόπεδο των Βερβένων, για να συναντήσουν τον Μπεηζαντέ Ηλία και η συνάντηση έγινε στη Βαρβίτσα. Ο Κυριακούλης πρότεινε να οχυρωθούν στο ύψωμα του χωριού Ζέλι. Αντίθετα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης επέμενε να πάνε στο Βαλτέτσι. Όπως αναφέρεται, στα Τρίκορφα πήρε ο Μπεηζαντές γράμμα του Κολοκοτρώνη, που συνιστούσε να οχυρωθούν στο Βαλτέτσι και να φτιάξουν κλειστά ταμπούρια. Ο Κυριακούλης ισχυριζόταν ότι η ήττα της 24ης Απριλίου θα είχε δυσμενή επίδραση στο ηθικό των στρατιωτών, αλλά το επιχείρημα αυτό δεν έκαμψε την πρόθεση του Μπεηζαντέ Ηλία, ο οποίος πήρε τον δρόμο για το Βαλτέτσι. Ο Κυριακούλης ακολούθησε, γιατί ο Πετρόμπεης του είχε παραγγείλει να προσέχει τον Ηλία και αναγκάστηκε και αυτός να πάρει τον ίδιο δρόμο.

Από την άλλη, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε αισιοδοξία, διότι πίστευαν ότι η εξέγερση των Ελλήνων βρισκόταν στο τέλος της. Πρόσφατα οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς είχαν διασκορπίσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Ακόμη είχε φθάσει στην Τριπολιτσά από τα Γιάννενα και ο Μουσταφά μπέης ένας ικανός στρατιωτικός και  Κεχαγιάς (αντικαταστάτης) του Χουρσίτ πασά, με 3.000 Αλβανούς εμπειροπόλεμους στρατιώτες για την τελική νίκη.

 

Το Βαλτέτσι

Το Βαλτέτσι είναι ένα χωριό του νομού Αρκαδίας, το οποίο βρίσκεται νοτιοδυτικά της Τρίπολης σε απόσταση από αυτή τρίωρης οδοιπορίας. Είναι φωλιασμένο σε ένα μικρό οροπέδιο, σε υψόμετρο 1050 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χωριό περιβάλλεται από λόφους και η οχυρή αυτή θέση μπορούσε να αξιοποιηθεί για την πολιορκία της Τριπολιτσάς και γενικότερα για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τον Θωμά Γκόρντον, ο Αναγνωσταράς είχε υποδείξει τη θέση του Βαλτετσίου για να στρατοπεδεύσουν οι Έλληνες, προφανώς πριν από τις 24 Απριλίου.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που πρόσφατα είχε οριστεί αρχιστράτηγος των στρατευμάτων της Καρύταινας, φρόντιζε για τον συντονισμό των ελληνικών σωμάτων και για τις θέσεις που έπρεπε να λάβουν, ώστε να διασφαλίσει την δυνατότητα αλληλοβοήθειας σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης σε ένα από αυτά. Η θέση του Βαλτετσίου ήταν την στιγμή εκείνη σημαντική και φαινόταν πως κατάλληλος υπερασπιστής της θα ήταν μόνο ένας Μανιάτης,  αυτός που όχι μόνο δεν θα είχε φόβο για τους Τούρκους, αλλά θα έστεκε απέναντί τους με την υπεροψία του γενναιότερου. Υπάρχουν μόνον ενδείξεις, ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προέτρεψε τον Ηλία Μαυρομιχάλη να στρατοπεδεύσει στο Βαλτέτσι μαζί με τους Μεσσήνιους, που τον εμπιστεύονταν ως αρχηγό και τον ακολουθούσαν.

Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι της 24ης Απριλίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήγε μαζί με άλλους αρχηγούς στη Δημητσάνα και από εκεί έγραψε στους οπλαρχηγούς, που είχαν καταφύγει στο Λεοντάρι: «…Αδελφοί κρίνομεν μετά των λοιπών αδελφών αναγκαίαν την θέσιν του Βαλτετσίου να μη την αφήσωμεν εις την διάθεσιν των εχθρών, ως θέσιν οχυράν, και πλησίον ούσαν με την Τριπολιτζάν. Αλλά διά να φυλαχθή η θέσις διά κάθε άλλην εχθρικήν των Τούρκων έξοδον, να γίνουν ταμπούρια κλειστά και δυνατά, και να φυλάττονται με σταθερότητα από άνδρες γενναίους, οι δε λοιποί να μένωμεν έξωθεν των πλησιεστέρων θέσεων, και να προφυλάττωμεν την από την Τριπολιτζάν έξοδον των εχθρών».

Συνεχίζοντας ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει: «…Λαβόντες το γράμμα τούτο οι Κυριακούλης, Αναγνωσταράς, Π. Ιατράκος, συνήλθον εις Πάπαρι, και σκεφθέντες επί των γραφομένων παρά του Κολοκοτρώνη και λοιπών, απέρριψαν όσα άλλα προεσχεδίαζον διά τας εις άλλα μέρη συστάσεις πολιορκιών διά την Τριπολιτσάν και εγκρίναντες την γνώμην του Θ. Κολοκοτρώνη, συνεννοηθέντες δε μετά αλλήλων εισήλθον εις το Βαλτέτσι, και απεφάσισαν να κατασκευάσωσι 5 ταμπούρια κτιστά και κλειστά, τα οποία και άνευ αναβολής απεπερατώθησαν κατά το προμελετηθέν σχέδιον…».

Με την ανωτέρω περιγραφή του Αμβρ. Φραντζή δεν συμφωνούν άλλοι συγγραφείς. Όπως θα φανεί παρακάτω αμφισβητείται η υπόδειξη του Κολοκοτρώνη για τη  στρατοπέδευση του Ηλία Μαυρομιχάλη στο Βαλτέτσι.

Στην οχυρή θέση του Βαλτετσίου στρατοπέδευσε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης. Μαζί του πήγαν κυρίως οι Μεσσήνιοι αρχηγοί, που ήταν στο Λεοντάρι, γιατί τον εμπιστεύονταν ως αρχηγό τους, θεωρώντας τον θεωρούσαν έμπειρος στα όπλα και στον πολέμου, αφού ασχολείτο με αυτά από μικρή ηλικία.  Επειδή, όπως αναφέρθηκε, υπάρχει αμφισβήτηση αν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης είχε προαποφασίσει να στρατοπεδεύσει στο Βαλτέτσι ή εκτελούσε υπόδειξη του Κολοκοτρώνη, ο Ηλίας Σαλαφατίνος έγραψε στα απομνημονεύματά του με διαφαινόμενη οργή: «…Ο Κυριακούλης, ο Ηλίας όχι μόνον είχον την απόφασιν να πηγαίνουν εις Βαλτέτζι, αλλ’ ήσαν καθ’ οδόν και καθ’ οδόν απήντησαν εις τα Τρίκορφα τον κομιστήν της του Κολοκοτρώνη επιστολής…».

