Καθώς όμως η Επανάσταση εξαπλωνόταν, ανέκυπτε το ζήτημα της διοικητικής οργάνωσής της. Με πρωτοβουλία της «Μεσσηνιακής Συγκλήτου» έγινε προσπάθεια για σύγκλιση μιας γενικής συνέλευσης όλων των επαναστατημένων στη Μονή του Αγίου Νικολάου στις Καλτεζές. Όμως, μετά την υπαναχώρηση των νησιωτών της Ύδρας και των Σπετσών, η σχεδιαζόμενη γενική συνέλευση μετατράπηκε σε πελοποννησιακή σύνοδο. Στις 26 Μαΐου, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, οι πρόκριτοι εξέδωσαν την παρακάτω πράξη:
‘Αριθμ. Α΄.
ΠΑΤΡΙΣ
Η γενική ευταξία των υποθέσεων της πατρίδος μας Πελοποννήσου, και η αισία έκβασις του προκειμένου ιερού αγώνος περί της σεβαστής ελευθερίας του Γένους μας, επειδή και αναγκαίως απήτουν την γενικήν συνέλευσιν και σκέψιν, συνηθροίσθημεν επί τούτου οι υπογεγραμμένοι από μέρους των επαρχιών μας, έχοντες και την γνώμην και όλων των απόντων μελών, κατά την σεβαστήν Μονήν των Καλτεζιών, κατ’ εύλογον κοινήν ημών γνώμην και απόφασιν, και όλων των απόντων, εκλέξαντες τους φιλογενεστάτους Κυρίους τόν τε άγιον Βρεσθένης Θεοδώρητον, Σωτήριον Χαραλάμπου, Αθανάσιον Κανακάρην, Αναγνώστην Παπαγιαννόπουλον, Θεοχαράκην Ρέντην και Νικόλαον Πονηρόπουλον, καθ' υπακοήν και συγκατάνευσιν και αυτών εις την κοινήν ημών ταύτην πρότασιν, τους διορίζομεν, δια να παρευρίσκωνται μετά του ενδοξοτάτου κοινού αρχιστρατήγου μας Π. Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν επέχοντες την Γερουσίαν όλου του Δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της ενδοξότητός του, να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι, και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν, απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ' όποιον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίση και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις ν' αντιτείνη, ή να παρακούη εις τα νεύματα και διαταγάς των και τούτο το υπούργημά των και η ημετέρα εκλογή θέλει διατρέξει και θέλει έχει το κύρος μέχρι της αλώσεως της Τριπολιτζάς και δευτέρας κοινής σκέψεως. Και περί μεν της από μέρους των ειλικρινούς, απαθούς, και μετά της δυνατής επιμελείας και σκέψεως εις το άνωθεν υπούργημά των εξακολουθίας, καθώς και της από το μέρος ημών τε και όλων των απόντων υπακοής και άνευ τινός ανθιστάσεως, προφασιολογίας και αναβολής της εξακολουθίας και ενεργείας των νευμάτων και διαταγών των, ελάβομεν αμφότερα τα μέρη τον προσήκοντα όρκον ενώπιον του Υψίστου Θεού εν βάρει συνειδότος και της τιμής μας. Και ούτως επεδόθη αυτοίς το παρόν ενυπόγραφον αποδεικτικόν και κυρωτικόν γράμμα μας.
1821, Μαΐου 26.
Ακολουθούν υπογραφές των συμμετεχόντων
(Έλους Άνθιμος, Παναγιώτης Κρεββατάς, Δημήτριος Καραμάνος, Παναγιώτης Ζαριφόπουλος, Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Αθανάσιος Κωνστ. Κυριακός, Πέτρος Σαλαμόνος, Μανώλης Μελετόπουλος, Μιχάλης Κομητάς, Βασίλειος Σακελλαρίου, Αναγνώστης παπα γιοργίου, Νικόλαος Πετμεζάς και αδελφί μου, Κοσταντής Χρησαντακόπουλος κε αδελφή, Δημήτρης Μέλιος μετά των λοιπών Καπετανέων Αρκαδίας, Ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος του Αγίου Χριστιανουπόλεως, Κανέλλος Δεληγιάννη, Νικόλαος Ταμπακόπουλος, Δημήτριος παπα Τζόνη, Κωνστ. Ζαφιρόπουλος, Νικόλαος Σπυλιοτόπουλος, Παναγιώτης Μερίκας, Θεοδωράκης Πουλώπουλως, Παναγιώτης Γαλόπουλος, Σακελάριος παπα Φότου, Γεώργιος Αγαλόπουλος, Αναγνώστης Τζηορτζάκης, Νικόλαος Παλλαδάς, Αθανάσιος Κυριακός, Ρήγας Παλαμήδης, Παπαπαναγιώτης παπαλεξίου).
