Δευτέρα, 28 Απριλίου 2025 17:49

Οι Αγιοι Τόποι

Γράφτηκε από τον

Οι Αγιοι Τόποι

 

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Από τον 12ο αιώνα, με την προτροπή του Πάπα, εντάθηκε το φαινόμενο του προσκυνήματος των Χριστιανών στους ιερούς τόπους. Κάθε χρόνο, την άνοιξη και το καλοκαίρι, μεγάλα καραβάνια πιστών προσκυνητών από την Ευρώπη, κατευθύνονταν σε τόπους ιερούς, όπου φυλάσσονταν λείψανα αγίων και άλλα προσκυνήματα, για να πάρουν άφεση αμαρτιών ή για να θεραπευτούν από κάποια αρρώστια.

Οι τόποι που φημίζονταν τότε ως ιεροί ήταν η έδρα του πάπα στη Ρώμη με τους πολλούς Ναούς με λείψανα Αγίων, η Κομποστέλα στη βορειοδυτική Ισπανία όπου οι θρύλοι έλεγαν ότι εκεί υπήρχε ο τάφος του Αποστόλου Ιακώβου, του Santiago των Ισπανών και βέβαια η Ιερουσαλήμ όπου μπορούσε κανείς να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και να επισκεφθεί τους τόπους του Αγίου Πάθους. Αυτός ο τελευταίος δρόμος ήταν θαλάσσιος, αφού η προσέγγιση των Αγίων Τόπων από την ξηρά ήταν εξαιρετικά επίπονη και επικίνδυνη. Η επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ ήταν έργο και στόχος ζωής για πολλούς Ευρωπαίους πιστούς. Εκατοντάδες άνθρωποι από τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Σκωτία, τη Γερμανία αλλά και την Ισπανία και τις κάτω Χώρες, συνωστίζονταν για να σαλπάρουν από το λιμάνι της Βενετίας για το ταξίδι στην Ανατολή. Μεγάλες γαλέρες σαλπάριζαν από το λιμάνι της Βενετίας για τη Γιάφα (Jaffa), περνώντας μέσα από τις ελληνικές θάλασσες. Το δρομολόγιο ήταν συνηθισμένο: Βενετία, Ζάρα ή Ραγκούσα, Κέρκυρα, Μεθώνη ή Κορώνη, Κρήτη, Ρόδος, Γιάφα.

Ο διακαής πόθος των Βενετών για την εξασφάλιση αυτού του δρόμου, ήταν πάντα ο έλεγχος της περιοχής της «Ρωμανίας», δηλαδή των εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην ελληνική χερσόνησο και κυρίως στη νότια Πελοπόννησο. Το πέρασμα μεταξύ της βορειοδυτικής ακτής της Κρήτης και της Πελοποννήσου αλλά και αυτό μεταξύ της ανατολικής Κρήτης και της Ρόδου που συνήθως ελέγχονταν από πειρατές, είχαν ιδιαίτερη σημασία για τα ταξίδια στους Αγίους Τόπους. Έτσι η θέση της Κορώνης και της Μεθώνης ήταν πραγματικά σημαντική τόσο για τον ανεφοδιασμό και τις επισκευές των πλοίων όσο και για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.

Φυσικά το Βυζάντιο αποτελούσε το σταυροδρόμι για τους εμπορικούς δρόμους της ανατολής. Τα προϊόντα από τη Μαύρη θάλασσα περνούσαν από τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια που ελέγχονταν από την Κωνσταντινούπολη και μέσα από τις ελληνικές θάλασσες, έφθαναν στη Δύση. Ανάλογη εμπορική σημασία είχαν και οι νότιες ακτές της Κρήτης, αφού έλεγχαν τον δρόμο των μπαχαρικών και κυρίως του πολύτιμου για την εποχή πιπεριού, στο πέρασμα από την Ερυθρά Θάλασσα και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στα δυτικά του «δέλτα» του Νείλου, για τις αγορές της Δύσης.

Λόγω της στρατηγικής θέσης του για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Ανατολής, το Αιγαίο πέλαγος τον 13ο αιώνα έγινε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ της Γένοβας και της Βενετίας. Μετά τα εμπορικά προνόμια που παραχώρησε στη Γένοβα ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143 – 1180) στην προσπάθειά του να περιορίσει τη δύναμη της ανταγωνίστριάς της Βενετίας στο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας η απόκτηση βάσεων στο Αιγαίο πέλαγος για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της έγινε κύριος στόχος της ιταλικής ναυτικής πόλης. Ο έλεγχος των δρόμων για την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο αλλά και τη Συρία και την Παλαιστίνη απαιτούσε ναυτικές βάσεις στο Αιγαίο.

Πριν ακόμα την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 αλλά και μετά από αυτήν, πολλοί Γενουάτες έμποροι είχαν επιδοθεί στην πειρατεία και είχαν καταλάβει στρατηγικές θέσεις στο Αιγαίο. Ο Βενετός Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του δόγη Ενρίκο Ντάντολο, με τη συγκατάθεση του πρώτου Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου Α΄ και της Βενετία αποβιβάστηκε στη Νάξο και επιτέθηκε στους Γενουάτες πειρατές που την είχαν ήδη καταλάβει. Με έδρα τη Νάξο, ίδρυσε εκεί το Δουκάτο του Αρχιπελάγους του Αιγαίου και απέκτησε κομβικό ρόλο στον έλεγχο του θαλασσίου εμπορίου της εποχής.

Ο ανταγωνισμός των Βενετών με τους Γενουάτες πειρατές συνεχίστηκε και στην Κρήτη. Μετά την κατάκτηση, ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Α΄ την είχε προσφέρει στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Λόγω της αδυναμίας του Βονιφάτιου να την κυβερνήσει, ο Βενετός δόγης Ενρίκο Ντάντολο τον κατάφερε να πουλήσει το νησί στη Βενετία, έναντι ευτελούς τιμήματος. Ο Γενουάτης κόμης, στρατιωτικός διοικητής της Μάλτας και πειρατής Ενρίκο Πεσκατόρε (Enrico Pescatore), δυσαρεστημένος από τη μεταβίβαση της Κρήτης στη Βενετία, αποβιβάστηκε στο νησί και κατέλαβε μεγάλα τμήματά του. Η Βενετία στέλνοντας στρατό κατάφερε, το 1211 και παρά την ενίσχυση του Πεσκατόρε από τη Γένοβα και τον πόλεμο μεταξύ των δύο πόλεων που ακολούθησε, να τον νικήσει. Παρά τις σπασμωδικές ενέργειες των Γενουατών για την ανακατάληψη της Κρήτης, ξεκίνησε εκεί μια μακρά περίοδος βενετοκρατίας που κράτησε μέχρι το 1669.

Η εδραίωση της Βενετίας στο Αιγαίο, την Κρήτη, τη Μεθώνη και την Κορώνη δεν έγινε αποδεκτή από τη Γένοβα αφού και αυτή είχε εμπορικά συμφέροντα στον ελλαδικό χώρο. Οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτες. Ο ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα μεταξύ των ιταλικών πόλων συνεχίστηκε. Η επικράτηση της Βενετίας μετά τους αλλεπάλληλους πολέμους με τους αντιπάλους της, έκανε τα ταξίδια στους Αγίους Τόπους ασφαλή και βέβαια μια επικερδή επιχείρηση για τη θαλασσοκράτειρα Δημοκρατία.