Κυριακή, 08 Μαϊος 2022 12:45

Μικρή συμβολή στην Ιστορία του Ελληνικού Κράτους: Ο Λεοπόλδος του Σαξ - Κοβούργου και ο ελληνικός θρόνος

Γράφτηκε από την

Του Ιωάννη Κ. Θεοδορόπουλου, δικηγόρου*

Στην μνήμη της μοναδικής Όλγας Θεοδωροπούλου

Η επίσημη επίσκεψη του βασιλέως των Βέλγων Φιλίππου στην χώρα μας προσφέρει την ευκαιρία αναφοράς (άλλωστε ο εορτασμός των διακοσίων χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 συνηγορεί προς τούτο) του ρόλου του μεγάλου προγόνου του, Λεοπόλδου, πρίγκιπα του Σαξ – Κοβούργου, σε σχέση με τους λόγους που τον οδήγησαν να αρνηθεί, το 1830, το ελληνικό στέμμα, που οι τρεις Προστάτιδες, τότε, Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) του πρόσφεραν.

Το ιστορικό αυτό γεγονός σε συντομία έχει ως εξής:

Με την υπογραφή, στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829, της Συνθήκης της Αδριανούπολης δημιουργήθηκε μια νέα τροπή των ευρωπαϊκών πραγμάτων, που συνέτεινε έτσι ώστε να μεταβληθούν οι ιδέες αναφορικά με την πολιτική αποκατάσταση της Ελλάδος, μιας και μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι αποτέλεσε την ουσιαστική αφετηρία για την ίδρυση των ανεξαρτήτων κρατών της Βαλκανικής.

Έτσι, στις 03 Φεβρουαρίου του 1830, στα πλαίσια της υπογραφής, στο Λονδίνο, από τις Προστάτιδες Δυνάμεις, των τριών πρωτοκόλλων με τα οποία διακηρύσσεται πανηγυρικά η πολιτική ανεξαρτησία της χώρας μας, ο πρίγκιπας Λεοπόλδος ορίζεται, με το ΛΘ πρωτόκολλο, «Άρχων – Ηγεμών της Ελλάδος».

Η επιλογή αυτή οφείλεται κυρίως σε πρωτοβουλία της Αγγλίας στην κυβέρνηση της οποίας οι υπόλοιπες δύο Δυνάμεις εμπιστεύτηκαν το σχετικό χειρισμό.

Η εκ μέρους του αποδοχή του ελληνικού στέμματος συνοδεύτηκε από τις αξιώσεις που προέβαλε αναφορικά με την ευρύτητα των ορίων της Ελλάδος. Ειδικότερα επέμενε περί της ανάγκης προστασίας, από την βία και αυθαιρεσία των οθωμανικών αρχών, των κατοίκων της Κρήτης και της Σάμου, για ασφαλέστερα όρια προς βορρά, χρηματικά βοηθήματα και ασφαλή εγγύηση των τριών Δυνάμεων υπέρ του νέου κράτους, καθώς και υπόσχεση βοήθειας, σε περίπτωση επιθέσεως.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ήδη από την εποχή του πρωτοκόλλου της 10/22 Μαρτίου 1829, το οποίο απέβλεπε, αορίστως, στην εκλογή κληρονομικού ηγεμόνα για την χώρα μας, ο Λεοπόλδος, με επιστολή του προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίον γνώριζε από μακρού, και συγκεκριμένα από το 1813, όταν και οι δύο διατελούσαν σε ρωσική υπηρεσία (ο ένας στο Υπουργείο Εξωτερικών και ο άλλος στο ρωσικό στρατό), τον ρωτούσε με ποιους όρους εκλεγόμενος κανείς ηγεμόνας της Ελλάδος έπρεπε να αποδεχθεί τη εκλογή.

Για το θέμα αυτό επανήλθε με την από 16/28 Φεβρουαρίου 1830 άλλη επιστολή του προς τον Καποδίστρια, και μάλιστα πριν υποβάλλει τους προαναφερθέντες όρους του. Ο Καποδίστριας με σειρά όλη επιστολών του συνιστούσε στον Λεοπόλδο, αφού ο τελευταίος είχε, ήδη, αποδεχθεί το ελληνικό στέμμα, να έρθει το ταχύτερο στην Ελλάδα, περιέγραφε όμως την κατάσταση της χώρας μας με τόσο μελανά χρώματα, ώστε όχι μόνον δεν τον ενθάρρυνε, αλλά αντίθετα αποθάρρυνε τον υποψήφιο βασιλέα.

Η απόρριψη από τις Δυνάμεις των όρων που προέβαλε ο Λεοπόλδος, για να αποδεχθεί οριστικά το ελληνικό στέμμα, τον ώθησαν, με την από 9/21 Μαϊου 1830 επιστολή του, να αποποιηθεί ρητά τον ελληνικό θρόνο.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στους Συμμάχους, τους Έλληνες όμως δικαιολογημένα απογοήτευσε. Όταν ήρθε στην δημοσιότητα το έγγραφο της παραιτήσεώς του προκλήθηκε σφοδρά συζήτηση στο αγγλικό Κοινοβούλιο με βαριές μομφές κατά του Λόρδου Άμπερντην, και τούτο γιατί ο ρόλος του Τζώρτζ Χάμιλτον – Γκόρντον, 4ου κόμη του Άμπερτην, τότε Υπουργού των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας στην κυβέρνηση του νικητή του Βατερλώ Δούκα του Ουέλλιγκτον, του επονομαζόμενου «Σιδηρού Δούκα», υπήρξε καταλυτικός και ολέθριος για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού διατύπωνε την άποψη ότι το νέο ελληνικό κράτος δεν έπρεπε να επεκταθεί εδαφικά πέρα από την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, ισχυριζόμενος ότι σε αντίθετη περίπτωση θα αδικείτο η Τουρκία.