Σημασία έχει ότι ο Κολοκοτρώνης είχε υποδείξει σε πολλούς την αξία της θέσης του Βαλτετσίου και των κλειστών ταμπουρίων και τούτο πιστώνεται στη στρατηγική του διορατικότητα και ευφυΐα. Αν ο Ηλίας συμμορφώθηκε με αυτή ή μόνος το αποφάσισε είναι ασήμαντο μπροστά στο γιγαντιαίο επίτευγμα να κρατηθεί αλώβητη η άμυνα στο Βαλτέτσι. Η νίκη των Ελλήνων επί των Τούρκων άλλαξε τη φορά των πραγμάτων της επανάστασης στον Μοριά. Έκτοτε οι απόλεμοι Έλληνες αγωνίζονταν ηρωικά. Ο Ηλίας θυσιάστηκε τον επόμενο χρόνο στα Στύρα της Ευβοίας και δεν έζησε στα χρόνια της ελευθερίας των Ελλήνων, τότε που γινόταν η καταμέτρηση των εκδουλεύσεων στον αγώνα. Τον Ηλία συνόδευσε αμέτρητη η δόξα και η ευγνωμοσύνη των συγχρόνων του, που τον ακολούθησε στον άλλον κόσμο, αλλά ξεθωριάζει στο πέρασμα του χρόνου.

Ο Ιωάννης Φιλήμων κάνει την ακόλουθη αξιολόγηση των αγωνιστών της θριαμβευτικής νίκης του Βαλτετσίου: «Οι στρατιώται του Βαλτετσίου ήσαν ως επι το πολύ μεν Μεσσήνιοι, κατά δε δεύτερον λόγον Λάκωνες, και κατά τρίτον Μεγαλοπολίται και Ολύμπιοι· αλλά η κυριοτέρα βάσις υπήρχον οι Λάκωνες, αρχηγοί και στρατιώται υπέρ τους διακοσίους, εκ δε των αρχηγών κατέλαβον ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης τον πρώτον και κυριότερον προμαχώνα, ος ην ο του Χωματοβουνίου (αναφέρει ως ενιαίον προμαχώνα το Χωματοβούνι μαζί με το παρακείμενο Πετροβουνάκι ή Δουμβρουλέικα), ο δε Παναγιώτης Κεφάλας, Μήτρος Πέτροβας, Δημήτριο Παπατσώνης, Ιωάννης Μαυρομιχάλης και Αθανάσιος Κυριακός τον δεύτερον επί του άλλου λόφου δυτικώς· ο δε Φλέσσας (και ο αδελφός αυτού Ηλίας), ο Αθανάσιος Σιώρης (από Ίσαρι), Αντώνιος Τουρκολλέκας και άλλοι, όλοι Μεγαλοπολίται και Ολύμπιοι τον τρίτον· οι δε Βουραίοι, Σαλαφατίνος και Κατσανός την εκκλησίαν….». Οι πρωταγωνιστές Κυριακούλης και Ηλίας θυσιάστηκαν τον επόμενο χρόνο και τη δόξα καρπώθηκε ολοκληρωτικά ο Κολοκοτρώνης. Οι Μεσσήνιοι έκτοτε δεν μνημονεύονται κι ας ήταν οι περισσότεροι. Παράδειγμα προκατάληψης των ιστορικών ή αμέλεια των Μεσσηνίων;

 

Τα ταμπούρια του Βαλτετσίου και οι υπερασπιστές τους

Μια αναφορά του Ηλία Σαλαφατίνου και του αδελφού του Ιωάννη Κατσανού, που υποβλήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1824, περιγράφει τις εκδουλεύσεις τους. Διάφορα αποσπάσματα αυτής αναφέρονται στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της μάχης του Βαλτετσίου. Επειδή τα γεγονότα ήταν σχετικά πρόσφατα και δεν είχαν αρχίσει οι μεταξύ των αγωνιστών διεκδικήσεις και αντιδικίες, θεωρείται ότι δεν απέχουν της πραγματικότητας: «‘…Εκείνον τον καιρόν ήλθε ο μακαρίτης καπ. Κυριακούλης εις Δέρβενα (Βέρβενα), και απεφασίσαμεν να πάμεν, να παντήσωμεν τον μακαρίτην Μπεηζαντέ (Ηλία) οπού ήταν εις του Πάπαρη, και οπού το εκρίναμεν εύλογον να πλησιάσω, καθώς ανταμώθημεν. Ο μακαρίτης Κυριακούλης ήθελε να πάμε εις ένα βουνόν (στο χωριό Ζέλι) να είμεθα καρσί (κατ' ευθείαν απέναντι) εις τα Δέρβενα, ο δε ήρωας Μπεηζαντές και εγώ ηθέλαμεν εις Βαλτέτζι, και ο Μπεηζαντές και έτζι υπήγαμεν, πηγαινάμενοι εκεί (στο Βαλτέτσι) αμέσως ο Μπεηζαντές και ο Ηλίας Φλέσσας, και αυτός ήτονε ήρωας. Εζαλώθημεν πέτρες και ως το βράδυ ετελειώσαμεν του Κυριακούλη το ταμπούρι. Εις τον ίδιον καιρόν εμεράσαμεν τα ταμπούρια. Ο μακαρίτης Μπεηζαντές με τους δύο Φλεσσαίους επήραν το εδικό τους. Ο δε Γιάννης Μπεηζαντές με Οικονομόπουλο και Κεφάλα έπιασαν το άλλο, ο δε Κατζανός με τους (Μ)Πουραίους έπιασαν την εκκλησίαν, ο δε δυστυχής Τζαλαφατίνος μου δώσανε το έξω ταμπούρι, και μου δώσανε τους Καλαματιανούς…». 

Όταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης έφτασε στο Βαλτέτσι στις 10 Μαΐου απαίτησε να μείνουν όλοι να πολεμήσουν. Για να δώσει μάλιστα και το παράδειγμα, πήρε μια πέτρα και την τοποθέτησε εκεί που έπρεπε να χτιστεί ένα ταμπούρι. Συνολικά χτίστηκαν τέσσερα ταμπούρια και πέμπτο ήταν η εκκλησία του χωριού. Ανατολικά του χωριού έγιναν δύο ταμπούρια. Από αυτά νοτιοανατολικά έγινε ένα μεγάλο στο Χωματοβούνι ή λόφο του Παπαγιώργη, και βορειο ανατολικά ένα μικρότερο στο Πετροβουνάκι ή Δουμβρουλέικα. Μερικοί συγγραφείς τα δύο αυτά ταμπούρια τα περιγράφουν ως ενιαίο.

