Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 2014 13:33

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (3ο μέρος)

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (3ο μέρος)

Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

Συνέχεια από το προηγούμενο

ΑΝΑΖΙΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΝΑΖΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μαθητής τεχνικού λυκείου από την Μικρομάνη που σκοτώθηκε από σεσημασμένο κακοποιό όταν τον καταδίωξε μετά από κλοπή. Γεννήθηκε το 1976 και το περιστατικό συνέβη στις 14 Απριλίου 1995. Ενώ βρισκόταν στον Πειραιά, ο κακοποιός άρπαξε την τσάντα νεαρής και καταδιώχθηκε από πολίτες. Στο Πασαλιμάνι τον έφθασε ο Αναζίκος και τότε ο κακοποιός για να διαφύγει, τον πυροβόλησε εν ψυχρώ στο στήθος και τον σκότωσε.

ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ ΙΩΣΗΦ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΩΣΗΦ (ΝΙΚΟΛΑΟΥ)
Επίσκοπος Ανδρούσης (Ιωάννης Νικολάου κατά κόσμον) με καταγωγή
από τη Νεστάνη. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1770. Σε ηλικία 11 χρονών εισήχθη στην σχολή της Δημητσάνας όπου σπούδασε για 9 χρόνια και απέκτησε μεγάλη μόρφωση. Οταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του έγινε δάσκαλος στα Δολιανά και την Τρίπολη, ενώ δίδαξε και στα σχολεία Ναυπλίου και Κορώνης. Από τα νεανικά του χρόνια ακολούθησε το μοναχικό βίο και πήρε το όνομα Ιωσήφ. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Αμυκλών και Τριπολιτσάς Νικηφόρο με τον οποίο συνεργάστηκε για 14 χρόνια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε σε ειδικές αποστολές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως Πατριαρχικός Εξαρχος. Για ένα χρονικό διάστημα υπηρέτησε και στον τότε Μητροπολίτη Σμύρνης και μετέπειτα Οικουμενικό
Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.
Το Μάρτιο του 1806 παραιτήθηκε ο Επίσκοπος Ανδρούσης Κωνστάντιος και με τη σύμφωνη γνώμη των προκρίτων της περιοχής προτάθηκε ο Ιωσήφ Νικολάου ως νέος Επίσκοπος. Χειροτονήθηκε ένα μήνα αργότερα στο Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Καλαμάτα, από τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθο Παγώνη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε «μετά πομπής» στο Νησί που ήταν η έδρα της Επισκοπής και εκφώνησε τον ενθρονιστήριο λόγο στον Αγιο Ιωάννη.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Καλαματιανό γιατρό Κορνήλιο. Το Φεβρουάριο του 1821, όταν οι Τούρκοι υποψιάστηκαν ότι προετοιμάζεται εξέγερση, διατάχθηκε να μεταβούν αρχιερείς και προεστοί στην Τρίπολη. Παρουσιάστηκαν 9 αρχιερείς μεταξύ των οποίων και ο Ιωσήφ Ανδρούσης, και 20 προεστοί.
Μετά τα επαναστατικά γεγονότα φυλακίστηκαν με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να πεθάνουν μέσα στην φυλακή από την πείνα και τα βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων ο Σπάρτης και Καλαμάτας Χρύσανθος. Ο Ιωσήφ Ανδρούσης ήταν ένας από τους επιζήσαντες και απελευθερώθηκε με την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διορίστηκε υπουργός Θρησκείας, ενώ για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε και υπουργός Δικαίου. Παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης το 1825 και κατέβηκε στη Μεσσηνία σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης ενόψει της απόβασης του Ιμπραήμ. Οταν ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Μεσσηνία τον επικήρυξε και κατέφυγε στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης. Εκεί το 1827 συγκλήθηκε συνέλευση αρχιερέων με σκοπό την αντιμετώπιση θρησκευτικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια της οποίας «συνέταξε Εκκλησιαστικόν κανονισμόν εν ονόματι της Μεγάλης Εκκλησίας (Οικουμενικού Πατριαρχείου), ης ανεγνώριζον και προνόμια».
Μετά την ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Καποδίστρια, διορίστηκε μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Στην κηδεία του Κυβερνήτη, ο Ιωσήφ Ανδρούσης εξ ονόματος της Εκκλησίας εκφώνησε τον επικήδειο. Το 1833 κλήθηκε από τον Οθωνα να πάρει μέρος στην Πρώτη Σύνοδο των Αρχιερέων μετά την απόσπαση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1839 κλήθηκε για δεύτερη φορά να πάρει μέρος ως Συνοδικός. Το 1843 τιμήθηκε από τον Οθωνα
με το Αριστείο του Αγώνα, με τον αργυρό και χρυσό σταυρό του Ταξιάρχη και του Ανώτερου Ταξιάρχη. Ενωρίτερα είχε αναγνωρισθεί ως αξιωματικός Α’ τάξεως (αντίστοιχος του στρατηγο).
Πέθανε στο Νησί στις 13 Μαρτίου 1844 και η σορός του παρέμεινε επί τριήμερο για λαϊκό προσκύνημα στον Αγιο Ιωάννη. Σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτη «ετάφη εν τη δεξιά γωνία του Ιερού Βήματος του ναού του Προδρόμου».
Λίγο μετά το 1900 στήθηκε στη Μεσσήνη η προτομή του στο μέσον της
τότε πλατείας Αλωνίων. Μετά το 1920 μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε δίπλα στον Αγιο Ιωάννη για να βρίσκεται κοντά στον τάφο του.

ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΟΥΣ
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ
Αρχηγός των Μεσσηνίων κατά το δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο (7ος π.Χ. αιώνας) που δοξάστηκε για τα κατορθώματά του. Η μεσσηνιακή παράδοση για τον Αριστομένη πήρε την τελική της μορφή μετά την ίδρυση της πόλης Ιθώμης από τον Επαμεινώνδα (369 π.Χ.). Κατά την παράδοση αυτή ο Αριστομένης που ήταν γιος του Πύρρου ή Νικομήδη και της Νικοτέλειας, είχε γεννηθεί στην Ανδανία. Με συνομήλικους συμπολίτες και φίλους του ξεσήκωσε τους Μεσσήνιους σε επανάσταση κατά των Σπαρτιατών, εξασφαλίζοντας τη βοήθεια Αργείων και Αρκάδων. Η πρώτη μάχη έγινε στις Δέρες, ήταν αμφίρροπη και ο Αριστομένης αγωνίστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε οι Μεσσήνιοι του πρότειναν να τον εκλέξουν βασιλιά, καθώς μάλιστα καταγόταν από το γένος των Αιπυτιδών. Δεν δέχθηκε όμως τη βασιλεία και αρκέσθηκε να ανακηρυχθεί στρατηγός. Ενα χρόνο αργότερα νίκησε τους Σπαρτιάτες στη θέση "Κάπρου σήμα". Μετά από λίγα χρόνια λόγω προδοσίας του βασιλιά της Αρκαδίας Αριστοκράτη, οι Μεσσήνιοι υπέστησαν δεινή ήττα στη Μεγάλη Τάφρο και αναγκάσθηκαν να κλειστούν στο οχυρό της Είρας κοντά στα σύνορα με την Αρκαδία. Αντεξαν στην πολιορκία επί 11 χρόνια και κατά τη διάρκειά της, η παράδοση αποδίδει θαυμαστά έργα στον Αριστομένη. Οπως για παράδειγμα ότι με επιδρομές και λεηλασίες ο Αριστομένης τρομοκράτησε τους Σπαρτιάτες, τους ανάγκασε να αφήσουν ακαλλιέργητη όχι μόνο τη Μεσσηνία αλλά και τμήμα της Λακωνικής. Εισέβαλε πολλές φορές στη Λακωνική και συνέλαβε αιχμαλώτους, κυρίευσε και λεηλάτησε τις Αμύκλες. Γενικά έγινε φόβητρο των εχθρών και σκότωσε τόσους ώστε για τρίτη φορά εθυσίασε τα λεγόμενα «εκατομφόνια». Ολα αυτά μέσα από πολλούς κινδύνους καθώς δύο φορές συνελήφθη από τους Λακεδαιμόνιους και τις δύο ξέφυγε με πανουργίες. Την τρίτη φορά κατά την οποία συνελήφθη, σύμφωνα με ορισμένους σκοτώθηκε και κατά άλλους διασώθηκε συνεχίζοντας τον αγώνα του. Οταν καταλήφθηκε η Είρα μετά από προδοσία και απέτυχε το σχέδιό του να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη Σπάρτη που ήταν ανυπεράσπιστη (οι Λακεδαιμόνιοι ειδοποιήθηκαν από τον Αριστοκράτη, βασιλιά τον Αρκάδων) και οι Μεσσήνιοι απελπισμένοι αποφάσισαν να εκπατρισθούν, ο Αριστομένης επέμενε να εξακολουθήσουν τον αγώνα. Δεν τους ακολούθησε στη Ζάκυνθο και την Σικελία και ψάχνοντας να βρει συμμάχους κατά των Σπαρτιατών έφθασε στους Δελφούς. Βρήκε εκεί το βασιλιά της Ιαλυσού Δαμάγητο, πάντρεψε με αυτόν τη μικρότερη κόρη του και πήγε στη Ρόδο. Πέθανε πριν προλάβει να συναντηθεί με τους βασιλιάδες της Λυδίας και της Μηδίας για να ζητήσει βοήθεια κατά των Λακεδαιμονίων. Μέχρι τα χρόνια του Παυσανία απέδιδαν τιμές στον Αριστομένη τόσο οι Μεσσήνιοι όσο και οι Ρόδιοι. Από αυτόν ισχυρίζονταν ότι καταγόταν και το διαπρεπές αργότερα γένος των Ροδίων Διαγοριδών.
Γύρω από την προσωπικότητα του Αριστομένη υπάρχουν και νεότερες
λαϊκές παραδόσεις. Τον βρίσκουμε μάλιστα ως «άγιο» στο κλέφτικο τραγούδι: «Μα τον Αγιο Αριστομένη, κάθονται μακρυά οι ξένοι». Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, ο λαός έχει συνδέσει το όνομά του με την επανάσταση και η παράδοση έρχεται από την εποχή των Μεσσηνιακών Πολέμων.
Κατά τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη, ο Αριστομένης υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Ηταν ένας γενναίος επαναστάτης που με μια χούφτα ατάκτους είχε ειδικευτεί στον κλεφτοπόλεμο και τα κατορθώματά του περνούσαν από στόμα σε στόμα και είχαν γίνει τραγούδια όπως τα δημοτικά ή ακριτικά. Θα πρέπει να ήταν και γοητευτικός καθώς κάθε φορά που τον έπιαναν οι Λακεδαιμόνιοι, η παράδοση τον ήθελε να ξεφεύγει με τη βοήθεια κάποιας γυναίκας. Ενα τραγούδι που έλεγε ότι δεν άφηνε τους Λακεδαιμόνιους «ούτε καταμεσής στον κάμπο ήσυχους, ούτε στο βουνό κατάκορφα», είχε φθάσει ως την εποχή του Παυσανία. Το ίδιο και η ιστορία για το ότι πιάστηκε από τους Λακεδαιμόνιους που τον έριξαν στον Καιάδα μαζί με 50 άλλους Μεσσήνιους, και αυτός κατάφερε να βγει από το βάραθρο ακολουθώντας μια αλεπού.
Οι Μεσσήνιοι πίστευαν ότι ο Αριστομένης ήταν ο αγαθός τους δαίμονας που ανάμεσα στα άλλα συνέβαλε τα μέγιστα με την εμφάνισή του ώστε να κερδίσει ο Επαμεινώνδας την κρίσιμη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Η θαυμαστή επιφάνειά του εκεί, όταν «δεν βρισκόταν πια ανάμεσα στους ανθρώπους», αλλά ήταν προφανώς ήδη πάρεδρος και πρόπολος των θεών, σήμανε την επιστροφή της άυλης υπόστασής του για χάρη των Βοιωτών, την οποία ακολούθησε η επιστροφή των φυσικών του λειψάνων λίγα χρόνια αργότερα από τη Ρόδο. Σύμφωνα με τον «Μεσσήνιον λόγον», το μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά συμβούλευσε τους Βοιωτούς να στήσουν τρόπαιο πριν την μάχη, αναρτώντας σε αυτό την ασπίδα του Αριστομένη.

ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΛΙΜΝΑΤΙΔΟΣ
ΑΡΤΕΜΙΣ ΛΙΜΝΑΤΙΣ
Η ονοματοθεσία βασίζεται στη λανθασμένη παραδοχή ότι στη θέση της σημερινής Μεσσήνης υπήρχε η τοποθεσία «Λίμναι» στην οποία βρισκόταν το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, στα σύνορα Μεσσηνίας και Λακωνίας όπου είχε σημειωθεί κατά τον κοινό εορτασμό η αρπαγή των κοριτσιών που οδήγησε στον πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Ν. Παπαχατζή που μετέφρασε και σχολίασε τον Παυσανία, ιερά της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος υπήρχαν πολλά στη Μεσσηνία. Αυτό που αναφέρει ο Παυσανίας βρισκόταν στη θέση Βόλυμος ή Βόλιμνος βορειοδυτικά της Αρτεμισίας. Τη θέση του αρχαίου ναού κατέχει η εκκλησία της Παναγίας Βολυμνιώτισσας, στους τοίχους της οποίας είδε λίγο πριν το 1840 ο Λ. Ρος χρησιμοποιημένα ως οικοδομικό υλικό, τα κομμάτια των ενεπίγραφων στηλών όπου αναφέρεται η Λιμνάτις. Τα 6 κομμάτια που δημοσίευσε ο Ρος βρίσκονταν ανάμεσα σε πολύ άλλο αρχαίο υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για το κτίσιμο της εκκλησίας. Το οποίο καταστράφηκε καθώς το σημερινό εκκλησάκι είναι κτίσμα του 1910. Οι περισσότερες επιγραφές είναι ρωμαϊκών χρόνων και μαρτυρούν ότι στη γιορτή της Λιμνάτιδος γίνονταν και αγώνες. Από το επίθετο «βορθίη» μιας επιγραφής, φαίνεται πως η Λιμνάτις θεά τιμώταν από τις γυναίκες και ως «κουροτρόφος» όπως η Ορθία της Σπάρτης.
Σύμφωνα με τον Ν. Παπαχατζή, αδικαιολόγητες αμφιβολίες δημιουργήθηκαν μετά το 1896, οπότε βρέθηκε επιγραφή που αναφέρει τα τελευταία προς νότον όρια Μεσσηνίας και Λακωνίας στα 78 μ.Χ. και περιέχει στο τέλος τη φράση: «Κατά το απόκρημνον, επί το ιερόν, ο προσονομάζουσιν Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, ο εστίν υπέρ τον χείμαρρουν ον προσονομάζουσι Χοίρειον». Από την επιγραφή αυτή είναι φανερό πως υπήρχε και δεύτερο ιερό της Λιμνάτιδος στην περιοχή του σημερινού χωριού Πηγάδια, επομένως στα σύνορα των Μεσσηνίων προς τους Ελευθερολάκωνες που ήταν κοντά στο χωριό Βόρειο.
Ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος υπήρχε και στην πλαγιά της Ιθώμης. Εντοπίστηκε το 1843 από τον Φ. Λε Μπας, αλλά εξαφανίστηκε εντελώς από τη βλάστηση. Στο πλαίσιο του ανασκαφικού έργου που γίνεται από τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη, αποκαλύφθηκαν και αποτυπώθηκαν τα θεμέλια του ιερού. Σύμφωνα με τον Λε Μπας, η Αρτεμις Λιμνάτις πρέπει να ταυτιστεί με την Λαφρία, πανάρχαιη προελληνική θεότητα της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Οπως εκτιμά η αρχαιολόγος Γεωργία Χατζή-Σπηλιοπούλου «το γεγονός ότι ο Παυσανίας δεν μνημονεύει το σημαντικό σε ποιότητα και μέγεθος ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, μπορεί να ερμηνευτεί με την ταύτιση της Λαφρίας με την Λιμνάτιδα, της οποίας αναφέρει άγαλμα, έργο του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα».

