Δευτέρα, 04 Φεβρουαρίου 2013 08:13

"Διαβάζοντας" το ρεπορτάζ: Το Νησιώτικο καρναβάλι στη διαδρομή του χρόνου (μέρος 2ο)

"Διαβάζοντας" το ρεπορτάζ: Το Νησιώτικο καρναβάλι στη διαδρομή του χρόνου (μέρος 2ο)

Για να "διαβάσουμε" το ρεπορτάζ θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το γενικότερο κλίμα της εποχής ανάμεσα στον κόσμο που ηγείται της κίνησης του αστικού εκσυγχρονισμού. Στο όνομα της προόδου επιχειρείται η κατάργηση λαϊκών εθίμων και παραδόσεων και η εισαγωγή νέων στοιχείων που έχουν ήδη εμφανιστεί στα αστικά κέντρα (όπως χοροεσπερίδες και επιτηδευμένες μεταμφιέσεις). Οι παραδόσεις που κρατούνται, επιχειρείται να "αποστειρωθούν" από τα λαϊκά χαρακτηριστικά και να προβληθούν μέσα από μια νέα ματιά με κανόνες καθωσπρεπισμού. Ταυτοχρόνως ορισμένα τμήματα χρησιμοποιούν στοιχεία αυτών των παραδόσεων ως μέσα άμυνας στον ευρωπαϊκό μιμητισμό και τα αντιπαραβάλλουν στα νέα ήθη και τις συμπεριφορές που αναπτύσσονται στους κόλπους της "καλής κοινωνίας".

 

Διαβάστε: 120 χρόνια από το πρώτο ρεπορτάζ: Το Νησιώτικο καρναβάλι στη διαδρομή του χρόνου

Αυτή η προσπάθεια έχει το δικό της αντίκτυπο στο ρεπορτάζ της "Μεσσηνιακής", στο οποίο η αποκριάτικη αγροτική παράδοση περνά μέσα από λίγες λέξεις: «Άι απόκρεω παρήλθον ψυχρότατα, ουδεμία κίνησις, ουδεμία μασκαράτα, εκτός μετημφιεσμένων τινών αγυιοπαίδων περιτρεχόντων εν ταις οδοίς». Οι "αγυιόπαιδες" δηλαδή τα "αλητάκια" όπως χαρακτηρίζονται παιδιά προερχόμενα από λαϊκά στρώματα που συμπεριφέρονται πέρα από τους κανόνες της υπό διαμόρφωση νέας κοινωνικής συμπεριφοράς, εμφανίζονται πολύ συχνά στα καρναβάλια της Καλαμάτας κατά τις περιγραφές των εφημερίδων. Μασκαρεύονται πρόχειρα χωρίς να μπουν στις πομπές των αρμάτων, βρίζουν, γιουχάρουν, πετάνε τσίμουλες (χόρτα) και αντιμετωπίζονται με εχθρικό τρόπο. Είναι αυτοί οι οποίοι «μουτζουρώνονται, πασαλείβονται με στάχτη και καπνιά, φοράνε μια προβιά ανάποδα ή ντύνονται με κουρέλια, κρεμάνε κουδούνια και πηγαίνουν έτσι από σπίτι τραγουδώντας, πίνοντας, αισχρολογώντας και πειράζοντας τον κόσμο» σύμφωνα με τον Βάλτερ Πούχνερ (5). Και ακόμη «κρατούν ρόπαλα, ραβδιά, μαγκούρες, μπαστούνια, μαστίγια ή λουριά κι έχουν το δικαίωμα να χτυπούν όποιον βρίσκουν μπροστά τους ή ακόμα να εκτοξεύουν κάθε είδους αντικείμενα: καρπούς, λουλούδια, στάχτη, απορρίμματα κ.λπ. (έθιμο που διαιωνίζεται στο νεότερο χαρτοπόλεμο)» κατά το Γιάννη Κιουρτσάκη (6).

Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι πολλά στοιχεία της Αποκριάς στα Βαλκάνια «προέρχονται από τις διαπομπεύσεις στο βυζαντινό ιππόδρομο: το μουντζούρωμα, η γαϊδουροκαβάλα με ίππευση ανάποδα πάνω σε ζώο ή "καμήλα", το κρέμασμα κουδουνιών, η μεταμφίεση σε γυναίκα, η ένδυση σε κουρέλια, το πασάλειμμα με στάχτη, πίσσα και άλλα, αισχρολογίες και παντομιμικά υπονοούμενα, όλα αυτά ήταν ατιμωτικές πράξεις εις βάρος του καταδικασμένου που τον γύριζαν, πριν την τιμωρία του, στον ιππόδρομο. Στο καρναβάλι αυτά τα στοιχεία χάνουν όμως την ατιμωτική σημασία τους, γιατί βασικές έννοιες και αξίες του λαϊκού πολιτισμού, όπως τιμή, ντροπή, φιλότιμο, λεβεντιά και άλλα δεν ισχύουν την Αποκριά» (7).

