Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2021 12:30

Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 17ο και τον 18ο αιώνα

Γράφτηκε από τον


Το διεθνές περιβάλλον

Στα μέσα του 17ου αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία έχοντας καταλάβει τα Βαλκάνια, είχε φτάσει μέχρι την Ουγγαρία. Ο επόμενος στόχος της επεκτατικής πολιτικής των Οθωμανών έγινε για δεύτερη φορά μετά το 1529, η «Πύλη της δυτικής Ευρώπης» Βιέννη. Η αφορμή δόθηκε το 1682 με τη μη ανανέωση από τον αυτοκράτορα της Αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους Λεοπόλδο Α´, του εικοσαετούς συμφώνου ειρήνης που είχε υπογράψει το 1664, με την οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1679 μια επιδημία πανώλης είχε ενσκήψει στη Βιέννη και φυσικά την έκανε ευάλωτη. Ταυτόχρονα με την μη υπογραφή του συμφώνου, ξεσηκώθηκαν εναντίον της κεντρικής εξουσίας των Αψβούργων, λόγω της αυστηροποίησης των μέτρων κατοχής, οι Ούγγροι φεουδάρχες. Αυτοί υπό την ηγεσία του Emeric Thököly στράφηκαν για βοήθεια στους Οθωμανούς. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και ανακήρυξε τον Thököly βασιλιά της Άνω Ουγγαρίας. Ο στρατός των Τούρκων με περίπου εκατόν εβδομήντα χιλιάδες στρατιώτες και πυροβολικό, την άνοιξη του 1683 πολιόρκησε την αποδυναμωμένη Βιέννη.
Η Αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού Έθνους όμως είχε την ευλογία του πάπα. Αφού η συμφωνία δεν ανανεώθηκε, ο Λεοπόλδος Α΄ συμμάχησε με τη Βαυαρία εναντίον της Γαλλίας στα δυτικά, όπου βασίλευε ο εξάδελφός του και μεγάλος του αντίπαλος Λουδοβίκος ΙΔ΄ και της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα ανατολικά. Προσπάθησε να συμμαχήσει και με τους Πολωνούς, αλλά χωρίς επιτυχία. Ότι δεν κατάφερε όμως ο Λεοπόλδος Α΄, το κατάφερε ο πάπας Ιννοκέντιος ΙΑ εξασφαλίζοντας τη στήριξη στη Βιέννη του Πολωνού βασιλιά και δούκα της Λιθουανίας, Jan Sobieski. Ο πάπας είχε ενισχύσει τον κοινό αγώνα με ενάμισι εκατομμύρια ολλανδικά gulden.
Κι ενώ τα πράγματα έδειχναν απελπιστικά για τους περίπου δεκαέξι χιλιάδες υπερασπιστές της Βιέννης, αφού το κύριο μέρος του πληθυσμού μαζί με τον Λεοπόλδο Α΄ είχε εγκαταλείψει την πόλη, η πολιορκία λύθηκε μετά την επιτυχημένη κοινή επίθεση του Sobieski και του αρχιστράτηγου των αψβουργικών δυνάμεων Charles IV de Lorraine. Οι Τούρκοι έχασαν δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες και άφησαν πίσω τους πλούσια λάφυρα και πέντε χιλιάδες αιχμαλώτους. Οι υπερασπιστές της Βιέννης και οι δυνάμεις του Sobieski έχασαν τεσσεράμισι χιλιάδες άνδρες. Ταυτόχρονα η απόκρουση των Τούρκων στη Βιέννη σηματοδότησε την αρχή της κυριαρχίας των Αψβούργων στην πολιτική σκηνή της κεντρικής Ευρώπης. Ακόμα μία φορά, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν την Ευρώπη. Η ήττα του Μεχμέτ Δ´ σήμανε ουσιαστικά την παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας που οδήγησε στον αργό κατακερματισμό της.
Και σαν να μην τους έφτανε αυτό, την επόμενη χρονιά (1684) ξέσπασε ο έκτος βενετο-τουρκικός πόλεμος. Η Βενετία έστειλε την Αρμάδα της υπό τον Francesco Morosini στην ελληνική χερσόνησο. Ο Morosini κατέλαβε τον Μοριά, την Αττική, έφτασε μέχρι τη Χαλκίδα και τελικά δημιούργησε το Regno di Morea. Τότε άρχισε να είναι ευδιάκριτη η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι έχασαν μεγάλο μέρος από τα εδάφη που κατείχαν στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η απώλεια των εδαφών οδήγησε σε εκχωρήσεις αυτονομίας που είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των κρατικών εσόδων.
Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησαν και τα επεκτατικά σχέδια του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας. Οι ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι έγιναν αλλεπάλληλοι. Έτσι από τότε, σχεδόν σε κάθε αναμέτρηση η οθωμανική αυτοκρατορία έχανε εδάφη. Η διαρκής συρρίκνωσή της και η τύχη των εδαφών που εγκατέλειπε οδήγησε αργότερα στο «ανατολικό ζήτημα». Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, η Ρωσία καθιερώθηκε ως μία Μεγάλη Δύναμη που διεκδικούσε συμμετοχή στα σχέδια των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά, η Ρωσία έχοντας στόχο τα Δαρδανέλια και την έξοδο στη Μεσόγειο, επεδίωκε τη διάλυση και διανομή των εδαφών του «μεγάλου ασθενή», δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη όμως, κυρίως η Γαλλία και η Αγγλία που είχαν πολλά συμφέροντα και καλές σχέσεις με τους Οθωμανούς, επιδίωκαν την διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακριβώς για να εμποδίζει την έξοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο. Η Αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους μετά τις εδαφικές προσαρτήσεις που κατάφερε, συντάχθηκε με την άποψη της διατήρησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή η διελκυστίνδα συμφερόντων ήταν και η αιτία της σχετικά αργής αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ο πύργος των Ανέμων (Αέρηδες) Αθήνα - Views in Greece, from Drawings by Edward Dodwell 1819 - The Gennadius Library - The American School of Classical Studies at Athens.

Η διοίκηση

Όμως και στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας η κεντρική διοίκηση έχανε τον έλεγχο και την ισχύ της. Σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, η γη ανήκει στον θεό. Κι επειδή ο επίγειος εκπρόσωπός του είναι ο σουλτάνος, η γη ανήκει σε αυτόν. Από την πρώτη τουρκοκρατία είχε θεσπιστεί ότι οι μορφές κατοχής γης ήταν τρεις:
α. οι δημόσιες γαίες,
β. τα βακούφια και
γ. οι ιδιωτικές γαίες (τσιφλίκια και τιμάρια, ζιαμέτια και χάσια).

Ο σουλτάνος είχε τις δημόσιες εκτάσεις που είχαν περιέλθει σ’ αυτόν από κατακτήσεις, ορφανές ιδιοκτησίες λόγω ελλείψεως κληρονόμων ή δημεύσεις περιουσιών. Αυτός παραχωρούσε ένα μέρος τους σε μέλη της ακολουθίας του και με τη μορφή της ισόβιας επικαρπίας (τιμάριο) ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους σε πασάδες, βεζίρηδες, και ιππείς ή σπαχήδες με την προϋπόθεση ότι αυτές οι υπηρεσίες θα συνεχίζονταν. Αυτή ήταν μια εξέλιξη του βυζαντινού συστήματος των προνοιών, μια άλλη μορφή της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Μερικές φορές οι τιμαριώτες είχαν στα καθήκοντά τους τη συλλογή των φόρων του τιμαρίου τους. Από τους φόρους κρατούσαν ως ανταμοιβή ένα μέρος τους. Τα βακούφια παραχωρούνταν σε θρησκευτικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Εκεί υπάγονταν και οι εκτάσεις που κατείχαν οι ορθόδοξες μονές.
Το μεγαλύτερο μέρος των εύπορων εδαφών, όπως οι πεδιάδες της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας είχαν παραχωρηθεί στους Τούρκους ή στα θρησκευτικά ιδρύματα. Μόνο λίγα ορεινά και άγονα εδάφη της Ηπείρου, της κεντρικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των νησιών παρέμειναν στην ιδιοκτησία μικρού μέρους του γηγενούς χριστιανικού πληθυσμού. Οι περισσότεροι χριστιανοί αγρότες ήταν ακτήμονες και στην καλύτερη περίπτωση εργάζονταν ως ένοικοι ή και ως δούλοι στις δημόσιες εκτάσεις, στα βακούφια ή στα τιμάρια και στα τσιφλίκια. Όλοι, μαζί με τις οικογένειές τους, ήταν «εξαρτήματα» της γης που καλλιεργούσαν και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν από αυτήν. Υπήρχε και ένα μικρό ποσοστό ανεξάρτητων αγροτών με μικρές ιδιοκτησίες γης. Αυτοί ήταν εγκατεστημένοι σε ελεύθερα χωριά, τα κεφαλοχώρια. Αυτά ήταν κατά κανόνα ορεινά, οι κάτοικοί τους ήταν ελεύθεροι γεωργοί και προστατεύονταν από τον ισλαμικό νόμο.
Με την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας, κυρίως μετά τον 17ο αιώνα, μεγάλο μέρος των ιδιωτικών γαιών αλλά και των τιμαρίων μετατρεπόταν σε τσιφλίκια. Το τσιφλίκι (giftlik), σε αντίθεση με τα τιμάρια είχε κληρονομικό χαρακτήρα. Έτσι οι ισόβιοι κάτοχοι των τιμαρίων, αγοράζοντας νέες εκτάσεις μετατρέπονταν σε τσιφλικάδες με σκοπό την μεταβίβαση της περιουσίας τους στους απογόνους τους.
Το φορολογικό σύστημα που επιβλήθηκε στους υπόδουλους Έλληνες διέφερε από περιοχή σε περιοχή και ήταν ανάλογο των συνθηκών και των αναγκών της αυτοκρατορίας. Οι φόροι ήταν τακτικοί και προβλέπονταν από τον ισλαμικό νόμο και έκτακτοι που επιβάλλονταν με σουλτανικά «φιρμάνια» για να καλύψουν έκτακτες κρατικές ανάγκες. Οι τακτοί φόροι ήταν δύο:
α. Ο κεφαλικός φόρος, που υποχρεωνόταν να καταβάλει κάθε μη μουσουλμάνος (εξαιρούνταν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ανάπηροι).
β. Το χαράτσι που επιβαλλόταν τόσο στην καλλιεργούμενη έκταση όσο και στα παραγόμενα προϊόντα (πρόσοδος). Ο φόρος της προσόδου ήταν από το μισό μέχρι το 1/8 της ετήσιας παραγωγής.

Η αδυναμία της κεντρικής διοίκησης για την είσπραξη των φόρων οδήγησε στην εκμίσθωση της είσπραξης σε τοπικούς εκπροσώπους της. Οι φοροεισπράκτορες με την αυθαίρετη ερμηνεία των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και οι διαρκώς αυξανόμενες φορολογικές απαιτήσεις της διοίκησης, οδήγησαν στον μαρασμό τους υπόδουλους Έλληνες. Η κακοδιοίκηση βέβαια είχε τις ρίζες της και στους κατά τόπους επαρχιακούς διοικητές. Αυτοί για να καταλάβουν τη θέση αναγκάζονταν να δανείζονται για να αγοράσουν το προσοδοφόρο αξίωμα. Έτσι για να μην ανακληθούν, κατέφευγαν στην αδικία και τις αρπαγές. Όμως τί μπορούσαν να αρπάξουν; Το ίδιο έκαναν και οι προκάτοχοί τους καθώς και οι δικαστές (καδήδες). Η αρπαγή των περιουσιών γινόταν με τη συνεργασία των τοπικών διοικητών και δικαστών. Οι διοικητές κατηγορούσαν και ενοχοποιούσαν αθώους και οι δικαστές τους εξόντωναν με βαριές ποινές. Κατόπιν οι «συνεταίροι» μοιράζονταν τη λεία τους. Ο χριστιανικός πληθυσμός των επαρχιών είχε ξεπεράσει τα όρια της εξαθλίωσης.
Μετά τον 17ο αιώνα, συνεχιζόταν η παρακμή και η εξουσία του σουλτάνου μειώθηκε. Η διακυβέρνηση του κράτους είχε περάσει στον μεγάλο βεζίρη. Αυτός με το διβάνι, δηλαδή ένα διοικητικό συμβούλιο με τους εννέα βεζίρηδες του διβανιού (kubbe), τους τρεις δεφτερδάρηδες (υπεύθυνοι για το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο), τους καζασκέρηδες (στρατιωτικοί ιεροδικαστές) της Ανατολής και της Ρούμελης, τον νισαντζή (υπεύθυνος για το μονόγραμμα του σουλτάνου), τους βεζίρηδες διοικητές των εγιαλετίων και τον καπουδάν πασά, διοικητή του εγιαλετίου των νησιών της Άσπρης θάλασσας (Μεσογείου) ήταν υπεύθυνοι για την κρατική μηχανή.
Τα εγιαλέτια ήταν μεγάλες διοικητικές περιφέρειες που αντικατέστησαν τα παλιότερα μπεηλερμπεηλίκια και πασαλίκια. Το εγιαλέτι (eyalet) συγκροτούσαν τα σαντζάκια (sancak) ή λιβάδες που διαιρούνταν σε καζάδες (kaza), δηλαδή διοικητικές περιφέρειες αντίστοιχες με τις επαρχίες. Υποδιαιρέσεις του καζά ήταν οι ναχιγιέδες (nahiye). Το βιλαέτι είχε πολλές ερμηνείες και μπορούσε να αφορά σαντζάκι, καζά ή και απλό αρματολίκι.
Με την πάροδο των χρόνων, το διβάνι έγινε ολιγομελές και συνεδρίαζε μια φορά κάθε έξι εβδομάδες. Τον 18ο αιώνα, στο διβάνι, εκτός από τον μεγάλο βεζίρη συμμετείχαν: οι τρεις δεφτερδάρηδες, οι δύο καζασκέρηδες, ο καπουδάν πασάς και ο νισαντζής. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι συμμετέχοντες ως ακροατές: ο ρεΐς εφέντης (προϊστάμενος των εξωτερικών και της γραμματείας) και ο μεγάλος διερμηνέας. Συνήθως οι διερμηνείς ήταν χριστιανοί και από τον 17ο αιώνα Έλληνες Φαναριώτες.
Οι υπόδουλοι πληθυσμοί, στις περιοχές που βρίσκονταν μακριά από την κεντρική διοίκηση, υπολογίζοντας στη βοήθεια των χριστιανικών λαών της Ευρώπης αλλά και κυρίως της Ρωσίας, ξεσηκώθηκαν κατά καιρούς για να ελευθερωθούν. Οι κινήσεις τους όμως ήταν ανεπιτυχείς. Ταυτόχρονα αυξήθηκε η μετανάστευση και κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες για να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξουσία και περισσότερο πλούτο. Έτσι εγκαταλείφθηκαν πολλές εκτάσεις γης. Ο μαρασμός των αγροτικών εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες λόγω των αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων επέτεινε την παρακμή. Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην οθωμανική αυτοκρατορία και κυρίως μετά τα ορλωφικά, λόγω της δράσης των ενόπλων ομάδων των άγριων Αλβανών του Χατζή Οσμάν μπέη αλλά και των γενιτσάρων που επεδίωκαν εύκολο πλουτισμό, επικράτησαν το χάος και η αναρχία στην ελληνική χερσόνησο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1804, ξεκίνησε η εξέγερση των Σέρβων που αποδυνάμωσε περισσότερο την κεντρική διοίκηση.
Μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας που έγινε από τον σουλτάνο Σελίμ Γ΄ στο τέλος του 18ου αιώνα, απέτυχε οικτρά. Αυτός μεταξύ άλλων μέτρων, όπως της δημιουργίας οπλοβιομηχανίας καθώς και ναυπηγείων πολεμικών πλοίων, της αποστολής πρεσβευτών σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προσπάθησε να καταργήσει και το σώμα των γενιτσάρων και να αναδιαρθρώσει τη γαιοκτησία. Αυτό ενόχλησε τους αγιάνηδες (τοπάρχες) οι οποίοι λίγο αργότερα, το 1807, μαζί με τους γενίτσαρους και έχοντας ισχυρούς δεσμούς με τις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις κατάφεραν να τον ανατρέψουν.

Τσιφλίκι στη Λάρισα - Views in Greece, from Drawings by Edward Dodwell 1819. The Gennadius Library - The American School of Classical Studies at Athens