Δευτέρα, 29 Νοεμβρίου 2021 22:50

Ο Καραϊσκάκης στην Ανατολική Στερεά - Η πολιορκία της Ακρόπολης

Γράφτηκε από τον
Ο Καραϊσκάκης στην Ανατολική Στερεά - Η πολιορκία της Ακρόπολης

Μετά την αποχώρηση των Ελλήνων από το Χαϊδάρι, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση η πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους.

Το σχέδιο της «υπόγειας» επίθεσης των Τούρκων με υπονόμους ματαιώνονταν κυρίως από τον Κώστα Χορμοβίτη ή Λαγουμιτζή που κατσσκεύαζε ανθυπονόμους και κατέστρεφε σχεδόν όλες τις τουρκικές προσπάθειες. Ο Λαγουμιτζής ήταν έμπειρος στην κατασκευή των λαγουμιών αφού είχε δράσει τόσο στο Νιόκαστρο όσο και στο Μεσολόγγι και έφτασε εθελοντικά στην Ακρόπολη περί τα μέσα Ιουλίου 1826.

Ο Κιουταχής, μπροστά στην έλλειψη τροφίμων αλλά και έμπειρων τεχνητών, αναγκάστηκε να αναζητήσει υπονομοποιούς από τα Βαλκάνια και τρόφιμα από την Πύλη. Στις 19 Αυγούστου προσπάθησε να καταλάβει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού, στα νοτιοδυτικά κοντά στα σημερινά Αναφιώτικα. Όμως, την ώρα που οι Τούρκοι πλησίαζαν στην εκκλησία, οι Έλληνες λαγουμιτζήδες ανατίναξαν τον υπόνομο που είχαν κατασκευάσει προληπτικά κι έτσι οι επιτιθέμενοι Τούρκοι βρέθηκαν κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας. Οι λαγουμιτζήδες συνέχιζαν το έργο τους καθημερινά ενώ ταυτόχρονα μικρές δυνάμεις κατέβαιναν από την Ακρόπολη αιφνιδιαστικά και έκαναν γρήγορες επιθέσεις εναντίον των Τούρκων εργατών των υπονόμων. Ήρωες τέτοιων μαχών ήταν ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο λαγουμιτζής Χορμοβίτης. Όμως οι ανάγκες ενίσχυσης της φρουράς της Ακρόπολης μεγάλωναν. Παρά τις προσπάθειες των Επτανησίων αλλά και του τακτικού του Φαβιέρου κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε. Μοναδική ελπίδα ήταν πια ο Καραϊσκάκης.

Και η κατάσταση για τους αποκλεισμένους υπερασπιστές της Ακρόπολης έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Τη νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου προς την 1η Οκτωβρίου σε μια βραδινή του επιθεώρηση, έξω από τον Σερπεντζέ (δηλαδή το νότιο περιτείχισμα από το Ηρώδειο μέχρι περίπου το Θέατρο του Διονύσου) σκοτώθηκε ο φρούραρχος της Ακρόπολης Γιάννης Γκούρας. Τον Γκούρα διαδέχθηκε προσωρινά ο Μακρυγιάννης. Ο Κιουταχής, προσπαθώντας να επωφεληθεί από την αναστάτωση των πολιορκημένων λόγω του θανάτου του φρουράρχου της Ακρόπολης, τις επόμενες ημέρες εξαπέλυσε αλλεπάλληλες αλλά ανεπιτυχείς επιθέσεις στον Σερπεντζέ.

Από τα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Καραϊσκάκης είχε εισηγηθεί στην κυβέρνηση ένα σχέδιο που θα απέκοπτε τον Κιουταχή στην Αττική. Το σχέδιό του ήταν απλό και ευφυές. Για αντιπερισπασμό στην πολιορκία της Ακρόπολης, θα χτυπούσε τους Τούρκους στην ανατολική Στερεά, στα σημεία που εξασφάλιζαν τις επικοινωνίες και τον ανεφοδιασμό τους, κυρίως από τη Θεσσαλία. Κάτι τέτοιο θα ανάγκαζε τον Κιουταχή να στείλει ενισχύσεις μακρυά από την Αθήνα, χαλαρώνοντας έτσι την πολιορκία της Ακρόπολης. Το σχέδιο του Καραϊσκάκη έγινε δεκτό από την κυβέρνηση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός πριν ξεκινήσει θα φρόντιζε για την ενίσχυση της φρουράς της Ακρόπολης. Ο Καραϊσκάκης όρισε νέο φρούραρχό της τον Νικόλαο Κριεζώτη, ο οποίος στις 12 Οκτωβρίου, κατάφερε να μπεί σχετικά εύκολα στην Ακρόπολη με ένα σώμα 450 πολεμιστών. Μετά από αυτό, ο Κιουταχής θέλοντας να σκληρύνει τα μέτρα του αποκλεισμού της Ακρόπολης, βάθυνε το όρυγμα ανάμεσα στο λόφο των Μουσών και τον Σερπεντζέ ενώ ταυτόχρονα συνέχισε την κατασκευή υπονόμων.