Ολη αυτή η παράδοση των αγροτικών καρναβαλιών κρύβεται πίσω από τους αγυιόπαιδες του ρεπορτάζ στο οποίο θεωρείται ανάξια λόγου η περιγραφή. Και γιατί δεν κάνει καμία εντύπωση, αλλά και γιατί τα κυρίαρχα στρώματα αντιμετωπίζουν εχθρικά το αναρχικό και ανατρεπτικό πνεύμα του καρναβαλιού που ξεπροβάλλει μέσα από την παράδοση, την οποία κρατούν ακόμη τα λαϊκά στρώματα. Πολλά από αυτά που περιγράφουν οι μελετητές των καρναβαλιών στα Βαλκάνια, έφθασαν ατόφια μέχρι τουλάχιστον τα τέλη της δεκαετίας του 1950, δείγμα της ισχυρότατης παράδοσης του αγροτικού καρναβαλιού που επιβίωσε μέχρι την εποχή κατά την οποία οι εκδηλώσεις τέθηκαν υπό τον έλεγχο του δήμου και φορέων που άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις εκδηλώσεις ως "τουριστικό προϊόν".

 

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Υπάρχουν όμως δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία της αγροτικής παράδοσης που αγνοεί το ρεπορτάζ. Γιατί επειδή ακριβώς είναι ρεπορτάζ και όχι λαογραφική καταγραφή, δεν ασχολείται με τα αυτονόητα για την εποχή. Και το οικογενειακό τραπέζι της δεύτερης Κυριακής της Αποκριάς ήταν αυτονόητο μέχρι και μετά τα μέσα του 20ού αιώνα.

Το περιγράφει όμως αναλυτικά ο Γεώργιος Μέγας (8) κλείνοντας την αναφορά του στα όσα συμβαίνουν στους δρόμους κατά τη διάρκεια της ημέρας κατά την οποία «εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, οι αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, οι άσεμνες εμφανίσεις και οι χοροί». Η αναφορά του έχει ιδιαίτερη αξία καθώς καταγράφει την προφορική παράδοση της Αρκαδίας η οποία είναι ταυτόσημη με αυτή του Νησιού, καθώς πολλοί εκ των κατοίκων είναι γορτυνιακής καταγωγής. Η περιγραφή του Γεώργιου Μέγα έχει ουσιαστικά χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια σε πολλές περιπτώσεις με μικροτροποποιήσεις σε λαογραφικά δημοσιεύματα για την περιοχή: «Κατακλείδα της όλης γιορτής είναι το βραδινό φαγητό, στο οποίο παρακάθονται όλοι οι συγγενείς. Δεν είναι βέβαια το τραπέζι της βραδιάς αυτής πλούσια στρωμένο, αφού λείπει το κρέας. Αλλά είναι τραπέζι συγγενικό και συμβολίζει τους οικογενειακούς δεσμούς σ’ ένα σημαντικό σταθμό της ζωής. Τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι είναι μακαρόνια, αυγά, τυρόπιτες, γαλατόπιτες και ένα είδος ζωμού, το τυροζούμι. Αυτό ειδικά φτιάχνεται την ημέρα αυτή από άγρια λάχανα (μυρώνια, καυχαλήθρες, παπαρούνες κ.λπ.) Τα γιαχνίζουν και ρίχνουν και τυρί μυζήθρα, κομματάκια κομματάκια. Το φαγητό συνοδεύεται με ορισμένα έθιμα, που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Αναφέρω όσα γίνονται στην Αρκαδία.

Εκεί, το βράδυ που θ’ αποκρέψουν τις τυρινές απόκριες θα μαζευτούν οι συγγενείς οι στενότεροι στου γεροντότερου το σπίτι. Ως πρώτο φαΐ βάνουν στο τραπέζι το τυροζούμι. Κάνουν την προσευχή τους και κατόπιν σηκώνουν το τραπέζι· το κρατούν όλοι, μικροί και μεγάλοι, με τα μικρά τους δάχτυλα. Το σηκώνουν και το καθίζουν τρεις φορές. Κάθε φορά λένε:

Αγιοζούμι, τυροζούμι 

όποιος πιη και δε γελάση, 

ψύλλος δε θα τον δαγκάση!

Από φτούνο πρέπει να πιη ο καθένας τρεις κουταλιές. Το πίνουνε γλήγορα γλήγορα, δίχως να γελάσουν, κι ύστερα βάνουν όλοι μαζί τα γέλια κα-κα-κα. Υστερα τους βάνουν να φάνε μακαρωνάδα. Τα ανύπαντρα παιδιά και κορίτσια κοιτάζουν, πώς να κλέψουν κάνα μακαρώνι, χωρίς να τους αντιληφτή κανείς. Οταν πέσουν να κοιμηθούν, το βάνουν στο μαξιλάρι τους και όποιον νέον ή νέαν ιδούν, θα είναι ο άντρας ή η γυναίκα τους. Στερνά τρώνε ό,τι άλλο φαΐ έχουν ετοιμάσει και κατόπιν ο μεγαλύτερος απ’ όλους δίνει το σύνθημα σε όλους, να σηκώσουν το τραπέζι με τα μικρά τους δάχτυλα, και τους ερωτάει:

- Φάγατε; - Φάγαμε.

- Ηπιατε; - Ηπιαμε.

- Χορτάσατε; - Χορτάσαμε.

- Πάντα χορτασμένοι να είστε,

και τους διατάζει ν’ αφήσουν το τραπέζι στη θέση του».

Τα μακαρόνια έχουν ισχυρή θέση στη λαϊκή παράδοση της Αποκριάς και μέχρι τα νεότερα χρόνια σε πολλές περιπτώσεις οι νοικοκυρές κρατούσαν την παράδοση, καθώς τα έκαναν χειροποίητα. Οπως γράφει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης «τα μακαρόνια αποτελούν το κυριότερο φαγητό της Τυρινής, γι’ αυτό όλη η εβδομάδα λέγεται Μακαρονού. Η προτίμηση αυτή στα ζυμαρικά δεν φαίνεται άσχετη με τη δοξασία ότι την αποκριάτικη περίοδο οι ψυχές βγαίνουν στον επάνω κόσμο. Οπως παρατηρεί ο Φαίδων Κουκουλές, αρχικά η λέξη μακαρόνια σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, αναπαύσιμους μακαρισμούς σε περίδειπνα, στα οποία συνήθως προσφέρουν ζυμαρικά. Στη λαϊκή όμως συνείδηση ο συσχετισμός των ζυμαρικών με τους μακαρισμούς και τις ψυχές δεν ήταν και πολύ δύσκολο να γίνει» (9). Με αυτή την παράδοση συνδέεται το έθιμο του "Μακαρονά" που έφαγε όλα τα μακαρόνια και έσκασε, ως βασικό μύθο και γύρω από αυτόν ξετυλίγονται διάφορες κωμικές ιστορίες. Γι’ αυτό τοποθετούνται εκρηκτικά στην κοιλιά του ομοιώματος, τους βάζουν φωτιά και σκάνε. Ο "Μακαρονάς" αποτελεί κύριο αποκριάτικο έθιμο στην Πύλο σε συνδυασμό προς ένα άλλο σύνηθες έθιμο της Καθαροδευτέρας, τη "Δίκη". Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την καταδίκη του και τη θανάτωση στην πυρά. Και ο "Μακαρονάς" και η "Δίκη" εμφανίζονται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, σε διάφορες παραλλαγές.

 

5. Βάλτερ Πούχνερ ο. π. σελ. 79

6. Γιάννης Κιουρτσάκης ο. π. σελ 105-16.

7. Βάλερ Πούχνερ ο. π. σελ. 78.

8. Γεώργιος Α. Μέγας "Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας" σελ. 136, 139-140 (1957).

9. Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης "Η εθιμολογία της αποκριάς" - Ειδική έκδοση του περιοδικού "Επτά ημέρες" της εφημερίδας "Καθημερινή" με τίτλο "Οι 12 μήνες - Χειμώνας"

10. Ο Γεώργιος Μέγας (ο. π. σελ. 135 παρατηρεί ότι "δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι κατά τις ανοιξιάτικες γιορτές, όταν η φύση ξυπνά από τη νάρκη, ανεβαίνουν οι νεκροί στον επάνω κόσμο και δέχονται τις προσφορές και τις τιμές των ζωντανών. Και επειδή στο επιμνημόσυνο δείπνο, τη λεγόμενη μακαριά, οι προσφορές στους νεκρούς είναι, εκτός από τα κόλλυβα, και τα ζυμαρικά, αυτά, από τις λέξεις "μακαρία" και "αιωνία", ονομάστηκαν μακαρόνια και η τρίτη εβδομάδα της Αποκριάς, της οποίας τα ζυμαρικά είναι το ειδικό, όπως και το τυρί, έδεσμα, ονομάστηκε Μακαρονού».

 

Αύριο η συνέχεια