Δευτέρα, 15 Νοεμβρίου 2021 21:59

Μετά το Μεσολόγγι – Ο Ιμπραήμ και η βέργα του Αλμυρού

Μετά το Μεσολόγγι – Ο Ιμπραήμ και η βέργα του Αλμυρού

 

Του Γιάννη Μπίρη

 

    Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τα τουρκο-αιγυπτιακά στρατεύματα χώρισαν, όχι όμως και με τις καλύτερες σχέσεις. Οι δυο μουσουλμανικοί στόλοι χώρισαν κι αυτοί. Ο οθωμανικός στόλος γύρισε στη βάση του στην Κωνσταντινούπολη και ο αιγυπτιακός στην Αλεξάνδρεια. Έτσι παρά την απώλεια του Μεσολογγίου ο ελληνικός στόλος συνέχισε να είναι κυρίαρχος στη θάλασσα. Ο Κιουταχής (Reşid Mehmed Paşa) στράφηκε προς την ανατολική Στερεά και την Αθήνα για να την ανακαταλάβει ενώ ο Ιμπραήμ επέστρεψε ξανά στην Πελοπόννησο για να ολοκληρώσει την καθυπόταξή της και να καταπνίξει κάθε επαναστατική προσπάθεια.

    Ο Ιμπραήμ, μετά την έξοδο και την καταστροφή του Μεσολογγίου, όπως ήταν αναμενόμενο, διεκπεραιώθηκε με το ισχυρό στράτευμά του στην Πάτρα. Εκεί τον περίμενε το ιππικό του, περίπου χίλιοι ιππείς, που δεν είχε διεκπεραιωθεί στο Μεσολόγγι και παρέμεινε στην Πάτρα. Όμως οι στρατιωτικοί αρχηγοί της Αχαΐας παρέμεναν στο Άργος και στο Ναύπλιο. Την 1η Μαΐου 1826, έξι έως οκτώ χιλιάδες Αιγύπτιοι εξορμούν ανενόχλητοι στα Καλάβρυτα. Την 4η προς 5η Μαΐου ανεβαίνουν στο Καστράκι του Χελμού και ακολουθούν σφαγές αμάχων και λεηλασία των Κλουκινοχωρίων. Στις 7 Μαΐου ο Ιμπραήμ εγκαταλείπει ερειπωμένα τα Καλάβρυτα και καίγοντας και ερημώνοντας στο πέρασμά του όλα τα χωριά, επέστρεψε και πάλι ανενόχλητος, στην Τριπολιτσά την Κυριακή 9 Μαΐου. Ένα τμήμα περίπου δύο χιλιάδων από τους άνδρες του, αποσπάστηκε από την κύρια δύναμη στο Λεβίδι και επέστρεψε στην Τριπολιτσά μέσω Γορτυνίας στις 12 Μαΐου. 

    Ταυτόχρονα με την εξόρμηση του Ιμπραήμ από την Πάτρα, μια επίσης ισχυρή δύναμη Τουρκο-Αιγυπτίων υπό τον Σουλεϊμάν-μπέη (δηλαδή τον Γάλλο εξωμότη συνταγματάρχη De Sève) ξεκίνησε από τα Μεσσηνιακά φρούρια και αφού έφθασε την 1η Μαΐου στη Ζαχάρω πυρπόλησε το χωριό Άλβενα. Από εκεί αφού στην περιοχή της επαρχίας Ολυμπίας υπήρχε ισχυρή δύναμη Ελλήνων υπό τον Νικηταρά, τον Πλαπούτα και τον Σισίνη, κινήθηκαν βόρεια και την Κυριακή 2 Μαΐου απέκλεισαν τα νησιά της λίμνης Αγουλινίτσας. Μέχρι τις 7 Μαΐου λεηλατούσαν και έκαιγαν τα χωριά του κάμπου αλλά με την έλευση ισχυρών στρατευμάτων υπό το Νικηταρά στο Κλειδί, στου Γραίκα και στη Σμέρνα, οι Τουρκο-Αιγύπτιοι του Σουλεϊμάν-μπέη επέστρεψαν ανενόχλητοι, παραθαλάσσια στα Μεσσηνιακά φρούρια τη νύχτα της 7ης προς 8η Μαΐου. Ουσιαστικά αυτή η κίνηση του Σουλεϊμάν-μπέη ήταν στρατηγικής σημασίας αφού, ανεβαίνοντας από τη Μεθώνη, απασχόλησε σημαντικές ελληνικές δυνάμεις στην επαρχία Ολυμπίας και την Αγουλινίτσα, ενώ διαφορετικά αυτές θα μπορούσαν να κινηθούν στα Καλάβρυτα και να εμποδίσουν εκεί τον Ιμπραήμ.

