Δευτέρα, 07 Μαρτίου 2022 21:51

Η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και η Μεσσηνιακή Επανάσταση (1834)

Γράφτηκε από τον

 

Του Γιάννη Μπίρη

 Στις 25 Απριλίου του 1832 στο Λονδίνο, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, με διεθνή συνθήκη προσπάθησαν να δώσουν τέλος στην Ελληνική Επανάσταση εγκαθιδρύοντας καθεστώς Βασιλείας. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στο όνομα του Ελληνικού Έθνους και με τον ελληνικό λαό αμέτοχο θεατή, πρόσφεραν το στέμμα του κληρονομικού μονάρχη στον τότε δεκαεπτάχρονο Όθωνα, γιο του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Η ‘Ελληνική Πολιτεία’ της εποχής Καποδίστρια μετονομάσθηκε σε ‘Βασιλεία της Ελλάδος’.

Μέχρι την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά, που θα γινόταν την 20η Μαΐου 1835, τη βασιλική εξουσία θα ασκούσε μια τριμελής επιτροπή, η  Αντιβασιλεία, που είχε διορίσει ο πατέρας του ανήλικου Όθωνα, Λουδοβίκος. Υπήρχε πρόβλεψη για την δημιουργία ελληνικού τακτικού στρατού με Βαυαρούς κυρίως αξιωματικούς, αλλά και υπόσχεση για σύναψη δανείων, με εγγύηση μάλιστα των τριών Δυνάμεων, για το νέο ελληνικό βασίλειο, μέχρι του ανώτατου ποσού των εξήντα εκατομμυρίων φράγκων.

 «…η Ελλάς, υπό την εξουσία του πρίγκιπος Όθωνος της Βαυαρίας και με την εγγύηση των τριών Αυλών, θα αποτελέσει ένα μοναρχικό, ανεξάρτητο κράτος…»

 από το άρθρο 4 της συνθήκης του Λονδίνου στις 25 Απριλίου του 1832

Έτσι ο λαός, ρημαγμένος από τη φτώχεια και τις κακουχίες τόσων χρόνων σκλαβιάς και αγώνα, ήταν υποχρεωμένος να εξευρωπαϊστεί και να μπει υπό την εξουσία των τριών Αυλών που ακολουθούσαν την αρχή του Niccolò Machiavelli «Διαίρει και βασίλευε». Τα ξενικά κόμματα, το «λεγόμενον Ρωσσικόν κόμμα», οι Ναπαίοι του Ανδρέα Μεταξά και του Κολοκοτρώνη, το «λεγόμενον Αγγλικόν κόμμα» του Μαυροκορδάτου και το «λεγόμενον Γαλλικόν κόμμα» του Κωλέττη, χώρισαν το λαό που μέχρι πριν λίγο καιρό πολεμούσε τον κοινό εχθρό. Ποιά ανάγκη και σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν όμως τα κόμματα και οι φατρίες τη στιγμή που το κοινό καλό ήταν ξεκάθαρο και η Εθνική Ανεξαρτησία γενική απαίτηση; Μόνο τα ξένα συμφέροντα και οι ιδιοτέλεια μερικών πολιτικών, χώρισαν εκείνη τη στιγμή τον λαό και τον οδήγησαν στη Βασιλεία. Είναι χαρακτηριστικό για το κλίμα της εποχής το αντιευρωπαϊκό ξέσπασμα οργής του Μακρυγιάννη, στα απομνημονεύματά του:

«…Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπούχε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλητος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν- με της αντενέργειές σου και τον δόλον σου και την απάτη σου κ’ εφοδίασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα’ φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσατε και φατρίες - ο Ντώκινς* μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν* Γάλλους, ο Κατακάζης* Ρούσσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιον του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.

Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχη σ’ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα…»

*πρόκειται για τους αντιπρέσβεις Edward Dawkins (Βρετανική Αυτοκρατορία), Achille de Rouen (Ιουλιανή Μοναρχία,Γαλλία) και τον Φαναριώτη διπλωμάτη Γαβριήλ Κατακάζη, απεσταλμένο πρέσβη της Ρωσίας επί του Βασιλιά της Ελλάδας. 

Στρατηγού Μακρυγιάννη: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ σελ 339. 