 

 

  1. 1. Στο Χωματοβούνι ή λόφο του Παπα-Γιώργη ΝΑ του χωριού έγινε ένα μεγάλο ταμπούρι, που σήμερα είναι λόφος πευκοφυτευμένος. Εκεί φαίνεται ότι κλείστηκε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης με 250 Λεονταρίτες. Μέχρι το βράδυ της 12ης Μαΐου ήταν ακόμη ο Νικήτας και ο Ηλίας Φλέσσας και μετά πήγαν στο νοτιοδυτικό ταμπούρι, που ήταν στον λόφο του Κούκου. Το Πετροβουνάκι ή Δουμβρουλέικα ήταν το δεύτερο ταμπούρι ΒΑ του χωριού και συνεχόμενο με το Χωματοβούνι, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο και σε πετρώδες έδαφος. Η ανατολική πλαγιά του ήταν τόσο απότομη, ώστε να είναι προβληματική η άνοδος μέχρι την κορυφή της. Μαζί με το Χωματοβούνι κάλυπταν την ανατολική πλευρά των οχυρωμάτων του χωριού. Αυτό πρέπει να ήταν το πρώτο ταμπούρι που χτίστηκε και το πήρε ο Κυριακούλης με 150 Μανιάτες, γιατί φέρεται να είχε λιγότερους στρατιώτες από τον Ηλία.    3. Στα Κατσικέικα ήταν το τρίτο ταμπούρι, που κατείχε την βορειοδυτική θέση και ήταν στον ψηλότερο λόφο από τα υπόλοιπα ταμπούρια. Εκεί ήταν ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης και πολλοί Μεσσήνιοι, όπως ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Μητροπέτροβας, ο Αναγνώστης Οικονομόπουλος, ο Παναγιώτης Κεφάλας κ.ά., που ανέρχονταν σε 350. Φαίνεται ότι το ταμπούρι αυτό δεν δέχτηκε μεγάλη πίεση από τους εχθρούς, γι’ αυτό πολλοί από τους υπερασπιστές του πήγαν στον νότιο τομέα και οχυρώθηκαν κυρίως σε σπίτια κοντά στην εκκλησία.   4. Ο λόφος του Κούκου ήταν το νοτιοδυτικό οχύρωμα με απότομες πλαγιές. Σε αυτό οχυρώθηκε ο Σαλαφατίνος με 8 Μανιάτες και 75 Λεονταρίτες. Το βράδυ της 12ης Μαΐου ήρθαν από το Χωματοβούνι και οι Φλεσσαίοι Νικήτας και Ηλίας.    5. Η εκκλησία του χωριού ήταν το πέμπτο ταμπούρι και χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση των εφοδίων. Εδώ κλείστηκαν οι αδελφοί Μπούρα από τους Κωνσταντίνους και ο Ιωάννης Κατσανός που ήταν αδελφός του Ηλία Σαλαφατίνου. Η συνολική δύναμη των Ελλήνων στα ταμπούρια υπολογίζεται αδρά σε 900-1.000 άνδρες.

 

Το σχέδιο των Τούρκων

Όταν ο Κεχαγιάς έφθασε στην Τριπολιτσά επικρατούσε πνεύμα αισιοδοξίας μεταξύ των Τούρκων, βασιζόμενο στην έλλειψη αντίστασης στις εισβολές τουρκικού στρατού στον Μοριά, αφού η μετάβαση του Ισούφ πασά στην Πάτρα και ιδιαίτερα του Κεχαγιά στην Τριπολιτσά δεν βρήκαν πουθενά ουσιαστική αντίσταση, αλλά αντίθετα υπήρξε προθυμία δήλωσης μετάνοιας του λαού στο Άργος και στα περίχωρα της Τριπολιτσάς. Παράλληλα η εύκολη διάλυση των ελληνικών στρατοπέδων στην Καρύταινα, στη Βλαχοκερασιά και στο Βαλτέτσι στις 24 Απριλίου, προδίκαζε την έκβαση των μελλοντικών επιχειρήσεων καταστολής.

Ο Κεχαγιάς προτίμησε να καλέσει τους ευρισκόμενους στην Τριπολιτσά σε ομηρία αρχιερείς και προκρίτους του Μοριά και να απαιτήσει να αποστείλουν επιστολές με τις οποίες να αποδοκιμάζουν τις μέχρι τότε επαναστατικές ενέργειες και με άλλα έγγραφα ο ίδιος να υπόσχεται αμνηστία και να ζητεί την ειρήνευση του τόπου. Οι παραινέσεις, όμως, τόσο των αρχιερέων και προκρίτων, όσο και οι υποσχέσεις του Κεχαγιά δεν είχαν καμία απήχηση στους εξεγερμένους Μοραΐτες. Όπως αναφέρει ο Ιω. Φιλήμων οι Τούρκοι γνώριζαν τον ρόλο των Μανιατών στην Επανάσταση και τη σημασία που θα είχε η υποταγή της Μάνης, η οποία θα παρέσυρε στο προσκύνημα όλους τους Μοραΐτες. Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να περάσουν από το Βαλτέτσι, διασκορπίζοντας εύκολα τους επαναστάτες και να προχωρήσουν στη Μεσσηνία. Κατά μια άλλη έωλη άποψη δεν υπολόγιζαν οι Τούρκοι το Βαλτέτσι ως τόπο αντίστασης και μόνο ο Ρουμπής θέλησε να περάσει από εκεί για λαφυραγωγία.

Φθάνοντας ο Κεχαγιάς στην Καλαμάτα υπολόγιζε διά της δενδροτομίας και της πυρπολήσεως ή κατ’ άλλους «διά του πυρός και των παραχωρήσεων» να υποτάξει τη Μάνη και «…συνεπή δ’ ούτω θεωρών την υποταγήν της όλης Πελοποννήσου, άμα υποταγείσης της Λακωνίας…». Κατόπιν ο Κεχαγιάς σκόπευε να επιστρέψει στη Μεγαλόπολη (Σινάνου), για να κάθεται στον θρόνο του και να έρχονται οι εκπρόσωποι των Μοραϊτών να προσκυνούν. Να προστεθεί ακόμη ότι ο Κεχαγιάς, πληροφορούμενος τις προηγούμενες νίκες των Τούρκων και ότι οι Έλληνες είναι απόλεμοι, είχε βεβαιωθεί για την επικείμενη θριαμβευτική του πορεία προς την Καλαμάτα. Γι’ αυτό είχε έτοιμους έξι ταχυδρόμους να αναγγείλουν τα νικηφόρα μηνύματα της καταστολής της εξέγερσης του Μοριά στον Σουλτάνο, στον Χουρσίτ και στον Κιοσέ Μεχμέτ που βρισκόταν στη Βοιωτία.

 

Τα τουρκικά στρατιωτικά σώματα

Πριν ακόμη χαράξει και φανεί το πρώτο φως της ημέρας (περίπου 5.30΄ ήταν το χάραμα)  οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς άρχισαν να βγαίνουν από το κάστρο σε τέσσερις κολώνες και βάδισαν δυτικά προς το Βαλτέτσι.

