Οι γιορτές, παρότι συνήθως συνδέονται με χαρά και συνεύρεση, για πολλούς ανθρώπους αναδεικνύουν με μεγαλύτερη ένταση τον πόνο της απώλειας, της κατάθλιψης ή ενός πρόσφατου πένθους.
Για να φωτίσουμε αυτές τις πτυχές, συνομιλούμε με την Ηρώ Ζουμποπούλου, Ψυχαναλύτρια λακανικού προσανατολισμού, απόφοιτη του ΔΠΘ και αριστούχο του μεταπτυχιακού προγράμματος στην Ψυχανάλυση του Kingston University του Λονδίνου, όπου φοίτησε με υποτροφία. Εχει εργαστεί σε φορείς όπως ο ΟΚΑΝΑ και το City & Guilds of London Art School και διαθέτει πολυετή κλινική εμπειρία με μεγάλο εύρος ασθενών. Παράλληλα, δίνει ομιλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό για την προώθηση της ψυχανάλυσης και αρθρογραφεί σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Η έμπειρη ψυχαναλύτρια μιλά στην «Ε» για το πένθος, την κατάθλιψη και τον τρόπο με τον οποίο η ψυχανάλυση βοηθά τον άνθρωπο να νοηματοδοτήσει και να επεξεργαστεί αυτές τις βαθιές εμπειρίες. Οπως επισημαίνει, το πένθος δεν περιορίζεται στον βιολογικό θάνατο· αφορά κάθε βαθιά ρήξη, κάθε τραυματικό αποχωρισμό, κάθε ματαίωση — καθετί στο οποίο επενδύσαμε συναισθηματικά και το οποίο κατακρημνίστηκε. Το φυσιολογικό πένθος, παρά τον σκοτεινό του χαρακτήρα, δεν αποτελεί νοσηρή κατάσταση. Η ψυχανάλυση μάς βοηθά να επινοήσουμε τον δικό μας υποκειμενικό τρόπο μνήμης, τιμώντας τον άνθρωπό μας αλλά και τη μοναδική σχέση που αναπτύξαμε μαζί του. Είναι ένας πολύ εξατομικευμένος φόρος τιμής. Αυτό που μετράει μετά από κάθε απώλεια, είναι να είμαστε ικανοί να πενθήσουμε.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Θα θέλαμε να μας μιλήσετε ενόψει των γιορτών που έρχονται, για το πένθος και συγκεκριμένα για τους συνανθρώπους μας που ταλαιπωρούνται από την κατάθλιψη ή είναι αντιμέτωποι με μια πρόσφατη απώλεια. Ποιο είναι το μήνυμα της ψυχανάλυσης;
Σας ευχαριστώ που θίγετε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα καθώς αφορά μια μεγάλη μερίδα του κόσμου. Θα χρειαστεί πρωτίστως να διευκρινίσουμε ότι με τον όρο απώλεια δεν εννοούμε μόνο τον θάνατο ενός προσφιλούς μας προσώπου αλλά κάθε εμπειρία αποχωρισμού, ρήξης, απογοήτευσης, και ματαίωσης. Π.χ.: μια αποβολή, το να χάσουμε την εργασία μας, την νιότη μας, το σπίτι μας, την πατρίδα μας, ο κλονισμός της υγείας μας, το να διαλυθεί μια επαγγελματική συνεργασία, για την οποία κοπιάσαμε πολύ.
Επομένως, το πένθος δεν έχει να κάνει μόνο με τον βιολογικό θάνατο.
Ακριβώς, με την έννοια της απώλειας, ψυχαναλυτικά αναφερόμαστε επίσης και στην απώλεια, ενός ιδανικού, ή, ενός πολύτιμου αντικειμένου για εμάς. Καθετί στο οποίο επενδύσαμε συναισθηματικά και το οποίο κατακρημνίστηκε.
Και η κατάθλιψη τι είναι;
Ο όρος της κατάθλιψης είναι πολύ γενικός και περιγραφικός, Θα μπορούσαμε να πούμε πως μια ιστορία κατάθλιψης, κρύβει μια ιστορία απώλειας. Κλινικά μιλώντας, συνήθως πίσω από τον καταθλιπτικό μανδύα είτε υπάρχει μια απώλεια που δεν πενθήθηκε, είτε μια σοβαρή παθολογική κατάσταση που η ψυχανάλυση ονομάζει μελαγχολία.
Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε ακριβώς με το «δεν πενθήθηκε;»
Το πένθος είναι η συγκινησιακή μας αντίδραση στην απώλεια. Η διεργασία του πένθους κατά τον Φρόιντ, στον οποίο οφείλουμε την ανατρεπτική αποκρυπτογράφηση της λογικής του πένθους, είναι μια βαθιά μεταμορφωτική διαδικασία η οποία μας απαγκιστρώνει από την ακραία οδύνη της απώλειας. Η διεργασία του πένθους δεν είναι απαρέγκλιτα δεδομένη. Αυτό που μετράει μετά από κάθε απώλεια, είναι να είμαστε ικανοί να πενθήσουμε.
Τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή μας κατά την διάρκεια αυτής της διεργασίας;
Λαμβάνουν χώρα διάφορα πολύπλοκα και ασυνείδητα ενδοψυχικά φαινόμενα. Ο θάνατος δεν είναι κάτι με το οποίο ο ανθρώπινος νους μπορεί να βγάλει νόημα και ο βιολογικός θάνατος αγαπημένων μας προσώπων δεν τους καθιστά αυτομάτως νεκρούς στον ψυχισμό μας. Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι που πενθούν έχουν ζωηρότατες αναμνήσεις. Αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί μια προς μια, κάθε ανάμνηση, εμπειρία αλλά και κάθε προσδοκία που συνδέεται με τον νεκρό μας, αφυπνίζεται και συναντιέται με την σκληρή ετυμηγορία της πραγματικότητας ότι δηλαδή το αγαπημένο μας πρόσωπο δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Οχι μόνο καθετί που μοιραστήκαμε αλλά και κάθε δυνητική επιθυμία που σχεδιάζαμε να πραγματοποιήσουμε μαζί τους. Π.χ: ένας μεσήλικας σύζυγος που έχασε την γυναίκα του θρηνεί μεταξύ άλλων και το μεγάλο ταξίδι ζωής που σχεδίαζαν να κάνουν μαζί, αμέσως μετά την συνταξιοδότησή της. Η αρχή της πραγματικότητας εντέλει την λίμπιντό μας να αποτραβηχτεί από τον άνθρωπο που έχει αμετάκλητα χαθεί. Ομως, η λίμπιντό μας είναι τρομερά απείθαρχη στο να εγκαταλείψει πρόσωπα και καταστάσεις στις οποίες είχε για καιρό επενδυθεί. Εξ ού και μια επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ που συνηθίζαμε να κάνουμε με το αγαπημένο μας πρόσωπο μπορεί να αποβεί εξαιρετικά οδυνηρή. Επίσης, μέσω τους ψυχικού μηχανισμού της ταύτισης έχουμε την τάση να ενδοβάλλουμε χαρακτηριστικά του αγαπημένου μας προσώπου. Μπορεί π.χ. να υιοθετήσουμε ένα στυλ στο βάδισμα όμοιο με του αγαπημένου μας προσώπου, ή μια προτίμηση τους στο φαγητό που προηγουμένως δεν την είχαμε, ή να μιμηθούμε τον βήχα τους. Με άλλα λόγια, είμαστε σε ένα βαθμό τα κατάλοιπα των κυριολεκτικών ή ιδιότυπων απωλειών μας. Ενα ακόμη στοιχείο που καθιστά το πένθος επίμοχθο είναι ότι κατά την διάρκεια αυτής της πένθιμης επεξεργασίας, σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω ο άνθρωπος που θρηνεί διατρέχει ασυνείδητα όλες τις θεμελιώδεις απώλειες της ζωής του. Π.χ.: όταν αποκοπήκαμε από το στήθος της μητέρας μας, όταν πενθήσαμε ως πρότυπα τους γονείς μας, στην διάρκεια της εφηβείας μας. Κατά κάποιον τρόπο, η ζωή μας βάζει από πολύ νωρίς να δώσουμε εξετάσεις στον αποχωρισμό και οι κατοπινές επιλογές μας, αντανακλούν στοιχεία από τις πρώτες μας αγάπες.
Το πένθος δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με το να ξεχνάμε, αλλά με το να θυμόμαστε, όπως γράφει ο Russell Grigg.
Γιατί όμως η ψυχανάλυση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα, αυτής της δοκιμασίας;
Πρόκειται για μια διεργασία η οποία χαρακτηρίζεται από το εξής παράδοξο, ενώ είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα, χρονοβόρα και κοπιαστική, ο στόχος της είναι εφόσον αποπερατωθεί να επανατοποθετήσει τον άνθρωπο στο προσκήνιο της ζωής. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που θρηνεί βαριά να μην «πεθάνει συμβολικά». Να καταφέρει να διατηρήσει την αγάπη του, όχι μόνο για τον νεκρό αλλά και για την ζωή. Είναι αλήθεια ότι κατά την διάρκεια αυτής της κοπιώδους άσκησης η ικανότητά μας για αγάπη αναστέλλεται προσωρινά καθώς όλη μας η ύπαρξη, είναι πλήρως απορροφημένη από το αγαπημένο μας πρόσωπο που χάσαμε.
Μπορούμε να υπολογίσουμε τον χρόνο αυτής της διαδικασίας;
Ξεκάθαρα όχι. Πρόκειται για μια άκρως εξατομικευμένη πορεία της οποίας ο χρόνος δεν μπορεί εκ των προτέρων να υπολογιστεί. Μάλιστα θα λέγαμε ότι ακολουθεί μια τεθλασμένη διαδρομή με πολλά ξεκινήματα, προσωρινές βελτιώσεις, παλινδρομήσεις κτλ.
Τι μπορεί να πλήξει την ικανότητά μας να πενθήσουμε;
Παρατηρούνται περιπτώσεις όπου η διεργασία του πένθους μπορεί να μην ξεκινήσει καν ή ακόμα και αν ξεκινήσει ενδέχεται να μην ολοκληρωθεί καθώς στην εξέλιξή της μπορεί να εμφανιστούν εμπόδια ασυνείδητης ψυχικής τάξεως. Ενα από τα πιο γνωστά είναι αυτά της οργής και του μίσους. Μετά από σημαντικές απώλειες συμβαίνει μας λέει ο Φρόιντ, να εμφανίζεται ένας «εχθρός» στο κοντινό μας περιβάλλον. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που θρηνεί ενδέχεται να στοχοποιήσει π.χ. έναν συνάδελφό του, έναν συγγενή, κάποιον από το ιατρικό προσωπικό, και μάλιστα η διαμάχη να λάβει ακόμα και διαστάσεις δικαστικού χαρακτήρα. Μέσω του ψυχικού μηχανισμού της μετάθεσης, μπορούμε να μεταβιβάσουμε την οργή μας, σε έναν τρίτο, ενώ κατ’ ουσίαν την απευθύνουμε στο αγαπημένο μας πρόσωπο που μας εγκατέλειψε πεθαίνοντας. Ο εν λόγω ψυχικός μηχανισμός μας κρατά απασχολημένους προφυλάσσοντας μας από την επώδυνη παραδοχή ότι τους χάσαμε για πάντα, αλλά μας αποπροσανατολίζει από το να πενθήσουμε. Το να παραβλέψουμε το πένθος, μπορεί να καταστεί καταστροφικό προκαλώντας σειρά από σωματικές εκδηλώσεις και ψυχικά συμπτώματα.
Τι θα λέγατε στους συνανθρώπους μας που πενθούν είτε στους ανθρώπους που στέκονται δίπλα τους;
Το φυσιολογικό πένθος, παρόλο τον σκοτεινό χαρακτήρα του, δεν είναι νοσηρή κατάσταση. Αντιθέτως, εφόσον ολοκληρωθεί είναι ιδιαιτέρως ευεργετικό για τον άνθρωπο και μάλιστα αντενδείκνυται να διαταραχθεί. Εάν εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε εν τω μέσω μιας τέτοιας εξαντλητικής διαδικασίας και π.χ. την ώρα των πυροτεχνημάτων την Πρωτοχρονιά, έχουμε την ανάγκη να κοιμηθούμε, πολύ απλά θα πάμε στο κρεββάτι μας. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε σε κάποια Υπερεγωτική εντολή που μας επιβάλλει να παρευρισκόμαστε σε γιορτές. Επίσης, οι δικοί μας άνθρωποι είναι σημαντικό να γνωρίζουν, πως παρόλη την καλή τους πρόθεση να μας ξεσηκώσουν για μια έξοδο ή για ψώνια, με την διακριτική τους παρουσία θα συμβάλουν στην μη-διακοπή αυτής της τόσο ενδελεχούς και αργής επεξεργασίας.
Μπορούμε δηλαδή, να πούμε ότι το πένθος μάς κάνει λίγο αντικοινωνικούς αλλά για καλό σκοπό;
Ακριβώς, το Εγώ μας είναι τόσο απασχολημένο ώστε να καταγράψει συμβολικά το αγαπημένο μας πρόσωπο ως νεκρό, δηλαδή να εσωτερικεύσει αυτό που δεν υπάρχει πλέον εξωτερικά και η κοινωνική απόσυρση είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Πώς η ψυχανάλυση, μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει μια τέτοια κατάσταση;
Η εμπειρία του πένθους χαρακτηρίζεται από την ανάγκη ενός συνομιλητή. Η Ψυχανάλυση μας προσφέρει την δυνατότητα αναφορικά με τον άνθρωπο που χάσαμε, να θέσουμε κομβικά ερωτήματα, να διαλευκάνουμε τις συνθήκες της επιλογής μας στο πεδίο της αγάπης ή της φιλίας, να αντιληφθούμε τι είναι ακριβώς αυτό που εμείς χάνουμε με την απώλεια αυτού του προσώπου. Π.χ.: Γιατί τον ερωτεύτηκα; Ποιος ήταν ο ρόλος της στην παιδική μου ηλικία; Χάνοντάς τους, χάνουμε και κάτι πολύ δικό μας, όπως μας διευκρινίζει ο Λακάν. Π.χ. : Ποτέ πια δεν θα ξαναϊδωθώ ως το λατρεμένο παιδί της μητέρας μου. Επίσης, εξαιτίας της τάσης μας να αγιοποιούμε τους νεκρούς, τείνουμε να εξιδανικεύουμε τη σχέση μας μαζί τους. Αντιθέτως όντας σε μια ψυχανάλυση θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ότι η σχέση μας είχε και μελανά σημεία, στιγμές π.χ. όπου το αγαπημένο μας πρόσωπο μας πλήγωσε. Ο δημιουργικός τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει την ψυχανάλυση, μας βοηθά να γράψουμε την ιστορία της δικής μας σχέσης με τον άνθρωπο που λατρέψαμε και αμετάκλητα χάσαμε.
Ξεπερνάμε τις απώλειες που μας σημάδεψαν;
Οχι. Βεβαίως, το πένθος όταν ολοκληρωθεί παύει να είναι παραγωγικό. Δηλαδή, θα έρθει η στιγμή που εκ νέου θα αγαπήσουμε, νέες ναρκισσιστικές ικανοποιήσεις και αναπληρώσεις θα λάβουν χώρα, και θα είμαστε σε θέση να ακούμε το τραγούδι που είχαμε συνδέσει μαζί τους, χωρίς να πνιγόμαστε στο κλάμα. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι θα απαλειφθεί το αποτύπωμά τους. Το πένθος δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με το να ξεχνάμε, αλλά με το να θυμόμαστε, όπως γράφει ο Russell Grigg. Η ψυχανάλυση μας βοηθάει στο να επινοήσουμε τον δικό μας υποκειμενικό τρόπο να θυμόμαστε, τιμώντας τον άνθρωπό μας αλλά και την μοναδική σχέση που αναπτύξαμε μαζί του. Είναι ένας πολύ εξατομικευμένος φόρος τιμής.
Μπορείτε να μας δώσετε παραδείγματα, αυτής της επινόησης;
Θα μπορούσε να είναι το να αφιερωθούμε σε ένα συλλογικό σκοπό, να ολοκληρώσουμε τις σπουδές που αφήσαμε στην μέση, να χτίσουμε ένα σπίτι, να ταξιδέψουμε, να συνθέσουμε ένα τραγούδι κτλ. Μετά από θεμελιώδεις απώλειες, μια τρύπα ανοίγεται στον κόσμο μας και οι επινοήσεις αυτής της τάξεως, αποτέλεσμα μιας ψυχανάλυσης, έρχονται ως απάντηση σε αυτήν την τρύπα. Οι καλλιτέχνες μας διδάσκουν πολλά επ’ αυτού.
Η ζωή δηλαδή συνεχίζεται…
Γιατί όχι; Ακριβώς επειδή συνεχίζεται, είναι αδυσώπητη, έλεγε ο Λακάν!
Εύχομαι καλές γιορτές σε όλους με υγεία και δημιουργία!