Η νέα επιτροπή που προέκυψε, διαδεχόμενη τη «Μεσσηνιακή Σύγκλητο», ήταν η «Γερουσία της Πελοποννήσου». Αυτή εκτός του συντονιστικού ρόλου για τη συνέχιση του Αγώνα και την εφαρμογή ενός φορολογικού συστήματος για τη συντήρησή του, ήταν και μια προσπάθεια των προκρίτων να προλάβουν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, πριν την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη, αδελφού του διορισμένου από τις κεφαλές της Αρχής επικεφαλής του αγώνα, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Όμως σ’ αυτή τη διοικητική πράξη είναι ξεκάθαρη η πρόθεση όλων για την άλωση της Τριπολιτσάς αφού άλλωστε η τύχη της είχε κριθεί στο Βαλτέτσι και η ζωή σ’ αυτή, λόγω του αποκλεισμού, ολοένα και δυσκόλευε.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφθασε τελικά στο Μοριά στα μέσα Ιουνίου. Αμέσως με την άφιξή του, οι απελπισμένοι από την πολιορκία τους Τούρκοι της Μονεμβασιάς έστειλαν άνθρωπό τους και του ζήτησαν να συνθηκολογήσουν για την παράδοση του φρουρίου. Απεσταλμένος του Υψηλάντη στη Μονεμβασιά ήταν ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, ο οποίος πέτυχε συμβιβασμό με τους Τούρκους του κάτω φρουρίου και τους ζήτησε να συνεννοηθούν με τους κλεισμένους στην ακρόπολή του. Το φρούριο και όλα τα όπλα του παραδόθηκαν, ενώ οι πολιορκημένοι το εγκατέλειψαν χωρίς να πάρουν μαζί τους το παραμικρό από την περιουσία τους. Οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν ασφαλείς σε πλοία που τους πήγαν στο Κουσάντασι (Αρχ. Έφεσος). Βέβαια υπήρξαν και παρασπονδίες, αφού οι τελευταίοι που αναχωρούσαν από τη Μονεμβασιά έπεσαν θύματα αρπαγών και κακοποιήσεων από τους ανεξέλεγκτους άτακτους που λίγο πριν τους πολιορκούσαν.
Στις 13 Ιουνίου 1821, οι Επτανήσιοι με τα κανόνια τους και ο Δημήτριος Πλαπούτας στη θέση του αδελφού του Γιωργάκη που πέθανε από συμφόρηση λίγες ημέρες πριν, ο Ανδρέας Μεταξάς, οι Ολύμπιοι, ο Ζανέτος Χριστόπουλος αφού έδιωξαν τους Λαλαίους και τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας, κατέλαβαν του Λάλα.
Αυτή τη στιγμή εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, διπλωμάτης και πολιτικός, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την Επανάσταση αλλά και στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες. Ξεκινώντας από της παραδουνάβιες ηγεμονίες, πέρασε στην Πίζα και από εκεί κατέβηκε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στην Επανάσταση. Τον Ιούνιο του '21 ο Μαυροκορδάτος εξόπλισε ένα πλοίο στο Λιβόρνο, πέρασε στην Μασσαλία και από εκεί με εβδομήντα εθελοντές Έλληνες της διασποράς, τέσσερις Γάλλους και τρεις Ιταλούς φιλέλληνες, κατευθύνθηκε στην Πάτρα που πίστευε ότι είχε απελευθερωθεί. Πλησιάζοντας όμως στην Πάτρα έμαθε ότι αυτή ήταν στα χέρια των Τούρκων κι έτσι βγήκε στο Μεσολόγγι. Εκεί έβαλε τις βάσεις μιας πολιτικής οργάνωσης, της «Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», πέρασε στον Μοριά και κατευθύνθηκε στην Τριπολιτσά συμμετέχοντας στην πολιορκία της. Εκεί, τον Αύγουστο συναντήθηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη και κατάφερε να οριστεί πληρεξούσιός του.