Το πρώτο τουρκικό σώμα αποτελούμενο από 1.500 πεζούς και ιππείς (άλλοι αναφέρουν 600) έλαβε θέση δυτικά των οχυρών του Βαλτετσίου, που ήταν οι δρόμοι προς το χωριό Αραχαμίτες. Αυτή την κατεύθυνση είχαν ακολουθήσει οι Έλληνες στις 24 Απριλίου, όταν διαλύθηκε το στρατόπεδό τους στην εμφάνιση των Τούρκων. Τότε σώθηκαν, γιατί αυτή η θέση ήταν αφύλακτη, τώρα, όμως, δεν θα διέφευγε κανείς και όλοι οι επαναστάτες θα κατέληγαν νεκροί ή αιχμάλωτοι. Το δεύτερο σώμα, του οποίου ηγείτο ο Κεχαγιάμπεης και το αποτελείτο από 2.000 στρατιώτες με δύο πυροβόλα, με όλα τα εφόδια και τις σκηνές του στρατοπέδου κατευθύνθηκε στην Κανδρέβα (Κάτω Ασέα). Η βεβαιότητα της νίκης στην επικείμενη μάχη τον έκανε να προχωρήσει κάτω από τη θέση του Βαλτετσίου. Η διάλυση του επαναστατικού στρατοπέδου θεωρείτο βεβαία και θα συνέχιζαν τον δρόμο τους προς του Σινάκου (Μεγαλόπολη). Το τρίτο σώμα αποτελούμενο από 1.500 πεζούς και ιππείς έλαβε θέση στο Καλογεροβούνι, για να εμποδίσει βοήθεια από το στρατόπεδο των Βερβένων. Σε περίπτωση αντίστασης των Ελλήνων θα προσέβαλε το χωριό από νότια κατεύθυνση. Το τέταρτο σώμα ήταν το πιο επίλεκτο και πλέον αξιόμαχο με τη μεγαλύτερη δύναμη, που ανερχόταν σε 3.500 - 4.500 στρατιώτες. Αρχηγός ήταν ο Τουρκοβαρδουνιώτης Ρουμπής, γνωστός για τη γενναιότητά του, με τον βαθμό του μπίμπαση (χιλίαρχος) και υπαρχηγός ήταν ο Μαραμπούτης από την  Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Αυτό ήταν το σώμα κρούσης και βάδισε κατ’ ευθείαν προς το Βαλτέτσι, στο οποίο έφθασε περίπου στις 8 το πρωί (ανατολή ήλιου 6.15) και απλώθηκε ανατολικά και βορειοανατολικά του χωριού. Θα προσέβαλλε τα οχυρώματα των Ελλήνων και θα εμπόδιζε βοήθεια από το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα.

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γράφει ότι οι Τούρκοι για την εκστρατεία του Βαλτετσίου είχαν ετοιμάσει και 200 παλούκια, τα οποία είχαν βάψει, για να παλουκώσουν τους αρχηγούς και υπαρχηγούς των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων.

 

 

Η εξέλιξη της μάχης στο Βαλτέτσι

Το ξημέρωμα της 12ης Μαΐου, ημέρα Παρασκευή, τα τουρκικά σώματα διαιρεμένα σε τέσσερις κολώνες ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά και πήραν θέσεις γύρω από το Βαλτέτσι. Τρεις ώρες μετά το πρώτο φως της ημέρας (ή δύο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου, περίπου στις 8 π.μ.), το σώμα του Ρουμπή έφθασε στο ανατολικό μέρος του χωριού. Εκεί απλώθηκε μπροστά στο Χωματοβούνι, το Πετροβουνάκι (ή Δουμβρουλέικα) και βορειοδυτικά στα Κατσικέικα. Ανατολικά από το Πετροβουνάκι ήταν η βρύση από την οποία υδρευόταν το χωριό και την κατέλαβαν οι Τούρκοι μαζί και τα πηγάδια, που ήταν στην ίδια περιοχή. Το κύριο σώμα κρούσης του Ρουμπή με τους Τουρκοβαρδουνιώτες, τους Αρκαδινούς (από Κυπαρισσία) Τούρκους του Μαραμπούτη και τους Φαναρίτες (από Ολυμπία) θα προσέβαλλε τα ελληνικά οχυρώματα. Παράλληλα θα εμπόδιζαν βοήθεια στους πολιορκούμενους επαναστάτες από το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα.

Ο Ρουμπής αρχικά ζήτησε από τους υπερασπιστές των οχυρωμάτων να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενος αμνηστία. Οι Έλληνες απάντησαν με γέλωτες και ζήτησαν και αυτοί από τους αντιπάλους τους να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενοι να τους μεταφέρουν σε όποιο μέρος ήθελαν εκτός του Μοριά. Συνεχίστηκε για λίγο η συζήτηση, που κατέληξε σε βρισιές και απειλές. Μετά άρχισε η ανταλλαγή πυροβολισμών και η έφοδος των σημαιοφόρων (μπαϊρακτάρηδων), που είχαν σοβαρές απώλειες. Οι συχνές έφοδοι των πεζοπόρων τμημάτων, που συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Την ημέρα εκείνη ο Κολοκοτρώνης ήταν στο Χρυσοβίτσι, που απέχει 2.30΄ από το Βαλτέτσι. Βάδισε εναντίον των Τούρκων του Ρουμπή με δύναμη 800 ανδρών και τους προσέβαλε από βορειοδυτικά. Αλλά αυτοί προσπάθησαν να τον κυκλώσουν και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει σε ψηλότερες θέσεις του βουνού που βρισκόταν. Σύγχυση επικρατεί για την ώρα που έφθασε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στο πεδίο της μάχης του Βαλτετσίου. Στα απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γράφει:  «…όσο να έλθουν οι Τούρκοι εις το Βαλτέτζι, εφτάσαμεν και ημείς…». Δηλαδή ισχυρίζεται ότι έφτασε συγχρόνως με τον Ρουμπή στις 8 π.μ. Όσοι πληροφορήθηκαν το γεγονός από αυτόν, γράφουν: «Αμέσως ο Κολοκοτρώνης εκίνησε μετά οκτακοσίων εκ του Χρυσοβιτσίου, τυχών εκεί την ώραν ταύτην…». Αυτοί που προτιμούν συμβιβαστικές λύσεις υποστηρίζουν άλλη εκδοχή: «…Μετά από 1.30΄ από την έναρξη της μάχης έφθασε και ο Κολοκοτρώνης....».  Ο Αμβρ. Φραντζής γράφει ότι έφτασε στις 11 π.μ. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει 3 ώρες μετά την έναρξη της μάχης, δηλαδή στις 11 π.μ., έφτασε και ο Κολοκοτρώνης. Σε επιστολή του της 13 Μαΐου 1821 προς την Μπουμπουλίνα και τους Σπετσιώτες ο Κολοκοτρώνης γράφει ότι ο πόλεμος άρχισε τρεις ώρες μετά το ξημέρωμα και αυτός έφτασε την έκτη ώρα μετά από το πρώτο φως της ημέρας.

Επειδή δημιουργήθηκε σύγχυση με τα σήματα που έδωσε το παρατηρητήριο της Χρέπας, έφθασε μετά το μεσημέρι καθυστερημένος από την Πιάνα και ο Δημήτριος Πλαπούτας με 700-800 στρατιώτες. Προσέβαλε τον Ρουμπή από βορειοανατολικά και βρέθηκαν οι εχθροί μεταξύ δύο πυρών, από τη μια του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα και από την άλλη των οχυρωμάτων. Τότε έγινε ο πιο φοβερός πόλεμος. Τα κλειστά ταμπούρια των Ελλήνων κρατούσαν ηρωικά, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους πολιορκητές τους. Οι Έλληνες έμεναν κλεισμένοι στα ταμπούρια τους και πολεμούσαν, ενώ οι Τούρκοι είχαν εισχωρήσει μέσα στο χωριό και κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Η επικοινωνία των οχυρωμάτων μεταξύ των είχε διακοπεί. Ο Ρουμπής δεν πέτυχε να διασκορπίσει τους Έλληνες, όπως πίστευαν οι Τούρκοι,  γι’ αυτό και τα άλλα σώματα, που περιέβαλαν το Βαλτέτσι, πήραν διαταγή να προσβάλουν τα ελληνικά οχυρώματα.