Εν τω μεταξύ, ο Καραϊσκάκης με ένα εξαιρετικά επιτελικό σχέδιο ξεκίνησε την εκστρατεία του ασφαλίζοντας τα κύρια σημεία άμυνας. Στην Ελευσίνα ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης με συνολικά χίλιους εξακόσιους ενόπλους από τα Δερβενοχώρια, τα Μέγαρα, την Πελοπόννησο και το Σούλι θα εξασφάλιζε την περιοχή του και ταυτόχρονα θα παρενοχλούσε ευκαιριακά τους Τούρκους, με περιφερειακές επιθέσεις ατάκτων στην πολιορκία της Ακρόπολης. Η «Διοικητική Επιτροπή» σε έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1826 χαρακτηρίζει την κίνηση του Καραϊσκάκη:

«...το μόνον σωτήριον σχέδιον εις την παρούσαν κρίσιμον εποχήν· η ελευθέρωσις τούτου του σημαντικωτάτου μέρους της επικρατείας, εν ώ θέλει επιταχύνει συν Θεώ την παντελή καταστροφήν του πολιορκητού των Αθηνών, από το άλλο μέρος δεν είναι αμφιβολία ότι θέλει επιστηρίξει έτι μάλλον τα δικαιώματα της Ελλάδος, και θέλει προσθέσει μέγα βάρος, εις την τύχην του Έθνους, ήτις έφθασεν ήδη εις την ακμήν ν’ αποφασισθή κατ’ ευχήν δια τους Έλληνας».

Στις 25 Οκτωβρίου, το στρατιωτικό σώμα του Καραϊσκάκη, ενισχυμένο από άλλους οπλαρχηγούς και τον Νικηταρά, με δύο χιλιάδες πεζούς και εξήντα τέσσερις  ιππείς κατευθύνθηκε στα βορειοδυτικά με προορισμό τις Θερμοπύλες. Μετά από δύο ημέρες έφθασαν στην περιοχή της Δόμβραινας όπου έδρευε τουρκική φρουρά. Για περίπου δέκα ημέρες ακολούθησαν αψιμαχίες και πολιορκία της τουρκικής φρουράς της Δόμβραινας  που όμως ενισχύθηκε με χίλιους πεντακόσιους Τουρκαλβανούς από τη Λειβαδιά υπό τον Μουσταφά ή Μουστάμπεη Κιαφεζέζη, αλλά και ακόμα χίλιους Τούρκους από την Αθήνα. Το σχέδιο του Καραϊσκάκη για την αποδυνάμωση της πολιορκίας της Αθήνας απέδιδε καρπούς. Αντίστοιχα και στο ελληνικό σώμα προστέθηκαν έφιπποι αλλά και σουλιώτικα σώματα ατάκτων που μέχρι τότε δεν αναγνώριζαν τη γενική αρχηγία του Καραϊσκάκη. Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στη Δόμβραινα, ένα σώμα χιλίων πεντακοσίων ενόπλων Θεσσαλομακεδόνων του Καρατάσου και του Αγγελή Γάτσου, υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη Κωλέττη, «κατέβηκε» στις 2 Νοεμβρίου από τις βόρειες Σποράδες στο Ταλαντονήσι (το νησάκι μπροστά στη Σκάλα της Αταλάντης) με σκοπό να καταλάβει το Ταλάντι (Αταλάντη) και να αποκλείσει το ανεφοδιασμό του Κιουταχή στην Αθήνα. Μαθαίνοντας τα καθέκαστα, ο Μουστάμπεης της Λιβαδειάς έφυγε από τη Δόμβραινα και με δύναμη χιλίων πεζών και εφίππων έφθασε στο Ταλάντι περιορίζοντας εκεί διασκορπισμένο, ένα σώμα διακοσίων Ελλήνων του Γάτσου που λίγο πριν είχε διεκπεραιωθεί από το Ταλαντονήσι. Μετά από σκληρή μάχη και σημαντικές απώλειες οι Έλληνες κατάφεραν να επιστρέψουν στα πλοία τους. Η αποτυχία οφείλεται στην έλλειψη συντονισμού και υποστήριξης και βαρύνει κυρίως τον Κωλέττη αλλά και τους Καρατάσο και Γάτσο.

