Το κείμενο έχει ως εξής:
«Να και πάλι το Νησί ετοιμάζεται να γιορτάση και φέτος το Καρναβάλι του. Πλούσιο το πρόγραμμα κι’ ο δήμαρχος φιλοδοξεί να διατηρήση το παλιό έθιμο αλλά και να κάνη τη Νησιώτικη αυτή εκδήλωσι όσο γίνεται πιο ευχάριστη.
Το Νησί που πήρε το όνομά του γιατί ο ποταμός Πάμισος πλημμυρίζοντας σχημάτιζε στο μέρος αυτό νησί, είναι γνωστό από την εποχή της Φραγκοκρατίας με το όνομα ISLE = Νήσος, σαν έδρα κάστρου εις το οποίο διέμενε ο Φράγκος πρίγκηπας Φλωρέντιος Ανδηγαυϊκός και η πριγκίπισσα Ισαβέλλα Βιλλαρδουϊνη (1289-1301) η ξακουστή Ιζαμπώ κόρη του Γουλιέλμου Καλαμάτα και της πάγκαλης, "Χαριτωμένης από κεφαλήν και εις όλον το κορμί" Αννας Αγγελίνας Κομνηνής. Μάλιστα δε -κατά το Γαλλικόν χρονικόν του Μορέως- η αγλύκαντη Ιζαμπώ εις το κάστρο του Νησιού ξημαροβράδυαζε τους χειμώνες πασχίζοντας να βρη τη χαμένη της χαρά.
Το Νησί διεδραμάτισε ιστορικό ρόλο κατά την Επανάσταση του Ορλώφ (1770), γιατί σ’ αυτό είχε το κέντρο της δράσεώς του ο Σκυλογιάννης Μαυρομιχάλης που πολέμησε επί εξ ημέρες τον Οσμάν Πασά μαζί με τον Γιάννη Κολοκοτρώνη πάππο του Θοδ. Κολοκοτρώνη και που έπεσε ηρωϊκά μετά την ανατίναξη του ερειπωμένου πια Φράγκικου κάστρου που βρισκόταν εις την θέσιν που είναι σήμερα η Πανηγυρίστρα. Αλλά και κατά τον ιερό αγώνα του 1821 έλαβαν ενεργό μέρος πολλοί από τους κατοίκους του. Μετά το Μανιάκι ο Ιμβραήμ σπέρνοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή κατέστρεψε συθέμελα το Νησί. Ο καπετάνιος Ν. Γιατράκος την 20 Ιουνίου 1825 δίνει αναφορά εις την Κυβέρνησιν και γράφει: "... δεν άφησαν ούτε οσπήτια ούτε αργαστήρια ούτε κρασί ούτε καρφί...". Εις το Νησί στήνει ο Ιμβραήμ το ορδί του. Εκεί λειτουργεί μόνιμη κρεμάλα εις το τσερτέκι εις την θέσιν "αργαστηράκι". Τελευταία κρεμάστηκε εκεί η κυρά Συκού και να πώς:
Ο Ιμβραήμ έχει μεταφέρει το ορδί του εις την Μπούκα, την παραλία του Νησιού. Από εκεί λογάριαζε να κτυπήσει τους Μεσσήνιους και τους Μανιάτες που ήσαν εις το στρατόπεδον της Βέργας του Αλμυρού εις τα ανατολικά της Καλαμάτας. Εκεί καταστρώνει το σχέδιό του. Ο Κεχαγιάμπεης με το πεζικό και τους καβαλαρέους του θα κτυπήσουν τους υπερασπιστές της Βέργας που πρόχειρα έφτειαξαν ένα ταμπούρι που άρχιζε από τη θάλασσα και τελείωνε εις το Κουτσαβίτικο βουνό της Σέλιτσας. Δύο Αιγυπτιακά βρίκια με Αραπάδες θα παρακολουθούσαν τη μάχη από τη θάλασσα κι αν η πεζούρα τους είχε χρεία θα την βοηθούσαν. Αυτό ήταν το σχέδιό του και βέβαιος για τη νίκη του έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος και πρόσταξε να του φέρουν ρακί. Η νύκτα είχεν προχωρήσει και η αύρα της θάλασσας αντικατέστησε με τη δροσιά της τη ζέστα της μέρας που πέρασε. Ο Ιμβραήμ πλάγιασε κι άφησε τον εαυτόν του να τον παρασύρει στο βασίλειό του ο Μορφέας. Πριν όμως ξημερώσει καλά, πετάχτηκε λαφιασμένος. Οι άνθρωποί του έτρεξαν σιμά του. Είχε δει όνειρο.
