Ο πρώτος χρονολογικά οικισμός εντοπίζεται στο λόφο Μέξα στην Μπούκα και τα ευρήματα ανήκουν στην δεύτερη πρωτοελλαδική περίοδο (2700-2100 π.Χ.). Για το θέμα αυτό σημειώνουν οι ερευνητές:
«Μέξα: Χαμηλός λόφος ακριβώς στα δυτικά του δρόμου που οδηγεί νότια της Μεσσήνης προς τον κόλπο και μόλις περί τα 500 μέτρα από τη σημερινή ακτογραμμή. Νοτιοανατολικά-νότια από την Μπούκα και περί τα 400 μέτρα μακριά υπάρχουν τα ερείπια του Τελωνείου. Κεραμικά σκεύη, φθαρμένα σε πολύ μεγάλο βαθμό, βρέθηκαν σκορπισμένα σε έναν χώρο, περίπου 70 μέτρα (με διεύθυνση Ανατολή-Δύση) προς 40 μέτρα (με διεύθυνση Βορράς-Νότος). Περισυλλέξαμε θραύσματα από σαλτσιέρες, βάσεις από κούπες από τη 2η πρωτοελλαδική περίοδο και λαβές από κανάτες. Τα λεπτότεχνα αγγεία είτε έχουν αραιό κόκκινο επίχρισμα είτε είναι πρωτοβερνίκωτα. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα τοποθεσία στην άκρα νοτιοδυτική πλευρά της κοιλάδας του Παμίσου, στο σημείο που μια χαμηλή λοφοσειρά οριοθετεί την ακτογραμμή προς τα δυτικά. Θυμίζει την τοποθεσία του Αϊ-Στρατήγου στη Λακωνία. Τα ευρήματα είναι ισχυρή απόδειξη που υποδεικνύει ότι η βόρεια ακτογραμμή του Μεσσηνιακού Κόλπου δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά τα προηγούμενα 4 με 5.000 χρόνια».
Ο δεύτερος οικισμός εντοπίζεται στην Παναγίτσα στο Μαυρομμάτι, τα ευρήματα είναι της πρωτοελλαδικής περιόδου (2800-1900 π.Χ.), αλλά κυρίως της υστεροελλαδικής περιόδου (1600-1100 π.Χ.). Οι ερευνητές σημειώνουν για την Παναγίτσα:
«Εξωκκλήσι της Παναγιάς, σε μια μικρή, χαμηλή ραχούλα με διεύθυνση ανατολική, σχεδόν πάνω στη χάραξη του εθνικού δρόμου που οδηγεί βόρεια της Μεσσήνης (Νησί). Βρίσκεται περίπου στο μισό της απόστασης (1,5 χιλιόμετρο) μεταξύ Μεσσήνης και Καρτερολίου και περίπου 600 μέτρα ανατολικά-βορειοανατολικά από το χωριό Μαυρομμάτι. Οι βροχές του χειμώνα έχουν αποκαλύψει πολλά θραύσματα από κύλικες στη νοτιοανατολική πλαγιά. Ομως υπάρχουν αρκετά διασκορπισμένα ακόμα, στην κορυφή και σε άλλες πλευρές του λόφου, που δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με οικισμό και όχι απλώς ένα νεκροταφείο. Ενα από τα θραύσματα είναι η βάση μιας σαλτσιέρας ή κάποιου άλλου ρηχού σκεύους της πρωτοελλαδικής περιόδου. Τα υπόλοιπα ευρήματα στην περιοχή είναι της υστεροελλαδικής περιόδου, περιλαμβάνουν δε, βάσεις από κανάτες και δοχεία από χονδροειδή πηλό, μέρος της λαβής από μια βαθιά κούπα και αμέτρητα κομμάτια από μακρείς και μεσαίου μεγέθους κύλικες από άσπρο υλικό. Η σποραδική παρουσία κεραμικών σε ένα χώρο 90 μέτρα (με διεύθυνση Ανατολή-Δύση) προς 50 μέτρα, θα πρέπει να υποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή συνιστά μια μικρή αρχαιολογική τοποθεσία».
