Δευτέρα, 30 Αυγούστου 2021 20:57

O εμφύλιος διχασμός (1823-1825) Β' Μέρος

Γράφτηκε από τον
O εμφύλιος διχασμός (1823-1825)  Β' Μέρος

Του Γιάννη Μπίρη



Το Εκτελεστικό στις 20 Μαΐου 1823, εξουσιοδότησε μια επιτροπή που απαρτιζόταν από τον πρόεδρο του Βουλευτικού και γαμπρό του Λάζαρου Κουντουριώτη, Ιωάννη Ορλάνδο, δυο ανθρώπους του Μαυροκορδάτου, τον Ιωάννη Ζαΐμη και τον Ανδρέα Λουριώτη και γραμματέα της επιτροπής τον Αναστάσιο Πολυζωίδη να μεταβεί στο Λονδίνο και να συνάψει δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλήρων. Φυσικά, ο Ορλάνδος παραιτήθηκε τότε από τη θέση του προέδρου του Βουλευτικού. Λόγω όμως της έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει. Αυτό τελικά, σύμφωνα με τον Ανδρέα Μ. Ανδρεάδη φαίνεται ότι ευνόησε την όλη υπόθεση του δανείου:
..."Αλλ' όμως η βραδύτης αύτη υπήρξεν υπό πολλάς επόψεις ευτυχής. Πρώτον το έδαφος είχε προπαρασκευασθή καταλλήλως υπό του Blaquière, όστις δια του "Report of the present state of the Greek federation", υποβληθέντος τη 23η Σεπτεμβρίου εις την Greek Committee, είχε ζωγραφήση δια ροδίνων χρωμάτων τα εν Ελλάδι και διαθέση λίαν ευνοϊκώς την κοινήν γνώμην. Δεύτερον η Αγγλία διήρχετο τότε ένα εκ των κερδοσκοπικών εκείνων πυρετών, οίτινες περιοδικώς αναφαινόμενοι ωθούσι τον κόσμον του Άστεως εις τας μάλλον επισφαλείς επιχειρήσεις"....
Ανδρέας Μιχ. Ανδρεάδης, (1876-1935), "Ιστορία των εθνικών δανείων υπό Ανδρ. Μιχ. Ανδρεάδου ", Σελ. 15, Τυπογραφείον "Εστία", Εν Αθήναις 1904.

