Η Γιολάντα Τσορώνη-Γεωργιάδη στο καινούργιο της μυθιστόρημα “Ανυπάκουα Πρέπει” αναλύει τη ζωή μιας μπουρνέσας και περιγράφει πώς τα συναισθήματα διαμορφώνονται πολλές φορές από την τοπική κουλτούρα, αλλά και πως υπάρχει ποικιλία δαιμόνων με τους οποίους καλείται ο καθένας μας να αναμετρηθεί.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Μετά τη «Σύγκρια», τα «Ανυπάκουα Πρέπει». Και στα δύο πρωταγωνιστούν γυναίκες που αναγκάζονται να υποταχτούν στα ΠΡΕΠΕΙ που θέτει η τοπική τους κοινωνία. Γιατί θελήσατε να αναδείξετε τις περιπτώσεις αυτές των γυναικών;
Θα πρέπει να αναφέρω εξ αρχής πως τόσο η ηρωίδα της Μάνης «Σύγκρια» όσο και η μπουρνέσα του αλβανικού βορρά στο «Ανυπάκουα Πρέπει» υπήρξαν ως κοινωνικές πρακτικές, απλώς εγώ, με φόντο τις ζωές των ηρωίδων στο τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι, έστησα τη μυθοπλασία. Αποφάσισα να γράψω γι’ αυτές, θέλοντας να μοιραστώ με το αναγνωστικό κοινό τη θυσία τους, να εκθέσω το σκεπτικό τους και να αναρωτηθώ συντροφιά με τον αναγνώστη πώς ο καθένας από μας θα δρούσε αν βρισκόταν στη θέση τους. Οι γυναίκες των δύο βιβλίων, παρά το ότι γεννιούνται σε διαφορετικές χώρες και σε άλλη εποχή, έχουν κοινά χαρακτηριστικά ζωής: μεγαλώνουν σε άγονο τόπο, στοιχειώνονται από τα κοινωνικά ΠΡΕΠΕΙ, φαίνεται εκ των πραγμάτων απαραίτητο να πάρουν αποφάσεις που συνιστούν υπέρβαση του κοινωνικού τους ρόλου και της ταυτότητάς τους. Έχουν όμως και μια βασική διαφορά: Η μία κάνει τη θυσία παραμένοντας γυναίκα και σύζυγος, ενώ η άλλη πληρώνει το βαρύ τίμημα του «διά βίου παρθενίας» όρκου, για να μπορέσει να ζήσει σαν άνθρωπος. Είναι βέβαιο πως ο αναγνώστης, και στα δύο βιβλία, θα έρθει αντιμέτωπος με μεγάλα διλήμματα και θα συνειδητοποιήσει πως όχι μόνο τα συναισθήματα διαμορφώνονται πολλές φορές από την τοπική κουλτούρα, αλλά και πως υπάρχει ποικιλία δαιμόνων με τους οποίους καλείται ο καθένας μας να αναμετρηθεί.
Τι άποψη έχετε για το ρόλο του φεμινιστικού κινήματος στη χειραφέτηση των γυναικών; Υπάρχει ανάγκη σήμερα ενός ισχυρού φεμινιστικού κινήματος;
Τη δεκαετία του ’20 και του ’30 που εμφανίστηκε το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα οι γυναίκες επιζητούσαν να αναγνωριστεί ο ρόλος τους στην κοινωνία, να έχουν δικαίωμα στην εργασία, να μπορούν να εκλέγουν και να εκλέγονται, να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα μέλη του συνόλου με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Πολλά από τα «κάστρα» αυτά έπεσαν μετά τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε και νέοι δρόμοι άνοιξαν για την επίτευξη της ισότητας των γυναικών. Ωστόσο η οικονομική κρίση της σύγχρονης εποχής που είχε ως συνέπεια την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς και την έλλειψη κράτους-πρόνοιας έφερε ξανά στο προσκήνιο συντηρητικές και αναχρονιστικές απόψεις για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Έτσι ακόμα και σήμερα το γυναικείο φύλο κακοποιείται, υποτιμάται, βιάζεται, έχει μειωμένες αμοιβές στην εργασία, πέφτει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, απολύεται λόγω εγκυμοσύνης. Εκτιμώ πως ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να γίνει συνείδηση και να εφαρμοστεί στην πράξη από την Πολιτεία και την κοινωνία το «Είμαστε διαφορετικοί, αλλά ίσοι».