Στις 5 Αυγούστου 1821, οι Τούρκοι του Νιοκάστρου μετά από πολύμηνη πολιορκία υπέγραψαν με τους επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο, τον Νικόλαο Πονηρόπουλο, τον αρχηγό των Μανιατών Κωνσταντίνο-Πιερράκο Μαυρομιχάλη κ.ά. συμφωνία παράδοσης του φρουρίου και ασφαλούς μεταφοράς τους στην Τύνιδα. Την επόμενη ημέρα όμως, οι πολιορκημένοι της Μεθώνης έκαναν δοκιμαστική έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος-Πιερράκος Μαυρομιχάλης. Έτσι με πρόφαση το θάνατο του Μαυρομιχάλη δεν τηρήθηκαν τα υπεσχημένα στην αποχώρηση των Τούρκων του Νιόκαστρου και ακολούθησε φονικό και πλιάτσικο.
Μια μελανή σελίδα της ιστορίας της Επανάστασης γράφτηκε τότε στο Νιόκαστρο και στον όρμο του Ναυαρίνου. Γενική και άγρια σφαγή των Τούρκων που περίμεναν μάταια να επιβιβασθούν στα πλοία. Τα βραχάκια της ακτής, λίγο πιο πέρα από το κατοπινό Γυμνάσιο Πύλου, έγιναν ό τόπος της εκτέλεσης των Τούρκων. Όσοι από αυτούς είχαν καταφέρει να μπουν σε βάρκες, εγκαταλείφθηκαν στο Χελωνήσι, στο κέντρο του όρμου, όπου και πέθαναν μετά από μέρες από δίψα και ασιτία. Τα λάφυρα τα πήραν οι νικητές, ο καθένας για τον εαυτό του «ξεχνώντας το Δημόσιον»… Ακριβώς αυτή η μη ισότιμη διανομή της λείας, ήταν και η αιτία που όσοι δεν πρόλαβαν να πάρουν μερτικό από τις τούρκικές περιουσίες, έχασαν το ενδιαφέρον τους για τον σχεδιαζόμενο, αμέσως μετά το Νιόκαστρο, αποκλεισμό της Μεθώνης και της Κορώνης. Η Μεθώνη και η Κορώνη δεν έπεσαν ποτέ, αφού άντεξαν μέχρι το τέλος Αυγούστου και ανεφοδιάστηκαν από τον τουρκικό στόλο.
Από τα τέλη Μαΐου ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας το στρατηγικό του σχέδιο εγκατέστησε στρατόπεδα περιμετρικά της Τριπολιτσάς αρχίζοντας ουσιαστικά την πολιορκία της. Κύριο στρατόπεδό του ήταν το ορδί του στους Αγίους Θεοδώρους στα Τρίκορφα. Άλλα στρατόπεδα ήταν αυτό του Αγίου Βλάση που είχε καταλάβει στις 24 Μαΐου, στη Θάνα μετά και τη νίκη τους εκεί στις 5 Ιουνίου, στις Ρίζες, στου Βερσοβά, στο Στενό και στα Τσίπιανα. Η τροφοδοσία των αγωνιστών γινόταν με τη φροντίδα των κατοίκων της περιοχής ενώ η πυρίτιδα ήταν προσφορά των κατοίκων της Δημητσάνας που με τους αδελφούς Σπηλιωτόπουλους και ελάχιστα μέσα δούλευαν νυχθημερόν παράγοντας περίπου 500 οκάδες μπαρούτι την ημέρα. Για τα βόλια έπαιρναν το μολύβι από τις σκεπές των τζαμιών και για τα φυσίγγια το χαρτί από τα βιβλία των μοναστηριών και της βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Για να σφίξουν την πολιορκία «έκοψαν» το νερό από τους Κήπους και τους Μύλους. Στις 12 Ιουνίου, έφθασε στα Τρίκορφα επιστολή του Δημήτριου Υψηλάντη από την Ύδρα που πληροφορούσε τους αγωνιστές για την επικείμενη άφιξή του στον Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης και πολλοί οπλαρχηγοί αναχώρησαν για να υποδεχθούν τον πρίγκηπα στο Άστρος. Στους Αγίους Θεοδώρους έμεινε αρχηγός ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι προσπάθησαν να αρπάξουν την ευκαιρία λόγω της απουσίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των άλλων και επιτέθηκαν στους Αγίους Θεοδώρους. Όμως ο Πάνος με τους άνδρες του και τον παπά Δημήτρη από του Τετέμπεη, τα κατάφερε τρέποντας τους Τούρκους σε φυγή. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης συνάντησε τον πατέρα του και τον Δημήτριο Υψηλάντη στα Βέρβενα.
