Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, με αφορμή το νέο της βιβλίο, αποκάλυψε το μυστικό πίσω από το πώς επιτυγχάνει μια τέλεια ισορροπία στη γεύση και την εμφάνιση των πιάτων. Μοιράστηκε την προτίμησή της σε συγκεκριμένα γλυκά που παρασκευάζει για τους αγαπημένους της, ενώ εστίασε και στα στοιχεία που συμβάλλουν στον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα της ελληνικής γαστρονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Πώς θα περιγράφατε το νέο σας βιβλίο με λίγα λόγια;
«Οι δικές μου συνταγές, οι συνταγές που αγάπησαν όλοι αυτοί που με ακολουθούν και η επαγγελματική μου ιστορία – καριέρα μέσα από τις συνταγές. Κάπως έτσι θα έδινα κάποιους τίτλους. Γιατί το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στις συνταγές με τις οποίες εγώ μεγάλωσα, με αυτές δηλαδή που ήρθα σε επαφή από τα παιδικά μου χρόνια και τις έχω κρατήσει πάντα, στις συνταγές που αγάπησα στο Παρίσι -και που αγαπώ ακόμη- και μετά οι συνταγές τις οποίες χρησιμοποιώ επαγγελματικά. Θα έλεγα ότι είναι συνταγές σύνθεσης. Έχω επηρεαστεί από τις δύο πρώτες κατηγορίες και έχω φτιάξει συνταγές που έχω κάνει σε επαγγελματικούς χώρους και σε τηλεοπτικές εκπομπές».
Υπάρχει κάποια συνταγή τού χθες από το πρώτο κεφάλαιο που σας φέρνει αυθόρμητα πίσω σε κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση;
«Σχεδόν όλες, αλλά μπορώ να ξεχωρίσω άνετα το εφτάζυμο, που είναι μια συνταγή την οποία έχω ζήσει την τελετουργία της. Έχω ζήσει όλο το τελετουργικό που χρησιμοποιούσε η γιαγιά για να τη φτιάξει και είναι μία συνταγή η οποία όπου και αν την δοκιμάσω, όπου κι αν την δω, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα με πηγαίνει κατευθείαν εκεί. Στη συνταγή αυτή που έφτιαχνε η γιαγιά και όλο αυτό που είχε γύρω της αυτή η συνταγή, η προετοιμασία, η αναμονή, λίγο και το μυστήριο. Όποιος διαβάσει την εισαγωγή που έχω σ’ αυτή τη συνταγή για τα εφτάζυμα, θα καταλάβει γιατί είναι μια ιδιαίτερη συνταγή».
Το οικογενειακό τραπέζι είναι σαν… γιορτή, είναι μια συνήθεια που ενώνει την οικογένεια. Τις γιορτές ή τις Κυριακές τι γλυκό ετοιμάζετε για τους αγαπημένους σας;
«Εξαρτάται καταρχάς από την εποχή, γιατί πάντα μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ εποχικά προϊόντα. Έχει να κάνει με την επικαιρότητα, δηλαδή αν έχουμε κάποιες γιορτές και σαφώς πάντα με την διάθεση που έχουμε όταν βρισκόμαστε. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα αφράτα κέικ για επιδόρπιο, όταν τα κόβεις και τους βάζεις μέσα μία ωραία δροσερή κρέμα που μπορεί να έχει σαν βάση το γιαούρτι. Μπορεί επίσης να έχει σαν βάση ένα ελαφρύ ανθότυρο με φρέσκα φρούτα. Μου αρέσουν τα γλυκίσματα τα οποία μπορείς να τα διαμορφώσεις και να τα κάνεις λίγο πιο φαντεζί, αλλά όμως να είναι πάρα πολύ απλά. Θεωρώ ότι η οικιακή ζαχαροπλαστική ειδικά πρέπει να είναι μια ζαχαροπλαστική σύνθεσης. Αυτό που κάνουνε δηλαδή και οι μάγειρες, όχι οι ζαχαροπλάστες, το οποίο να έχει δύο βάσεις, να είναι εύκολες να τις κάνεις και μετά να συνθέτεις και να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου για να γίνεται ωραίο αυτό που τρως. Μ’ αρέσει πολύ για επιδόρπιο ό,τι έχει σχέση με φρούτο. Θεωρώ ότι είναι δύσκολο να φας επιδόρπιο κάτι που να είναι βαρύ, που να έχει σοκολάτα, που να έχει πολλές κρέμες. Είμαι υπέρ των φρούτων, που μπορεί να είναι ένα πολύ ωραίο ζελέ με φρούτα, μπορεί να έχει φρούτα με μία ελαφριά κρέμα, μπορεί να έχει μια τερίνα, γιαούρτι και με φρούτα που την κάνω και στο «Evi Evane» και είναι πάρα πολύ ωραία. Το ελληνικό γιαούρτι χρησιμοποιείται για πάρα πολλές συνταγές γιατί είναι δροσερό. Άμα το χειριστείς και με γλυκαντική ουσία, βάλεις το μέλι ή το πετιμέζι είναι τέλειο. Είμαι υπέρ των ελαφριών επιδόρπιων μετά από ένα γεύμα».