Γνωστός και από παλαιότερες έρευνες ο αρχαίος οικισμός στο Καρτερόλι, με ευρήματα που ανήκουν κυρίως στη μυκηναϊκή περίοδο (1550-1050 π.Χ.). Οι αρχαιολόγοι γράφουν για τα ευρήματα στον Αγιο Κωνσταντίνο Καρτερολίου:
«Στον αυτοκινητόδρομο από Μεσσήνη (Νησί) προς την Ιθώμη (Μαυρομμάτι), στη στροφή προς το Καρτερόλι -το οποίο βρίσκεται μισό χιλιόμετρο δυτικά του δρόμου. Θαλαμωτοί τάφοι ανακαλύφθηκαν στη νότια και τη νοτιοανατολική πλαγιά του μεγάλου λόφου δυτικά του αυτοκινητοδρόμου, που λέγεται Αγιος Κωνσταντίνος από το εξωκκλήσι στο βόρειο άκρο του. Αλλοι τάφοι ανέκυψαν εξ άλλου, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλαγιά του χαμηλού λόφου, βόρεια του δρόμου προς Καρτερόλι, ενώ δύο ακόμη (ο ένας χρησιμοποιόταν σαν καμίνι) μπορεί να δει κανείς στη δυτική πλαγιά του λόφου, που τον ονομάζουν "Παπαλιά Ράχη", ανατολικά του αυτοκινητοδρόμου και βόρεια του δρόμου που οδηγεί ανατολικά στην Πιπερίτσα. Θραύσματα από βαθιά αγγεία ή κύλικες, μονόχρωμους -πορτοκαλί ή μαύρους- από το τελευταίο διάστημα της υστεροελλαδικής περιόδου, χοντροκομμένα οικιακά σκεύη, κοκκινωπό ύφασμα, των μυκηναϊκών χρόνων. Οι συνολικά εννέα εμφανείς θαλαμωτοί τάφοι και η πιθανότητα ύπαρξης άλλων τεσσάρων, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ευμεγέθους οικισμού. Η κατοικημένη περιοχή πιθανότατα καταλάμβανε την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου και του λόφου ακριβώς ανατολικά, παράλληλα στον αυτοκινητόδρομο. Στην κορυφή, αλλά και νότια, όπως και στη δυτική πλαγιά της Παπαλιά Ράχης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους σημαντικού αριθμού θραυσμάτων του δεύτερου μισού του τελευταίου διαστήματος της υστεροελλαδικής περιόδου. Αυτός είναι ο μοναδικός μυκηναϊκός αρχαιολογικός χώρος που γνωρίζουμε σίγουρα στο δυτικό άκρο της μεγάλης κοιλάδας του Παμίσου».
ΣΤΗ ΜΑΔΑΙΝΑ
Στην ίδια περίπου περίοδο χρονολογούνται και τα ευρήματα στον Αγιο Κωνσταντίνο Μάδαινας:
«Οταν ξεχώθηκε ένα "χωμένο" μονοπάτι που οδηγούσε νότια από τη Μάδαινα, αποκαλύφθηκε κάτι που έμοιαζε να είναι ένας ευρέως κατεστραμμένος ταφικός θάλαμος. Συνελέγησαν και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Καλαμάτας μερικά θραύσματα από μονόχρωμους κύλικες και το επάνω τμήμα ενός αχλαδόσχημου βάζου. Χρονολογήθηκαν από τον Παπαθανασόπουλο στο τελευταίο διάστημα της υστεροελλαδικής περιόδου, αν και κατά τη γνώμη μας έχουν κατά τι αρχαιότερη εμφάνιση. Ενα κρανίο και άλλα οστά από τον τάφο βρίσκονται τώρα σε έναν κοντινό σε αυτόν αχυρώνα, υπό την επίβλεψη του Γ.Κ. Τρύφωνα, του προέδρου της κοινότητας. Το μονοπάτι οδηγεί από το λόφο που βρίσκεται το χωριό σε μια μικρή βαλτώδη κοιλάδα, στην οποία υπάρχει μια παλιά κρήνη που την αποκαλούν Τουρκόβρυση. Στην κορυφογραμμή, επάνω από το φερόμενο ως μυκηναϊκό νεκροταφείο, ορισμένα διεσπαρμένα υστεροελλαδικά θραύσματα μπορεί να υποδεικνύουν τη θέση του οικισμού, αλλά η καλλιέργεια και η διάβρωση μοιάζει να έχουν καταστρέψει σχεδόν κάθε ίχνος. Στην επιμήκη κορυφογραμμή ανατολικά της κοιλάδας, επάνω από την Τουρκόβρυση, εντοπίστηκαν σποραδικά απομεινάρια βυζαντινού και ρωμαϊκού οικισμού, ιδιαίτερα κοντά στις περιοχές Αγιος Νικήτας, Στέρνες και στου "Δάρλα βρύση".