Ηταν, λέει, σε ένα γλέντι. Κόσμος πολύς έτρωγε και έπινε. Καλεσμένοι διαλεχτοί ξαπλωμένοι δίπλα σε πολυτελείς σοφράδες με του κόσμου τις λιχουδιές απολάμβαναν τους λικνιστούς χορούς των χορευτριών. Ωραίες κοπέλες σαν τα ουρί του παραδείσου πήγαιναν κι έρχονταν με τις πιατέλες που είχαν του κόσμου τα καλά και προσέφεραν εις τους γλεντοκόπους ό,τι ποθούσε η καρδιά τους. Τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν από τον παράδεισο του Αλλάχ.
Και ξαφνικά παρουσιάζονται δύο σκελετωμένες μαυροφόρες και του πήραν, χωρίς να μπορέση να αντιδράση, το φαγητό και το ποτό του. Σαν έσυρε το γιαταγάνι του ήταν πια αργά. Οι δύο σκελετωμένες μαυροφόρες είχαν φύγει, ενώ όλοι οι συνδαιτημόνες ξεσπούσαν σε ηχηρά γέλια. Κοκκίνησε τότε από το κακό του και έβγαλε στριγγλή φωνή. Εκεί εξύπνησε.
Οι άνθρωποί του προσπάθησαν να τον ησυχάσουν. Του είπαν μάλιστα πως εις το Νησί ήταν μια γραία ονειροκρίτισσα, η "Κυρά Συκού" που θα μπορούσε να εξηγήση το όνειρό του. Διέταξε ο Ιμβραήμ να του τη φέρουν μπροστά του. Σαν ήρθε η Κυρά Συκού της είπε το όνειρο που είδε.
- Αφέντη μου, του λέει, το όνειρό σου είναι κακό, Μεγάλη συμφορά θα σ’ εύρη. Και τα μάτια της έλαμψαν από χαρά. Ο Αράπης πασάς την έδιωξε με τις κλωτσιές. Σε λίγο οι ορδές του Ιμβραήμ ξεκινούσαν για να υποτάξουν την αδούλωτη Μάνη.
Και κει, εις την Βέργα, οι 1500 ηρωικοί Μανιάτες και Μεσσήνιοι εις τις 23 του θεριστή του 1826 απέκρουσαν τρεις λυσσασμένες επιθέσεις 7.000 αραπάδων εις το ταμπούρι, τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν εις την Καλαμάτα με πολλές απώλειες.
Βλέποντας την αναπάντεχη αντίστασιν των υπερασπιστών της Βέργας ο Ιμβραήμ αποβιβάζει από τα δύο βρίκια τους 1500 αραπάδες του εις τον μυχό του Δηρού για να κτυπησει πισώπλατα τους Ελληνες. Μα αυτοί δεν αιφνισιάστηκαν. Μια επικουρική δύναμις ενισχυμένη από γέρους και γυναίκες που ήταν ωπλισμένοι με δικριάνια και δρεπάνια -ήταν εποχή του θερισμού- έδωσε μάχη με τους αραπάδες που πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν σηκώνοντας ψηλά τα χέρια και φωνάζοντας παρακλητικά.
- Αμάν Μαρία! Μη Μαρία (Με το όνομα Μαρία αποκαλούαν οι αραπάδες όλες τις Χριστιανές από το όνομα της Θεοτόκου).
Ετσι αναγκάστηκαν να γυρίζουν άπρακτοι και με πολλές απώλειες στο Νησί. Σαν έφτασε εις το Νησί ο Ιμβραήμ θυμήθηκε το όνειρο που του εξήγησε η κυρά Συκού και πως ο πόθος είχε ζωγραφιστεί στα μάτια της Νησιώτισσας ονειροκρίτισσας πραγματοποιήθηκε και διέταξε να την κρεμάσουν εις το τσερτσέκι.
Από τότε μέχρι σήμερα το μέρος εκείνο και όλη η γύρω περιοχή ονομάζεται "κρεμάλα". Εκεί κάθε χρόνο οι Νησιώτες στήνουν τη δική τους κρεμάλα για ξένους και ντόπιους.
Φέτος ο Δήμαρχος σκέπτεται να κάνη πλήρη αναπαράστασιν της καταδίκης και κρεμάλας της κυρά Συκούς πράγμα που θα δώση ξεχωριστό χρώμα εις τις εκδηλώσεις του Δήμου διά τον καρνάβαλον του Νησιού.