Το καλοκαίρι του εμφυλιοπολεμικού 1832, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που είχε απομακρυνθεί από την Κυβερνητική Επιτροπή, επηρέαζε μεγάλο αριθμό τοπικών παραγόντων και παλιών οπλαρχηγών του Μοριά και ετοιμαζόταν να ανατρέψει την κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη που θεωρούσε αντιπατριωτική. Στο πλαίσιο της κινητοποίησης των δυνάμεων που ήταν πιστές σ’ αυτόν έστειλε επιστολή στον Αναστάση Τζαμαλή, οπλαρχηγό στο χωριό Ασλάναγα (σημ. Άρις) της Μεσσηνίας, για την προετοιμασία μιας εξέγερσης:

 …« Αδελφέ Αναστάση Τζαμαλή και λοιποί προκριτοδημογέροντες και κάτοικοι του χωρίου Ασλάναγα και πέριξ χωρίων…

Ήλθεν λοιπόν η στιγμή καθ’ ήν πρέπει να δείξετε και σεις εμπράκτως τα γενναία και πατριωτικά φρονήματά σας δια να καταστρέψωμεν την παρανομίαν και να επαναγάγωμεν εις την πατρίδα μας την παρ’ όλων ποθητήν ησυχίαν και ευνομίαν, συνιστώντες Κυβέρνησιν νόμιμον μέχρι της ελεύσεως του σεβαστού ηγεμόνος »…

 

Το συνωμοτικό ύφος και η ατμόσφαιρα της εμφύλιας σύρραξης φαίνονται καθαρά σε μια ανάλογη επιστολή του Νικηταρά προς τους πρόκριτους και τους δημογέροντες του Ασλάναγα:

…« να ακολουθήσετε τον καπετάν Τζαμαλή, όστις θέλει σας είπει δια ποίαν αιτίαν κινείται »…

Τα δυο κείμενα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, Αρχείο Χειρογράφων

(Μ8, 236, φακ. Δουκάκη).

Από τα Μεσσηνιακά 69-70, του Μίμη Φερέτου.

 

Στις 20 Ιανουαρίου 1833 έφθασαν στο Ναύπλιο τα πλοία των τριών Δυνάμεων που έφερναν τον Όθωνα, τους αντιβασιλείς, τα βαυαρικά στρατεύματα και τη Βασιλεία στην Ελλάδα. Στις 25 Ιανουαρίου έγινε η επίσημη υποδοχή του Όθωνα στο Ναύπλιο και έτσι, έστω και προσωρινά  έπαυσαν οι εμφύλιες εχθροπραξίες, που χαρακτήρισαν την εποχή ως «τρομοκρατία» ή «αναρχία».

Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τον δεκαεπτάχρονο Βαυαρό βασιλιά της Ελλάδας ως σωτήρα και εγγυητή της ανεξαρτησίας τους. Σχεδόν αμέσως όμως διαπίστωσαν ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις για συνταγματική διακυβέρνηση αντέδρασαν με κάθε τρόπο απέναντι στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας που τους επιβλήθηκε από τις Δυνάμεις. Η αντίδραση ήταν δικαιολογημένη. Η Αντιβασιλεία, που απαρτιζόταν από τον κόμη Joseph Ludwig von Armansperg, τον στρατηγό Karl Wilhelm von Heideck και τον καθηγητή Georg Ludwig von Maurer, έπρεπε να επιβάλει τη Βαυαροκρατία. Οι παλιοί αγωνιστές, μαθημένοι στον πόλεμο και τη ζωή των ατάκτων, έπρεπε να εκγερμανιστούν και μόνο μερικοί απ’ αυτούς να καταφέρουν να καταταγούν στον νεοσύστατο ελληνικό στρατό και οι πιο τυχεροί στη χωροφυλακή. Η σκληρή στάση των Βαυαρών απέναντι στους παλιούς αγωνιστές δημιούργησε έντονο κλίμα δυσαρέσκειας και φτώχειας. Μοναδική διέξοδος για την επιβίωσή τους ήταν πια η ληστεία.  

Στο πλαίσιο του κατευνασμού των παθών η Αντιβασιλεία προχώρησε με ετήσια διατάγματα επιείκειας και ανούσια γυαλιστερά μετάλλια, με αφορμή τα βασιλικά γενέθλια στις 20 Μαΐου 1833. Αυτά βέβαια δεν ικανοποιούσαν τους παλιούς αγωνιστές και η δυσαρέσκειά τους ήταν φανερή. Ο παραγκωνισμός του Κολοκοτρώνη με τη μη αναγνώριση της αρχιστρατηγίας του και ο αποκλεισμός από την κυβέρνηση του «Ρωσσικού» κόμματος των Ναπαίων, απλά όξυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά το καλοκαίρι του 1833, ήρθαν στο φως οι «δυο συνωμοσίες».