Βόρεια από το νεκροταφείο του χωριού, ένα "χωμένο" μονοπάτι, που οι ντόπιοι αποκαλούν Βλαχόστρατα, λέγεται ότι οριοθετεί τη μεσαιωνική διαδρομή από την Ανδρούσα προς την Κορώνη. Υπάρχει ένα ανάλογο, "χωμένο" επίσης, μονοπάτι στο Καρτερόλι, που υποδεικνύει ότι η κύρια διαδρομή προς Νότο διέσχιζε την κοιλάδα του Παμίσου, από Ριζόμυλο, Μάδαινα, Καρτερόλι, Αρι και στη συνέχεια προς Θουρία και άλλους οικισμούς στην ανατολική πλευρά».
Τα ευρήματα σε αυτά τα σημεία δείχνουν κατοίκηση της περιοχής μέχρι την υστεροελλαδική περίοδο. Οι θέσεις αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, για λόγους οι οποίοι δεν μπορούν να διερευνηθούν. Αυτό που διαπιστώνει ο καθηγητής Αρχαιολογίας Γ.Σ. Κορρές είναι πως «σε αντίθεση με τη ζωηρή κατοίκηση στην ακτή και το εσωτερικό της πεδιάδας του Κάτω Παμίσου και του Αριος (ποταμού) στους πρωτοελλαδικούς χρόνους, η κατοίκηση στους μεσοελλαδικούς χρόνους μειώθηκε αισθητά και περιορίστηκε σε θέσεις σε σημαντική απόσταση από την ακτή, που κατοικήθηκαν και στους μυκηναϊκούς χρόνους» (46).
ΑΡΧΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Ενδιαφέρον έχει σε αυτό το σημείο, ένα απόσπασμα της εργασίας των Αμερικανών αρχαιολόγων που αφορά στην κατοίκηση που εμφανίζεται στη Μεσσηνία κατά την περίοδο αυτή: «Το επίκεντρο της πιο πυκνοκατοικημένης περιοχής μέχρι την υστεροελλαδική εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Οι δύο οριζόντιες πλευρές του αποτελούν τις ευθείες διείσδυσης από τα δυτικά παράλια. Η μια ενώνει τον τομέα της Πύλου με την κορυφή του Μεσσηνιακού Κόλπου και την κάτω κοιλάδα του Παμίσου. Η δεύτερη συνδέει τα παράλια γύρω από την Κυπαρισσία, μέσω της κοιλάδας του Σουλιμά, με την άνω κοιλάδα του Παμίσου ή πεδιάδα της Στενυκλάρου. Η δυτική κάθετη πλευρά περιλαμβάνει την παραθαλάσσια πεδιάδα και ένα τρίγωνο γόνιμης γης, ανατολικά από τους Γαργαλιάνους και τα Φιλιατρά, ενώ την ανατολική κάθετη πλευρά αποτελούν η κοιλάδα του Παμίσου και η γη που απλώνεται δυτικά της. Σήμερα οι αδύναμοι κρίκοι εντοπίζονται στις βορειοδυτική και νοτιοανατολική γωνίες του παραλληλογράμμου, αλλά είναι πολύ βιαστικό να δηλώσουμε αν αυτά τα κενά είναι πραγματικά ή θα απαλειφθούν μετά από περαιτέρω έρευνα».
