Είναι πράγματι ένα επιχείρημα, αν θυμηθεί κανείς ότι τον Ιούνιο του 1989 ο Κώστας Μητσοτάκης πήρε 44,3%, αλλά χάρη στον εκλογικό νόμο του Μένιου Κουτσόγιωργα εξασφάλισε μόνο 145 έδρες. Ετσι υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την πρωθυπουργία στον Τζαννή Τζαννετάκη, για μια βραχύβια κυβέρνηση η οποία στηρίχτηκε στην ανοχή του τότε ενιαίου Συνασπισμού υπό τους Φλωράκη και Κύρκο. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ξαναστήθηκαν κάλπες, ο Μητσοτάκης ανέβασε το ποσοστό του στο 46,19%, αλλά κερδίζοντας μόνο 3 έδρες και φθάνοντας τις 148 πάλι δεν μπόρεσε να γίνει πρωθυπουργός. Οπότε είχαμε την οικουμενική κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα. Μία από τις πλέον διαλυτικές, ιδίως για τα οικονομικά του τόπου, κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης.
Χρειάσθηκε να στηθούν κάλπες για τρίτη φορά μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, ώστε το 1990 η ΝΔ του Μητσοτάκη με 46,89% να πιάσει τις 150 έδρες. Και να φθάσει τον μαγικό αριθμό των 150 με… προσάρτηση του Νίκου Κατσίκη, μοναδικού βουλευτή της Δημοκρατικής Ανανέωσης του Κωστή Στεφανόπουλου. Διαδικασία που κατηγορήθηκε από πολλές πλευρές ως ανήθικη. Αλλά όλη η ζωή της κυβέρνησης Μητσοτάκη ως την ανατροπή της το 1993 από τον Συμπιλίδη της ομάδας Σαμαρά, ήταν μια διακυβέρνηση μετέωρη, σε συνθήκες «έμπα ψυχή, έβγα ψυχή».
Τώρα όμως δεν έχουμε πια να κάνουμε με ένα πολιτικό σύστημα με μόνο τρεις πυλώνες (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - Αριστερά) όπως τότε, όταν σπανίως κατάφερναν να περάσουν άλλα κόμματα το φράγμα του 3% (ΕΠΕΝ, Εθνική Παράταξις, ΔΗΑΝΑ, ΠΟΛΑΝ) για να εξαφανισθούν μετ’ ολίγο ως διάττοντες. Οπότε, όποιο κόμμα έλθει πρώτο δεν είναι πια αδύνατο να βρει συμμάχους για μια κυβέρνηση συνασπισμού. Και όχι μόνο «ιδεολογικώς συγγενείς», αλλά ακόμη και αντίθετους, όπως συμβαίνει με τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Γ.Π. Μασσαβέτας
giorgis@massavetas.gr