Ως τέτοιο έφθινε με το χρόνο καθώς άλλαζαν οι κοινωνικές συνθήκες. Οπως φαίνεται είχε διακοπεί για χρόνια και "αναβίωσε" με διαγωνιστικό χαρακτήρα το 1940. Δεν εμφανίζεται σε καμία περιγραφή από το 1893 μέχρι τη χρονιά αυτή, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επακριβώς πότε ατόνησε ή σταμάτησε. Το συμπέρασμα προκύπτει από ρεπορτάζ του Πότη Λουκάκου στη "Σημαία" στις 13 Μαρτίου 1940 όπου μεταξύ των άλλων έγραφε: "Φέτος παρ΄ όλην την ολοέν θολούμενην διεθνή ατμόσφαιρα η αποκρηά έφθασε στο κορύφωμά της, οι παλιές όμορφες εθιμοτυπίες ξαναζωντάνεψαν, κι αποβραδίς οι μεγάλες φωτιές στις συνοικίες του Νησιού άναψαν πάλι και οι χοροί εστήθησαν πολύ ενωρίς για να διαρκέσουν μέχρι το πρωί για να υποδεχθούν με χαρά τη χαρούμενη ημέρα της Καθαράς Δευτέρας που ξημερώνει". Από τους σημαντικότερους παράγοντες του Νησιώτικου καρναβαλιού σε όλη του τη διαδρομή ο Πότης Λουκάκος, με την υπογραφή του δίνει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της αναβίωσης του εθίμου κατά γειτονιές όπως θα δούμε στη συνέχεια και επιβεβαιώνει ότι είχε διακοπεί χρόνια. Μεταπολεμικά εμφανίζεται και πάλι το 1954 σε ρεπορτάζ του Πότη Λουκάκου στα "Νέα" της Καλαμάτας στις 5 Μαρτίου όπου καλούνται οι Μεσσήνιοι την Κυριακή το βράδυ στις Νησιώτικες ρούγες για να χορέψουν "υποχρεωτικώς γύρω από τη μεγάλη φωτιά κάθε ρούγας βοηθούμενοι από τον γλυκύ ρυθμό της πίπιζας και του νταουλιού". Από εκεί και ύστερα οι φωτιές έγιναν οργανικό στοιχείο του αστικού πλέον καρναβαλιού παίρνοντας και διαγωνιστικό χαρακτήρα, το έθιμο έγινε θέαμα και σταδιακά απονεκρώθηκε βοηθούσης και της βαθιάς αλλαγής στις κοινωνικές συνθήκες που είχε ως συνέπεια τη διάλυση της "κοινότητας" στο χώρο της γειτονιάς.
Σύμφωνα με το Γεώργιο Ν. Αικατερινίδη (11 ) "οι αποκριάτικες φωτιές που ανάβονται τελετουργικά σε πλατείες και σταυροδρόμια τις βραδινές ώρες, ιδιαίτερα την τελευταία Κυριακή, ανήκουν στην ομάδα των ευετηρικών εθίμων. Πρόκειται για συνήθεια η οποία στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη ότι η φωτιά κρύβει μέσα της δύναμη που μεταδίδεται σε όποιον έρθει μαζί της σε κάποια ιεροτελεστική σχέση". Ενώ ο Γεώργιος Α. Μέγας (12 ) παρατηρεί ότι "η συνήθεια αυτή ανήκει στα λεγόμενα διαβατήρια και καθαρτήρια έθιμα, με την οποία ο άνθρωπος του λαού στην αρχή μιάς νέας χρονικής περιόδου, θέλει να εξασφαλίσει την ευτυχία". Προσθέτοντας ότι τις Αποκριές ανάβουν φωτιές σε Γερμανία, Ελβετία και Αυστρία σημειώνει με βάση διεθνείς βιβλιογραφικές πηγές ότι "οι ανοιξιάτικες φωτιές οφείλουν τη γέννησή τους στην πίστη στις συνήθειες των αγροτών και αρχικός σκοπός τους είναι η μαγική επίδραση στους αγρούς και η ευφορία αυτών των τελευταίων, δηλαδή η εκδίωξη του κακού και συνάμα η προαγωγή της βλάστησης".
Το έθιμο με διάφορες παραλλαγές και τελετουργίες συναντιέται σε πολλά μέρη της Ελλάδας με γνωστότερες εκδηλώσεις τους "Φανούς" της Κοζάνης και τις "Τζαμάλες" των Ιωαννίνων.
ΟΙ ΧΟΡΟΙ
Στο ρεπορτάζ της "Μεσσηνιακής" το 1893, εκείνο που εντυπωσιάζει τον συντάκτη είναι αρχικώς οι χοροί. Και επικεντρώνει την προσοχή του στο γεγονός ότι "δέσποιναι και δεσποινίδες μεταξύ των οποίων εκ των καλυτέρων οικογενειών της πόλεως, μετημφιεσμένοι ποικιλώτατα χορεύουσι τον συρτόν εν μεγίστη συρροή πλήθους θεατών". Επισημαίνει ιδιαιτέρως το γεγονός ότι χορεύουν και μασκαρεύονται γυναίκες, κάτι το οποίο δεν συναντούσε κάποιος στα αστικά κέντρα και κυρίως στους δρόμους. Η αποκριάτικη "χειραφέτηση" φαντάζει πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη και για το λόγο αυτό τονίζεται ιδιαιτέρως ότι δεν πρόκειται για γυναίκες των "κατωτέρων τάξεων" (13 ) αλλά και "εκ των καλύτερων οικογενειών της πόλεως". Οι ομάδες των ανδρών χορευτών δεν περιγράφονται στο ρεπορτάζ αλλά βρίσκονται στο "πανηγύρι" όταν αυτό "μεταβάλλεται εις αληθές πανδαιμόνιον".
Οι αναφορές στο χορό ακουμπούν το σημαντικότερο στοιχείο της συνέχειας του καρναβαλιού στο χρόνο. Στη διαδρομή θα διαπιστώσουμε ότι οι συντάκτες των εφημερίδων γράφουν μέχρι και ύμνους για τους χορούς της Καθαροδευτέρας που διατηρούν την παράδοση καθώς επελαύνει ο εξευρωπαϊσμός στη συμπεριφορά και τον τρόπο διασκέδασης των εύπορων στρωμάτων, που οργανώνουν αριστοκρατικούς χορούς σε σπίτια και κέντρα διασκέδασης όπου κυριαρχούν μαζούρκες, βαλς κλπ. (14 ).
Οι χοροί όπως εμφανίζονται αποτελούν συνέχεια παλαιών εθίμων, τα οποία ενδεχομένως στην πορεία του χρόνου έχασαν κάποια από τα χαρακτηριστικά τους σε μια προσπάθεια "εκσυγχρονισμού" των εκδηλώσεων και περιγράφονται πριν από 120 χρόνια με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Είναι φανερό ότι η συρροή κόσμου από την Καλαμάτα και άλλες περιοχές έχει ήδη επηρεάσει το αυθόρμητο της γιορτής καθώς "πρόγραμμα ειδικό κανονίζει τα της πανηγύρεως" και τον τρόπο με τον οποίο κινούνται οι χορευτικές ομάδες.
Για τους αποκριάτικους χορούς στο Νησί στο πλαίσιο της έρευνας ζήτησα τη γνώμη του συμπατριώτη μας Βαγγέλη Λαμπρόπουλου που κάνει σπουδαία δουλειά με τη μελέτη του γύρω από τους χορούς της Μεσσηνίας. Η περιγραφή και οι υποθέσεις που κάνει έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: "Στη Μεσσήνη οι ομάδες των φουστανελοφόρων δεν ήταν οργανωμένες με τη δομή της "τσετιάς" (ή όπως αλλιώς αποκαλούνταν ανά τόπους) και που συναντούμε σε άλλες περιοχές όπως π.χ. στα Λεχαινά στην Πελοπόννησο με την νύφη, τον γέρο, τη γριά, γιατρό, τον αράπη κ.λπ. πρόσωπα του θιάσου με συγκεκριμένους ρόλους, συμβολισμούς και δράσεις στο όλο δρώμενο. Ισως σε παλαιότερες εποχές να υπήρξε κάτι ανάλογο μιας κι όλα αυτά τα δρώμενα που συναντιούνται σε πανελλήνια κλίμακα έχουν άμεση σχέση με την αρχαία λατρεία και παράδοση και διονυσιακά - ευετηριακά δρώμενα. Δεν έχω καμία πληροφόρηση για κάτι ανάλογο αλλά όλα γίνονταν κατά το κέφι και την ομάδα, μιας και οι ομάδες των φουστανελάδων στο Νησί μας ήταν αρκετές! Το πρόσταγμα και την οργάνωση την είχε συνήθως κάποιος σεβαστός είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω (σπανιότερα) κοινωνικής θέσης και η διαδοχή σε αυτήν παλαιότερα ήταν τρόπο τινά κληρονομική (!!!) και περιζήτητη επίσης!!! Ο επικεφαλής είχε το γενικό έλεγχο και την εποπτεία μαζί με 2-3 άλλους και αναλάμβανε την εύρεση οργάνων για τη συνοδεία της ομάδας, συγκέντρωνε εισφορές σε είδος ή χρήμα και γενικά είχε όλη την ευθύνη για την άρτια οργάνωση και διασκέδαση της ομάδας που συνήθως κατέληγε είτε στη φωτιά της γειτονιάς της, είτε σε κάποιο προσυμφωνημένο ταβερνάκι για τα δέοντα! Η ομάδα των φουστανελάδων κατά τη μετακίνηση τραγουδούσε διάφορα αποκριάτικα ή μη τραγούδια και χόρευε ελεύθερα, στρωτά ή πηδηχτά σε δρόμους, αλώνια, αυλές κι όπου αλλού πήγαινε, συνήθως με "τακτική αταξία", δηλαδή παρόλο που δεν υπήρχε οργανωμένη "χορογραφία", όλοι είτε ελεύθερα, είτε στον κύκλο χόρευαν σαν σύνολο, λείπουν βέβαια οι ομαδικές φιγούρες και τα προστάγματα που έχει αλλού ο οργανωμένος θίασος... Αν είχαμε δρώμενο οργανωμένο, όπως στις άλλες περιοχές, θα μπορούσαμε αναλόγως πολλά να πούμε και να βρούμε συμβολισμούς και σχέσεις με αντίστοιχα αρχαία και νεότερα έθιμα και πρακτικές, στερούμενοι όμως τέτοιων πληροφοριών δεν μπορούμε παρά μόνο υποθέσεις να κάνουμε! Κοινές φιγούρες ομαδικά έκαναν όταν χόρευαν συγκεκριμένα τραγούδια έντονα παραστατικά, πχ, τα κουκιά, το πιπέρι κλπ, αυτό όμως δεν προσδίδει στην ομάδα χαρακτήρα "θιάσου"... Και μην ξεχνάμε βέβαια και τις αντίστοιχες γυναικείες ομάδες με πολύ περισσότερη φαντασία μάλιστα σε ρόλους και αστεία που είναι και κατ' εξοχήν αποκριάτικα".
(11 ) Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης ο. π.
(12 ) Γεώργιος Α. Μέγας ο. π. Σελ. 137-139
(13 ) Εκφραση που χρησιμοποιεί στο ίδιο φύλλο η εφημερίδα για τα Κούλουμα στην Καλαμάτα.
(14 ) Γιάννη Καιροφύλα "Η Αθηναϊκή Αποκριά" σελ. 29-33, 69-75
- Στο ίδιο φύλλο της "Μεσσηνιακής" περιγράφονται με ενθουσιασμό ο πρώτος δημόσιος χορός στην Πύλο "τη νύχτα του Σαββάτου, παραμονής της Τυροφάγου, εις ον παρευρέθησαν αι εκλεκτότεραι οικογένειαι της πόλεως, πλέον των είκοσι κυριών και δεσποινίδων και υπέρ τους τεσσαράκοντα κυρίους". Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Γ. Καντιάνης, εκδότης της εφημερίδας, καταγόταν από την Πύλο και ήταν αυτός ο οποίος είχε παροτρύνει για την οργάνωση του χορού. Στην εφημερίδα επίσης γίνεται κριτική για το χορό της Φιλαρμονικής που οργανώθηκε στην Καλαμάτα.
Τετάρτη, 06 Φεβρουαρίου 2013 08:11
Η ιστορία του Νησιώτικου Καρναβαλιού (μέρος 3ο)
Από το ρεπορτάζ απουσιάζει ένα ακόμη στοιχείο εξαιρετικής λαογραφικής σημασίας, το οποίο όμως προφανώς τότε δεν έκανε καμία εντύπωση. Πρόκειται για τις φωτιές που άναβαν σε πλατώματα μετά το βραδινό φαγητό και συγκέντρωναν γύρω τους όλη τη γειτονιά. Δεν έκανε εντύπωση γιατί δεν συνιστούσε κάτι το ξεχωριστό, αφού ως έθιμο ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και σύνηθες σε πολλές περιοχές. Αποτελούσε τελετουργικό στοιχείο της "κοινότητας" και απόληξη των γιορτών της Αποκριάς.
Κατηγορία
Συνεντεύξεις - Παρουσιάσεις