ΒΕΛΙΚΑΣ
ΒΕΛΙΚΑ
«Θηλυκό» ποτάμι το οποίο έδωσε το όνομά του στο νεότερο παραποτάμιο χωριό. Σχηματίζεται από πολλούς βραχίονες και κατά τον Βασμέρ το όνομα είναι σλάβικο. Με το όνομα Velikaja υπάρχουν ποταμοί στη Ρωσία. Πηγές με το ίδιο όνομα συναντάμε και στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου. Το ποτάμι αναφέρεται από τον Τούρκο περιηγητή Τσελεμπή που πέρασε το 1667 από τη Μεσσηνία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Ληκ περιγράφει πως η Βελίκα πλημμύρισε την πεδιάδα παρασύροντας κοπάδια και δέντρα. Τα νερά υποχώρησαν την άλλη ημέρα και στην κοίτη του βρέθηκε ένα τεράστιο ερπετό το οποίο ενοχοποιήθηκε από τους προληπτικούς χωρικούς για την πλημμύρα. Ορισμένοι την ταυτίζουν με τον ποταμό Βίαντα που αναφέρει ο Παυσανίας, καθώς είναι το μεγαλύτερο ποτάμι ανάμεσα στον Πάμισο και την Κορώνη εκείνης της εποχής (Πεταλίδι σήμερα).
Το σημερινό χωριό εμφανίζεται για πρώτη φορά στην απογραφή το 1907 και με πληθυσμό 41 κατοίκους. Δημιουργήθηκε κυρίως με τη μετακίνηση κατοίκων από το Φιλιππάκι, το οποίο έκτοτε έφθινε διαρκώς με αποτέλεσμα να μείνει ακατοίκητο από τη δεκαετία του 1960.
Με το ίδιο όνομα υπάρχει παραθαλάσσιος οικισμός στο Νομό Λάρισας.

ΒΕΡΓΑΣ
ΒΕΡΓΑ
Τοποθεσία στο Αλμυρό όπου τον Ιούνιο του 1826 διεξήχθη τετραήμερη
μάχη ανάμεσα στους Μανιάτες και τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Μετά τη μάχη στο Μανιάκι ο Ιμπραήμ υπέταξε την Πελοπόννησο, εκτός της Μάνης, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Στη συνέχεια πήγε στο Μεσολόγγι και πήρε μέρος στη δεύτερη πολιορκία που έληξε με την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο και έστειλε επιστολή στο Γιωργάκη Μαυρομιχάλη με την οποία τον διέταξε να παραδώσει τη Μάνη μέσα σε 10 ημέρες. Αυτός αρνήθηκε και ο Ιμπραήμ με ισχυρές δυνάμεις (πεζούς και ιππείς) κινήθηκε από την Καλαμάτα προς την Μάνη. Περίπου 2.000 Μανιάτες και ορισμένοι Πελοποννήσιοι, οχυρώθηκαν στην Βέργα του Αλμυρού. Αυτή ήταν τείχος από ξερολιθιά ύψους ενός μέτρου και μήκος μεγαλύτερο του ενός χιλιομέτρου το οποίο είχε κτιστεί από τους Μανιάτες ως ταμπούρι. Πίσω από το τείχος βρίσκονταν όλοι οι αρχηγοί των Μανιατών: Κωνσταντόμπεης, Γιωργάκης Μπεζαντές, Αναστάσιος και Ηλίας Κατσάκος, Διονύσιος Τρουπάκης-Μούρτζινος, Στέφανος και Νίκος Χρηστέας, Γιώργος και Σταύρος Καπετανάκης, Γαλάνης Κουμουνδουράκης, Κατσιφαραίοι και άλλοι.
Η μάχη ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου με επίθεση του ιππικού των Αιγυπτίων το οποίο αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω της μορφολογίας του χώρου. Ακολούθησαν οι άτακτοι που αποδεκατίστηκαν και τελικά έφθασε ο τακτικός στρατός με την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών που επιχείρησε αλλεπάλληλες επιθέσεις. Η μάχη διήρκεσε μέχρι τις 24 Ιουνίου και οι Μανιάτες κράτησαν τη θέση τους.
Στο διάστημα αυτό ο Ιμπραήμ επιβιβάζοντας δυνάμεις στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Καλαμάτας, επιχείρησε να εισβάλει στη Μάνη από το Δυρό στις 23 Ιουνίου. Βρέθηκε αντιμέτωπος με το δύσβατο του εδάφους, με μικρές δυνάμεις των Μαυρομιχαλαίων αλλά και με τις Μανιάτισσες που επιτέθηκαν με πέτρες και δρεπάνια. Αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην Καλαμάτα και τον Αύγουστο έκανε νέα επίθεση στην Ανατολική Μάνη, αλλά αποκρούσθηκε και πάλι από τους Μανιάτες που είχαν οχυρωθεί στον Πολυάραβο.

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη «Το Νησί (Μεσσήνη) στο χώρο και το χρόνο»

Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο