ΒΕΛΙΚΑΣ
ΒΕΛΙΚΑ
«Θηλυκό» ποτάμι το οποίο έδωσε το όνομά του στο νεότερο παραποτάμιο χωριό. Σχηματίζεται από πολλούς βραχίονες και κατά τον Βασμέρ το όνομα είναι σλάβικο. Με το όνομα Velikaja υπάρχουν ποταμοί στη Ρωσία. Πηγές με το ίδιο όνομα συναντάμε και στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου. Το ποτάμι αναφέρεται από τον Τούρκο περιηγητή Τσελεμπή που πέρασε το 1667 από τη Μεσσηνία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Ληκ περιγράφει πως η Βελίκα πλημμύρισε την πεδιάδα παρασύροντας κοπάδια και δέντρα. Τα νερά υποχώρησαν την άλλη ημέρα και στην κοίτη του βρέθηκε ένα τεράστιο ερπετό το οποίο ενοχοποιήθηκε από τους προληπτικούς χωρικούς για την πλημμύρα. Ορισμένοι την ταυτίζουν με τον ποταμό Βίαντα που αναφέρει ο Παυσανίας, καθώς είναι το μεγαλύτερο ποτάμι ανάμεσα στον Πάμισο και την Κορώνη εκείνης της εποχής (Πεταλίδι σήμερα).
Το σημερινό χωριό εμφανίζεται για πρώτη φορά στην απογραφή το 1907 και με πληθυσμό 41 κατοίκους. Δημιουργήθηκε κυρίως με τη μετακίνηση κατοίκων από το Φιλιππάκι, το οποίο έκτοτε έφθινε διαρκώς με αποτέλεσμα να μείνει ακατοίκητο από τη δεκαετία του 1960.
Με το ίδιο όνομα υπάρχει παραθαλάσσιος οικισμός στο Νομό Λάρισας.
ΒΕΡΓΑΣ
ΒΕΡΓΑ
Τοποθεσία στο Αλμυρό όπου τον Ιούνιο του 1826 διεξήχθη τετραήμερη μάχη ανάμεσα στους Μανιάτες και τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Μετά τη μάχη στο Μανιάκι ο Ιμπραήμ υπέταξε την Πελοπόννησο, εκτός της Μάνης, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Στη συνέχεια πήγε στο Μεσολόγγι και πήρε μέρος στη δεύτερη πολιορκία που έληξε με την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο και έστειλε επιστολή στο Γιωργάκη Μαυρομιχάλη με την οποία τον διέταξε να παραδώσει τη Μάνη μέσα σε 10 ημέρες. Αυτός αρνήθηκε και ο Ιμπραήμ με ισχυρές δυνάμεις (πεζούς και ιππείς) κινήθηκε από την Καλαμάτα προς την Μάνη. Περίπου 2.000 Μανιάτες και ορισμένοι Πελοποννήσιοι, οχυρώθηκαν στην Βέργα του Αλμυρού. Αυτή ήταν τείχος από ξερολιθιά ύψους ενός μέτρου και μήκος μεγαλύτερο του ενός χιλιομέτρου το οποίο είχε κτιστεί από τους Μανιάτες ως ταμπούρι. Πίσω από το τείχος βρίσκονταν όλοι οι αρχηγοί των Μανιατών: Κωνσταντόμπεης, Γιωργάκης Μπεζαντές, Αναστάσιος και Ηλίας Κατσάκος, Διονύσιος Τρουπάκης-Μούρτζινος, Στέφανος και Νίκος Χρηστέας, Γιώργος και Σταύρος Καπετανάκης, Γαλάνης Κουμουνδουράκης, Κατσιφαραίοι και άλλοι.
Η μάχη ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου με επίθεση του ιππικού των Αιγυπτίων το οποίο αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω της μορφολογίας του χώρου. Ακολούθησαν οι άτακτοι που αποδεκατίστηκαν και τελικά έφθασε ο τακτικός στρατός με την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών που επιχείρησε αλλεπάλληλες επιθέσεις. Η μάχη διήρκεσε μέχρι τις 24 Ιουνίου και οι Μανιάτες κράτησαν τη θέση τους.
Στο διάστημα αυτό ο Ιμπραήμ επιβιβάζοντας δυνάμεις στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Καλαμάτας, επιχείρησε να εισβάλει στη Μάνη από το Δυρό στις 23 Ιουνίου. Βρέθηκε αντιμέτωπος με το δύσβατο του εδάφους, με μικρές δυνάμεις των Μαυρομιχαλαίων αλλά και με τις Μανιάτισσες που επιτέθηκαν με πέτρες και δρεπάνια. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καλαμάτα και τον Αύγουστο έκανε νέα επίθεση στην Ανατολική Μάνη, αλλά αποκρούστηκε και πάλι από τους Μανιάτες που είχαν οχυρωθεί στον Πολυάραβο.
ΒΟΥΛΚΑΝΟΥ
ΒΟΥΛΚΑΝΟ
Νεότερο όνομα του βουνού Ιθώμη, που έχει συνδεθεί με το εκεί μοναστήρι. Απαντάται για πρώτη φορά στον Βίου του Οσίου Νίκωνος τον 12ο αιώνα ως «Βουρκάνο», όνομα το οποίο είχε δοθεί στην (αρχαία) Μεσσήνη. Για την προέλευσή του έχουν διατυπωθεί κατά το παρελθόν πολλές απόψεις. Επικρατέστερη θεωρήθηκε αυτή του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου Θέμελη, που θέλει το τοπωνύμιο ως προερχόμενο από το όνομα βυζαντινού άρχοντα, καθώς συναντάται το όνομα «Ευστάθιος ο Βουρκάνος» ως πάροικος της Νέας Μονής Χίου σε σιγίλιο του 1051. Προσφάτως από τον Ηλ. Αναγνωστάκη διατυπώθηκε η υπόθεση ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από το παλαιοσλαβικό V’ lk’ (=λύκος) V’ lkan. Οι άλλες απόψεις θέλουν το όνομα προερχόμενο από το λατινικό Volcano που σημαίνει «Ηφαίστειο». Και ακόμη από το «Βουκράνο» (με αντιμετάθεση Κ και Ρ) επειδή το σχήμα του βουνού μοιάζει με κεφαλή βοδιού.
Στην κορυφή του βουνού και στα ερείπια του αρχαίου ναού του Διός Ιθωμάτα, ιδρύθηκε Μονή σε εποχή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Η λαϊκή δοξασία θέλει τη Μονή να έχει κτισθεί στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας κρεμασμένη σε σχίνο, όταν τσοπανόπουλο έβαλε φωτιά η οποία κατέκαψε την περιοχή γύρω από αυτό. Η πρώτη ιστορική μαρτυρία απαντάται σε σιγίλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Α’ το 1583, πράγμα που σημαίνει ότι η Μονή είχε κτισθεί αρκετά ενωρίτερα. Η εικόνα της Παναγίας χρονολογείται το 15ο αιώνα και ως εκ τούτου είναι πολύ πιθανή η εκδοχή η Μονή να έχει κτισθεί τον 13ο ή 14ο αιώνα.
Η εικόνα είναι ζωγραφισμένη σε ξύλο και έχει ύψος 36 και πλάτος 29 εκατοστά. Παριστάνει την Παναγία ημίσωμη που κρατά στο αριστερό της χέρι τον Ιησού. Είναι επιχρυσωμένη και διαμαντοστόλιστη από το 1857, ενώ φέρει την επιγραφή «Η Οδηγήτρια επονομαζομένη τω όρει Βουλκάνω». Ο ζωγράφος της παραμένει άγνωστος.
Η πρώτη Μονή κτίσθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω σε μικρό οροπέδιο. Αποτελείται από την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, γύρω από την οποία βρίσκονται άλλα κτίσματα (κελιά, φωτάναμα, αποθήκες κ.λπ.). Η εκκλησία έχει κτισθεί από υλικά του αρχαίου ναού του Διός Ιθωμάτα (ακόμη και η βάση της Αγίας Τράπεζας είναι βάθρο αρχαίου αγάλματος). Ονομάζεται Παναγία της «Κορυφής» ή «Επανωκαστρίτισσα» και είναι εξ ολοκλήρου αγιογραφημένη, όπως και το παρεκκλήσι. Οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 17ου αιώνα (1608) και είναι έργα των διαπρεπών ζωγράφων Γεωργίου και Δημητρίου Μόσχου από το Ναύπλιο.
Οι μοναχοί παρέμειναν στη Μονή αυτή μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Επειδή όμως η διαβίωση ήταν δύσκολη καθώς δεν υπήρχε νερό και το χειμώνα έκανε πολύ κρύο, αλλά και επειδή οι προσκυνητές έφθαναν με δυσκολία, αποφασίστηκε η Μονή να κτισθεί χαμηλότερα. Ετσι οι μοναχοί κατέβασαν την εικόνα της Παναγίας στο μετόχι που βρισκόταν στη θέση «Διάσελο», σε απόσταση μιας ώρας, όπου υπήρχε και μικρή εκκλησία. Ηρθαν σε προστριβές όμως με τους Τούρκους και τελικά αγόρασαν την έκταση στην οποία βρίσκεται η νεότερη Μονή, έναντι 10.500 γροσίων. Η έκταση ανήκε στον πατέρα του Μεχμέτ Αγά Εφέντη της Ανδρούσας, είχε πηγή και σε αυτή βρισκόταν κτίσμα του ερειπωμένου Φράγκικου κάστρου. Οι λεπτομέρειες μεταφοράς της Μονής είναι γνωστές, καθώς αυτές μνημονεύονται στον Κώδικα της Μονής με ημερομηνία 5 Μαρτίου 1625.
Τα κτήρια της νέας Μονής κατασκευάστηκαν σταδιακά και τα πρώτα κελιά κτίσθηκαν νοτιοανατολικά του νέου Καθολικού στο σημείο που υπήρχε υπόλειμμα του διώροφου Φράγκικου πύργου. Στο κτίσμα υπάρχουν επιγραφές που χρονολογούνται το 1712 και το 1756. Τα αρχικά κτίσματα υπέστησαν καταστροφές από την επιδρομή του Ιμπραήμ το 1825 και έτσι κατασκευάστηκε το σημερινό συγκρότημα με διαδοχικές εργασίες κατά τα έτη 1838, 1842, 1858 και 1861 όπως φαίνεται από σχετικές επιγραφές σε διάφορα σημεία.
Το Καθολικό τιμάται στο Γενέθλιο της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), αλλά γιορτάζει και πανηγυρίζει στην Κοίμηση στις 15 Αυγούστου. Εχει κτισθεί το 1701 και είναι βυζαντινού ρυθμού. Από καταχώριση στον Κώδικα της Μονής φαίνεται ότι είχε αγιογραφηθεί ολόκληρος το 1732, αλλά οι τοιχογραφίες έπαθαν ζημιές από την υγρασία και την επιδρομή του Ιμπραήμ, ενώ... ασβεστώθηκαν «προς καλλωπισμόν» το 1882 με αποτέλεσμα να καταστραφούν.
Η Μονή διαθέτει πλήθος από σπάνια βιβλία, 23 κώδικες, εικόνες, άμφια αλλά και λείψανα αγίων. Τα περισσότερα από τα κειμήλια αυτά (όπως και η εικόνα της Παναγίας) για λόγους ασφαλείας φυλάσσονται εκτός Μονής.
Η μεταφορά της εικόνας στο μετόχι της Μεσσήνης χάνεται στα βάθη
των αιώνων και συνδέεται άρρηκτα με τον εμπορικό του χαρακτήρα καθώς από την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι ετήσιες πανηγύρεις αποτελούσαν τόπο συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού πολιτών και στοιχείο του ετήσιου εμπορικού προγραμματισμού. Παλαιότερα η μεταφορά της εικόνας γινόταν στις 23 Αυγούστου (απόδοση της Κοίμησης Θεοτόκου). Από το 1929 όμως αποφασίστηκε η μεταφορά να γίνεται στις 20 Σεπτεμβρίου για να είναι περισσότερο αποδοτικό τα πανηγύρι καθώς τότε ολοκληρώνεται και η συγκομιδή βασικών αγροτικών προϊόντων της περιοχής. Η απόφαση αυτή συμβάδιζε και με την καθιέρωση του νέου ημερολογίου από το 1923 (13 ημέρες μπροστά από το παλαιό ημερολόγιο). Η επιστροφή της εικόνας γίνεται στις 28 Σεπτεμβρίου.
ΓΑΡΓΑΛΙΔΟΥ
ΓΑΡΓΑΛΙΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Αντιστράτηγος που γεννήθηκε στο Νησί -όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος- το 1870 και πέθανε στην Αθήνα το 1942. Τελείωσε το Γυμνάσιο το 1887, εισήλθε στην προπαρασκευαστική σχολή Κέρκυρας και το 1896 στη Σχολή Υπαξιωματικών. Μαθητής της σχολής πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897 και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι από βλήμα οβίδας στη μάχη του Δομοκού. Οταν αποθεραπεύτηκε τελείωσε τις σπουδές του και αποφοίτησε το 1899 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους. Ως ταγματάρχης στρατιωτικός διοικητής της περιοχής Νιγρίτας διεξήγαγε την πρώτη μάχη κατά των Βουλγάρων από τις 20 μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 1913 και βγήκε νικητής έναντι των υπέρτερων εχθρικών δυνάμεων. Εδωσε τη μάχη χωρίς την έγκριση των ανωτέρων και για το λόγο αυτό ζητήθηκε η τιμωρία του. Αντί αυτού δέχθηκε τα συγχαρητήρια του αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τιμήθηκε με το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας.
Πήρε μέρος ως διοικητής τάγματος στις νικηφόρες μάχες Μοσθένης, Τοπόλιανης, Ελευθερών, Κιλκίς, Λαχανά, Κρέσνας, Τζουμαγιάς (όπου και τραυματίστηκε), ενώ διεξήγαγε την πολύνεκρη για τους Βούλγαρους μάχη στην Κομάργιαννη.
Συνέχισε υπηρετώντας και μαχόμενος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως συνταγματάρχης διοικητής του 35ου Συντάγματος Πεζικού στις 2 Σεπτεμβρίου 1918 διέσπασε το μακεδονικό μέτωπο των Γερμανοβουλγάρων και βοήθησε ανοίγοντας το δρόμο στις συμμαχικές δυνάμεις για την τελική επικράτηση. Παρασημοφορήθηκε στο πεδίο της μάχης από το Γάλλο διοικητή του Μακεδονικού μετώπου αντιστράτηγο Ντ’ Ανσελέμ με τον Γαλλικό Πολεμικό Σταυρό και από τον αρχιστράτηγο Ντ’ Εσπραί με το Ανώτατο Γαλλικό Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Πήρε μέρος ως αρχηγός πεζικού της 2ας Μεραρχίας στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία πήρε μέρος ως διοικητής της 2ας Μεραρχίας και αφού κατέλαβε τη Φιλαδέλφεια, προήλασε μέχρι το Ελβανάρ. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων προήχθη σε υποστράτηγο και τοποθετήθηκε ως διοικητής της Μεραρχίας Κυδωνιών και Μαγνησίας (ονομάστηκε 11η Μεραρχία), την οποία και οργάνωσε.
Η πολεμική του δράση διακόπηκε μετά την κυβερνητική μεταβολή που επήλθε κατά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Τέθηκε στη διάθεση του Υπουργείου Στρατιωτικών στις αρχές του 1921. Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου παραπέμφθηκε σε ανακριτικό συμβούλιο κατηγορούμενος για βαρύ υπηρεσιακό παράπτωμα. Το Σεπτέμβριο του 1922 τα πράγματα είχαν αλλάξει σε όλα τα πεδία, τοποθετήθηκε διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού στη Θράκη και οργάνωσε από την αρχή τη Στρατιά του Εβρου συγκεντρώνοντας τα υπολείμματα της στρατιάς της Μικράς Ασίας.
Το φθινόπωρο του 1923 μαζί με το στρατηγό Λεοναρδόπουλο και το συνταγματάρχη Ζήρα ηγήθηκαν κινήματος κατά της Επαναστατικής Κυβέρνησης Πλαστήρα-Γονατά που σχηματίσθηκε το 1922 μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Γαργαλίδης τέθηκε επικεφαλής των στρατιωτικών φρουρών της Πελοποννήσου που ήταν αντιβενιζελικές, πέρασε τον Ισθμό και βάδισε προς την Αθήνα. Τελικά κυκλώθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάσθηκε να παραδοθεί άνευ όρων. Καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε και αργότερα αμνηστεύτηκε. Από τότε ιδιώτευσε μέχρι το 1942 που πέθανε στην Αθήνα.
ΓΕΝΝΗΔΟΥΝΙΑ
ΓΕΝΝΗΔΟΥΝΙΑΣ
Μηχανικός ο οποίος σύμφωνα με το Θεόδωρο Τσερπέ έκανε τη μελέτη για τα υδραυλικά έργα Παμίσου που εφαρμόστηκε τμηματικά. Οπως γράφει ο Θεόδωρος Γιαννακόπουλος "διά του νόμου του 1888 απεφασίσθη η εκτέλεσις των εξής υδραυλικών έργων:
α) Προσχώσεως και διευθετήσεως του Παμίσου από των εις Αγιον Φλώρον πηγών μέχρι των εκβολών αυτού εις την θάλασσαν, β) Προσχώσεως και διευθετήσεως του εις Πάμισον συμβάλλοντος ποταμού Αριος, γ) Κανονισμού του χειμάρρου της Θουρίας Ξηρίλα, αρχομένου του κανονισμού από της επ’ αυτού γεφύρας της Θουρίας, δ) Κανονισμού πάντων των ρυάκων των εμπιπτόντων εις την κοιλάδα του Παμίσου από των σημείων εις α ούτοι διασταυρούσι το από Ασπροχώματος εις Αγιον Φλώρον τμήμα της εθνικής οδού της αγούσης από Καλαμών εις Τρίπολιν, ε) Κανονισμού του χειμάρρου Λιγίδι από της ομωνύμου γέφυρας μέχρι Παμίσου, στ) Διευθετήσεως του ποταμού Πύρνακος εις θέσιν Διπόταμον, ζ) Αποξηράνσεως των ελών Αγίου Φλώρου, Ασλάναγα, Μακαρίας και Ασπροχώματος, η) Κατασκευής φραγμάτων επί του ποταμού Παμίσου προς άρδευσιν γαιών και λήψιν ύδατος εις γέφυραν Παμίσου, εις Πόρον, Πλιάσα, Μπαρμπακούτη και Λίβα και εις οιανδήποτε άλλην θέσιν ήθελε κριθή χρήσιμον, θ) Κατασκευής φράγματος και λήψεως ύδατος επί του ποταμού Αριος εις θέσιν Ξέγλιστρον και ι) Παντός άλλου σχετικού προς τ’ ανωτέρω έργου, ορισθησόμενον διά βασιλικού διατάγματος".
Για την εκτέλεση και συντήρηση των έργων επιβλήθηκαν ειδικοί φόροι τους οποίους εισέπρατταν το Τελωνείο Καλαμάτας και το Υποτελωνείο Μεσσήνης για προϊόντα τα οποία μεταφέρονταν σιδηροδρομικά. Αλλά και εισφορά την οποία κατέβαλαν ανά στρέμμα οι ιδιοκτήτες των κτημάτων στην περιφέρεια των οποίων γίνονταν έργα καθώς επίσης και οι Δήμοι Καλαμάτας, Παμίσου, Θουρίας, Εύας και Οιχαλίας.
Περίπου 40 χρόνια αργότερα τα έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί καθώς το Δεκέμβριο του 1936 υπεγράφη σύμβαση η οποία αφορούσε στη χρηματοδότηση, μελέτη, εκτέλεση και συντήρηση των υδραυλικών έργων της κοιλάδας του Παμίσου. Το έργο αυτό μεταξύ άλλων προέβλεπε: Διευθέτηση της κοίτης του Παμίσου. Διευθέτηση των χειμάρρων Ξερίλα και Αρι. Αποξήρανση του έλους Ασλάναγα. Αποξήρανση του έλους Μακαρίας. Εκτέλεση αρδευτικών έργων. Αποστράγγιση και αποξήρανση της περιοχής Νησίου. Αποστράγγιση της περιοχής Λυγδούς. Κτηματογράφηση της κοιλάδας Παμίσου.
Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη
«Το Νησί (Μεσσήνη) στο χώρο και το χρόνο»
Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο
Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου 2014 09:03
Οδωνυμικά της Μεσσήνης (4ο μέρος)
Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους
Κατηγορία
Ιστορικά