Η πολιορκία της Τριπολιτσάς έγινε συστηματική από τις 2 Ιουλίου 1821, μετά την άφιξη του Υψηλάντη στα Τρίκορφα. Στις 6 Ιουλίου 1821 έφθασε στην πολιορκημένη πόλη επιστολή με «όρους παραδόσεως» του Δημητρίου Υψηλάντη που υπέγραφε ως πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου. Ακολούθησαν αψιμαχίες γύρω από την Τριπολιτσά για περίπου ένα μήνα. Τα μάτια όλων στον Μοριά ήταν στραμμένα στις ενέργειες του Δημήτριου Υψηλάντη.
Στις 19 Ιουλίου, ο Δημήτριος Υψηλάντης με εγκύκλιο καλεί τους προκρίτους και τους κατοίκους να ενισχύσουν τον Αγώνα. Όσοι μπορούσαν έφθαναν στα Τρίκορφα. Οι συγκεντρωμένοι γύρω από την Τριπολιτσά στο τέλος Ιουλίου ήταν περισσότεροι από επτά χιλιάδες ενώ στο τέλος Αυγούστου πάνω από δέκα. Κι ενώ ο κλοιός έσφιγγε, τον Αύγουστο του 1821 οι πολιορκημένοι Τούρκοι επιχειρούσαν νυκτερινές εξόδους για τρόφιμα ή συγκομιδή καρπών από τα κοντινά κτήματα.
Για να κοπεί και αυτή η ανατροφοδότηση, έτσι ώστε η πολιορκία να γίνει ασφυκτική, ο Κολοκοτρώνης διέταξε να ανοίξουν ένα χαράκωμα (γράνα) μήκους περίπου επτακοσίων μέτρων, βάθους ενός μέτρου και πλάτους δύο μέτρων από τη θέση Μύτικα και το χωριό Μπεντένι μέχρι τον λόφο που βρισκόταν κοντά στο χωριό Λουκά, όπου ήταν το οχυρό του οπλαρχηγού Ιωάννη Νταγρέ. Τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Αυγούστου περίπου τρεις χιλιάδες Τούρκοι, πεζοί και ιππείς, βγήκαν από την Τριπολιτσά για την αναζήτηση τροφίμων. Αφού όλη τη νύχτα λεηλάτησαν αρκετά χωριά της περιοχής, το πρωί επιτέθηκαν στο χωριό Λουκά όπου βρισκόταν το σώμα του Νταγρέ. Ο Κολοκοτρώνης βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση κινητοποίησε τον Δημήτριο Πλαπούτα, τον Ζανέτο Χριστόπουλο, τον Δημήτριο Δεληγιάννη, τον Κωνσταντίνο Παπαζαφειρόπουλο και άλλους ένοπλους να πάρουν θέσεις μέσα στη γράνα ενώ έστειλε και άλλα σώματα υπό τους Υψηλάντη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά στα νώτα τους για αντιπερισπασμό. Οι Τούρκοι μπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν, οπισθοχώρησαν, ενώ τους κατεδίωκε το σώμα του Νταγρέ. Μια μικρή βοήθεια για τους Τούρκους ήταν το ιππικό που έφθασε αλλά στη γράνα τους περίμεναν. Εκεί, πεζοί και ιππικό, υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τους ενεδρεύοντες Έλληνες. Ταυτόχρονα βγήκαν κι άλλοι Τούρκοι και η μάχη γενικεύτηκε. Τελικά οι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους Τούρκους και όσοι από αυτούς γλύτωσαν μπήκαν ξανά στην Τριπολιτσά.