Από την άφιξη στο Ναύπλιο, στις 20 Ιανουαρίου 1833, μέχρι την επίσημη αποβίβαση του Όθωνα και της ακολουθίας του στις 25 Ιανουαρίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, φιλοξενούμενος στη ρωσική ναυαρχίδα, που είχε και αυτή αγκυροβολήσει στο Ναύπλιο, έστειλε μια επιστολή στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας όπου διατύπωνε τις ανησυχίες του για την εκκλησιαστική πολιτική που επρόκειτο να ακολουθήσουν οι Βαυαροί της Αντιβασιλείας. Η απάντηση του κόμη Νέσελροδ, ήρθε στο τέλος Ιουνίου του ίδιου χρόνου με συμβουλές και νουθεσίες για συσπείρωση των Ελλήνων γύρω από τον θρόνο. Την επιστολή παρέδωσε στον Κολοκοτρώνη ο πρεσβευτής της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζης. Το κακό όμως είναι ότι αυτή η επιστολή κυκλοφόρησε σε αρκετά αντίτυπα και έπεσε σε πολλά χέρια. Την ίδια εποχή, το παραγκωνισμένο από την Αντιβασιλεία «Ρωσσικόν» κόμμα των Ναπαίων κυκλοφόρησε ένα κείμενο που απευθυνόταν στον τσάρο, με συλλογή υπογραφών για την ανάκληση της Αντιβασιλείας και την άμεση ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα. Αυτή ήταν και η «κύρια συνομωσία».

Τον ίδιο καιρό ο καθηγητής Frantz, διερμηνέας της Αντιβασιλείας, προσπαθούσε παρασκηνιακά να μείνει μόνος αντιβασιλέας ο κόμης Joseph Armansperg. Με επιστολή του ζήτησε από τον Λουδοβίκο να ανακαλέσει τους Georg Maurer και Karl Heideck από την τριμελή Αντιβασιλεία. Παρά τον διαφορετικό τελικό σκοπό αυτές οι δυο κινήσεις συνδυάστηκαν σε βάρος μάλιστα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών. Τώρα η στοιχειοθέτηση κατηγορίας για τον έτσι και αλλιώς, αντίπαλο της Αντιβασιλείας, ήταν πια εύκολη υπόθεση και ακολούθησαν μυστικές συλλήψεις, χωρίς μάλιστα την ενημέρωση του υπουργικού συμβουλίου:

…« Εγύρισα οπίσω εις το Ανάπλι· επήγα εχαιρέτησα τον βασιλέα, την αντιβασιλεία, τους είδα μουδιασμένους, πλην δεν εκατάλαβα τίποτας· έμεινα εις το περιβόλι μου. Εκεί ήλθον την νύχτα εις τας επτά Σεπτεμβρίου και με επήρε ο Κλεόπας μοίραρχος με 40 χωροφύλακας και μ’ επήγε εις το Ίτς Καλέ και μ’ επαρέδωσε εις τον φρούραρχον και μ’ έβαλαν 6 μήναις μυστική φυλακή, χωρίς να ίδω άνθρωπο, εκτός του δεσμοφύλακα· δεν ήξευρα τι γίνεται δια έξη μήναις, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος απέθανε, ούτε ποιόν έχουν εις την φυλακήν· δια τρεις ημέραις δεν ήξευρα πως υπάρχω, μου εφαίνετο όνειρο, ερωτούσα τον εαυτόν μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς· δεν εκαταλάβαινα διατί με έχουν κλεισμένο »…

  ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ κεφ. ΙΕ΄, σελ. 97. εκδ. Μέρμηγκα  

Κρατήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού για έξι μήνες μέχρι την έναρξη της δίκης τους στις 30 Απριλίου 1834. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και δικαστές οι Γεώργιος Τερτσέτης, Δημήτριος Σούτσος, Δημήτριος Βούλγαρης και Φωκάς Φραγκούλης. Εισαγγελέας ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας και πρώτος Εισαγγελέας του Ελληνικού Κράτους, Edward Masson. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης για να υποστηρίξει τους κατηγορουμένους.

Το κατηγορητήριο ήταν βαρύ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας κατηγορούνταν για συνωμοσία με σκοπό τη διασάλευση της δημόσιας τάξης, παρότρυνση του λαού σε ληστείες και εμφύλιες διαμάχες και προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος. Επίσης για δυο αιτήσεις τους προς τις ξένες δυνάμεις. Όλα αυτά χαρακτηρίζονταν ως «εσχάτη προδοσία» και η πρόταση του κατηγόρου ήταν η θανατική ποινή. Οι πολιτικές συγκυρίες εκείνης της στιγμής επέβαλαν τις καταδίκες. Αν και ο Κολοκοτρώνης ήταν μαζί με τον Ανδρέα Μεταξά επικεφαλής του «Ρωσσικού» κόμματος, κατά τον πρεσβευτή της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζη, η καταδίκη του Κολοκοτρώνη ήταν «πολιτική αναγκαιότητα και έπρεπε να επιτευχθεί με οποιοδήποτε τρόπο». Το δικαστήριο, μετά από τέσσερις ώρες με τρεις ψήφους υπέρ και δύο κατά, αφού μειοψήφησαν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης, αποφάσισε την καταδίκη σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.