Στην αναφορά των Ηλία Σαλαφατίνου και Ιωάννη Κατσανού υπάρχει βραχεία περιγραφή της μάχης του Βαλτετσίου, με ιδιαίτερη αναφορά στο 4ο ταμπούρι, που ήταν στον λόφο του Κούκου: «…αλλ' η τύχη μου πριν να ανοίξη ο πόλεμος μία ημέρα μου ήλθον εβδομήντα πέντε Λεονταρίται, και αμέσως εύγαλα τους Καλαματιανούς και εκράτησα εκείνους. Την άλλην ημέραν, εις τας τρεις η ώρα έφθασαν οι εχθροί, οι Λεονταρίται είναι γενναίοι, μα αμαθείς και μου εδειλίασαν βλέποντας ένα πλήθος όπου μας εμβήκαν εις τις πλάτες, οπού ήτον ο ίδιος ο Κεχαγιάς. Ετότες τους ορκώθηκα, ότι όποιος βουληθή να φύγη εγώ τον σκοτώνω και τους παίρνω και τους βάνω κάθε ένανε εις τον τόπον του, και όντας να βγάζουν τα κεφάλια τους από πάνω τους έκαμα του καθενός το μασγάλι του, και τους εδιόρισα τα μισά τουφέκια να αδειάζουν, και τα μισά να γεμίζουν, και αν δεν πρωτοβαρέσω εγώ εσείς να μην σεισθήτε. Σας ορκώνομαι την ορμήν των Αρβανιτών έως διακόσια μπαϊράκια όπου οι μπαρακταραίοι έπεφταν, και κατόπιν οι άλλοι τα παίρνουν έως ήλθαν και μας τα στήσαν εις τα ταμπούρια μας, οι από μέσα εμείς τους τα επήραμεν σκοτώνοντας τους μπαρακταραίους, αλλιώτικα δεν ηύρα τζαρές να κόψω την ορμήν, τους έδειξα την τέχνην των στρατιωτών με τις πέτρες, και ετότες εκόπηκε η ορμή τους. Οι καλοί Έλληνες σαν έμαθαν την τέχνην λιθάρι υπέρ τις τρεις οκάδες. Τα άλλα ταμπούρια είπαν πας του Τζαλαφατίνου το ταμπούρι, για βοήθεια δεν ημπορούνε να μου κάνουν διατί επολεμούνε όλα, και αν ήθελε πάγει το εδικό μου ταμπούρι ο Θεός συγχωρέση και τα άλλα. Με το βασίλεμα του ήλιου ήλθε ιμτάτι ο μακαρίτης ο Ηλίας ο Φλέσας με τον αδελφό του Νικήτα…»

Η κολώνα του Καλογεροβουνίου χτύπησε στο νότιο μέρος του χωριού, εκεί που ήταν η εκκλησία και είχαν οχυρωθεί από Έλληνες και τα γύρω σπίτια. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ικανή ελληνική δύναμη και από το οχύρωμα, που ήταν στον λόφο Κατσικαίικα, κατέβηκαν αρκετοί όπως ο Μητροπέτροβας, ο Κεφάλας κ.ά. Ο παλαιός κλεφτο-καπετάνιος Μητροπέτροβας, από τη Γαράντζα (Άνω Μέλπεια) της Μεσσηνίας, ήταν γνωστός για την ευθυβολία του. Βρισκόταν με τους Γαραντζαίους ταμπουρωμένος σε ένα ρεματάκι χειμάρρου στο νότιο μέτωπο, κοντά στην εκκλησία, αλλά έξω από το χωριό, όπου δέχθηκε επίθεση πεζών και ιππέων, οι οποίοι τον περικύκλωσαν. Ήταν οι Τούρκοι, που είχαν αρχικά τοποθετηθεί στο Καλογεροβούνι, για να εμποδίσουν πιθανή βοήθεια από τα Βέρβενα. Ο Μητροπέτροβας πολεμούσε όρθιος και άλλοι του έδιναν όπλα γεμισμένα και αυτός πυροβολούσε και σκότωσε έξι Τούρκους. Τελικά οι εχθροί αποχώρησαν χωρίς να προσφέρουν την ποθητή νίκη στον Κεχαγιά και απογοητευμένοι που δεν μπόρεσαν να κάμψουν την αντίσταση των Ελλήνων, αυτών που μέχρι χθες έτρεμαν στο άκουσμα «έρχονται οι Τούρκοι» και τώρα μεταμορφώθηκαν και πολεμούσαν σαν λιοντάρια.

Πριν σκοτεινιάσει ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε σε μια ραχούλα και φώναξε με τη βροντώδη φωνή του στον Μητροπέτροβα, για να ακούσουν οι Έλληνες και αναθαρρήσουν και να φοβηθούν οι Τούρκοι: «Μπάρμπα Μήτρο, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες». Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει ο Κολοκοτρώνης με τον Πλαπούτα συγκέντρωσαν σε ένα βαθούλωμα του εδάφους, για να μη φαίνονται, από τα σώματά τους 60 άνδρες, τους πιο γενναίους. Ο Κολοκοτρώνης τους έδειξε απέναντί τους ένα εκλεκτό τμήμα των Τούρκων, ονομαζόμενο «γιουρούς μπαϊράκ» που σημαίνει «σημαία εφόδου» και τους ενθουσίασε με τα λόγια του ότι θα πάρουν την τουρκική σημαία. Όταν δόθηκε το σύνθημα, έγινε έφοδος και απώθησαν τους Τούρκους και μπήκαν στο χωριό. Εκεί έδωσαν στους κλεισμένους στα ταμπούρια πυρομαχικά και τροφές.

Για τον ηρωισμό της θα πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα το όνομα της Σταυριανής Σάββαινας από την Αρεόπολη. Αυτή ήταν κλεισμένη μέσα στο ταμπούρι του Κυριακούλη και πολεμώντας σαν άνδρας σκότωσε δύο Τούρκους. Ακόμη τη νύχτα ήταν η μόνη, η οποία μετέφερε στο ταμπούρι πυρομαχικά από την εκκλησία του χωριού, που χρησιμοποιείτο ως αποθήκη εφοδίων και ως οχύρωμα του Ιωάννη Κατσανού και των Μπουραίων.  Για την ηρωΐδα αυτή ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει: «Ουδείς των ανδρών εξήρχετο των προμαχώνων, εξ ων είς μόνος έσχε συγκοινωνίαν τινά αβλαβή. Αλλά πράγμα αξιοπερίεργον, Λάκαινά τις, Σταυριάνα ονομαζομένη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ' αυτού συναποκλεισθείσα εν τω Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διανέμειν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει. Ην δε αύτη φύσεως ανδρικής, μελανίζουσα, αναστήματος υψηλού, εξαισίας γενναιοψυχίας, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης. Αείποτε έφερε το γυναικείον Λακωνικόν ένδυμα, και ηλικίας τότε μέχρι των 40 ετών».