Μετά την άκαρπη πολιορκία της Δόμβραινας, στις 14 Νοεμβρίου ο Καραϊσκάκης αποφάσισε να κινηθεί προς τα παράλια του Κορινθιακού κυρίως για να εξασφαλίσει καλύτερη επικοινωνία με τη «Διοικητική Επιτροπή» αλλά και ευκολότερο ανεφοδιασμό από αυτήν. Την επομένη, στρατοπέδευσε στη μονή του Οσίου Λουκά και εγκατέστησε και εκεί αλλά και στα ενδιάμεσα χωριά, φρουρά εξήντα ανδρών. Στις 17 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο. Από εκεί την επόμενη ημέρα, αφού άφησε φρουρά τριακοσίων ανδρών στο Δίστομο, ξεκίνησε για την Αράχωβα. Ο Μουστάμπεης με ένα ισχυρό σώμα περίπου δύο χιλιάδων πεζών και διακοσίων εφίππων έσπευσε κι αυτός στην Αράχωβα για να ενισχύσει τη φρουρά της. Ακολούθησαν σκληρές μάχες ταμπουριών μέσα στο κρύο, στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού έξω από την Αράχωβα. Οι τουρκικές ενισχύσεις από χίλιους πεντακόσιους άνδρες που έστειλε ο Κιουταχής τράπηκαν σε άτακτη φυγή στο στενό του Ζεμενού.

 

Οι αποκλεισμένοι Τούρκοι του Μουστάμπεη ζήτησαν συνθηκολόγηση. Ο Καραϊσκάκης δέχθηκε υπό τον όρο να του παραδώσουν τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά, τα όπλα, τα χρήματα, τα ζώα καθώς και ότι τιμαλφές είχαν. Αρχικά ο Μουστάμπεης δεν δέχθηκε τους όρους και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν. Όμως τη νύχτα της 23ης Νοεμβρίου οι αποκλεισμένοι στην Αράχωβα Τούρκοι αποφάσισαν έξοδο στην οποία σκοτώθηκε ο Μουστάμπεης. Την επόμενη ημέρα, κι ενώ ο θάνατος του μπέη έμενε κρυφός, μέσα στο χιονιά οι χίλιοι διακόσιοι Τούρκοι που επιχείρησαν έξοδο αποδεκατίστηκαν. Την επόμενη ημέρα μια φρικιαστική πυραμίδα από τριακόσια κεφάλια Τούρκων υψωνόταν πάνω σε έναν λόφο, ορατό από τους Δελφούς. Η νίκη στην Αράχωβα, σύμφωνα με επιθυμία του Καραϊσκάκη, αποτυπώθηκε σε έγγραφο με τις υπογραφές όλων των οπλαρχηγών και στάλθηκε μαζί με τα κεφάλια του Μουστάμπεη και του Κεχαγιάμπεη και δώδεκα αιχμαλώτους Τούρκους αξιωματικούς στην κυβέρνηση στην Αίγινα.

Την ίδια εποχή στην Ακρόπολη συνεχιζόταν ο πόλεμος των λαγουμιών και οι αψιμαχίες στο περιμετρικό τείχος, τον Σερπετζέ και το Ριζόκαστρο στα νότια του βράχου. Όμως τα πυρομαχικά τελείωναν. Έτσι στις 17 Νοεμβρίου ο Μακρυγιάννης, συνοδευόμενος από οκτώ έφιππους, βγήκε από την Ακρόπολη με σκοπό να ενημερώσει και να ζητήσει ενισχύσεις από τη «Διοικητική Επιτροπή» που εν τω μεταξύ είχε μεταφέρει την έδρα της στην Αίγινα. Κι αυτό επειδή στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει τοπικός εμφύλιος με κανονιοβολισμό της πόλης, από τους Γρίβα, Στράτο και Φωτομάρα, μέσα από το Παλαμήδι και το Ιτς-Καλέ και η Αντικυβερνητική Επιτροπή που έμενε κλεισμένη στο Μπούρτζι με τη συγκατάθεση της Βουλής αποφάσισε (με το υπ’ αρ. Α΄ ψήφισμα και το υπ’ αρ. 32 προβούλευμα) τη μεταφορά της έδρας της στην Αίγινα.

Έτσι τότε η κυβέρνηση ανέθεσε στον Φαβιέρο τον ανεφοδιασμό της Ακρόπολης. Τη νύχτα της 29 προς 30 Νοεμβρίου πεντακόσιοι τριάντα άνδρες του τακτικού σώματος και φιλέλληνες φορτωμένοι με πυρομαχικά στα σακκίδιά τους, αφού έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους πολιορκητές της Ακρόπολης, με έφοδο και μάχη σώμα με σώμα στο βαθύ πια όρυγμα ανάμεσα στο Θέατρο του Διονύσου και το Ηρώδειο, προσπάθησαν να μπουν στην Ακρόπολη. Τελικά, με απώλειες περίπου εκατό ανδρών, ο Φαβιέρος κατόρθωσε να ανεφοδιάσει τους αποκλεισμένους με πυρομαχικά για τουλάχιστον έξι μήνες. Παρά τις μεγάλες απώλειες έμψυχου δυναμικού, αυτή ήταν και η πιο «ηρωική» στιγμή του Φαβιέρου στην πορεία της Επανάστασης.

Μετά την Αράχωβα, ακολούθησε η κατάληψη ενός σημαντικού χωριού για τον έλεγχο των τουρκικών επικοινωνιών και το ανεφοδιασμού τους, της Βελίτσας, που βρισκόταν κοντά στο δρόμο των Θερμοπυλών και γι’ αυτό είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Ο Καραϊσκάκης στρατοπέδευσε εκεί στις 29 Νοεμβρίου και στις 4 Δεκεμβρίου πληροφορήθηκε για μια μεγάλη εφοδιοπομπή που κατευθυνόταν από το Ζητούνι (Λαμία) στην Αθήνα. Στις 7 Δεκεμβρίου κοντά στο Τουρκοχώρι η ενέδρα των ελληνικών σωμάτων απέδωσε. Πάνω από τετρακόσια φορτηγά ζώα με τρόφιμα και εφόδια καθώς και εκατό νεκροί Τούρκοι ήταν το αποτέλεσμα της μάχης. Ο Καραϊσκάκης άφησε φρουρά στη Βελίτσα και αφού έστειλε στα Σάλωνα (Άμφισα) την απαραίτητη για τον αποκλεισμό και πολιορκία δύναμη αποφάσισε να επιτεθεί στο Πατρατζίκι (Υπάτη) όπου υπήρχαν άφθονα εφόδια με μικρή τουρκική φρουρά. Όμως οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τέτοιες κινήσεις και ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αράχωβα. Ο Κιουταχής, για να διαλύσει την πολιορκία των Σαλώνων, έστειλε από το Μεσολόγγι δύναμη χιλίων πεντακοσίων ανδρών, υπό τον Βελή αγά. Κοντά στη Ναύπακτο όμως τμήματα του Καραϊσκάκη τους επιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Στην περιοχή όμως δρούσαν και «προσκυνημένοι» οπλαρχηγοί που έμειναν ατιμώρητοι αφού ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και ο Ομέρ-μπέης της Καρύστου με στόχο του το Δίστομο, είχε φθάσει στο Τουρκοχώρι. Το αρχικό σχέδιο του Καραϊσκάκη για την αποδυνάμωση της πολιορκίας της Αθήνας συνέχισε να αποδίδει αλλά όχι όμως όσο αυτός περίμενε αφού ο Κιουταχής ιεραρχώντας τις ανάγκες του κατάφερνε να σφίγγει την πολιορκία περισσότερο. Φαινόταν ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει στην αντιμετώπισή του.

Τον Ιανουάριο του 1827, η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της στη Σαλαμίνα και στην Ελευσίνα. Τον Δεκέμβριο είχε προστεθεί στον στόλο, υπό τις διαταγές του Φράνκ Χέιστινγκς ή Άστιγξ (Frank Abney Hastings), το πρώτο πολεμικό τροχήλατο ατμόπλοιο, η «Καρτερία» που με τα οκτώ πυροβόλα του έδινε υπεροχή στις ελληνικές δυνάμεις. Η «Καρτερία» ήταν το μόνο από τα έξι πολεμικά πλοία που είχαν παραγγελθεί από τον λόρδο Τόμας-Αλεξάντερ Κόχραν (Thomas Alexander Cochrane) μετά το δεύτερο δάνειο, για λογαριασμό των Ελλήνων και που τελικά παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση, με τα όποια μηχανικά προβλήματά του. Τον Νοέμβριο είχε φτάσει στο Ναύπλιο με ξένο πλήρωμα και η φρεγάτα "Ελλάς" από την Αμερική εξοπλισμένη με 48 πυροβόλα και 16 ολμοπυροβόλα. Έτσι αποφασίστηκαν νέες επιθετικές πρωτοβουλίες. Με τη μεσολάβηση του Μακρυγιάννη προς τον πρόεδρο της ‘Διοικητικής Επιτροπής’ Ανδρέα Ζαΐμη, επικεφαλής του νέου σώματος ‘του Πειραιώς’ τοποθετήθηκε ο Άγγλος Τόμας Γκορντον (Thomas Gordon) ο οποίος ανέλαβε και τα έξοδα αυτού του εγχειρήματος. Σύμφωνα με τον Μακρυγιάνη ο Γκόρντον έβαλε «88.000 γρόσια και ύστερα τάλαβε από την Κυβέρνηση - δια τόκον έλαβε την αρχηγίαν του Πειραιώς». 


NEWSLETTER