Ας μη χάση λοιπόν κανείς την ευκαιρίαν αυτή να δη με τα ίδια του τα μάτια να ξαναζωντανεύει μπροστά του η καταδίκη και η εκτέλεσις της ονειροκρίτισσας του Νησιού που μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις της Κυριακής και της Καθαράς Δευτέρας θα τον γεμίσουν χαρά και θα του χαρίσουν αξέχαστες ώρες».
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Ενδιαφέρουσα είναι η αφήγηση του 86χρονου Αθανάσιου Κουρή που έχει καταγραφεί από την Ελένη Δ. Κουρή στο πλαίσιο λαογραφικής εργασίας στη Φιλοσοφική Σχολή το 1970 και υπάρχει στο σχετικό αρχείο (29):
«Κάθε Καθαροδευτέρα από τους πατεράδες μας κι αμπροστύτερα (και πριν) φκιάνουμε μία κρεμάλα που τη ντυλίγουμε απ' έξω με σμερτιές κι όγοιος (όποιος) περάση τον κρεμάμε 'πο τη μέση, μ' ένα σκοινί, έτσι γινόταν τα πολλαχρόνια».
Λένε πως στις ίδιες τρούπες που τη στήσαμε κι εμείς τώρανες, 'δώ στ' Αργαστηράκι (έτσι ονομάζεται το μέρος εκείνο της Μεσσήνης) εκρέμασε ο Αγάς ο Τούρκος μία γριά Νησώτα, τη γρηά Συκού την κακομοίρα.
Τότενες, μόλις φάγανε τα μούτρα τους (νικήθηκαν) οι παλιότουρκοι στο Ναυαρίνο 'πο τη χαρά τους οι άνθρωποι δε ξέρανε τι να ειπούνε και τι να κάμουνε. Βγαίνει η γρηά Συκού και λέει του Αγά απάνου στο σπίτι της στ' Αργαστηράκι. «Τι κάθεσαι και δε λακάς (φεύγεις) κακομοίρη μου; Θα σε τσακώσουνε και θα σε κρεμάσουνε τ' ανάποδα, πάτε δουλειά σας τώρα, νικηθήκατε», «τί 'πες μωρή» της λέει ο Αγάς, «τώρα θα σε κρεμάσω σένανε να ιδής να μάθης να αρουλιέσαι (φωνάζη)». Και βάνει τους στρατιώτες του και στήσανε μία κρεμάλα και πάει δουλειά της, άφταιγη η κακομοίρα η γρηά Συκού. Για 'κείνο, για να ενθυμούμαστε, έχουμε και 'μεις το έθιμο».
Ο ηλικιωμένος αφηγείται μια διαφορετική εκδοχή του μύθου και κάνει έμμεση σύνδεση με την κρεμάλα χρησιμοποιώντας το ρήμα "λένε" το οποίο είναι σύνηθες όταν κάποιος θέλει να εκφράσει κάτι που έχει ακούσει από άλλους.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το 1965 στο "Θάρρος" (30) δημοσιεύεται μια άλλη εκδοχή για το έθιμο, που αξίζει να καταγραφεί:
«Παλαιά η ιστορία της "Κρεμάλας". Αρχή έχει από τα μεταπελευθερωτικά χρόνια της επανάστασης του Εικοσιένα.
Εκεί σε μια μικρή πλατωσιά (στο λινοχώρι και όχι λιμοχώρι) που τη λένε "εργαστηράκι" γιατί υπήρχε κάποιο εργαστήρι λιναριού. κάθε χρόνο την αποκριά στήνεται η Κρεμάλα και, όσοι περάσουν από εκείνο το σταυροδρόμι, θα "κρεμαστούν" υποχρεωτικά. Ετσι είναι το έθιμο.
Κάποτε, τότε που στο εργαστηράκι μένανε δύο αδέρφια, κρήτες στην καταγωγή, με τις βράκες τους, το εργαστηράκι, ήταν τόπος συγκέντρωσης των λινοχωρητών. Επειδή δεν είχαν άλλον τρόπο διασκεδάσεως επενόησαν, εκείνοι οι απλοϊκοί άνθρωποι, την Κρεμάλα. Τρία ξύλα, ένα καρέλι και ένα κομμάτι σχοινί και η Κρεμάλα ήταν έτοιμη. Μαζευόντουσαν εκεί γύρω και κρέμαζαν τα σκυλιά. Γελούσαν μ’ αυτό τον τρόπο, κουτσόπιναν και διασκέδαζαν έτσι. Ενας από τους παραπάνω κρήτες, ο Γιώργος ο Τσάκωνας ή Λύρας (τον έλεγαν έτσι επειδή έπαιζε λύρα) κρέμασε το σκύλο του επειδή του έφαγε τα μακαρόνια μεσ’ από το πιάτο του, την Κυριακή, την τυρινή, που λένε.
Αλλά στη συνέχεια το έθιμο πήρε τη σημερινή μορφή του να κρεμάζωνται άνθρωποι χάριν αστεϊσμού και αν δεν τάζουν -το "τάμα" που λέμε- να μην τους ελευθερώνει ο... δήμιος. Το τάμα δεν υπήρχε τότε, καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια. Τότε βάζανε και ντελάλη από βραδύς που έλεγε ότι όποιος δεν θέλει να κρεμαστή να μην πέρναγε την άλλη μέρα, δηλ. την Καθαρά Δευτέρα, από την Κρεμάλα. Για τούτο έμεινε το έθιμο όπως ήταν τότε και διάκριση δεν γίνεται. Κι' αν είσαι ακόμη και δικαστής θα κρεμαστής υποχρεωτικά.
Ας το έχουν, λοιπόν, υπ’ όχι τους όλοι όσοι περάσουν από την κρεμάλα την Καθαρή Δευτέρα θα κρεμαστούν υποχρεωτικά γιατί είναι έθιμο. Ετσι μου την είπε την ιστορία της κρεμάλας ο πατέρας μου, έτσι του την είχε πη ο δικός του.
Και φαίνεται ως η πιθανώτερη από εκείνη την άλλη, ότι δηλαδή κάποιος τούρκος εκρέμασε μια γριά κλπ. Γιατί πρώτα ένα τέτοιο πράγμα είναι απίθανο αφού εδώ που σήμερα είναι χρισμένη η πόλις της Μεσσήνης, επί Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε πόλις, παρά μόνον ελάχιστα σπιτάκια τσελιγκάδων της Αρκαδίας που κατέβαιναν εδώ στα πεδινά για να ξεχειμάσουνε. Και έπειτα δε θα μπορούσε ποτέ, αν είχε συμβεί η παραπάνω ιστορία, να συνεχισθή από ανθρώπους που θα τους δημιουργούσε τρόμο και καθόλου χαρά και κέφι.
Χ.Δ.».
Μετά από τόσα χρόνια είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί ο συντάκτης του κειμένου. Αξίζει να προσεχτεί όμως η αναφορά στην αφήγηση από πατέρα και παππού και η εκτίμηση ότι αυτή "φαίνεται ως η πιθανότερη" εκδοχή για το έθιμο, η οποία αφήνει μια αμφιβολία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν πράγματι είναι μια αφήγηση που ο συντάκτης έχει ακούσει ή ο ίδιος έχει επινοήσει την ιστορία ή τέλος πάντων την έχει συνθέσει μέσα από θραύσματα μνήμης και θρύλων (όπως και άλλοι κάνουν για διάφορες πλευρές των καρναβαλικών εκδηλώσεων).
Η εκδοχή αυτή είναι συμβατή με αποκριάτικα έθιμα όπως το "σκυλοκρέμασμα" και ο "μακαρονάς", κάτι το οποίο… εξάπτει ακόμη περισσότερο την περιέργεια. Στο τέλος επιχειρεί να κάνει μια "λογική" προσέγγιση στο θέμα, εκτιμώντας ότι δεν θα μπορούσε να είναι μέρος των αποκριάτικων εκδηλώσεων μια ιστορία που θα προκαλούσε τρόμο. Ομως σύμφωνα με τον Γιάννη Κιουρτσάκη «κανένα γεγονός δεν θεωρείται αρκετά τραγικό, ιερό ή επίσημο για να μη γίνει αντικείμενο γελοιοποίησης, αφού ο ίδιος ο θάνατος ακολουθείται πάντα από μια ανάσταση, αφού η έκπτωση, η καθαίρεση, η θανάτωση, είναι κάτι αναπόφευκτο και συνάμα επιθυμητό» (31).
(28) "Σημαία" 3-3-1968. Το κείμενο έχει δημοσιευτεί πολλές φορές ως διαφημιστικό για τις εκδηλώσεις.
(29) Αντίγραφο είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει ο Γιώργος Κούζας με τη μεσολάβηση του Μιχάλη Μερακλή.
(30) "Θάρρος" 7-3-1965
(31) Γιάννη Κιουρτσάκη ο.π. (σελ. 58)