Επειδή ο πόλεμος είχε μεγάλη διάρκεια οι στρατιώτες του Σαλαφατίνου δεν είχαν επάρκεια πυρομαχικών και τη νύχτα βγήκαν από το ταμπούρι και πήραν μπαρουτόβολα από τους σκοτωμένους Τούρκους, ενώ λαφυραγώγησαν και τα πτώματα. Αναφέρεται ακόμη ότι η έλλειψη των πυρομαχικών αφορούσε όλους τους πολιορκημένους στα ταμπούρια του Βαλτετσίου. Γι’ αυτό τη νύχτα έστειλαν τον Ιωάννη Κατσανό στον Κολοκοτρώνη, που ήταν στο βουνό, για να του ζητήσει φυσέκια και αυτός του απάντησε ότι: «…τα άφησε εις το Χρυσοβίτσι και έδωσε μόνο τεσσαράκοντα δεκάρια…».

Βλέποντας ο Κεχαγιάς την αδυναμία τού στρατού του να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων, γύρισε από την Κανδρέβα, όπου είχε πάει αρχικά για να συμβάλει και αυτός στον διασκορπισμό των επαναστατών. Μαζί του έφερε και τα δύο κανόνια. Στην αρχή τα τοποθέτησε στο δυτικό μέρος του Βαλτετσίου, αλλά δεν είχαν επιτυχία στις βολές τους.

Ο πόλεμος δεν σταμάτησε όλη τη νύχτα γιατί, όπως αναφέρει ο Φωτάκος η σελήνη ήταν 22 ημερών και υπήρχε ξαστεριά και φωτιζόταν ο τόπος. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα έφτασαν έξω από το Βαλτέτσι 100 Λεονταρίτες και τουφέκισαν ομαδικά, για να ενθαρρύνουν τους πολιορκημένους. Μερικές ώρες μετά τα μεσάνυχτα έφτασε στην πλευρά του Καλογεροβουνίου ένα σώμα 400 ανδρών από το στρατόπεδο των Βερβένων με τον Αντώνιο Μαυρομιχάλη. Μία ομάδα 17 ανδρών με τον Παναγιώτη Βαρβιτσιώτη και τον Δημήτριο Πουλικάκο πέρασαν από τις γραμμές των Τούρκων, πλησίασαν τα ανατολικά ταμπούρια και έδωσαν εφόδια στους πολιορκημένους. Ο Φωτάκος το θεωρεί αδύνατον να πέρασαν τις τουρκικές γραμμές από το Καλογεροβούνι. Κατά το χάραμα ήρθε και άλλη επικουρία από το στρατόπεδο των Βερβένων υπό τους Παναγιώτη Γιατράκο και Αντώνη Κουμουστιώτη.

Την αυγή της 13ης Μαΐου ο Κεχαγιάς έφερε τα κανόνια απέναντι από τα ανατολικά ταμπούρια και προσπαθούσε να χτυπήσει το ταμπούρι του Ηλία Μαυρομιχάλη, δηλαδή το Χωματοβούνι. Δεν μπορούσαν όμως οι κανονιέρηδες να πετύχουν τον στόχο τους και, αν οι μπάλες έπεφταν χαμηλότερα χτυπούσαν τους Τούρκους που πολιορκούσαν τα οχυρώματα, και αν περνούσαν πάνω από το ταμπούρι, χτυπούσαν τις θέσεις τον Ρουμπή.

 Το πρωί της 13ης Μαΐου οι Τούρκοι είδαν να έρχεται και άλλη βοήθεια από το στρατόπεδο των Βερβένων. Ήταν αυτοί που είχαν μεταβεί στο Άργος για να φέρουν μολύβι από την οροφή του τουρκικού μεντρεσέ (σπουδαστήριο), δηλαδή ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Νικήτας Σταματελλόπουλος, ο Γενναίος-Ιωάννης Κολοκοτρώνης, ο Αναγνώστης Κοντάκης από τον Άγιο Πέτρο κ.ά., ενώ βρίσκονταν στον δρόμο και οι Καλαβρυτινοί. Αυτά τα σώματα βοήθειας ανησύχησαν τους Τούρκους, που φοβήθηκαν μήπως τελικά τους χτυπήσουν και στον δρόμο της επιστροφής και προτίμησαν να αποχωρήσουν πριν να είναι αργά. Σε περίπτωση που κάποιος από τους ηγέτες του τουρκικού στρατού ήθελε να προτείνει την υποχώρηση, έκαιγε μπαρούτι και ο καπνός αποτελούσε σήμα της πρόθεσής του. Η συμφωνία άλλου ηγέτη εκδηλωνόταν κατά τον ίδιο τρόπο, καίγοντας και αυτός μπαρούτι. Το σήμα αυτό είχε το όνομα «φουμάδες». Εκείνο το πρωινό,  πρώτος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρατήρησε τις ‘φουμάδες’ που έκαναν ο Ρουμπής και  ο Κεχαγιάς και αναγνώρισε τη σημασία τους. Τότε φώναξε στους υπερασπιστές του Βαλτετσίου: «Οι Τούρκοι θα φύγουν και ριχθείτε επάνω τους». Πράγματι ακολούθησε καταδίωξη των Τούρκων και φονεύθηκαν πολλοί από αυτούς και περισσότεροι τραυματίστηκαν, ώστε ο δρόμος να είναι γεμάτος αίματα. Οι Τούρκοι έριχναν στον δρόμο όπλα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα για να τα μαζεύουν οι Έλληνες και να καθυστερούν, ώστε αυτοί να προλάβουν να εισέλθουν στο κάστρο τους. Οι Έλληνες αποκόμισαν πολλά λάφυρα, 18 τουρκικές σημαίες, 2πυροβόλα, 5κιβώτια με φουσέκια  και πολλά όπλα καθώς και μεγάλο αριθμό αλόγων, μεταξύ των οποίων και αυτό του Κεχαγιά. Όλες οι σκηνές του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος περιήλθαν στους Έλληνες.   

Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι τη δεύτερη ημέρα οι κλεισμένοι στα ταμπούρια έγιναν επιθετικοί: «…οι εντός του Βαλτετσίου αντί να αμύνωνται, όπως την προτεραίαν επιτέθησαν κατά των αντιπάλων και πιέσαντες αυτούς έτρεψαν μετ’ ου πολύ εις φυγήν, οι δε πρώτοι τραπέντες διωκόμενοι συμπαρέσυραν και το κύριον του Μουσταφάμπεη (Κεχαγιά) σώμα, όστις δεν εσώθη ειμή αφού απώλεσε τον ίππον αυτού…».

           

Οι απώλειες των εμπολέμων

Οι απώλειες των Ελλήνων, που ήταν κλεισμένοι στα ταμπούρια, ήταν μικρές διότι έκαναν πόλεμο αμυντικό, καλυπτόμενοι στα οχυρά τους, ενώ περισσότερες ήταν οι απώλειες των Ελλήνων που ήρθαν σε βοήθεια. Από την άλλη, οι απώλειες των Τούρκων, που συνεχώς έκαναν επιθέσεις, και ιδιαίτερα όσων βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, ήταν σημαντικές. Αναφέρονται διάφοροι αριθμοί, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Από τους κλεισμένους στο Βαλτέτσι Έλληνες οι νεκροί ήταν 4 και οι τραυματίες 17.  Κατά μια εκδοχή, οι Τούρκοι είχαν περίπου 300 νεκρούς και περισσότερους πληγωμένους, ενώ στη διάρκεια της καταδίωξής τους υπέστησαν οι μεγαλύτερες απώλειες. Συνολικά,  τις απώλειες των Τούρκων ο Αμβρόσιος Φραντζής τις υπολογίζει σε νεκρούς 514 και τραυματίες 635. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αναφέρει ότι οι Τούρκοι  είχαν 1.700 νεκρούς και ακόμη περισσότερους τραυματίες. Από τους Έλληνες που ήταν στα ταμπούρια σκοτώθηκαν 4 Μανιάτες, 5 άνδρες του Παπατσώνη, 3 του Φλέσσα, 2 του Πέτροβα και 14 πληγωμένοι. Από τους Έλληνες που ήταν έξω από τα ταμπούρια σκοτώθηκαν  και τραυματίστηκαν 49. Από αυτούς 9 νεκροί και 12 πληγωμένοι ήταν Καρυτινοί.

 

Ονόματα αγωνιστών του Βαλτετσίου

Είναι λίγα τα γνωστά ονόματα των αγωνιστών που με βεβαιότητα έλαβαν μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου. Εκτός από όσους αναφέρθηκαν προηγουμένως, στου Κυριακούλη το ταμπούρι ήταν ο τιτουλάριος επίσκοπος Χαριουπόλεως Δανιήλ Κολουφέκης από τον Κάμπο της Αβίας. Επίσης ήταν ο πρωτοσύγκελλος Μελέτιος Φραντζεσκάκης από την Αρεόπολη και ο Θεόδωρος Μεσίσκλης από τη Νόμια Στο Βαλτέτσι πολέμησαν ο Παναγιώτης Πιερ. Καπετανάκης και ο Σταυριανός Καπετανάκης από το Αλμυρό Αβίας, ακόμη  ο Τζανέτος Κουρκουτάς και ο Αναγνώστης Παγώνης από τη Σέλιτσα (Βέργα) της Αβίας. Επίσης αναφέρεται ότι τραυματίστηκε στο κεφάλι ο Παναγιώτης Βαγγελάκος από τα Άλικα του πρώην δήμου Μέσσης, ο Παναγιώτης Πατσουράκος από τα Κονάκια Μαλεβρίου πληγώθηκε στη δεξιά παρειά, ο Χριστόδουλος Βλαχονικολός από την Τρικότσοβα (Χαραυγή) Αβίας τραυματίστηκε στο πόδι και στον ώμο.

Ο μεγάλος αριθμός των απωλειών των Τούρκων προκάλεσε θρήνο σε όλη την πόλη και παράλληλα δυσφορία απέναντι στον Κεχαγιά. Αντίθετα, οι Έλληνες πανηγύρισαν τη νίκη τους και μεταξύ των λαφύρων ήταν και περίπου χίλια όπλα, που θα αποδεικνύονταν πολύτιμα για τη συνέχεια του αγώνα τους.

 

Η πρώτη περιγραφή της μάχης του Βαλτετσίου

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στις 13 Μαΐου 1821, τη δεύτερη ημέρα της μάχης του Βαλτετσίου, περιέγραψε τα γεγονότα σε επιστολή του στην Μπουμπουλίνα και τον Σπετσιώτη Γεώργιο Λάμπρου. Με αυτή αποκαλύπτει ότι δεν έφτασε στην έναρξη της μάχης, όπως γράφει στη διήγησή του, αλλά τρεις ώρες αργότερα. Δεν θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη οι αριθμοί των εχθρών, που συνήθιζαν να τους μικραίνουν και των δικών τους στρατιωτών, που τους μεγάλωναν. Η επιστολή είναι η ακόλουθη: «...Χθες εις τας τρεις η ώρα της ημέρας εξεστράτευσαν 4.100 τύραννοι και επήγαν κατά των εις Βαλτέτσι στρατευμάτων μας, μοιρασμένοι εις τέσσαρας κολώνας, εξ ων ήτον οι 2 χιλιάδες της καβαλλαρίας (ιππείς)· μου εδόθη η είδησις και αμέσως επήρα 1.300 στρατιώτας και επήγα εις βοήθειάν τους. Οι εν Βαλτετσίω εσφαλίσθησαν εις τα ταμπούρια τους και άνοιξαν τουφέκι· έφθασα και εγώ με τους ανωτέρω, τους οποίους και ετοποθέτησα καλώς, η ώρα εις τας 6 της ημέρας (δηλαδή 11-11.30΄), και τόσον οι έγκλειστοι στρατιώται, καθώς και οι έξωθεν εστάθησαν με τόσην γενναιότητα και ανδρείαν, ώστε αδυνατώ να σας γράψω, ούτε εντρέπομαι να τους ονομάσω Έλληνας τω όντι, ούτε ήλπιζα ποτέ μίαν τοιαύτην γενναιότητα. Η αυτή μάχη εστάθη πεισματική από το μέρος των εδικών μας στρατιωτών, και απηλπισμένη από τους τυράννους και εβάστηξεν έως σήμερον, η ώρα εις τας 4 της ημέρας. Έφθασαν όμως και από Βέρβαινα σήμερον εις βοήθειάν μας 250 στρατιώται, ώστε πανταχόθεν τους κατεσφαλίσαμεν, και βλέποντες την απελπισίαν και χαμόν τους, έκαμαν γιουρούσι κατά τον δρόμον της Τριπόλεως, και τους εβάλαμεν εμπρός συν Θεώ και τη δυνάμει του τιμίου Σταυρού ως πρόβατα κυνηγώντας τους και σκοτώνοντας μέχρι Τριπόλεως. Ευρήκαμεν λέσια (νεκρούς) έως 100, εκτός των όσων αυτοί επρόφθασαν και εσήκωσαν διά νυκτός, και των λαβωμένων, των οποίων το αίμα έτρεχεν εις τον δρόμον ως ποταμός· επήραμε 4 πρεζονιέρηδες (αιχμαλώτους), το μπαϊράκι του Βρωμοκεχαγιά, οπού απέρασεν από το Άργος, εκτός των άλλων μπαϊρακιών, οπού συμποσούνται υπέρ τα 25· τα τσαντήρια του με το να είχε σκοπόν να κατέβη έως το Σινάνον (Μεγαλόπολη) και να στήση τον βρωμισμένον θρόνον του δια να υπάγη ο κόσμος να προσκυνήση· ένα τόπι εις είδος πυργέλας οπού είχε μαζί του, τον τσεπχανέ (εφόδια) του, λάφυρα οι στρατιώται μας ανάγραπτα και άλογα πάμπολα. Εις την σημερινήν μάχην και εν ταυτώ νίκην χρεωστεί η Πατρίς εορτήν και όλοι μας, ωσάν οπού ήτον ή να σώση τους εγκατοίκους Γραικούς Πελοποννησίους, ή να τους αφανίση και να τους αφήση αιωνίως κατησχυμένους. Δοξάσατε τον Θεόν άπαντες όπου δυνάμει του τιμίου Σταυρού ανέδειξε το δυστυχές Γένος μας νικητικόν..».