Οι θανατικές καταδίκες μετατράπηκαν σε φυλακίσεις για τους κατηγορουμένους, χάρη στην επέμβαση του νεαρού βασιλιά και παρά τις διαμαρτυρίες του Κωλέττη. Η οργή και η συγκίνηση του λαού για την άδικη και σκηνοθετημένη δίκη φαίνεται στην πίκρα του τραγουδιού:

 

«…Δεν κλαίτε χώρες και χωριά και σεις κεφαλοχώρια,

Δεν κλαίτε για τους αρχηγούς, τους δυο καπεταναίους,

Δεν κλαίτε τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη.

Δώδεκα χρόνους πολεμάν με το Σουλτάν Μαχμούτη

 

Και τώρα πούρθ’ ο βασιλιάς, τώρα που εγίνη νόμος,

τώρα τους φυλακίσανε για να τους θανατώσουν.

Όλοι οι κριτές υπόγραψαν να τους καταδικάσουν,

Μον’ ο Τερτσέτης στάθηκε για να μην υπογράψει.

Το χέρι να του κόψουνε υπογραφή δε βάνει…»

 

Έξι μήνες πριν τη δίκη, η Αντιβασιλεία θεώρησε σκόπιμη και την επέμβασή της στην ιδιόμορφη περιοχή της Μάνης. Στον στόχο των Βαυαρών μπήκαν οι περίπου οκτακόσιοι οπλισμένοι πύργοι της. Μέχρι τη δίκη ο Βαυαρός συνταγματάρχης Maximilian Feder, με στρατό και χρήματα για δωροδοκίες, είχε καταφέρει να ελέγχει την κατάσταση. Στη διάρκεια της δίκης και αμέσως μετά, η κατάσταση στη Μάνη έγινε έκρυθμη για τους Βαυαρούς. Δυο παλιοί αγωνιστές και οπαδοί του Κολοκοτρώνη, ο Μητροπέτροβας και ο γαμπρός του Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν ανάμεσα στους αντάρτες της Μάνης. Σε αυτούς αποδίδεται κατά κύριο λόγο και η εξέγερση της Μάνης. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, περίφημος κλεφταρματωλός, το 1823 έγινε χιλίαρχος. Το 1824 στον διχασμό, ως στενός και πιστός φίλος του Κολοκοτρώνη καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε μαζί του στην Ύδρα. Μετά την Απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, του δόθηκε και πάλι ο στρατιωτικός βαθμός του πεντακοσίαρχου.

Η Αντιβασιλεία ακλόνητη στις αρχικές της θέσεις για τον αφοπλισμό της Μάνης, έστειλε ενισχύσεις από δυόμισι χιλιάδες Βαυαρούς, με επικεφαλής τους τον στρατηγό Christian von Schmaltz. Αυτοί, στο ορεινό και σκληρό έδαφος της Μάνης, υπέστησαν σημαντικές ήττες. Όμως κάποιες από τις ισχυρές οικογένειες της Μάνης αποδέχθηκαν τις κυβερνητικές προτάσεις και υποσχέσεις για διορισμούς όσων επιθυμούσαν στην Χωροφυλακή και σε ειδικό στρατιωτικό τάγμα και συνεργάστηκαν με την Αντιβασιλεία. Μετά από αψιμαχίες, συγκρούσεις και διαπραγματεύσεις επήλθε ειρήνη στη Μάνη.

Η Αντιβασιλεία, προσπάθησε να εκτονώσει και τις υπόλοιπες αντιδράσεις και ακολουθώντας τις συμβουλές του Κωλέττη και του υπουργικού συμβουλίου του, απελευθέρωσε τους υπόδικους «συνενόχους» του Κολοκοτρώνη. Η απελευθέρωση του Κίτσου Τζαβέλα, του Θεοδωράκη Γρίβα, του Μαμούρη, του Καρατάσου, του Ρούκη κ.ά. λειτούργησε κατευναστικά. Φυσικά δεν απελευθερώθηκαν οι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας αλλά ούτε και ο γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γενναίος.