    Στις 7 Ιουνίου 1823, μετά από ένα επεισόδιο του Παναγιώτη Κεφάλα και του Χριστόδουλου Καπετανάκη σε βάρος του Κολοκοτρώνη, αυτός υπέβαλε την παραίτησή του. Η παραίτηση του Κολοκοτρώνη από την αντιπροεδρία του Εκτελεστικού δεν έγινε δεκτή αλλά τελικά το επεισόδιο οδήγησε στην απομάκρυνση από την Τριπολιτσά του Χριστόδουλου Καπετανάκη. Αυτός στις 11 Ιουνίου απευθυνόμενος στον υπουργό της αστυνομίας Γεώργιο Αινιάν, αναφέρει:
« ...Το ότι ωμίλησα ατομικώς, σφάλμα δεν το γνωρίζω, επειδή και το να ομιλή τινας ή να γράφη κατά τινος μέλους της Διοικήσεως... Αυτάς τας ανταμοιβάς με κάμνουν ένεκα των μεγάλων μου εξόδων, οπού έχω εις την πατρίδα μεταξύ δύο ήμισυ χρόνους και ένεκα των θυσιών οπού εχάθησαν έξη άνθρωποι από την οικογένειάν μου... Με θλίβει όμως οπού οι καλώς αριστεύσαντες μισώνται και αποβάλλονται, και οι κακώς βραβεύονται. Βλέπω άλλων ουτιδανών σφάλματα μεγάλα οπού κάμνουν εις την Διοίκησιν και ούτοι βραβεύονται, και εγώ με χωρίς να σφάλλω να εξορίζωμαι... με λυπεί πολύ οπού η Διοίκησις δεν προβλέπει τας διχονοίας, τους εμφυλίους πολέμους, οπού προχωρούν επαυξάνουσαι καθ’ όλην την Πελοπόννησον και Σπάρτην, ποία ψυχή και ποία καρδία λοιπόν υπομένει να βλέπη τοιαύτα και να μην ομιλή... ».
    Αυτό που καταγγέλλει ο Καπετανάκης είναι σαφές. Όλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, απέβλεπαν στην προώθηση των συμφερόντων τους και προβλέπει σαφώς διχόνοιες και εμφυλίους πολέμους... Εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις ξεσπούσαν με κάθε ευκαιρία. Η πόλωση αλλά και η διάσπαση των στρατιωτικών δυνάμεων είχε σαν αποτέλεσμα και την αποτυχία μιας εκστρατείας για την πολιορκία της Πάτρας, αφού ο Κολοκοτρώνης αδιαφόρησε στις εκκλήσεις βοήθειας του Ανδρέα Ζαΐμη. Τότε έγινε γνωστή και η συγκέντρωση της Σιλίμνας, κάτι που οδήγησε στην αποκήρυξη του Θεόδωρου Νέγρη. Εκεί ακριβώς κορυφώθηκε η αντίθεση του Κολοκοτρώνη με τον Μαυροκορδάτο. Ο Κολοκοτρώνης, για την κενή θέση του προέδρου του Βουλευτικού προόριζε τον συμπέθερο και εκπρόσωπο του κόμματός του στην Τριπολιτσά, Αναγνώστη Δεληγιάννη. Στις 10 Ιουλίου, με παρασκηνιακές ενέργειες και με 41 ψήφους υπέρ και 1 κατά, εκλέχθηκε ο Μαυροκορδάτος στη κενή θέση του προέδρου του Βουλευτικού. Την επόμενη ημέρα όμως, ο Μαυροκορδάτος αναλογιζόμενος την αντίδραση του Εκτελεστικού αλλά κυρίως του Κολοκοτρώνη που μόλις είχε επιστρέψει στην Τριπολιτσά, με επιστολή του αναγκάστηκε να μην αποδεχθεί το αξίωμα λέγοντας ότι ‘στοχάζεται επιβλαβές το τοιούτον’. Μετά όμως από την τρίτη πρόσκληση του Βουλευτικού και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Κολοκοτρώνη, αποδέχθηκε την προεδρία. Στις 14 Ιουλίου ο Μαυροκορδάτος συναντήθηκε με τον Κολοκοτρώνη. Για αυτή την συνάντηση στο σπίτι του Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά, ο «γέρος του Μοριά» γράφει:
« ...Μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος ήλθε και ο Αναγνώστης. Εκάτσαμε οι τρεις, και εκλείσαμε την πόρτα και αρχίνησα να ειπώ του Μαυροκορδάτου: ‘Διατί να κάμης αυτό;’ Αυτός αρχίνησε να μου απολογηθή με τα γέλια τα συνηθισμένα, και μου λέγει ότι: ‘Είναι συμφερώτερον δια το έθνος το Βουλευτικό παρά το Εκτελεστικό’. ‘Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, ότι εσυναναστράφημεν σαράντα ημέρας εις το Εκτελεστικό, και δεν ημπορώ… σου λέγω, μη καθήσης πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με την βελάδα που ήλθες’. Και εβγήκα εις σουλάτσο. Ο κυρ Αναγνώστης, όπου έμεινε οπίσω, του είπε: ‘Έντεσα εγώ και εγλύτωσες, ειμή θα σε εσκότωνε’ και έριξε το φαρμάκι του και αυτός. Την ίδια νύκτα επήρε τα πλυμένα του ο Μαυροκορδάτος και επέρασε στο Κρανίδι και έπειτα εις την Ύδραν... ».
Θ. Κολοκοτρώνη – ΑΠΑΝΤΑ (απομνημονεύματα – δίκη. Σελ. 344,)
Γ. Μέρμηγκας - Ιστορικές Εκδόσεις 1821