Προ αυτής της καταστάσεως ευρεθείς ο Λεοπόλδος, με νεότερο εμπιστευτικό υπόμνημά του προς τις Δυνάμεις, είχε προβάλει την άποψη ότι ήταν αδύνατον να είναι βιώσιμο το νέο κράτος εφόσον στα όρια αυτού δεν συμπεριλαμβάνοντο, πλην της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και Φθιώτιδος, η Χίος, η Σάμος, τα Ψαρά, η Αστυπάλαια, η Κάσος και η Κρήτη.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι Ουίγοι (φιλελεύθεροι) κατέκριναν την αγγλική κυβέρνηση για την εν γένει διεξαγωγή του ελληνικού ζητήματος, ο δε ηγέτης τους Χένρυ – Τζων Τέμπλ, 3ος Υποκόμης του Πάλμερστον, αγόρευσε υπέρ της ευρύτητας των συνόρων της Ελλάδος τονίζοντας ότι η παραχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα δεν θα αποτελούσε καμιά ζημιά για την Τουρκία, στην θέση που ευρίσκετο τότε, αλλά θα ενίσχυε σοβαρά την Ελλάδα και θα απέβαινε εχέγγυον ειρήνης στην σταδιοδρομία του νέου κράτους, το οποίο έπρεπε να αποβεί ικανό για να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία του προς το συμφέρον και αυτής της Ευρώπης.

Μένοντας στα της παραιτήσεως του Λεοπόλδου, θεωρώ άξια μνείας την έβδομη παράγραφό της, που έχει ως εξής: «Ο υπογεγραμμένος θεωρεί ως πράγμα ασυμβίβαστο με τον χαρακτήρα του και με τα αισθήματά του, να υποχρεωθεί ώστε να ασκήσει, τρόπον τινά, την ηγεμονία ενός λαού νομίζοντος τον ίδιον ως αίτιο της ελαττώσεως των ορίων του, της εγκαταλείψεως των συναγωνιστών αδελφών του και της αποξενώσεως από τις γαίες και τις εστίες, από τις οποίες, έως τώρα οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τους βγάλουν παρά με πρόσκαιρες επιδρομές». Κλείνοντας κατέληγε ως εξής: «Δεν μπορούσα να εκπληρώσω τα καθήκοντα που μου ανατέθηκαν …….. αφού ο περιορισμός τους (εννοεί την απόρριψη των όρων που έθεσε) δεν άρμοζε ούτε προς την ιδίαν μου τιμήν, ούτε προς όφελος της Ελλάδος, ούτε για τα γενικά συμφέροντα της Ευρώπης».

Γενικώς εκτιμάται ότι η παραίτησή του από τον ελληνικό θρόνο αποτέλεσε παράλληλα και καταγγελία της αθέμιτης παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στην πολιτειακή συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους.

Αναφορικά με τον ρόλο που έπαιξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, στην τελική απόφαση του πρίγκιπα Λεοπόλδου να αποποιηθεί τον ελληνικό θρόνο, έχουν διατυπωθεί διϊστάμενες απόψεις. Πάντως, οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων ζήτησαν, το 1829, από τον Καποδίστρια, την γνώμη του για το ποιό πρόσωπο θεωρούσε κατάλληλο για τον ελληνικό θρόνο. Ο τελευταίος απάντησε ανεπιφύλακτα ότι, στην περίπτωση αυτή, πλέον κατάλληλος ήτο ο Λεοπόλδος του Σαξονικού Κοβούργου.

Είναι βέβαιο ότι ο Καποδίστριας διέκειτο αρνητικά προς την έξωθεν επιβολή κυρίαρχου ηγεμόνα, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του ελληνικού λαού. Όμως, ακριβώς αυτό ζητούσε, με έναν εκ των όρων του, και ο Λεοπόλδος προκειμένου να αποδεχθεί το ελληνικό στέμμα.

Η συνέχεια της ζωής του γερμανού πρίγκιπα υπήρξε εντυπωσιακή, αφού το 1831 ανακηρύχθηκε βασιλεύς των Βέλγων. Eξασφάλισε την ανεξαρτησία της νέας χώρας του από τις ολλανδικές επιθέσεις, μιας και ο βασιλεύς των Κάτω Χωρών Γουλιέλμος Α΄ δεν αναγνώρισε την ανεξαρτησία των αποσχισθεισών, από το βασίλειο του, περιοχών της Βαλλωνίας και της Φλάνδρας, (που συγκρότησαν το νέο κράτος του Βελγίου) και αναδείχθηκε σε σημαίνοντα παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, επονομασθείς «Νέστορας της Ευρώπης».

* Ο Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος είναι πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανωτάτων Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.