Στις 29 Ιουλίου 1834, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης αφού έφυγε απογοητευμένος από τη Μάνη, μαζί με πολλούς άλλους Ντρέδες οπλαρχηγούς και καπετάνιους της Τριφυλίας, στασίασαν στο Ψάρι των Σουλιμοχωρίων. Την επόμενη ημέρα κατέλαβαν την Κυπαρισσία και συνέλαβαν τον διοικητή της Δημήτριο Χρηστίδη, τον στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και τον Δημόσιο Ταμία (έφορο). Με προκηρύξεις της  «πατριωτικής επιτροπής», καλούσαν σε εξέγερση όλον τον λαό της Πελοποννήσου. Στόχος τους ήταν να πάνε όλοι στο Ναύπλιο και να ζητήσουν την αποφυλάκιση των άδικα καταδικασθέντων Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, την παραχώρηση Συντάγματος και την απαλλαγή από την καταπιεστική διοίκηση και τη βαρειά φορολογία.  

 

Η διακήρυξη της «πατριωτικής επιτροπής Τριφυλίας» ήταν σαφής:

«….ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγα_νακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβού_μενοι καθ' εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθε_ρίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία  δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνά_μεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιε_ζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισ_σίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων η_μών ….».

Με αφορμή αυτά τα γεγονότα η κυβέρνηση εξέδωσε δύο διατάγματα για άμεση εκτέλεση των φυλακισμένων στην περίπτωση που σημειώνονταν ύποπτες κινήσεις γύρω από το Παλαμήδι ή αν ο Γκρίτζαλης πλησίαζε το Ναύπλιο. Η  εποχή για τη «Μεσσηνιακή Επανάσταση» φαινόταν κατάλληλη αφού αναμένονταν αλλαγές προσώπων στην Αντιβασιλεία.

Στο επαναστατικό κάλεσμα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη ανταποκρίθηκαν ο πεθερός του Μητροπέτροβας από τη Γαράντζα (σημ. Άνω Μέλπεια) και ο Αναστάσης Τζαμαλής από του Ασλάναγα,. Στις 29 Ιουλίου στασίασαν και αυτοί στη Γαράντζα και με περίπου χίλιους στρατιώτες κατέλαβαν αμαχητί την Ανδρούσα και το Νησί και πολιόρκησαν την Καλαμάτα. Στην πόλη βρισκόταν με  χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες και δεκαπέντε τηλεβόλα, ο Βαυαρός Maximilian Feder. Ακολούθησαν μικροσυγκρούσεις και η Καλαμάτα παρέμενε αποκλεισμένη. Ο παλιός συμπολεμιστής του Κολοκοτρώνη, το καλύτερο ντουφέκι της Μεσσηνίας, ο Μητροπέτροβας που βάδιζε στα 83 χρόνια του, με μια φλογισμένη προκήρυξη καλούσε κι αυτός τον Μεσσηνιακό λαό σε ξεσηκωμό:

« Λαέ της Μεσσηνίας!

Οι καλαμαράδες με τους Βαυαρούς μας κυβερνάνε και μας τυραγνάνε. Δεν αφήνουν το βασιλιά μας ν’ ανεβή στο θρονί και γυρεύουν να μας χαλάσουν τη θρησκεία και να μας κάνουν Φράγκους.

 Εμπρός λοιπόν, να ξεκολλήσουμε τις βδέλλες αυτές από τη ράχη μας και που μας πίνουν το αίμα μας, να βάλουμε το βασιλιά στο θρονί να βγη ο Κολοκοτρώνης από τη φυλακή, και να φτηνήνη η ζωή. Ξήντα παράδες το σφαχτό, δυο γρόσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θεός το υποφέρει; Όποιος δε θέλει ν’ ακολουθήση τον περιμένει φούρκα και παλούκι».

Στο μεταξύ ο Γκρίτζαλης με οκτακόσιους Ντρέδες κατευθύνθηκε στην Ανδρίτσαινα και τη γύρω περιοχή. Στις 4 Αυγούστου 1834 έφτασε και κατέλαβε αμαχητί τη Μεγαλόπολη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Ζάτουνα και την Ανδρίτσαινα και με δύναμη δύο χιλιάδων ανδρών χτύπησε τη Δημητσάνα. Αφού εκεί βρήκε ισχυρή αντίσταση και βλέποντας ότι το σχέδιό του για την κατάληψη της Τριπολιτσάς δεν ήταν πια εφικτό, έδωσε εντολή οπισθοχώρησης στην Καρύταινα για να περιμένουν ενισχύσεις από τα Σουλιμοχώρια.

Στις 7 Αυγούστου, ο συνταγματάρχης von Schmaltz, που πριν από λίγο καιρό είχε κατέβει και στη Μάνη, βάδισε εναντίον των ανταρτών του Γκρίτζαλη με ισχυρότατες δυνάμεις Βαυαρών αλλά και Ελλήνων μισθοφόρων από διάφορες περιοχές, κυρίως από τη Ρούμελη και τη Μάνη. Αυτοί οι μισθοφόροι, παλιοί άτακτοι, με τη συμμετοχή τους πίστευαν ότι θεμελίωναν δικαίωμα μελλοντικής αποκατάστασης, στον υπό ίδρυση Ελληνικό Στρατό ή στη Βασιλική Χωροφυλακή, που σχεδίαζαν τότε οι Βαυαροί.

Ο Θεοδωράκης Γρίβας από την Πρέβεζα, στα χρόνια του Αγώνα ήταν οπλαρχηγός στη Δυτική Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου του 1824-25 ο Γρίβας, πολεμούσε στο πλευρό του Πάνου Κολοκοτρώνη αλλά αμέσως μετά τη δολοφονία του Πάνου άλλαξε στάση. Μετά την Γ´ Εθνοσυνέλευση, την άνοιξη 1827, κατέλαβε το Παλαμήδι το οποίο, μετά την άφιξη του Καποδίστρια (1828) του το παρέδωσε και συμφιλιώθηκε με τους αντιπάλους του. Μετά την άφιξη του Όθωνα, η Αντιβασιλεία τον αγνόησε. Τον Αύγουστο του 1834 όταν εκδηλώθηκαν οι ταραχές στη Μεσσηνία, προσφέρθηκε σε συνεργασία με τον Χατζηχρήστο και άλλους παλιούς οπλαρχηγούς, να πολεμήσει τους αντάρτες.

Στις 8 Αυγούστου, μετά από λυσσώδεις μάχες στην περιοχή της Καρύταινας οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν. Τότε ισχυρά κυβερνητικά στρατεύματα τους καταδίωξαν και ο Γκρίτζαλης, με τρεις μόνο άνδρες του, κατέφυγε στο Ψάρι. Στις 12 Αυγούστου ο Γρίβας και ο Χατζηχρήστος που έφθασαν εκεί μετά από επίμονη καταδίωξη τον συνέλαβαν. Ο Γκρίτζαλης φυλακίστηκε στην Κυπαρισσία και ο Γρίβας συναντήθηκε και ενώθηκε με το υπόλοιπο στράτευμα του von Schmaltz στο χωριό Κωνσταντίνοι. Μετά από την άφιξη εκεί ενισχύσεων και από το Ναύπλιο, ο von Schmaltz με έξι χιλιάδες άνδρες, τριάντα πέντε τηλεβόλα και με αρχηγό τον Γρίβα, ξεκίνησαν για να λύσουν και την πολιορκία της Καλαμάτας.

Στις 19 Αυγούστου 1834 βρήκαν στρατοπεδευμένους τους Τζαμαλή και Μητροπέτροβα μεταξύ Θουρίας και Ασλάναγα με δύναμη περίπου χιλίων εξακοσίων ανδρών. Το κτύπημα στο βόρειο πλευρό των ανταρτών ήταν καίριο. Στις έξι ώρες της φονικότατης μάχης στο Ασλάναγα, με μεγάλες απώλειες και παρά τις ηρωικές προσπάθειες, το στρατόπεδο των ανταρτών διαλύθηκε. Λεπτομέρειες από την περιγραφή της μάχης στο Ασλάναγα, βρίσκουμε στα «Απομνημονεύματα» του Χριστόφορου Νέεζερ, Βαυαρού υπολοχαγού και κατοπινού, πρώτου φρούραρχου της Ακρόπολης που πήρε μέρος σ΄ αυτήν: 

…« Ο στρατηγός των εθελοντών Schmaltz, ανδρείος στρατιώτης εκ της σχολής του Ναπολέοντος του Α΄, διετάχθη να μεταβή εις τα σύνορα της Μάνης μετ’ εξακισχιλίων ανδρών, δια να επιτίθεται διαρκώς και θέση τέρμα εις τας επιδρομάς των Μανιατών εις την πεδιάδαν. Η στρατιά του Schmaltz απετελείτο κατά το πλείστον εξ εθελοντών, εκ μερικών ταγμάτων ελληνικού Εθνικού Στρατού, εξ ίλης εφίππου χωροφυλακής και εκ δύο ορειβατικών πυροβολαρχιών, μεταφερομένων επί ημιόνων. Επειδή οι Μανιάται συνεκρούοντο μεταξύ των, ο στρατηγός Schmaltz κατώρθωσε ν’ αποστατήση εκ των άλλων αρχηγών τον Κατσάκον*, μετά πεντακοσίων ανδρών και να τους ενώσει με τους ιδικούς μας στρατιώτας. Κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1834 εφθάσαμεν ημέραν Παρασκευήν εις ευρύ οροπέδιον του Ταϋγέτου, όπου κατηυλήσθημεν… Οι σκοποί ετοποθετήθησαν και το βραχώδες οροπέδιον μετεβλήθη εις οχυρωμένον στρατόπεδον, διότι μόνον εξ ενός μέρους ήτο βατόν, ενώ τα υπόλοιπα τρία ήσαν απόκρημνα και δυσανάβατα. Προς το βορρειοανατολικό μέρος έρρεεν από των ορέων ρύαξ δια μέσου βαθείας τινός χαράδρας, εις την έξοδον της οποίας ευρίσκετο το μικρόν χωρίον Ασλάν Αγά… Απέναντι της χαράδρας υψώνετο απόκρημνον όρος, υπερκείμενον όλου του οροπεδίου μας, εις του οποίου το μέσον είχομεν καταυλιστή. Από το χείλος του οροπεδίου μάς εχώριζεν ικανή απόστασις και δια τούτο δεν είχε τοποθετηθή εκεί κανείς φρουρός »…