 

           

Η σημασία της νίκης του Βαλτετσίου

Μεταξύ των Πελοποννησίων, εξαιρουμένων των Μανιατών και λίγων παλαιών κλεφτών, όλοι οι άλλοι Έλληνες εφοβούντο τους Τούρκους και δεν τολμούσαν να σταθούν να τους πολεμήσουν. Η σημασία της νίκης του Βαλτετσίου είναι ασύλληπτη, διότι πήραν θάρρος οι Έλληνες, ενώ έπεσε το ηθικό και καταρρακώθηκε η υπεροψία των Τούρκων.

Ο Αμβ. Φραντζής γράφει: «Εν τοσούτω η εν τω Βαλτετσίω συμβάσα αύτη μάχη των 12 και 13 Μαΐου, αφ' ης επροξενήθη τοσαύτη καταστροφή εις τους Οθωμανούς, επεσφράγισε τας ελπίδας των Ελλήνων ότι η χειρ του Υψίστου είναι μετ' αυτών, ότι θέλει προοδεύσει ο σκοπός της ελευθερίας...». Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αξιολόγησε τη μάχη του Βαλτετσίου με τα ακόλουθα: «...Αλλά το σπουδαιότερον υπήρξεν ότι η πολιορκία (της Τριπολιτσάς) δεν διελύθη και ότι το θάρρος των Ελλήνων ηύξησεν. Ευλόγως άρα το εν Βαλτετσίω τρόπαιον ελογίσθη ως ο θεμέλιος λίθος της Πελοποννησιακής ανεξαρτησίας και δικαίως εξυμνήθη ως εν των μάλλον αξιομνημονεύτων έργων της επαναστάσεως...».

Ο Άγγλος Thomas Gordon στην ιστορία του αναφέρει για τη μάχη στο Βαλτέτσι τα ακόλουθα: «...Το γεγονός αυτό που μεγαλοποιήθηκε από τους νικητές με τον πομπώδη τίτλο Μάχη του Βαλτετσίου, ήταν αξιοσημείωτο για την ηθική του επίδραση και για την αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων, σε αντίθεση προς τις αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε πάνω στον εχθρό· και βεβαίως έκρινε την εξέλιξη του αγώνα στην Πελοπόννησο και ίσως την τύχη της όλης επαναστάσεως, γιατί, αν η μάχη χανόταν, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι καταστρεπτικές στις νότιες επαρχίες,...». Ο Γ. Φίνλεϋ για τη μάχη του Βαλτετσίου γράφει: «...Σε αυτή τη μάχη πολέμησαν πέντε χιλιάδες Τούρκοι και τρεις χιλιάδες Έλληνες. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν τετρακόσιοι και από τους Έλληνες εκατόν πενήντα. Η νίκη όμως ήταν τόσο καταφανώς υπέρ των Ελλήνων, ώστε η μάχη του Βελτετσίου εκμηδένισε τη στρατιωτική φήμη των Τούρκων στον Μοριά και έσπασε το ηθικό τους στην Τριπολιτσά...». Ο Ιωάννης Φιλήμων, τονίζοντας τη συμβολή όσων ήσαν κλεισμένοι στα ταμπούρια  και τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξαν, γράφει: «...διαφέρει όμως ο αποφασιστικός κίνδυνος, εν ω ερρίφθησαν οι κλεισθέντες, καθότι, εν περιπτώσει αποτυχίας, ουδεμία αυτοίς σωτηρίας απελείπετο ελπίς». Παρακάτω τονίζει τη γενικότερη σημασία της νίκης εκείνης και προσθέτει: «Άνευ της νίκης του Βαλτετσίου αδύνατος, δύναταί τις ειπείν, απέβαινε πλέον η σύστασις Ελληνικού στρατοπέδου...». Συνεχίζοντας προσθέτει ότι, όπως μπορούμε να πούμε ότι η 25η Μαρτίου υπήρξε ο Ευαγγελισμός της Ελληνικής Επανάστασης, μπορούμε να ονομάσουμε τη 12η Μαΐου ως το Πάσχα της Ελληνικής Ανάστασης. Η σημασία της νίκης στο Βαλτέτσι μεγεθύνεται αναλογιζόμενοι όσα αναφέρει ο Διονύσιος Κόκκινος: «...Εσκέπτετο ακόμη ο Κεχαγιάμπεης να προτείνη ακολούθως την μετατόπισιν των ελληνικών πληθυσμών της χερσονήσου εις άλλα μέρη και την ομαδικήν εγκατάστασιν μεγάλου αριθμού Τούρκων, ώστε η Πελοπόννησος να χάση τον ελληνικόν της χαρακτήρα διά παντός. Το σχέδιον τούτο, το οποίον δεν εστερείτο σοβαρότητος, ανέτρεψεν η τουρκική ήττα εις το Βαλτέτσι...».

Η νίκη της 12ης -13ης Μαΐου 1821 στο Βαλτέτσι αποτελεί το φωτεινό ορόσημο, που θεμελίωσε την ελπίδα της νίκης και έδωσε το όραμα της ελευθερίας στους επαναστατημένους Έλληνες. Η νίκη ήταν αναμφισβήτητα όλων των Ελλήνων πολεμιστών. Ακόμη και αυτοί που δεν πρόλαβαν να φθάσουν στο πεδίο της μάχης, με την μακρινή παρουσία τους φόβισαν τους Τούρκους, οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε επαίσχυντη φυγή. Αλλά οι Μανιάτες, οι Μεσσήνιοι και οι λιγοστοί Αρκάδες, όσοι πρωταγωνίστησαν κλεισμένοι στα ταμπούρια του Βαλτετσίου, παραγκωνίστηκαν και έμειναν ταπεινοί θεατές στο στεφάνωμα ως νικητή του Θ. Κολοκοτρώνη. Ο τελευταίος καρπώθηκε ολοκληρωτικά τη νίκη, από την οποία δεν του ανήκε παρά μόνο ένα μικρό μέρος. Όπως αναφέρει ο Ιω. Φιλήμων μετά τη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, στους ηττημένους, Τούρκους και Αλβανούς, έπεσε διχόνοια. Υπήρξε διαφωνία, αλλά και δυσπιστία μεταξύ των γηγενών Τούρκων και των Αλβανών, που είχαν έλθει στην Τριπολιτσά με τον Κεχαγιά. Οι Τούρκοι απαιτούσαν να προμαχούν οι Αλβανοί ως μισθοφόροι. Αντίθετα οι Αλβανοί ισχυρίζονταν ότι οι Τούρκοι, που είχαν τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους εκεί, θα έπρεπε να μπαίνουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

 

Ο αναγνώστης που επιθυμεί βιβλιογραφικές παραπομπές θα τις βρει στο βιβλίο του Σταύρου Καπετανάκη: «Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821», από τις εκδόσεις της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών.


NEWSLETTER