Η δεύτερη καραντίνα και ο αναγκαστικός εγκλεισμός, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την επανακυριαρχία του βιβλίου;
Την περίοδο της πρώτης καραντίνας φάνηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως ο κόσμος βρήκε αποκούμπι στο βιβλίο. Οι εκδοτικοί οίκοι όμως, αναφέροντας δεδομένα από τις πωλήσεις βιβλίων λογοτεχνίας για ενήλικες, δεν επιβεβαίωσαν αντίστοιχη εικόνα (ανάλογη τουλάχιστον με αυτή που παρουσιάστηκε), παραδέχτηκαν όμως πως υπήρξε εκρηκτική αύξηση ζήτησης του παιδικού βιβλίου. Με την ανακοίνωση της δεύτερης καραντίνας ο κόσμος έτρεξε στα βιβλιοπωλεία, ίσως γιατί είχε στο μεταξύ συνειδητοποιήσει πως το βιβλίο είναι αγαθό πρώτης ανάγκης και ότι διευκολύνει την παραμονή στο σπίτι, αφού σού επιτρέπει να «μετακινηθείς» χωρίς να κουνήσεις τα πόδια σου. Ωστόσο αμφιβάλλω για το αν το βιβλίο μπορεί να επιβληθεί στο δέλεαρ των πολυμέσων, όχι μόνο γιατί αυτά είναι ισχυροί ανταγωνιστές (αφού διαθέτουν ήχο και εικόνα), αλλά και γιατί δεν έχουμε ως λαός βιβλιοφιλική κουλτούρα. Με παρηγορεί όμως το ότι κατάφερε να μείνει όρθιο στην πανδημία του COVID-19, το ότι απέδειξε πως μπορεί να αντιστέκεται σθεναρά στην ψηφιακή λαίλαπα και, αφού άντεξε τη δύσκολη αυτή συγκυρία, εκτιμώ πως είναι ικανό να αντεπεξέλθει σε οποιαδήποτε αντιξοότητα.
Μια ξένη κουλτούρα και μια παράδοση που φαντάζει αλλόκοτη, κόντρα στη φύση: οι μπουρνέσες, οι αντρογυναίκες του αλβανικού βορρά. Δυσκολευτήκατε στο κτίσιμο του χαρακτήρα της ηρωίδα σας;
«Μπουρνέσα», για να πάρουν μια γεύση οι αναγνώστες, ονομαζόταν στα μέρη εκείνα η γυναίκα που, για να ξεφύγει από την κοινωνική καταπίεση και τις απαγορεύσεις που της επιβάλλονταν λόγω του φύλου της, αποφάσιζε να ζήσει ως άντρας πληρώνοντας ωστόσο με όρκο που έπαιρνε –ενώπιον δώδεκα γερόντων του χωριού και με συγκεκριμένο τελετουργικό– το βαρύ τίμημα της «διά βίου παρθενίας». Εδώ να διευκρινίσω πως δεν επρόκειτο για αλλαγή σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά αποκλειστικά για αλλαγή κοινωνικού ρόλου. Το χτίσιμο του χαρακτήρα της ηρωίδας μου σε όλη της την πορεία –επαναστάτρια ως έφηβη, ορκισμένη παρθένα στην ενήλικη ζωή της– φαινόταν δύσκολο στην αρχή, ωστόσο μετά τις πολλές μαρτυρίες που μου έδωσαν άνθρωποι που ήξεραν τα μέρη και τα σχετικά με το θέμα αυτό, τις περιγραφές επίσης που μου έκαναν για τον τρόπο ζωής μιας μπουρνέσας, άρχισε να παίρνει μορφή στα μάτια μου η Ιλιριάνα, να την «ντύνω» με συναισθήματα και να βάζω λόγια στο στόμα της που θα μπορούσα να τα είχα εκστομίσει εγώ –πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα μας ταιριάζουν.
Τελικά, είναι ο έρωτας μια δύναμη που κινεί τον κόσμο και αλλάζει τους ανθρώπους;
Ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο να ανθίζει, να βγαίνει από το «εγώ» του, να διεκδικεί (αλλά και να εκδικείται), να υποκινεί συμπεριφορές, να έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια του δικού του ΠΡΕΠΕΙ. Τον μαλακώνει επίσης, τον πάει παρακάτω, τον οδηγεί σε πνευματική και ψυχική ελευθερία, τον κάνει δημιουργό. Ακόμα κι όταν τελειώσει, όποιος λαβώθηκε από του έρωτα τα βέλη ποτέ δε είναι πια ο ίδιος, το αποτύπωμα της σαϊτιάς θα έχει διαφοροποιήσει το συναισθηματικό DNA του, θα τον έχει αλλάξει, έτσι με άλλα δεδομένα θα πορεύεται στο εξής.
Μέσω της ιστορίας του, ένα βιβλίο δίνει ώθηση στα παιδιά να παίρνουν θάρρος και να αντιμετωπίζουν τη ζωή όπως οι ήρωες. Εμάς τους μεγάλους μας ενθαρρύνει να ξεπερνάμε τις δυσκολίες;
Ένα βιβλίο μπορεί να προβληματίσει τον αναγνώστη, να τον φέρει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, να εστιάσει την προσοχή του σε συνιστώσες καταστάσεων που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε, να ασκήσει την κριτική του ικανότητα, να τον οδηγήσει σε ταύτιση με κάποιον από τους ήρωες και τα παθήματά του, με λίγα λόγια ένα βιβλίο μπορεί να ρίξει φως στην ψυχή. Αυτά τα βαθύτερα μονοπάτια σκέψης ή και ευχαρίστησης στα οποία οδηγείται ο αναγνώστης, του δίνουν ελπίδα, τόλμη, αισιοδοξία, πάθος και, ναι, δύναμη για αγώνα να ξεπεράσει δυσκολίες ή να αποφασίσει να αναμετρηθεί με κακώς κείμενα που ταλανίζουν το «εγώ» και την καθημερινότητά του.
Η Γιολάντα Τσορώνη - Γεωργιάδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει μετεκπαιδευτεί στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, είναι ενεργό μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, της Ενωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων και έχει εκδώσει πολλά βιβλία για παιδιά και άλλα λαογραφικού περιεχομένου. Το πρώτο μυθιστόρημά της «Η σύγκρια» κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Σαββάλας.