 

‘Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους’- Χρ. Νέεζερ,

Αθήνα 1963

 

(*Ο Μανιάτης Κατσάκος που αποστάτησε και ένωσε τις δυνάμεις του με το στρατό του von Schmaltz, ήταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης-Κατσάκος, επικεφαλής της δεκαμελούς Επαναστατικής Επιτροπής στην εξέγερση του 1831 εναντίον του Καποδίστρια).

 

Στο έργο του «Aus dem Leben des Generalmajors von Schmaltz», ο Βαυαρός επικεφαλής της εκστρατείας περιγράφει για τη μάχη:

 

…« Απωθηθέντες κατά την πρώτην εξόρμησιν, οι στασιασταί αντεστάθησαν εκ νέου εις το χωρίον Ασλάναγα αλλά ταχέως εξεδιώχθησαν και από εκεί. Το χωρίον Ασλάναγα επυρπολήθη, επειδή οι κάτοικοί του είχον συμμετάσχει εις την επιδρομή εναντίον του ανθυπολοχαγού Steinle. Τα βασιλικά στρατεύματα διενυκτέρευσαν πλησίον του καιομένου χωρίου και την επομένην πρωίαν επέστρεψαν εις Καλαμάταν.»…

 

Από τους κυβερνητικούς στρατιώτες σκοτώθηκαν ογδόντα και τραυματίστηκαν τριάντα οκτώ. Από τους αντάρτες χάθηκαν εκατόν πενήντα. Ο Μητροπέτροβας και ο Τζαμαλής κατέφυγαν στη Γαράντζα όπου όμως ο Feder, αφού βγήκε από την Καλαμάτα, κατάφερε μετά από καταδίωξη να τους συλλάβει και να τους στείλει με συνοδεία χιλίων διακοσίων ανδρών, σιδηροδέσμιους στο Νιόκαστρο.

 

Συνεχίζει ο Schmaltz:

 

…« Συνεστήθη Στρατοδικείον, το οποίον κατεδίκασεν εις τυφεκισμόν τον Χρυσαλή, τον Μουσταφά, τους δημογέροντες του χωριού Ασλάναγα και άλλους αρχηγούς που ανεζήτησαν εις τα κρησφύγετά των. Ο γέρων Δημήτρης Πέτροβας και οι δύο Πλαπούτα χρεωστούν ο είς εις την μεγάλην ηλικίαν του και οι άλλοι δύο εις το νεαρόν αυτής, την μετατροπήν της εις θάνατον καταδίκης των εις μακροχρόνιον φυλάκισιν»...

 

Ι. Μελετόπουλος: ‘Τα πρώτα έτη της Οθωνικής εποχής εις τας υδατογραφίας του Köllnberger’, Αθήνα 1976.

 

Και οι τρεις επικεφαλής της ανταρσίας δικάστηκαν άμεσα. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης στην Κυπαρισσία και ο Αναστάσης Τζαμαλής με τον 83χρονο Μητροπέτροβα στο Νιόκαστρο. Τα στρατοδικεία καταδίκασαν με βαριές ποινές τους στασιαστές. Ο Γκρίτζαλης, εκτελέστηκε αυθημερόν, δύο ώρες μετά την καταδίκη του, στις 17 Σεπτεμβρίου 1834 στην Κυπαρισσία. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι χαρακτηριστική του ήθους και της γενναιότητας του Γκρίτζαλη. Το παράγγελμα ‘πυρ’ στο απόσπασμα το έδωσε ο ίδιος δείχνοντας ταυτόχρονα το ανοιχτό στήθος του. Και ο απλός λαός της Μεσσηνίας τιμώντας τον ήρωά του τον έψαλε στο λαϊκό τραγούδι:

 

«…Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σιγαλά βροντάνε.

Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;

Μαϊδέ σε γάμο πέφτουνε, μαϊδέ σε πανηγύρι.