    Ο Μαυροκορδάτος έφυγε από την Τριπολιτσά στις 27 Ιουλίου για την Ύδρα, όπου παρέμεινε μέχρι τις 20 Νοεμβρίου, φιλοξενούμενος στο σπίτι του γαμπρού των Κουντουριώτηδων, Ιωάννη Ορλάνδου. Αν και η παραίτηση του Κολοκοτρώνη δεν έγινε δεκτή, το Εκτελεστικό μεταφέρθηκε στις 11 Ιουλίου από το Κλημέντι στο Σοφικό. Αλλά και το Βουλευτικό, επειδή το περιβάλλον της Τριπολιτσάς ήταν εχθρικό, στις 25 Ιουλίου μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα, όπου στο τέλος Ιουλίου έφθασε και το Εκτελεστικό. Οι μετακομίσεις όμως δυσχέραναν την λειτουργία των δύο σωμάτων αφού οι παραστάτες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα έξοδα της διαβίωσής τους μακριά από τους τόπους τους και παρέμεναν στην Τριπολιτσά. Όμως οι αντιθέσεις των δύο σωμάτων κορυφώθηκαν στη Σαλαμίνα με συνέπεια στις 26 Σεπτεμβρίου, το Εκτελεστικό να ορίσει σαν έδρα του το Ναύπλιο. Εκεί βέβαια ελεγχόταν αποκλειστικά από τον Κολοκοτρώνη και τους “στρατιωτικούς”. Το Βουλευτικό παρέμεινε στη Σαλαμίνα μέχρι τις 17 Οκτωβρίου όταν και μετακόμισε στο Άργος. Τα δύο σώματα ευρίσκονταν σε διαρκή αντίθεση. Το Εκτελεστικό των Μωραϊτών ελεγχόταν από τον Κολοκοτρώνη και το Βουλευτικό ελεγχόταν από τους "πολιτικούς" και κυρίως τον Μαυροκορδάτο, ενώ σταδιακά χάρις σ’ αυτόν, προσεταιριζόταν τους Στερεοελλαδίτες και τους Νησιώτες. Στις 11 Οκτωβρίου 1823, παραιτήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τη θέση του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού́.
    Αυτή την εποχή, το Εκτελεστικό έστειλε στην Ινδία τον πολυπράγμονα Ζακυνθινό ναυτικό, συγγραφέα και διεθνή τυχοδιώκτη Νικόλα Κεφαλά, ως εκπρόσωπο της ελληνικής Διοίκησης με σκοπό τη διενέργεια εράνου υπέρ της ελληνικής Επανάστασης. Για το σκοπό αυτό, ο καπετάν Κεφαλάς στα τέλη του 1823 συνέστησε την Φιλελληνική Εταιρεία της Καλκούτα (Calcutta μέχρι το 2001 και Kolkata σήμερα) αποβλέποντας στη συνδρομή κυρίως Περσών αλλά και Κινέζων εμπόρων που συνέρρεαν στο λιμάνι της. Οι πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη του αγώνα στην Ελλάδα έφθαναν στην Καλκούτα με τα εμπορικά πλοία που έρχονταν από την Ευρώπη.
    Τελικά ο έρανος απέδωσε 25.380 ρουπίες ή 2.200 λίρες στερλίνες ενώ από αυτές, τις 200 λίρες προσέφερε ο μόλις αφιχθείς τότε εκεί, Άγγλος επίσκοπος της Καλκούτα, Reginald Heber. Το ποσό που συγκεντρώθηκε από τον έρανο, κατέθεσε ο καπετάν Κεφαλάς, μέσω του εμπορικού οίκου των Fletcher & Co, στην ελληνική επιτροπή για τα δάνεια στο Λονδίνο, το 1824.
    Όμως τελικά, από τις 2.200 λίρες του εράνου της Καλκούτα μόνο οι 1.200 λίρες έφτασαν στην Ελλάδα, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα, σύμφωνα με μεταγενέστερες καταγγελίες που υποστηρίχθηκαν κυρίως από τον Γεώργιο Σπανιολάκη, καταχράστηκαν οι Ιωάννης Ορλάνδος και Ανδρέας Λουριώτης μέλη της ελληνικής επιτροπής για τα δάνεια του Λονδίνου!
   Τον Νοέμβριο του 1823, τα δύο κυβερνητικά Σώματα δεν συνεργάζονταν πια, αλλά αλληλοκατηγορούνταν για όλα τα θέματα. Αυτές οι αλληλοκατηγορίες δεν σέβονταν κανένα. Κατηγορίες για διοικητικά παραπτώματα για τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, παύση από μέλος του Εκτελεστικού του Ανδρέα Μεταξά, ανυπόστατες κατηγορίες για οικονομικές και διοικητικές ατασθαλίες για τον υπουργό οικονομικών Δημήτριο Περούκα που μάλιστα έφεραν την καθαίρεσή του, οδήγησαν σε ανοικτή πλέον αντιπαράθεση τα δύο σώματα. Ο Κολοκοτρώνης, στις 25 Νοεμβρίου, απέστειλε ένοπλο τμήμα στο Άργος με επικεφαλής τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον γιό του Πάνο. Εκεί, με απειλές για «γκοβέρνο μιλιτάρε» αν δεν ανακληθεί η καθαίρεση του Μεταξά και βαρύτατες ύβρεις διέκοψαν βίαια την εκεί συνεδρίαση του Βουλευτικού. Έγινε κατάσχεση των πρακτικών και της σφραγίδας της Γραμματείας και ακολούθησε πανικός και άτακτη φυγή των συνέδρων.
