Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2021 21:40

Οι εξελίξεις το 1822

Γράφτηκε από τον

Του Γιάννη Μπίρη

Μετά το τέλος του 1821 και τη λήξη της Α΄ εθνοσυνέλευσης, ενώ τα πράγματα στη στεριά πήγαιναν σχετικά καλά, ένα τμήμα του τουρκικού στόλου αφού ανεφοδίασε τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας, τον Φεβρουάριο του 1822 δέχθηκε επίθεση στον Πατραϊκό κόλπο και απωθήθηκε στη Ζάκυνθο.
Τότε ένα άλλο τμήμα του τουρκικού στόλου με επικεφαλής τον καπουδάν-πασά Καρά-Αλή ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και βγήκε στο Αιγαίο. Γι’ αυτό βέβαια φρόντισαν και οι Άγγλοι, που σε μια επίδειξη διπρόσωπης πολιτικής, επιβεβαίωσαν τις ειδήσεις που έφταναν από την Ύδρα και τη Σάμο και προειδοποίησαν τους Τούρκους για τις προπαρασκευές που γίνονταν εκεί για την επίθεση στη Χίο.
Πράγματι, στις 11 Μαρτίου 1822, μετά από την παρακίνηση του Αντωνίου Μπουρνιά και την απόβαση σώματος Σαμιωτών του Λυκούργου Λογοθέτη, ξεσηκώθηκε η Χίος. Οι Τούρκοι κάτοικοι του νησιού είχαν κλειστεί στο κάστρο. Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Δζεβδέτ πασά, ο πρόξενος της Γαλλίας στη Χίο ή ο αντικαταστάτης του, έδωσε πληροφορίες στους κλεισμένους στο κάστρο Τούρκους, για την ελληνική ναυτική δύναμη, την προέλευσή της, τις θέσεις της ανάπτυξης των ανδρών καθώς και τον αριθμό των πυροβόλων της. Επίσης πρόσθεσε ότι λόγω των φιλικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Γαλλίας, η κυβέρνησή του αποφάσισε να δηλώσει ότι, όταν θελήσει ο Τούρκος διοικητής Βεχίτ πασάς, το ευρισκόμενο στην παραλία γαλλικό πλοίο είναι έτοιμο να μεταφέρει όποιον αυτός κρίνει στην απέναντι μικρασιατική ακτή και επίσης ότι, αν υπάρχει έλλειψη πυρομαχικών, είναι έτοιμος να την συμπληρώσει….
Τελικά ο ξεσηκωμός στη Χίο, δεν είχε αίσιο τέλος αφού αφ’ ενός δεν υπήρξε έγκαιρη υλική βοήθεια με όπλα και πυρομαχικά από την «Προσωρινή Διοίκηση» και αφ’ ετέρου λόγω των αντιζηλιών μεταξύ των επικεφαλής Μπουρνιά και Λογοθέτη. Επίσης σημαντική συμβολή στην αποτυχία είχε και η απροθυμία των προυχόντων του νησιού να συνδράμουν στον Αγώνα. Ο ξεσηκωμός της Χίου προκάλεσε την οργή του σουλτάνου. Έτσι, στις 30 Μαρτίου 1822 ο οθωμανικός στόλος έφθασε στη Χίο, αποβίβασε επτά χιλιάδες στρατιώτες και άρχισε η σφαγή. Γράφει γι’ αυτήν ο Victor Hugo:
Les Turcs ont passé là. Tout est ruine et deuil. Chio, l'île des vins, n'est plus qu'un sombre écueil… […] Ami, dit l'enfant grec, dit l'enfant aux yeux bleus, Je veux de la poudre et des balles…
(Οι Τούρκοι πέρασαν από εκεί. Όλα είναι ερείπια και πένθος. Η Χίος, το νησί των κρασιών, δεν είναι παρά μια σκοτεινή ξέρα…. […] Φίλε, είπε το ελληνόπουλο, είπε το παιδί με τα μπλε μάτια, θέλω πυρίτιδα και σφαίρες…)
Victor Hugo, Les Orientales (συλλογή ποιημάτων, 1829)
Μετά τις λεηλασίες και τις σφαγές αμάχων, υπολογίζεται ότι οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι ξεπέρασαν κατά πολύ τους σαράντα χιλιάδες. Αιχμάλωτοι για πούλημα στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Γι’ αυτό το δουλεμπόριο ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh αναφέρει ότι ως την 1η Μαΐου 1822 εκδόθηκαν στην Χίο σαράντα μία χιλιάδες «τεσκερέδες» (έγγραφα αγοροπωλησίας σκλάβων). Επίσης ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κατάφερε να διαφύγει στα Ψαρά, τις Κυκλάδες αλλά και την Πελοπόννησο. Όσοι απέμειναν εξισλαμίσθηκαν. Το σκλαβοπάζαρο σταμάτησε στις 19 Ιουνίου 1822 μετά από επέμβαση της αδελφής του σουλτάνου, στην οποία ανήκε η Χίος ως φέουδο.
Ο ελληνικός στόλος, πολύ μικρότερος από τον τουρκικό εκδικήθηκε τη σφαγή τη νύχτα της 6ης Ιουνίου 1822, όταν ο Κανάρης κατάφερε να πυρπολήσει τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου σκοτώνοντας πολλούς, ανυποψίαστους και εορτάζοντες πάνω της το μπαϊράμ, Τούρκους αλλά και τον ίδιο τον επικεφαλής του τουρκικού στόλου, Καρά-Αλή. Ο τουρκικός στόλος γύρισε πίσω στα στενά.
Στην ξηρά, στις 24 Ιανουαρίου 1822, η πτώση του Αλή Πασά στα Ιωάννινα που μέχρι τότε προσπαθούσε να αυτονομηθεί από την Πύλη, απελευθέρωσε μεγάλο αριθμό τουρκικών στρατευμάτων που θα συνέχιζαν πλέον ανενόχλητα, υπό τον θριαμβευτή Χουρσίτ Αχμέτ Πασά (Hurşid Ahmed Pasha), την κάθοδο προς τον επαναστατημένο Μοριά. Ο Χουρσίτ, πρώην μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1812 μέχρι το 1815, είχε διοριστεί το Νοέμβριο του 1820 από το σουλτάνο Μαχμούτ Β’ (Mahmut ΙΙ)  διοικητής του Μοριά (Μόρα Βαλεσή - Mora valisi) με έδρα την Τριπολιτσά. Σε αυτή τη θέση παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1821. Κατόπιν διορίστηκε διοικητής (valisi) της Ηπείρου-Αλβανίας και στρατιωτικός  διοικητής (σερασκέρης - serasker) των σουλτανικών στρατευμάτων με εντολή να εκστρατεύσει στα Ιωάννινα κατά του Αλή Πασά. Η αιτία γι’ αυτή τη δίωξη του Αλή ήταν η προσπάθειά του να αυτονομηθεί. Αφορμή ήταν όμως, η απόπειρά του να δολοφονήσει τον επίσης Αλβανό Ισμαήλ Πασόμπεη την 1η Μαρτίου 1820. Ο Χουρσίτ μαζί με άλλους πασάδες προσπάθησαν να βρουν τρόπο να εξοντώσουν τον Αλή αλλά ταυτόχρονα να καρπωθούν και την περιουσία του που έφθανε τα πεντακόσια εκατομμύρια γρόσια.  Μετά από περίπου δέκα μήνες κατάφεραν να εξοντώσουν τον Αλή.
Τότε η Πύλη αποφάσισε να χτυπήσει τους επαναστατημένους στην Πελοπόννησο. Έτσι ο Χουρσίτ συνέχισε με τα ισχυρά στρατεύματά του που έφθαναν τις ογδόντα χιλιάδες άνδρες να ετοιμάζεται για κάθοδο στο Μοριά. Το σχέδιο ήταν απλό. Συνδυασμένη εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων από την ανατολική και τη δυτική Στερεά Ελλάδα, με παράλληλη κινητοποίηση του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο. Αρχηγός της εκστρατείας θα ήταν ο Χουρσίτ. Τότε όμως, αν και ισχυροποιημένος λόγω της εξόντωσης του Αλή, ο Χουρσίτ κατηγορήθηκε από το σουλτάνο για υπεξαίρεση μέρους της περιουσίας του Αλή και κλήθηκε σε απολογία στη Λάρισα. Ταυτόχρονα, η αρχιστρατηγία της εκστρατείας στο Μοριά ανατέθηκε στον διοικητή της Λάρισας από το 1820, πασά της Δράμας Μαχμούτ, τον επονομαζόμενο Δράμαλη.
(Αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1822, ο φυλακισμένος στη Λάρισα Χουρσίτ αυτοκτόνησε).
Αμέσως μετά την εξόντωση του Αλή, τα τουρκικά στρατεύματα κατεβαίνοντας από τα Ιωάννινα προσπάθησαν να καθυποτάξουν το Σούλι. Στη θέση του Χουρσίτ που έφυγε για τη Λάρισα, είχε μείνει ο Ομέρ Βρυώνης. Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια αντιπερισπασμού και βοήθειας στους Σουλιώτες, ένα στρατιωτικό σώμα υπό τον Μαυροκορδάτο και ένα τάγμα φιλελλήνων υπό τον Γερμανό φιλέλληνα στρατηγό Karl von Normann Ehrenfels μετά από μερικές επιτυχίες στα νότια της Ηπείρου στις 10 Ιουνίου, ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Κιουταχή στις  4 Ιουλίου  του  1822, στο χωριό  Πέτα, πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της  Άρτας. Από τους φιλέλληνες σκοτώθηκαν εξήντα οκτώ. Ανάμεσά τους ήταν και ο διοικητής του πρώτου τακτικού ελληνικού συντάγματος πεζικού, ο Ιταλός συνταγματάρχης  Pietro Tarella. Όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο Μεσολόγγι μαζί με τον βαριά τραυματισμένο Γερμανό στρατηγό Normann που τελικά όμως υπέκυψε στα τραύματά του αργότερα εκεί, στις 15 Νοεμβρίου 1822. Λίγο μετά την νίκη του στο Πέτα, ο Ομέρ Βρυώνης στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, ανάγκασε τους Σουλιώτες μετά από αυστηρό αποκλεισμό, σε συνθηκολόγηση.
Στην επαναστατημένη Ελλάδα, από τις αρχές του 1822 μέχρι και τη μάχη του Πέτα, οι κινήσεις απελευθέρωσης συνεχίζονταν. Τον Ιανουάριο «έπεσε» ο Ακροκόρινθος ενώ στις 13 Μαρτίου η «Προσωρινή Διοίκησις», επικαλούμενη το «Δίκαιον των Εθνών της Ευρώπης» ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών του εχθρού από κάθε πλοίο, οποιασδήποτε εθνικότητας ή σημαίας, σύμφωνα με το διεθνές Δίκαιο.
Σημαντική πολιτική ενίσχυση για τον Αγώνα ήταν η άμεση αναγνώριση του αποκλεισμού από τη Βρετανία, που με μια διπρόσωπη πολιτική, θα κρατούσε δήθεν ουδέτερη στάση. Πρακτικά όμως με αυτή την κίνηση αναγνώριζε την κατάσταση πολέμου μεταξύ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της επαναστατικής ελληνικής «Προσωρινής Διοίκησης». Επίσημα όμως, η ελληνική πλευρά αναγνωρίστηκε ως εμπόλεμη τον επόμενο χρόνο.
Στις 9 Ιουνίου 1822 «έπεσε» και η Αθήνα μετά από πολύμηνη πολιορκία κυρίως λόγω της παντελούς έλλειψης νερού. Τη διοίκηση της απελευθερωμένης Αθήνας ανέλαβε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος επικεφαλής του δικού του εκστρατευτικού σώματος. Όμως αμέσως μετά, τον Ιούλιο, η εισβολή στην Πελοπόννησο των τουρκικών στρατευμάτων με τριάντα χιλιάδες στρατιώτες υπό τον Δράμαλη ανέτρεψε το κλίμα. Κύριος στόχος ήταν η επανάκτηση των κάστρων του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου καθώς και η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς. Αν γινόταν κάτι τέτοιο η ελληνική εξέγερση θα καταπνιγόταν.
Οι Τούρκοι ξαναπήραν, χωρίς ουσιώδη αντίσταση, τον Ακροκόρινθο και στις 12 Ιουλίου απλώθηκαν στην πεδιάδα του Άργους. Όμως οι στρατηγικές κινήσεις του Κολοκοτρώνη, που είχε ετοιμάσει συνθήκες «καμένης γης» για τον ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά και οι αρρώστιες ανέτρεψαν και πάλι την κατάσταση. Στα στενά των Δερβενακίων η πολυάριθμη τουρκική στρατιά κατατροπώθηκε.