    Στις 15 Μαΐου, ο Ιμπραήμ αφού άφησε την αναγκαία φρουρά στην Τριπολιτσά, κινήθηκε νότια και την Κυριακή 16 Μαΐου λεηλάτησε την Καρύταινα, ενώ ένα τμήμα του στρατού του, στις 18 Μαΐου  κατευθύνθηκε στην Ανδρίτσαινα. Την επόμενη ημέρα οι τουρκοαιγύπτιοι πυρπόλησαν την Ανδρίτσαινα και επέστρεψαν και ξαναενώθηκαν με το κύριο εκστρατευτικό σώμα που παρέμενε στον κάμπο της Καρύταινας και των Δερβενίων (Λεοντάρι), ενώ ταυτόχρονα μικρές ομάδες του λεηλατούσαν τα γύρω χωριά του Λυκαίου όρους.

    Στις  21 Μαΐου ο Ιμπραήμ απεχώρησε από τον κάμπο της Καρύταινας και κινήθηκε νότια, ανενόχλητος, αφού μόνο η ορεινή ενδοχώρα ήταν υπό τον ελληνικό έλεγχο, αφού πέρασε από την Καλαμάτα και το Νησί, έφθασε στα Μεσσηνιακά φρούρια στις 24-25 Μαΐου.   

    Στις 25 Μαΐου ο Γενικός Αρχηγός Θ. Κολοκοτρώνης φεύγει από το γεν. στρατόπεδο στα Δερβένια Λεονταρίου αφήνοντας αντικαταστάτη του τον εξάδελφό του Δημητράκη Πλαπούτα και κατευθύνεται στο Αλμυρό για μια κρίσιμη σύσκεψη. Στις 26 Μαΐου η συνάντηση του Γενικού Αρχηγού Θ. Κολοκοτρώνη με τους ισχυρότερους καπεταναίους της Μάνης στο Αλμυρό, είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκρότηση του ‘Σπαρτιατικού στρατοπέδου’. Είχε προηγηθεί μια σύσκεψη στην Καρδαμύλη και η σύσταση μιας εννεαμελούς γενικής επιτροπής της Μάνης, της ‘Εφορείας της Σπάρτης’. Γράφει γι’ αυτό ο Κολοκοτρώνης στην αναφορά του προς τη Διοικητική Επιτροπή:

...Εγώ δε την Τετράδην προς την μεσημβρίαν έφθασα εις Αλμυρόν. Αμέσως δεν έλειψα να προσκαλέσω τους στρατηγούς Ιω. Μαυρομιχάλην, Μούρτζινον και λοιπούς οπλαρχηγούς της Σπάρτης. Και ο μεν Μούρτζινος με τον Κουμουντουράκην και με άλλους Σπαρτιάτας καπεταναίους ήλθον την Πέμπτην. Ο δε Μαυρομιχάλης, ευρισκόμενος εις Λιμένικαι εμποδιζόμενος από εναντίους ανέμους, δεν είχε φθάσει έως προχθές την Κυριακήν. Ότε, βιαζόμενος να επιστρέψω εις το γεν. Στρατόπεδον, προς μεν τους παρευρεθέντας Μούρτζινον, Κουμουντουράκην, Καπετανάκην και λοιπούς ωμίλησαόσα ενόμισα ικανά να τους προσκαλέσουν εις την ένωσιν και απόφασιν να εκκινήσουν, οίτινες και πεισθέντες μου έδωσαν πλήρη υπόσχεσιν ότι εντός ολίγου θέλει εκστρατεσουν άφευκτα, και να συγκροτήσουν προς το παρόν το Σπαρτιατικόν στρατόπεδον εις Αλμυρόν, και να συναγροικούνται και με ημάς….

    Στο Αλμυρό, κυρίως Μανιάτες και Μεσσήνιοι αλλά και άλλοι Μωραΐτες και ξένοι παρατηρητές συγκρότησαν μια ισχυρότατη δύναμη που μπορούσε να απαντήσει γενναία στο ‘μπουγιουρντί’ του Ιμπραήμ για υποταγή και προσκύνημα της Μάνης. Συγκεκριμένα ο Ιμπραήμ, όταν αθετώντας τη συμφωνία της παράδοσης του Νεοκάστρου είχε κρατήσει δυο αιχμαλώτους, τον Μπεϊζαντέ Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και τον Παναγιώτη Γιατράκο, είχε στείλει ‘μπουγιουρντί’ (πρόσκληση για αναγνώριση της υποταγής) από τη Μεθώνη στις 27 Οκτωβρίου 1825 στον Μπεϊζαντέ Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, ο οποίος για να απελευθερωθεί του είχε ‘υποσχεθεί’ να βοηθήσει στο προσκύνημα της Μάνης. Επειδή όμως ο Ιμπραήμ κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο ήταν ψέμα και κίνηση ελιγμού του Μαυρομιχάλη, στις 29 Μαίου 1826 ζήτησε με τελεσίγραφο την παράδοση της Μάνης εντός 10ημέρου:

‘…Άφες την ψευτοπολιτικήν σου και να φανής τώρα, αν είσαι τίμιος γκιαούρης· προς την πατρίδα σου θέλω φερθή με μεγάλην ευσπλαγχνίαν και θέλω την περιβάλει με όλην την εύνοιάν μου. Εάν όμως ανοήτως επιμείνητε καταχρώμενοι την μακροθυμίαν μου, θέλω εισβάλει εις την χώραν σας, θα καταστρέψω αυτήν, θα περάσω εν στόματι μαχαίρας τους άνδρας και τα παιδιά σας και δεν θα αφήσω λίθον επί λίθου.’

    Η απάντηση των Μανιατών ήταν εξίσου προκλητική:

…« Είδομεν να μας φοβερίζης ότι, αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τους Μανιάτας και την  Μάνην, δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις  θελήσεις.

Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν προς σε και σε περιμένομεν»…

   Έτσι αφού επισκεύασαν τη λιθόχτιστη από ξερολιθιά βέργα που είχαν χτίσει τα προηγούμενα χρόνια, οχυρώθηκαν και κάλεσαν γενική συνέλευση. Με οπλαρχηγούς τους Μαυρομιχάληδες (Μπεηζαντέ Γιωργάκη, Αντώνη, Αναστάση και Ιωάννη), το Διονύσιο Μούρτζινο, το Νικόλαο Χρηστέα, τους Κουμουνδουράκηδες (Αθανασούλη και Γαλάνη), τους Καπετανάκηδες (Χριστόδουλο και Παναγιώτη), τον Τζανέτο Γρηγοράκη, τον Αντώνη Τρουπάκη κ.ά. συγκεντρώθηκε μια δύναμη περίπου πέντε χιλιάδων ανδρών έτοιμη να αμυνθεί.

    Στις 21 Ιουνίου ο Ιμπραήμ συγκέντρωσε οκτώ χιλιάδες πεζούς και ιππικό στην Καλαμάτα και στις 22 Ιουνίου με το ιππικό του έφθασε μέχρι την οχυρωμένη βέργα. Τα πυκνά πυρά και η αντεπίθεση των αμυνομένων ανέκοψαν το τουρκοαιγυπτιακό στράτευμα και το έφθασαν κυνηγώντας το μέχρι την Αγιασώ. Αμέσως μετά όλη η δύναμη του πεζικού, με επικεφαλής τον κεχαγιά του Ιμπραήμ και περίπου επτά χιλιάδες άνδρες μαζί με λίγους ιππείς επιτέθηκε εννέα αλλεπάλληλες φορές στην ‘ξερολιθιά’ χωρίς κανένα αποτέλεσμα και με μεγάλες απώλειες. Περίπου τριακόσιοι Τουρκοαιγύπτιοι νεκροί και πολλοί τραυματίες. Οι αμυνόμενοι έχασαν τρεις. Το ίδιο σκηνικό αλλά με λιγότερη ένταση επαναλήφθηκε και τις δυο επόμενες μέρες, 23 και 24 Ιουνίου χωρίς καμμιά επιτυχία για τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Το προσκύνημα και η υποταγή δεν ταίριαζαν στους υπερασπιστές του Αλμυρού. Μια αυθεντική περιγραφή των γεγονότων γίνεται μέσα από ανακοινωθέν των οπλαρχηγών:

…« Ο εχθρός δεν μας άφησε σήμερον από του να μη μας χαιρετήση, αλλά την συνηθισμένην ώραν, δηλαδή περί τα ξημερώματα ήλθε με τας ιδίας δυνάμεις του κατεπάνω μας, αφού δε επλησίασεν έως μιάς βολιάς τόπον ήρχισεν ο πόλεμος και εκ των δύο μερών πεισματικώτατα, ώστε, εάν δεν ήτον οι εδικοί μας όπισθεν των τοίχων, έπρεπε να έλθουν εις χείρας. Οι προς το μέρος της Αγίας Τριάδος τοποθετημένοι Σπαρτιάται, βλέποντες τον εχθρόν συσσωματωμένον και πολεμούντα αποφασιστικώς το παραθαλάσσιον, ώρμησαν κατ’επάνω του από το ύψος της θέσεώς των και καταβάντες επί το επίπεδον με πρώτην ορμήν έδιωξαν αυτόν βάλλοντές τον εις αταξίαν, συγχρόνως δε εξελθόντες και οι λοιποί των προμαχώνων των, τον εκτύπησαν με γενναιότητα απαραδειγμάτιστον, του εσκότωσαν υπέρ τα δέκα πέντε άλογα, πολλούς ιππείς και έως εκατόν τακτικούς, τους οποίους φέροντες εις τους ώμους των, βλέπομεν ήδη να τους ιμβαρκάρουν εις τα λατζόνια. Δεν ελπίζομεν πλέον να δοκιμάση κατά της Σπάρτης, εκτός εάν έχη σκοπόν να αφανισθή παντελώς»…

    Την ίδια στιγμή μάλιστα, στις 21 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ προσπάθησε, με δυο μπρίκια και μερικά μετασκευασμένα μεταγωγικά πλοία, να προκαλέσει αντιπερισπασμό με την απόβαση στρατού νοτιότερα, στη Μάνη. Έτσι προχώρησε και σε βομβαρδισμό των Κιτριών απ’ όπου είχε σαν στόχο του να αποβιβάσει στρατό νοτιότερα του Αλμυρού, για να χτυπήσει ‘στα νώτα’ τους αμυνόμενους στη βέργα. Η άμυνα στις Κιτριές όμως ήταν αποτελεσματική και έτσι ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε νοτιότερα, στις ακτές του Διρού, μεταξύ Πύργου και Αρεόπολης (Τσίμοβας) όπου πάλι σκόπευε να προκαλέσει αντιπερισπασμό με την αποβίβαση εκεί στρατού. Οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν συναγερμό. Ο Πανάγος Πικουλάκης με πενήντα ετοιμοπόλεμους άντρες που είχαν απομείνει στην περιοχή και κοντά σ’ αυτούς γυναίκες και άλλοι άμαχοι κατάφεραν να εκδιώξουν τελικά τους εισβολείς. Ο Ιμπραήμ δέχθηκε την ήττα του στη Μάνη και στη συνέχεια αδράνησε, περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.

Ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή άρχισε να γίνεται επιφυλακτικός αφού έβλεπε με ιδιαίτερο σκεπτικισμό τη διεθνή πολιτική σκηνή. Άρχισε να πιστεύει ότι ο πόλεμος εναντίον των Ελλήνων δεν θα ευοδωνόταν για τον Ιμπραήμ. Υπήρχαν ήδη διαπραγματεύσεις μεταξύ της Πύλης και των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας και δεν μπορούσε να μαντέψει τις εξελίξεις. Μια συνέχιση της αιγυπτιακής εκστρατείας στον Μοριά απαιτούσε μεγάλη οικονομική δαπάνη και ο Μεχμέτ Αλή έψαχνε να βρει εγγυήσεις.