Μόν’ το Γιαννάκη επιάσανε αυτοί οι Βαυαρέζοι.

Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω.

Κι οι πρόκριτοι του λέγανε κι οι Βαυαροί του λένε:

«Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη».

«Παιδιά πως με περάσατε να ψευτομαρτυρήσω;

Μονάχος μου το σήκωσα με την παληοκαπότα»

 

Γιαννάκη τ’ είσαι κίτρινος και τ’ είσαι μαραμένος;

Παιδιά σαν με ρωτήσατε να σας το μολογήσω.

Απόψε είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου,

Είδα και σκόρπισε ο ταϊφάς και μώφυγε τ’ ασκέρι

και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοίν’ οι Βαυαρέζοι.

Δεν πας, Γιάννη στο Σουλιμά, δεν πας κατά τη Χώρα;

Γιάννη θα σε σκοτώσουνε οι παληοβαυαρέζοι…»

 

Ο Τζαμαλής δικάστηκε και εκτελέστηκε κι’ αυτός αυθημερόν, στις 8 Οκτωβρίου 1834, με τυφεκισμό στο Νιόκαστρο, ενώ ο Μητροπέτροβας λόγω της μεγάλης ηλικίας του αλλά και της μεγάλης προσφοράς του στην Ελληνική Επανάσταση, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε χρόνων. Αποφυλακίστηκε μετά περίπου δύο χρόνια με χάρη που έδωσε ο Όθωνας στην ενηλικίωσή του, στις 20 Μαΐου 1835. Απολογούμενος στο στρατοδικείο που είχε βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα) τον Edward Masson που είχε καταδικάσει και τον Κολοκοτρώνη, ο Μητροπέτροβας είπε ανάμεσα στα άλλα:

 

…« για ένα μονάχα λυπάμαι, που τώρα, στα τελευταία μου δεν μπόρεσα να ξεπαστρέψω τη λούβα (λέπρα) που έκατσε στο σβέρκο του δυστυχισμένου ραγιά »…

 

Αργότερα μετά τη χάρη, ξαναγύρισε στη Γαράντζα όπου και πέθανε στις 12 Μαΐου 1838.

   

Η εφημερίδα «Αθηνά» στο φύλλο 169/1834 αναγράφει:

 

«…Την 6 του τρέχοντος εκτύπησαν τα στρατεύματα της Κυβερνήσεως τους εις το χωρίον Ασλάναγα συναθροισμένους στασιαστάς τους οποίους αφού εσκόρπισαν και αιχμαλώτισαν, κατέκαψαν και το χωρίον δια την επίβουλον και άπιστον διαγωγή των κατοίκων του…»

   

Η ίδια εφημερίδα στο φύλλο 194/1834 τον Νοέμβριο αναφέρει:

 

«…Την 24 του παρόντος το κατά την Μεσσηνίαν και την επαρχία Καρυταίνης έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον κατεδίκασεν εις θάνατον… τον εκ του χωρίου Ασλάναγα των Καλαμών Αναστάσιον Τσαμαλήν, ως αρχηγόν αποστασίας και πρωταίτιον του φόνου των κατά το Ασλάναγα την 30 Ιουλίου πεσόντων Βασιλικών Στρατιωτικών. Η απόφασις εκτελέσθη δια τουφεκισμού…»

 

Μπορεί οι ημερομηνίες της εφημερίδας να μην είναι ακριβείς. Όμως η ανταρσία της Μεσσηνίας το καλοκαίρι 1834 και η μάχη στο Ασλάναγα έδωσαν μια άλλη διάσταση στη σκοτεινή περίοδο της Αντιβασιλείας και της Βαυαροκρατίας, αφού όξυναν το πρόβλημα της ουσιαστικής αποκατάστασης των παλιών αγωνιστών.

 

Την 1η Σεπτεμβρίου 1834, οι Βαυαροί του Όθωνα και της Αντιβασιλείας του Armansperg, έφυγαν από το Ναύπλιο και για το «ιστορικό της γόητρο» ανέδειξαν πρωτεύουσα του Κράτους, την Αθήνα.

 

Στα βόρεια του χωριού Άρις, στον τόπο της μάχης του Ασλάναγα, δίπλα στο ναΐδριο της Αγίας Τριάδας, στέκεται σήμερα ένα λιτό μνημείο, μια μαρμάρινη στήλη, στη μνήμη του οπλαρχηγού Αναστάση Τζαμαλή που τουφεκίστηκε στο Νιόκαστρο και των άλλων παλικαριών που έπεσαν εκεί απαιτώντας την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την αποκατάσταση των αγωνιστών από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών.

 

(Οι ημερομηνίες του κειμένου ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο).