Κυριακή, 30 Ιουνίου 2019 09:35

Ο καταξιωμένος Μεσσήνιος εικαστικός Δημήτρης Τζαμουράνης στην "Ε": “Η ζωγραφική ήταν και είναι μονόδρομος για εμένα”

Ο καταξιωμένος Μεσσήνιος εικαστικός Δημήτρης Τζαμουράνης στην "Ε": “Η ζωγραφική ήταν και είναι μονόδρομος για εμένα”

Διάλεξη του καταξιωμένου Μεσσήνιου εικαστικού Δημήτρη Τζαμουράνη, με θέμα “Η μελαγχολία στην τέχνη”, είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι συντοπίτες του πριν από λίγες μέρες στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας.

Την ομιλία αυτή ο κ. Τζαμουράνης την εκφώνησε κατά τη διάρκεια του 11ου Συνεδρίου Υγείας Μεσσηνίας, προβάλλοντας ταυτόχρονα έργα μεγάλων καλλιτεχνών από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος βρέθηκε με αυτή την αφορμή στην Καλαμάτα, από το Βερολίνο που κατοικεί μόνιμα, και μίλησε στην “Ε” συνολικά για το έργο του, για το πώς ο ίδιος βλέπει τα καλλιτεχνικά δρώμενα και για την επόμενη έκθεσή του. Μάλιστα δεν είναι αρνητικός στην ιδέα μιας έκθεσης στην Καλαμάτα, αν πρώτα του γίνει η ανάλογη πρόταση...

- Θεωρείτε πως κληρονομήσατε ένα μέρος του ταλέντου σας ή η κλίση σας είναι κάτι που καλλιεργήθηκε μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον και τα ερεθίσματα που είχατε ως παιδί; (σ.σ.: Είναι γιος του ζωγράφου Σωτήρη Τζαμουράνη).

Το ταλέντο είναι ένας υποκειμενικός όρος. Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου η τέχνη καθόριζε την καθημερινότητά μου. Ο πατέρας μου είναι ζωγράφος, ο παππούς μου από τη μεριά της μητέρας μου ήταν διακοσμητής και αγιογράφος. Συχνά τα καλοκαίρια μαζί με τον πατέρα μου πηγαίναμε στην Μάνη με το αυτοκίνητο και ζωγραφίζαμε τοπία. Αργότερα μαθήτευσα στο στούντιο του Καλαματιανού γλύπτη Χρήστου Ρηγανά. Σαφώς λοιπόν τα παιδικά μου ερεθίσματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη.

- Το έργο του πατέρα και του παππού πώς σας επηρέασε; Ποια ήταν η σημαντικότερη καλλιτεχνική παρακαταθήκη που σας μετέδωσε ο καθένας;


Οπως ανέφερα παραπάνω, συχνά ως παιδί ζωγράφιζα μαζί με τον πατέρα μου. Το σπίτι ήταν ουσιαστικά ένα ατελιέ γεμάτο με πίνακες, χρώματα, βιβλία. Επίσης, με υφάσματα και φορέματα, γιατί η μητέρα μου είναι μοδίστρα και δούλευε συνήθως επίσης στον ίδιο χώρο. Από τον πατέρα μου θα έλεγα ότι έμαθα να παρατηρώ τη φύση, ενώ από τον παππού μου Γιάννη Χρονόπουλο, που είχε μια κλειστή προσωπικότητα, το πνευματικό στην τέχνη.

- Πώς αποφασίσατε να ζήσετε στο Βερολίνο; Υπάρχει η πιθανότητα κάποια στιγμή να έρθετε στην Αθήνα;

Το καλοκαίρι του 1990 είχα μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και μαζί με 2 φίλους συμφοιτητές κάναμε ένα ταξίδι στην Ευρώπη με τελικό σταθμό το Βερολίνο, για να παρακολουθήσουμε ένα κονσέρτο των Pink Floyd. Η ατμόσφαιρα του Βερολίνου με ενθουσίασε -μόλις είχε πέσει το Τείχος- και αποφάσισα να αναβάλω την επιστροφή μου. Στη συνέχεια, τυχαία γεγονότα μου έδωσαν την δυνατότητα να μείνω στην πόλη. Ερχομαι συχνά στην Καλαμάτα, έχω και ένα ατελιέ στο Ακρογιάλι Αβίας, όπου μπορώ να δουλέψω. Στην Αθήνα δεν έχω ζήσει, άρα μου είναι αφηρημένη η ιδέα να μετακομίσω εκεί.

Πώς έχει επηρεάσει τη δουλειά σας η πολιτική κατάσταση στη σύγχρονη Γερμανία;

Η εξέλιξη της ζωγραφικής μου δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την εκάστοτε πολιτική της Γερμανίας, ή με την πολιτική γενικότερα. Σαφώς ως καλλιτέχνης έχω ενσωματώσει στοιχεία κοινωνικής κριτικής στο έργο μου, όπως το πρόσφατο πρότζεκτ μου “Mare Nostrum”, που είχε σαν θέμα τη μετανάστευση και το έδειξα στην “documenta” 14 στο Kassel, καθώς και στην ατομική μου έκθεση στην γκαλερί “Michael Haas” στο Βερολίνο. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές χώρες υποστήριξαν πολιτικά την ιδέα της ελευθερίας της έκφρασης της τέχνης, απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς του ανατολικού μπλοκ. Στην εποχή μας οι πολιτικοί δεν έχουν καμία επαφή με την τέχνη γιατί σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου δεν έχουν κανένα πολιτικό όφελος.

- Παρακολουθείτε τα δρώμενα στην Αθήνα και, αν ναι, πώς κρίνετε τις νέες εκθέσεις, τους χώρους και γενικά το εικαστικό ρεύμα;

Δεν έχω άμεση σχέση με τα δρώμενα των εικαστικών στην Αθήνα. Στο παρελθόν είχα κάνει μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Φρυσίρα και είμαι σε επαφή με αρκετούς συναδέλφους και επιμελητές. Αυτό που παρατηρώ τα τελευταία χρόνια είναι ένα πάγωμα στις πολιτιστικές δραστηριότητες, καθώς και την κατάρρευση τις αγοράς της τέχνης. Για παράδειγμα το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, παρά τη σημαντική δραστηριότητα στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια και την έτοιμη μουσειακή μελέτη από την πρώην διευθύντρια Κατερίνα Κοσκινά, αλλά και την κ. Καφέτζη, τους τελευταίους μήνες έχει μείνει ακέφαλο και κλειστό. Οι νεότεροι Ελληνες καλλιτέχνες που έχουν ένα σημαντικό έργο, έχουν ελάχιστες δυνατότητες να δείξουν με αξιοπρέπεια τη δουλειά τους, κατά συνέπεια υπάρχει ο κίνδυνος του ερασιτεχνισμού και της απομόνωσης.

- Στην Καλαμάτα, μιλήσατε για τη μελαγχολία στην τέχνη. Θεωρείτε πως ο άνθρωπος είναι πιο δημιουργικός όταν τον κυριεύει η μελαγχολία;

Η μελαγχολία ήταν για τους αρχαίους Ελληνες η τρομερή ψυχική ασθένεια της μαύρης χολής (στα αρχαία ελληνικά, μελάν χολή). Στο δοκίμιο “Φυσικά προβλήματα” της σχολής του Αριστοτέλη, τίθεται το ερώτημα “γιατί οι περισσότεροι δημιουργικοί άνθρωποι άνθρωποι έχουν μελαγχολική φύση”; Με αυτή την ερώτηση, έχει έρθει μια νέα στιγμή στην ανάπτυξη της έννοιας της μελαγχολίας. Στις επόμενες εποχές, ειδικά στην Αναγέννηση και τον Ρομαντισμό, η μελαγχολία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την τέχνη. Αλλωστε στη σύγχρονη Ψυχολογία δεν αναφέρεται ως ασθένεια, για τον λόγο ότι έχει να κάνει με τη δημιουργικότητα. Στον 20ό αιώνα, η μελαγχολία θα μεταλλαχτεί: Το επίκεντρο είναι η κοινωνική μοναξιά. Η απομόνωση του ατόμου από τον εξωτερικό κόσμο. Το άτομο δεν πάσχει πλέον από την αναντιστοιχία του κόσμου, αλλά από τον εαυτό του. Οι ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής, από πού προερχόμαστε, πού πηγαίνουμε και τι είναι ο θάνατος, στην εποχή του μοντερνισμού και στην εποχή μας πλέον δεν τίθενται. Ο μοντερνισμός εξημέρωσε αυτές τις βεβαιότητες με τις ευλογίες του πολιτισμού, και η κατάθλιψη πήρε τη θέση της μελαγχολίας.

- Πώς αποτυπώνεται η δική σας μελαγχολία στα έργα σας;

Παραδοσιακά, η απεικόνιση της μελαγχολίας συχνά προβάλλει την εσωτερική κατάσταση του ατόμου στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό μπορεί να είναι η θέση του εαυτού σε ένα τοπίο, ένα δωμάτιο, σε αλληγορικό ή συμβολικό χώρο.

- Επικεντρώνεστε συχνά στα πρόσωπα, με τέτοιο ρεαλισμό που οι πίνακες μοιάζουν με φωτογραφίες. Τι σημαίνουν για την τέχνη σας τα ανθρώπινα συναισθήματα και η εκφραστική τους απόδοση;

Πιστεύω ότι ο σκοπός της τέχνης είναι η μίμηση της φύσης με απώτερο στόχο την υπέρβαση της πραγματικότητας και την αναζήτησή της ομορφιάς, γιατί είναι μια αξία τόσο σημαντική όσο η αλήθεια και η καλοσύνη. Η ομορφιά ενός προσώπου είναι η σάρκα του που γίνεται πνεύμα μέσα από την τέχνη και μας επιτρέπει να δούμε την ψυχή που απεικονίζει. Ετσι μπορούμε να δούμε την ομορφιά -όχι μόνο σε ένα νεανικό άτομο, αλλά και σε ένα γερασμένο πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες.

- Αν δεν είχατε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, με ποιον άλλο τομέα των εικαστικών πιστεύετε ότι θα νιώθατε πλήρης;

Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου, είχα πειραματιστεί με το βίντεο, ήθελα τότε να κατανοήσω τη σχέση κίνησης - ακινησίας σε μια εικόνα. Ομως αυτός ο πειραματισμός ήταν στο πλαίσιο της αναζήτησής μου για τη ζωγραφική εικόνα. Η ζωγραφική ήταν και είναι μονόδρομος για εμένα.

- Υπάρχει η πιθανότητα να δούμε και στην Ελλάδα -ή γιατί όχι, στην Καλαμάτα- κομμάτι της δουλειάς σας;

Εχω προγραμματίσει μια ατομική έκθεση στην Γκαλερί “Ζήνα Αθανασιάδου” στη Θεσσαλονίκη, για τον Ιανουάριο του 2020. Φυσικά και θέλω να δείξω τη δουλειά μου στη γενέτειρά μου, αλλά για να εκθέσω, πρέπει να υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον και μια πρόσκληση, κάτι που δεν έχει συμβεί από τις τοπικές αρχές.