Οι ερευνητές έχουν ασχοληθεί και με τις χερσαίες επικοινωνίες στο βασίλειο του Νέστορα. Ανακάλυψαν λοιπόν τη διαδρομή μιας μεγάλης οδού που συνέδεε την περιοχή της Πύλου με την κάτω κοιλάδα του Παμίσου. Οπως σημειώνουν «το 1962 ο Φαντ χαρτογράφησε ένα εξαιρετικά διατηρημένο τμήμα μιας οδού, σχεδόν παράλληλης με το σύγχρονο αυτοκινητόδρομο, σε δύσβατο έδαφος προς το κέντρο της χερσονήσου, μεταξύ των χωριών Νερόμυλος και Καζάρμα. Στη διάρκεια της χαρτογράφησης έγινε δυνατό να ακολουθήσουμε τη διαδρομή της οδού σε σημαντική απόσταση, προς το Νερόμυλο. Οι προσεγμένες, ομαλές κλίσεις και άλλες κατασκευαστικές τεχνικές, μας έπεισαν ότι η οδός είχε κατασκευαστεί για τροχοφόρα -και αυτό μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτή η φιλόδοξη κατασκευή προέκυψε από μια ξαφνική ανάγκη, προς το τέλος της υστεροελλαδικής περιόδου, τα πολεμικά ιππήλατα δίτροχα άρματα (δίφροι) να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις. Ενα από τα επιχειρήματά μας υπέρ αυτής της θεωρίας -και συγκεκριμένα η ύπαρξη υστεροελλαδικών οικισμών και θολωτών τάφων κοντά στην οδό- υποστηρίζεται πλήρως από πρόσφατη εργασία, ανάλογη με τη δική μας, που συντάσσεται στη Βρετανία».
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, οι αρχαιολόγοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η οδός που ένωνε την Πύλο με την κάτω κοιλάδα του Παμίσου, περνούσε δίπλα από μυκηναϊκούς οικισμούς. Εφθανε στο Ριζόμυλο και από εκεί σε Μάδαινα, Καρτερόλι, περνούσε απέναντι στον Αρι (όπου εντοπίστηκε οικισμός υστεροελλαδικής περιόδου στο λόφο Μεσοβούνι) και από εκεί οδηγούσε στη Θουρία και τους άλλους οικισμούς της ανατολικής πλευράς της κοιλάδας του Παμίσου.
Χάρις στις εργασίες των Αμερικανών αρχαιολόγων, έχουμε μια σχετικά ικανοποιητική εικόνα για την περίοδο μέχρι τους μυκηναϊκούς χρόνους, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι επισημαίνουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του Νησιού.
ΕΝΑ ΠΑΛΛΑΔΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ
Κα ενώ αυτή είναι η εικόνα που σχηματίζεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, ακολουθεί η κάθοδος των Δωριέων το 12ο αιώνα. Ο Κρεσφόντης εγκαταστάθηκε στη Στενύκλαρο, στο κέντρο της πεδιάδας της Ανω Μεσσηνίας και διαίρεσε το βασίλειό του σε πέντε πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Υαμείτιδα. Οι ερευνητές τοποθετούν τη θέση της στους λόφους δυτικά του Παμίσου (47), μεταξύ Ανδρούσας και Μεσσήνης (Νησιού) (48). Πρόκειται για μια θέση κοντά στο σημερινό οικιστικό ιστό της πόλης και ως εκ τούτου συνδέεται με την ιστορία της περιοχής.
Η Υαμείτις (Υάμεια) θεωρείται ως μια από τις φερόμενες ως "πρώιμες πόλεις" πριν το σχηματισμό της πόλης-κράτους στην αρχαία Ελλάδα (49). Σύμφωνα με τους ερευνητές της τοπικής ιστορίας η Υάμεια κατελύθη και καταστράφηκε μετά το τέλος του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου καθώς οι ηγέτες της ήταν μεταξύ αυτών που είχαν επαναστατήσει (50).
Για όλη αυτή την περίοδο, οι πηγές σιωπούν. Υπάρχει όμως ένα εύρημα το οποίο έχει κάνει γνωστό το Νησί στην οικογένεια των αρχαιόφιλων σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα Παλλάδιο της Αθηνάς ύψους 19 εκατοστών που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα και εκτίθεται στο Μουσείο Μάριεμοντ του Βελγίου. Προέρχεται από ιδιωτική συλλογή που δωρήθηκε από τον Raoul Warocque στα τέλη του 19ου αιώνα και σύμφωνα με όλες τις αναφορές στη βιβλιογραφία, θεωρείται ότι έχει βρεθεί στο Νησί. Πρόκειται για σπάνιο εύρημα της αρχαϊκής περιόδου και εμφανίζεται σε ένα πλήθος επιστημονικών εργασιών που ερευνούν την τέχνη αυτής της περιόδου. Και τεκμηριώνουν την θέση ότι «η αρχαϊκή μεσσηνιακή χαλκοτεχνία είναι κλάδος της λακωνικής», καθώς και ότι «η ομοιογένεια στον υλικό πολιτισμό εντός των πολιτικών ορίων της Λακεδαίμονος είναι σίγουρα το αποτέλεσμα μιας πιο έντονης ανταλλαγής που έλαβε χώρα στην περιοχή αυτή» (51). Η εύρεση του Παλλαδίου στην περιοχή υποδηλώνει έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα τον 6ο π.Χ. αιώνα. Εκείνο το οποίο δεν μπορούμε όμως σήμερα να γνωρίζουμε, είναι πού ακριβώς βρέθηκε το αγαλματίδιο καθώς στη διαθέσιμη βιβλιογραφία δεν καταγράφονται λεπτομέρειες.
ΠΡΙΝ ΤΟ ΝΗΣΙ
Από την περίοδο αυτή μέχρι και την εμφάνιση του Νησιού στο προσκήνιο της ιστορίας, και ειδικότερα στη γαλλική εκδοχή του "Χρονικού του Μορέως", δεν υπάρχει κανένα αρχαιολογικό εύρημα ή φιλολογική μαρτυρία για τη ζωή στην περιοχή. Το βέβαιο είναι πως αυτή καλλιεργείται. Ο Παυσανίας μετά την Αρχαία Μεσσήνη κατεβαίνει προς τις εκβολές του Παμίσου από τη δυτική του πλευρά. Τότε διαπιστώνει ότι ο ποταμός «ρέει μέσα από καλλιεργούμενη περιοχή», είναι «καθαρός και πλωτός ως δέκα περίπου στάδια από τη θάλασσα» και «ανεβαίνουν στα νερά του και ψάρια θαλασσινά, ιδιαίτερα γύρω στην εποχή της άνοιξης» (52). Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ανθρώπινη δραστηριότητα σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκρότηση σε πόλη, ούτε κάποιος αξιόλογος οικισμός τον οποίο άλλωστε θα περιέγραφε. Δεν θα πρέπει να περάσει ακόμη απαρατήρητο το γεγονός ότι ο Πάμισος καταγράφεται ως πλωτός μέχρι το ύψος του Νησιού, γεγονός που σημαίνει ότι από την άποψη της θέσης η περιοχή βρίσκεται σε κομβικό σημείο συνδέοντας χερσαίους και ποτάμιους δρόμους.
Ο Ηλ. Αναγνωστάκης μας "υποψιάζει" για τη σημασία της περιοχής κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο καθώς σημειώνει ότι «ο παράλιος χώρος στο μυχό του Μεσσηνιακού Κόλπου από την Αβία μέχρι το Πεταλίδι ή πιο συγκεκριμένα ως τις εκβολές των ποταμών δυτικά της Καλαμάτας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιστορικογεωγραφικής ενότητας, σημαντικότατης μάλιστα, καθώς αποτελεί την απόληξη ποτάμιων και χερσαίων δρόμων της μεσσηνιακής πεδιάδας». Για να προσθέσει ότι «ο παράλιος χώρος της Καλαμάτας και ο χώρος των ποτάμιων εκβολών, αν και προσφέρουν κάποιες υστερορωμαϊκές και παλαιοχριστιανικές μαρτυρίες με ελάχιστα ευρήματα, περιμένουν πάντα τον αρχαιολόγο τους» (53). Ο ίδιος όμως κρατάει μια επιφύλαξη σε σχέση με αυτό καθώς πέραν των άλλων διαπιστώσεων σημειώνει ότι στις έρευνες «χαριστική βολή έδωσαν οι σύγχρονες οικιστικές και οικονομικές προτεραιότητες σε ένα χώρο ιδιαίτερα εύφορο και πυκνοκατοικημένο όπως η Μεσσηνία και μάλιστα ο παράλιος χώρος της».
Χωρίς μαρτυρίες, το κενό μπορεί να καλύψουν μόνο λογικές υποθέσεις. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην προνομιακή από άποψη θέσης και οικονομικών πόρων περιοχή του Νησιού, μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή, τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν, τις επιδρομές από τη θάλασσα και τις ανάγκες ελλιμενισμού πλοίων για την εξυπηρέτηση αναγκών πληρωμάτων και ταξιδιωτών.
Στο πέρασμα των αιώνων η κατάσταση φαίνεται πως σταθεροποιείται στην Πελοπόννησο μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, όταν σταματούν οι επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών (54). Την ίδια περίοδο οι Βυζαντινοί, με βάσεις τη Μεσσήνη-Βουλκάνο και το κάστρο Φαρών-Καλαμάτα, απώθησαν τους Σλάβους στα ορεινά (55). Ετσι εδραιώνεται η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή του μεσσηνιακού κάμπου. Το 1082 μ.Χ. με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού εγκαθίσταται στην Πελοπόννησο η οικογένεια των Μελισσηνών (56) στους οποίους παραχωρείται και η περιοχή του κάμπου. Είναι η περίοδος κατά την οποία σχεδόν εξαφανίζεται η μικρή ιδιοκτησία και οι μικροϊδιοκτήτες πληθαίνουν τις τάξεις των δουλοπάροικων (57). Εξαιρετικά εύφορη, η περιοχή συγκέντρωσε το ενδιαφέρον για καλλιέργεια, αλλά ο βάλτος και οι αρρώστιες αποτελούσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη οικισμών.
Οι καλλιεργητές της γης κατοικούσαν μέσα στα κτήματα σε καλύβες αρχικά απομονωμένες μεταξύ τους. Η εντατικοποίηση της καλλιέργειας από τους φεουδάρχες ιδιοκτήτες πολλαπλασίασε τις καλύβες. Οταν οι καλύβες πλήθαιναν συγκροτούσαν οικισμό -και κάπως έτσι αρχίζει και η ιστορία του Νησιού. Στην περιοχή άρχισε να πυκνώνει η κατοίκηση και να εντατικοποιείται η εκμετάλλευση. Η σπανιότητα τοπωνυμίων με γενική πτώση ονομάτων ιδιοκτητών, είναι ενδεικτική του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην περιοχή και του φεουδαρχικού τρόπου εκμετάλλευσής της. Ετσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι την περίοδο αυτή εμφανίζονται τοπωνύμια που γεφυρώνουν τις ιστορικές εποχές, προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της περιοχής και αποκαλύπτουν πτυχές της ιστορίας της. Στους λειμώνες (λιβάδια), μακριά από τα έλη του βάλτου, συγκεντρώνονται οι καλλιεργητές και συγκροτούν το "Λειμονχώρι" που μένει στην ιστορία ως "Λιμοχώρι". Σύμφωνα με παλαιότερες μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια εκσκαφών έχουν βρεθεί μικρά πηγάδια που παραπέμπουν σε εγκαταστάσεις της βυζαντινής εποχής. Την περιοχή δίπλα στο ποτάμι οι κάτοικοι αποκαλούν "Νησί" και έμελλε να είναι το όνομα της μεσαιωνικής πόλης. Στη νότια πλευρά και προς την παραλία δεσπόζουν οι "Φυλακές", που υποδηλώνουν τα μέτρα προστασίας των κατοίκων από τους θαλάσσιους επιδρομείς. Περιοχή σε λοφοσειρά, δεσπόζει του Μεσσηνιακού Κόλπου και κατά την αρχαία ελληνική το όνομα υποδηλώνει την παρουσία πύργων (ή οχυρών εν γένει θέσεων) από τους οποίους γινόταν η φρούρηση της περιοχής (58). Ο αινιγματικός "Κομός" παραπέμπει ενδεχομένως σε λιμενική εγκατάσταση, καθώς μάλιστα μέχρι την περιοχή αυτή ήταν πλωτός ο Πάμισος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις (59).
45. "American Journal of Archaeology", Vol. 68, No 3 (Jul. 1964), William A. McDonald and Richard Hope Simpson "Further Exploration in Southestern Peloponnese: 1962-1963" - Μετάφραση Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
"American Journal of Archaeology", Vol. 73, No 2 (Apr. 1969), William A. McDonald and Richard Hope Simpson "Further Exploration in Southestern Peloponnese: 1964-1968" - Μετάφραση Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
46. "Τριφυλιακή Εστία", τεύχος 37-38
47. J. F. Larendy R. H. Simpson "Greco-Roman Times" - The Minnesota Messenia Expedition
48. Παν. Κ. Γεωργούντζος "Η νεωτέρα ιστορική έρευνα διά την Αρχαίαν Μεσσήνην" - "Μεσσηνιακά Γράμματα" τ. Β’
J. McK. Camp II, G. Reger Map Peloponnesus - Στο Διαδίκτυο atladides.org/trac/pleiades/browser/...
49. Gr. Shipley "The other Lakedaimonians: The dependent perioikic poleis of Laconia and Messenia" - Στο Διαδίκτυο www.igl.ku.dk/polis/
50. Ιωάν. Μ. Αποστολάκη "Η Αρχαία Μεσσηνία"
51. Nino Luraghi "The ancient Messenians constructions of ethnicity and memory" - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπάσματος Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
Beth Cohen "Two Bronze Statuettes in America" The Journal of the Walters Art Gallery" Vol. 55/56 (1997/1998) - Μετάφραση αποσπάσματος Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
Madeleine Jost "Statuettes de bronze provenant Lykosoura" - www.persee.fr
52. Δημ. Σταματόπουλου "Παυσανίου Μεσσηνιακά"
53. Ηλ. Αναγνωστάκη "Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας" στο συλλογικό έργο "Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία"
54. Δημ. Κατσαφάνα "Το πριγκιπάτο του Μορέως"
55. Ηλ. Αναγνωστάκη "Η βυζαντινή Καλαμάτα" στον ειδικό τόμο της εφημερίδας "Καθημερινή" με τίτλο "Πόλεις λιμάνια της Πελοποννήσου - Καλαμάτα, Πάτρα"
56. Αγγ. Τσελάλη "Η πορεία μιας βυζαντινής οικογένειας του Μοριά" - Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1964
57. Δημ. Κατσαφάνα "Το πριγκηπάτο του Μορέως"
58. Ιωαν. Σταματάκου "Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης"
59. Λιμάνια με το ίδιο όνομα συναντούμε στην Κρήτη (αρχαίο επίνειο της Φαιστού), στην νήσο Ψαθούρα κοντά στην Αλόννησο και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. Ενώ σύμφωνα με το λεξικό του Σουίδα της μεσαιωνικής εποχής, σημαίνει και "στενή λωρίδα γης" που επίσης παραπέμπει σε λιμενική εγκατάσταση.