Περίοπτη θέση σε ένα γιορτινό τραπέζι έχει και η πίτα. Γλυκιά ή αλμυρή, παραδοσιακή ή πιο μοντέρνα, πλούσια ή πιο λιτή. Λένε πως η πίτα θέλει τέχνη και καλό αλεύρι. Ισχύει;
«Σαφώς και ισχύει. Η πίτα είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κουζίνας. Δεν υπάρχει περιοχή στην Ελλάδα που να μην έχει τις δικές της ιδιαίτερες πίτες, αλλά και τις δικές της ζύμες. Γιατί η πίτα είναι το ζυμάρι, το ζυμάρι είναι το αλεύρι, πέρα από την τέχνη που έχει το ζυμάρι, το άνοιγμα του φύλλου και η τεχνογνωσία που έχουν οι μαμάδες μας και οι γιαγιάδες μας και όσοι ασχολούνται να κάνουν αυτό το λεπτό, διάφανο φύλλο με το μακρύ πλάστη, τη βέργα. Είναι μία πραγματικά τεχνική που ενδιαφέρει όλους. Εγώ που έχω κάνει πίτες με τη βέργα σε όλο τον κόσμο που πάω και προωθώ την ελληνική κουζίνα και κάνω έτσι λεπτά φύλλα και φτιάχνω σπανακόπιτα ή πρασόπιτα, τρελαίνονται, γιατί έρχεται το φύλλο και γίνεται τραγανό. Έχει ενδιαφέρον να τους εξηγείς ότι στην Κρήτη χρησιμοποιούν τσικουδιά στο φύλλο, αλλού μπορεί να χρησιμοποιήσουν μία σταγόνα λεμόνι, αλλού μπορεί να βάλουν λίγο ξύδι, κάπου μπορεί να βάλουν πιο πολύ ελαιόλαδο ή πιο λίγο, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το κεφάλαιο πίτα. Είναι αυτό που λέω και στις επαγγελματικές σχολές που διδάσκουν μαγειρική στα παιδιά μας, ότι υπάρχουν κάποια κεφάλαια που είναι πάρα πολύ σημαντικά για την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, τα οποία θα πρέπει να ενταχθούν μέσα στα μαθήματά τους γιατί θα πρέπει να την κρατήσουμε ζωντανή. Γενικά θεωρώ ότι η δύναμή μας είναι η διαφορετικότητά μας και αυτό ισχύει και για την κουζίνα. Οπότε όταν κάτι το κατέχουμε, είναι διαφορετικό και αρέσει σε όλους πρέπει να το ενισχύσουμε, όχι να το βάζουμε στην άκρη σαν γραφικό και να μην το χρησιμοποιούμε. Πρέπει να μάθουμε να ξέρουμε τι σημαίνει χειροποίητο φύλλο. Εγώ με την πίτα έχω μια ιδιαίτερη σχέση και θεωρώ ότι είναι και ενέργεια ό,τι έχει να κάνει με ζυμάρια, ό,τι έχει να κάνει με πλάθω, ζυμώνω, βάζω τα χέρια μου. Θα έλεγα ότι δίνεις ενέργεια σε αυτό που κάνεις, άρα ο άλλος που το γεύεται παίρνει και την ενέργειά σου. Είναι λίγο μαγικό όλο αυτό, είναι λίγο αλχημεία…».
Μια συνταγή από το Παρίσι που συχνά προτείνετε στους φίλους σας να δοκιμάσουν;
«Την τάρτα τατέν. Την έχω μέσα στο βιβλίο. Είναι η ανάποδη τάρτα μήλου. Τη θεωρώ μαγική συνταγή. Καραμελώνουν απίθανα τα μήλα, μετά βάζετε επάνω ένα ωραίο φύλλο ζύμης που το κάνεις μόνος σου ή μπορείς να πάρεις, άμα δεν έχεις τέτοιο ταλέντο, ένα φύλλο σφολιάτας να βάλεις. Είναι ένα τέλειο γλύκισμα για επιδόρπιο».
Ποιες πρακτικές συμβουλές θα δίνατε σε νέους σεφ που θέλουν να εισέλθουν στον κόσμο της επιχειρηματικότητας στη γαστρονομία;
«Το να έχεις δικό σου χώρο εστίασης δεν αρκεί σαν προσόν το ότι είσαι καλός σεφ. Θα πρέπει να έχεις κι άλλου είδους ταλέντα και δεξιότητες. Είναι διαφορετικό ότι ελέγχω και κάνω την κουζίνα μου και μπορώ και διαχειρίζομαι τους ανθρώπους στην κουζίνα και έχω μία ωραία ιδέα για ένα μενού. Όταν αποφασίσεις να κάνεις ένα χώρο εστίασης, θα πρέπει να έχει μία ταυτότητα. Δεν κάνω απλά ένα χώρο και μαγειρεύω ό,τι θα μπορούσε να θέλει ο κόσμος. Αυτό δεν είναι χώρος εστίασης. Βλέπω ότι ανοίγουν χώρους εστίασης και οι σεφ. Βλέπουν τι τραβάει πιο πολύ το κρατάνε, βγάζουν, συμπληρώνουν… Σαφώς εδώ έχεις πολλές πιθανότητες να αποτύχεις γιατί πρέπει να έχεις ένα κόνσεπτ, να το υποστηρίζεις, να έχεις μία συγκεκριμένη οπτική απέναντι στα πράγματα, να ξέρεις τι σημαίνει επιχείρηση, να ξέρεις τι σημαίνει κέρδος και τι ποσοστό κέρδους οφείλεις να έχεις σε κάθε πιάτο που βγάζεις. Να μπορείς να διαχειρίζεσαι το προσωπικό, να μπορείς να έχεις ταλέντο έτσι ώστε να προωθείς τη δουλειά σου και το χώρο αυτό όπως πρέπει, δηλαδή είναι σύνθετο, δεν είναι εύκολο. Δεν έχουμε πολλούς επιχειρηματίες της εστίασης στην Ελλάδα, γιατί στην Ελλάδα μπορεί να κάνουν διάφορες επιχειρήσεις και να κάνουν και εστιατόρια. Αυτοί όμως που πραγματικά κάνουν χώρους εστίασης και είναι πετυχημένοι, έχουν πάρει ανθρώπους οι οποίοι είναι ο καθένας ειδικός σε αυτό που κάνουν μέσα στο εστιατόριο. Τώρα, εάν είσαι ένας καλός μάγειρας και θέλεις να κάνεις μία ωραία ταβέρνα στην επαρχία, θα πρέπει να σεβαστείς την κουζίνα, το κόνσεπτ. Θα είσαι ας πούμε παραδοσιακός, θα είσαι παραδοσιακός. Δεν θα βάλεις μέσα και πίτσα. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο το μήνυμα. Άρα λοιπόν θέλει πολλή μελέτη και θέλει ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να κάνει εστιατόριο να αφιερώσει χρόνο για να πάρει γνώσεις. Η εμπειρία μου λέει ότι δεν είναι εύκολο γι’ αυτό κι έχουμε τόσους πολλούς αποτυχημένους χώρους που κλείνουν μέσα σε ένα-δύο χρόνια. Δεν προλαβαίνουν ούτε να κάνουν απόσβεση. Δίνουν πολλά χρήματα για να διακοσμήσουν τον εξωτερικό χώρο, τη σάλα και μέσα στην κουζίνα δεν έχουν τα βασικά εργαλεία για να δουλέψουν. Αυτό πρέπει να σταματήσει, να καταλάβουν ότι η καρδιά ενός εστιατορίου είναι η κουζίνα. Πρέπει εκεί να δώσεις τη δυνατότητα στους ανθρώπους που δουλεύουν να μπορούν να το υπηρετήσουν, να κάνουν ωραία πράγματα και να είναι σε ένα ωραίο περιβάλλον. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στην κουζίνα μένουν πάμπολλες ώρες εκεί. Μπαίνω σε κουζίνες σε ταβέρνες σε όλη την Ελλάδα και βλέπω πώς δουλεύουν γυναίκες και πώς ταλαιπωρούνται. Δεν έχουν κάνει ούτε το μίνιμουμ της επένδυσης που πρέπει για να κάνουν τη δουλειά τους και είναι λυπηρό. Δεν μπορεί ας πούμε μία ταβέρνα που πάει περίφημα, γεμίζει μεσημέρι-βράδυ, έχει τόσο κόσμο έξω και να έχεις 5-6 σερβιτόρους να γίνονται όλα αυτά και μέσα στην κουζίνα να έχεις τους ανθρώπους που θα πρέπει να τηγανίζουν κάπου και να κάνουν χιλιόμετρα, να πηγαίνουν από δω το τηγανιτό από κει, να μην υπάρχει καμία εργονομία, καμία διάθεση για να τους βοηθήσεις. Το θεωρώ δηλαδή τραγικό, αλήθεια. Και πρέπει αυτός που αποφασίζει να κάνει εστιατόριο, πρώτα να ξεκινήσει από την οργάνωση της κουζίνας. Η λειτουργία της κουζίνας είναι η βάση, αυτή είναι το κέντρο, αυτή είναι η μήτρα».
Το μυστικό για την επίτευξη της τέλειας ισορροπίας στη γεύση και την όψη ενός πιάτου ποιο είναι;
«Η γνώση, η εμπειρία, το ταλέντο και η διαρκής ενημέρωση. Θα πρέπει να βλέπουμε τις τάσεις, τι επικρατεί, πώς γίνεται, και να αφηνόμαστε και λίγο ελεύθεροι, εδώ είναι το ταλέντο που σας λέω. Ο ταλαντούχος άνθρωπος όταν έχει γνώση και ξέρει πώς πρέπει να το κάνει δεν χρειάζεται να μιμηθεί. Η μίμηση δεν είναι δημιουργία. Θα πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να παράξει έργο. Η αναπαραγωγή δεν είναι δημιουργία. Η μαγειρική θέλει ανθρώπους κοσμογυρισμένους, νεωτεριστές, με γλώσσες, με γνώση, να μπορούν να σταθούν σε διάφορα επίπεδα, να έχουν γνώσεις διαιτολογίας, διατροφής, να έχουν γνώσεις χημείας, φυσικής, για να μπορούν να καταλαβαίνουν τα μαγειρικά φαινόμενα. Γιατί είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη να ταΐζεις τον κόσμο. Όλοι πιστεύουν ότι επειδή μαγειρεύουν ένα καλό φαγητό στο σπίτι τους μέσα σε ένα οικιακό περιβάλλον, μπορούν να γίνουν αυτόματα και μάγειρες σε κουζίνες επαγγελματικές, που πρέπει να ταΐσεις 200 άτομα ταυτόχρονα. Είναι ανάγκη επιβίωσης και το κάνουμε ο καθένας όσο μπορεί και όπως μπορεί, γιατί δυστυχώς και σ’ αυτό δεν έχουμε γνώση. Ο καθένας μόνος του στην οικιακή μαγειρική θα πρέπει να ενημερωθεί. Στο σχολείο θα πρέπει να μάθεις να τρέφεσαι σωστά, γιατί είμαστε ό,τι τρώμε. Δεν μπορεί δηλαδή ένας άνθρωπος να τρέφεται με τόσα λίπη και με τέτοια κακή χρήση των λιπαρών. Από την στιγμή που είμαστε ό,τι τρώμε και το 60% περίπου από τις αρρώστιες προέρχεται από την τροφή μας, θα ’πρεπε να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αρκεί να πάνε σε μία σχολή και να κάνουν δύο χρόνια το πρόγραμμα. Τι θα προλάβεις να κάνεις σε δύο χρόνια; Δεν υπάρχει σχολή που μέσα σε δύο χρόνια, θα σου μάθει τις τεχνικές, θα σου δείξει το δρόμο που θα μπορείς να ενημερώνεσαι μέχρι να φύγεις από αυτό το επάγγελμα. Δεν τελειώνει ποτέ η γνώση. Κι όσο πιο βαθειά μπαίνεις στη μαγειρική, όσο πιο δυνατά πράγματα θες να κάνεις, όσο πιο σωστά πράγματα θες να κάνεις διατροφικά, τόσο πιο πολύ διάβασμα χρειάζεσαι».
Η προσοχή στην ατμόσφαιρα είναι σίγουρα κρίσιμη για την επιτυχία ενός εστιατορίου. Έχετε την ίδια άποψη;
«Σίγουρα. Θα πρέπει ο χώρος να συνάδει με το κόνσεπτ. Δηλαδή δεν μπορείς να λες κάνω ιταλική κουζίνα και ο χώρος μέσα να έχει ασιατικό χαρακτήρα. Ή δεν μπορεί να πεις ότι κάνω γαλλική μπρασερί και μέσα να έχεις στους τοίχους ταψιά και διάφορα παραδοσιακά ελληνικά αντικείμενα. Δεν γίνεται. Η ατμόσφαιρα σε πάει κατευθείαν, σου δημιουργεί τη διάθεση να δοκιμάσεις και να περάσεις μια ωραία βραδιά μ’ αυτό που θα γευτείς. Πρέπει να συνάδει. Έχουμε πολύ δυνατούς αρχιτέκτονες στην Ελλάδα για χώρους εστίασης. Οι χώροι που κάνουμε πλέον στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις είναι πάρα πολύ δυνατοί. Το πρόβλημά μου δεν είναι η διακόσμηση, δεν είναι η ατμόσφαιρα, το πρόβλημά μου είναι η κουζίνα. Δεν επενδύουν όσο πρέπει έτσι ώστε να είναι λειτουργική η κουζίνα και να μπορέσει να βοηθήσει να βγουν τα πιάτα όπως πρέπει αλλά και να περνάνε και καλά οι άνθρωποι που δουλεύουν μέσα. Αυτό γεύεσαι έξω. Το βλέπεις στο πιάτο όταν υπάρχει προχειρότητα στην κουζίνα, όταν υπάρχει δυσλειτουργία, όταν υπάρχει γκρίνια. Το βλέπει ο πελάτης που θα πάει να γευτεί, το αντιλαμβάνεται αμέσως το πιάτο που του πηγαίνουν. Δηλαδή είναι από μόνη της η επιχείρηση της εστίασης μια ξεχωριστή δουλειά και πρέπει να της δώσουμε τη βαρύτητα που της αρμόζει. Γιατί αν θέλουμε να είμαστε σ’ ένα καλό επίπεδο γαστρονομικά, να περιμένουμε απ’ το γαστρονομικό τουρισμό να γίνει όχημα για τον τουρισμό, σαφώς οι χώροι εστίασης είναι μέσα στις προτεραιότητές μας. Χρειάζεται πολλή δουλειά. Χρειάζονται σεμινάρια σε όλη την Ελλάδα. Βλέπουμε και στο εξωτερικό τα ελληνικά εστιατόρια τι πρόβλημα έχουν. Θα πρέπει να υπάρχει κοινή εθνική στρατηγική για όλους αυτούς τους χώρους και για το τι θέλουμε. Η εξωστρέφεια την οποία θα αποφασίσουμε να έχουμε για το γαστρονομικό μας προφίλ θα πρέπει να είναι κοινή».
Ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι συντελούν στην αναγνώριση της ελληνικής γαστρονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο;
Όταν έρχεται εδώ ο επισκέπτης, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να γεύεται καθαρά ελληνικές γεύσεις, να μπορεί να γεύεται τα τοπικά ελληνικά προϊόντα και μέσα απ’ αυτά να καταλαβαίνει και το χώρο που βρίσκεται, τον τόπο, το κλίμα, την ιστορία του και τους παραγωγούς οι οποίοι ασχολούνται μ’ αυτά τα προϊόντα. Ένα ωραίο τυρί έχει πίσω του ψυχή. Έχει έναν άνθρωπο που το κάνει. Αυτό πρέπει να το αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης. Θα πρέπει να είναι παντού παρούσα η ελληνική κουζίνα, στα πρωινά των ξενοδοχείων, στα brunch των ξενοδοχείων. Και εμείς έχουμε μία πάρα πολύ ωραία συνήθεια, που είναι ένα μεζεδάκι και ένα ουζάκι τ’ απόγευμα, ένα απεριτίφ που λένε και οι Γάλλοι. Αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται μόνο από ελληνικά αποστάγματα ή να έχει ελληνικά ωραία κρασιά και ελληνικούς μεζέδες. Απ’ την άλλη θα πρέπει να έχουμε πάρα πολλούς χώρους οι οποίοι να είναι επισκέψιμοι όπως κάνουν τα οινοποιεία, από τα οποία βγαίνει μια πολύ ωραία δουλειά. Αντίστοιχα θα πρέπει να έχουμε τυροκομεία που να είναι επισκέψιμα. Υπάρχουν κάποια, αλλά είναι λίγα. Θα πρέπει να έχουμε μονάδες που να μπορούν να βλέπουν πώς γίνονται οι ελιές, πώς γίνεται το λάδι, πώς γίνεται το σύγκλινο. Είναι πολύ σημαντικό όλο αυτό, γιατί πλέον ο επισκέπτης δεν έρχεται μόνο για τον ήλιο και τη θάλασσα. Έρχεται για το φαγητό, έρχεται για την εμπειρία. Η εμπειρία είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Πρέπει να του δίνεις τη δυνατότητα να το ζει όλο αυτό. Ο αγροτουρισμός θα πρέπει να είναι μία τάση και μία επιδίωξή μας πάρα πολύ έντονη. Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει μία χώρα που να έχει πάρα πολλές αγροτουριστικές μονάδες. Ο αγροτουρισμός θα πρέπει να ενισχυθεί. Και στο εξωτερικό θα πρέπει να γίνουν αντίστοιχες προσπάθειες. Ο τουρίστας που θα ’ρθει εδώ και θα γευτεί κάτι, για να ψάξει το προϊόν πάλι πίσω αυτό που γεύτηκε εδώ, το ωραίο τυρί, θα πρέπει να το ξαναβρεί πίσω. Το βλέπω με τις χώρες που πουλάνε ελληνικά προϊόντα πόσο βοηθάει όταν περάσουν ωραία στην Ελλάδα. Έρχονται πίσω και θέλουν να ξαναζήσουν τη στιγμή αυτή. Θα κάνουν ένα πλατό με ελληνικά τυριά, θα πάρουν ένα ωραίο ούζο ή μια ωραία τσικουδιά, να περάσουν ένα βράδυ ελληνικό να ξαναθυμηθούν τις διακοπές τους. Οπότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλο αυτό και να βοηθήσουμε και τα ελληνικά εστιατόρια στο εξωτερικό που βιώνουν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Θέλουν βοήθεια όλοι αυτοί. Σαφώς η γαστρονομική κατεύθυνση είναι αυτή που μας ενδιαφέρει. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ο απόλυτος γαστρονομικός προορισμός. Έχει όλα τα φώτα, αλλά πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά όμως, με ανθρώπους οι οποίοι το ξέρουν και το κατέχουν. Στην Ελλάδα έχουμε και λίγο το «παραμύθι» ότι όλοι τα κάνουμε όλα. Και αυτό μας απομακρύνει πολύ από τον επαγγελματισμό. Αλλά απ’ την άλλη όμως πιστεύω ότι και όλοι εκπαιδεύονται. Η εκπαίδευση είναι το δυνατό κλειδί σε όλες αυτές τις ιστορίες».
Το "Dina’s Bakery, my best recipes" είναι ένας θησαυρός συνταγών με κοινό συστατικό το αλεύρι. Και τι δεν φτιάχνεις! Πείτε μας με ποιον τρόπο μπορεί να φτάσει το βιβλίο σας στα χέρια των αναγνωστών μας;
«Κυκλοφορεί μόνο στα βιβλιοπωλεία, την διακίνηση την κάνει ο «Μίνωας». Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει παντού, σε κάθε μικρό βιβλιοπωλείο, ακόμη και στην επαρχία».