Η μάχη δόθηκε σταδιακά από τις 26 μέχρι τις 28 Ιουλίου σε δυο από τα τέσσερα στενά ορεινά περάσματα (δερβενάκια) μεταξύ της Κορίνθου και της πεδιάδας του Άργους. Την προηγούμενη ημέρα της πρώτης μάχης, ο Κολοκοτρώνης απευθυνόμενος πάνω από τη στέγη ενός σπιτιού στους μαχητές είπε:
«Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίας της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας…».
Χρυσανθόπουλος Φ. (Φωτάκος). Απομνημονεύματα, 1858, σελ. 209-211
Ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν η προσφώνηση «Έλληνες» στους επαναστατημένους.
Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη ξεκίνησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε στη  μάχη του Αγιονορίου, στις 28 Ιουλίου 1822. Από τους τριάντα χιλιάδες άνδρες της τουρκικής στρατιάς επέστρεψαν στην Κόρινθο μόνον έξι χιλιάδες.
Αυτή η στρατηγική για την έκβαση του αγώνα νίκη, έδωσε μεγάλη αίγλη στον Κολοκοτρώνη αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε και πάθη και αντιζηλίες στους αντιπάλους του.
(Ο Δράμαλης, πέθανε από τύφο σε ηλικία 42 ετών, στις 26 Οκτωβρίου 1822, στην Κόρινθο).
Στη θάλασσα και πάλι, ένα τμήμα του τουρκικού στόλου προσπάθησε, αποπλέοντας από την Πάτρα στις 22 Αυγούστου 1822, να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο που το πολιορκούσαν στενά οι Έλληνες αλλά και να κάνει απόβαση στις Σπέτσες. Οι Έλληνες, μετά τη συντριβή του Δράμαλη, είχαν συστήσει στρατόπεδο 3.000 στρατιωτών στους Μύλους και υποστήριζαν σθεναρά την πολιορκία του Ναυπλίου. Όμως ο τουρκικός στόλος φθάνοντας στον Αργολικό κόλπο, βρήκε μπροστά του στα ανοιχτά των Σπετσών, το στόλο της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύντομη καταναυμάχηση οι Τούρκοι υποχώρησαν στην Τένεδο. Αλλά και εκεί τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1822 τους βρήκε ο Κανάρης και πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει στα Στενά.
Στην Κρήτη η κατάσταση εξελισσόταν ευνοϊκά αφού παρά τη βοήθεια που δέχθηκε ο Τούρκος πασάς από τις αιγυπτιακές στρατιωτικές ενισχύσεις του Μοχάμεντ Αλή, δεν κατόρθωσε να καταστείλει τον ξεσηκωμό. Στις 20 και 21 Μαΐου 1822 στους Αρμενιούς, οι εξεγερμένοι συνέταξαν το «Προσωρινόν Πολίτευµα της Νήσου Κρήτης» που περιέχει και τον όρκο τους, με τις υπογραφές των Π. Σκυλίτση Οµηρίδη, Αναγνώστη Ψαρουδάκη, Εμμανουήλ Αντωνιάδη, του Αρχιμανδρίτη Αθανασίου, κλπ.
Με το τέλος του 1822, τη νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου, έπεσε το Παλαμήδι στα χέρια των πολιορκητικών ομάδων του Στάικου Σταϊκόπουλου. Την επόμενη ημέρα οι Έλληνες έστρεψαν τα κανόνια του φρουρίου προς το Ναύπλιο και ανάγκασαν τους αποδυναμωμένους Τούρκους του Ναυπλίου να παραδοθούν και να παραδώσουν και την πόλη που όμως υπέφερε από επιδημία τύφου. Ακολούθησε άτακτη λαφυραγώγηση της πόλης η οποία διέσπειρε όμως τον τύφο στην γύρω περιοχή και στα χωριά, αφού τα λάφυρα (κυρίως ρούχα) μετέδιδαν τον τύφο στους ανυποψίαστους νέους χρήστες τους. Οι απώλειες από αυτή την επιδημία υπολογίζονται πολύ μεγαλύτερες από αυτές του μέχρι τότε πολέμου. Μετά από δεκαπέντε ημέρες οι Έλληνες, τηρώντας τις συνθήκες, έστειλαν με πλοία τους Τούρκους στη Σμύρνη και σε άλλα μέρη της Ανατολής, πληρώνοντας τα ναύλα τους από τα λάφυρα.