    Έτσι από το Δεκέμβριο, οι συνεδριάσεις του Βουλευτικού γίνονταν μυστικά στο Κρανίδι, που βρίσκεται κοντά στην Ύδρα και που ήταν κύριος υποστηρικτής τους αφού εκεί είχαν την υποστήριξη των Νησιωτών και των Στερεοελλαδιτών, εκτός βέβαια της Μπουμπουλίνας που από τις Σπέτσες ήταν σύμμαχος του Κολοκοτρώνη. Τα πρακτικά, τα νόμιμα έγγραφα για το δάνειο και η σφραγίδα, με δολοπλοκίες, είχαν επιστρέψει στο Βουλευτικό κι έτσι η υπόθεση του δανεισμού από τους Άγγλους τραπεζίτες μπορούσε να προχωρήσει και πάλι. Έτσι, με την οικονομική βοήθεια του λόρδου Byron, που δάνεισε στην κυβέρνηση 4.000 λίρες για τα έξοδα των απεσταλμένων της για το ανεύρεση δανείων στο Λονδίνο, στις 17 Οκτωβρίου 1823, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης ξεκίνησαν από την Ύδρα για την αγγλική πρωτεύουσα.
    Αφού η κατάσταση έφθανε στα άκρα στις 19 Δεκεμβρίου του 1823 το Βουλευτικό από το Κρανίδι καθαίρεσε συνολικά το Εκτελεστικό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, θεωρώντας το παράνομο! Στις 21 Δεκεμβρίου, δηλαδή μετά από δύο ημέρες, ανακοίνωσε τη σύνθεση του νέου Εκτελεστικού: Γεώργιος Κουντουριώτης πρόεδρος και Παναγιώτης Μπότασης, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος μέλη. Ταυτόχρονα ουσιαστικά κήρυξε τον εμφύλιο αφού χαρακτήρισε τους αντιπάλους του ως «εχθρούς της πατρίδας» και «αντάρτες» και καλούσε τον ελληνικό λαό να μην υπακούει στις εντολές τους και να τους καταδιώκει παντού. Το Εκτελεστικό που είχε ‘μετακομίσει’ στην Τριπολιτσά απάντησε κι αυτό με τον ίδιο τρόπο. Καθαίρεσε το Βουλευτικό και το αντικατέστησε με άλλους, δικούς του βουλευτές. Τους δύο πρώτους μήνες του 1824, δύο Εκτελεστικά και δύο Βουλευτικά αλληλοσπαράσσονταν. Τον Αγώνα τον έσωσε μόνο η αδυναμία της Πύλης να επιτεθεί εναντίον τους. Αυτή η αδράνεια της Πύλης, εκτός των άλλων, ίσως ενίσχυσε και την ένταση του εμφύλιας διαμάχης. Οι ‘κυβερνητικοί’ είχαν την στήριξη των νησιωτών εφοπλιστών και κεφαλαιούχων, της πλειονότητας των ρουμελιωτών οπλαρχηγών, των Μωραϊτών γαιοκτημόνων, των Ελλήνων του εξωτερικού και των φιλελλήνων. Αντίθετα οι ‘αντικυβερνητικοί’, στην προσπάθειά τους για την αποφυγή του εξωτερικού δανεισμού και της κατασπατάλησής του από την κυβέρνηση του Κρανιδίου, είχαν τη στήριξη μόνο των αγροτών και του αγράμματου λαού της υπαίθρου. Η κρίσιμη κατάσταση γινόταν κρισιμότερη από την έλλειψη οικονομικών πόρων. Σύμφωνα με την έκθεση της 12μελούς επιτροπής που είχε ορίσει η Β΄ Εθνοσυνέλευση στις 12 Απριλίου, ενώ τα προβλεπόμενα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα έφθαναν τα 38 εκατομμύρια γρόσια, τα αντίστοιχα έσοδα θα ήταν μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια. Έτσι, ούτε η φορολόγηση, τα λύτρα από αιχμαλώτους, τα λάφυρα από τις στρατιωτικές νίκες και ακόμα ο εσωτερικός δανεισμός ή οι εισφορές των πλούσιων Ελλήνων ή φιλελλήνων δεν έφθαναν για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες και να κλείσουν τον προϋπολογισμό. Και ακόμα περισσότερο λόγω του διχασμού τα πράγματα ήταν κρίσιμα. Οι προτροπές προς τους κυβερνητικούς για μια καλύτερη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, δεν επαρκούσαν και το κυριότερο δεν γίνονταν πιστευτές από τον λαό. Έτσι η ανάγκη του εξωτερικού δανεισμού ήταν επιτακτική. Και δεν υπήρχαν ούτε τα έξοδα για το απαιτούμενο ταξίδι της επιτροπής στην Αγγλία. Με εντολή του Βουλευτικού οι τρεις ‘επίτροποι’ πήγαν στην Κεφαλονιά για να συναντήσουν τον Byron και αφ’ ενός να πάρουν από αυτόν οδηγίες και συστατικές επιστολές για τη σύναψη του δανείου και αφ’ ετέρου δανεικά για να αποπλεύσει ο στόλος.


NEWSLETTER