Από τη μακρά δεκαετία, που ξεκινά με δικτατορία το 1936 και καταλήγει το 1949 με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς επιλέγει να προβάλει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι όμως και τη συνέχεια του μετά τη γερμανική εισβολή. Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επιβάλλουν χειραγώγηση της ιστορικής έρευνας και διαχείριση της ιστορικής μνήμης, προσπάθεια που διατηρείται μέχρι την κατάρρευση της απριλιανής δικτατορίας.
Η δικτατορία Μεταξά δεν επαναφέρει στη συλλογική μνήμη παρά μόνο αρνητικές παραστάσεις. Επιπλέον, η 4η Αυγούστου αντιγράφει τις βίαιες μεθόδους καταστολής της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας οι οποίες, παρά την ιδεολογική ταύτιση τους με το μεταξικό καθεστώς, δεν διστάζουν φυσικά να εισβάλουν στην Ελλάδα και να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς που το καθεστώς αυτό έχει συγκροτήσει για να επιβάλουν ένα εξαιρετικά σκληρό καθεστώς κατοχής. Αμηχανία, λοιπόν, και στην καλύτερη περίπτωση ένοχη σιωπή, από το επίσημο κράτος για την 4η Αυγούστου και τα επιτεύγματα της, ενώ για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού είναι στιγματισμένοι ως συνεργάτες, και επομένως ως δωσίλογοι, οι στρατηγοί του Μετώπου που επάνδρωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος είναι ο πρώτος που διαπραγματεύεται το πρόβλημα της μεταξικής δικτατορίας με τα δύο βιβλία του «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1965) και «Η 4η Αυγούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1966). Με τα βιβλία αυτά αμφισβητείται για πρώτη φορά, και μάλιστα από μαρξιστική σκοπιά, η άποψη των αστικών κομμάτων και υπογραμμίζεται η ευθύνη τους στην επιβολή της δικτατορίας.
Τα αποτελέσματα της στηριγμένης σε αρχειακές πηγές έρευνας αρχίζουν να εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η έμφαση όμως δίνεται στις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου, γεγονός που συνεχίζεται και στην επόμενη δεκαετία, όταν αρχίζουν να αναπτύσσονται και οι πρώτες μελέτες για τις επιμέρους πτυχές του καθεστώτος.
Σε μία χώρα όμως, όπου η προώθηση της έρευνας στις κοινωκές επιστήμες, τουλάχιστον, επαφίεται πατριωτισμό των ερευνητών, η μελέτη των επιμέρους πτυχών του μεταξικού καθεστώτος καθυστερεί ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα της 4ης Αυγούστου να αποτελέσει το αντικείμενο δύο εξειδικευμένων βιβλίων που εκδόθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για τα βιβλία: Marina Petrakis, «The Metaxas Myth, Dictatorship and Propaganda in Greece» («Tauris Academic Studies», London 2006) και Βαγγέλης Αγγελής «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα..., Μαθήματα Εθνικής Αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας» («Βιβλιόραμα», Αθήνα 2006).
Η ερευνητική αδράνεια για την περίοδο αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην παρακολουθεί η ελληνική ιστοριογραφία τον επιστημονικό διάλογο για την επικράτηση των δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, όπου η μακρά ενασχόληση με το θέμα αυτό έχει οδηγήσει στη συγκρότηση μίας πλούσιας ιστοριογραφίας. Αυτή την ιστοριογραφία και την εξέλιξη της μεταφέρουν στα καθ' ημάς τα δύο αυτά βιβλία και ταυτόχρονα υπαινίσσονται την έρευνα που απομένει να γίνει για την περίοδο αυτή.
Η εκτεταμένη, χρονοβόρα και επίπονη έρευνα σε αρχειακό υλικό και δευτερογενείς πηγές σπάνια γίνεται αντιληπτή, όπως συνήθως συμβαίνει, από τον αναγνώστη που δεν ασχολείται ειδικά με την Ιστορία όταν διαβάζει το τυπωμένο κείμενο. (Η συμπαθής τούτη άγνοια συμβάλλει και αυτή στην ευρύτατα διατυπωμένη άποψη ότι η συγγραφή της Ιστορίας είναι εύκολη υπόθεση).
Για τις ανάγκες της έρευνας ήταν απαραίτητη και ευπρόσδεκτη η προσφυγή, για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία της περιόδου, στο κινηματογραφικό υλικό που χρησιμοποίησε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του καθεστώτος.
Τα δύο αυτά βιβλία δεν επικαλύπτονται παρά αναπόφευκτα σε μικρό τμήμα τους και στo πλαίσιο συγκρότησης της δομής τους. Αυτό προκύπτει από τη θεματική, αλλά και από τη διαφορετική προσέγγιση που επιχειρούν.
Η Μ. Πετράκη εξετάζει μεθοδικά το στήσιμο του μηχανισμού προπαγάνδας του καθεστώτος. Ο Τύπος, ο Κινηματογράφος, το θέατρο και το Ραδιόφωνο είναι οι τέσσερις ξεχωριστές ενότητες που απασχολούν τη συγγραφέα. Η προβολή του Μεταξά ως χαρισματικού ηγέτη -πρωτόγνωρη, κακέκτυπη και στην πραγματικότητα γελοιογραφική αντιγραφή ξένων προτύπων- απασχολεί και τις δύο μελέτες, τόσο στο πλαίσιο της συγκρότησης αυτού του μηχανισμού όσο και για την επίδραση που προσπαθεί να έχει στη νεολαία, που εξετάζει ο Β. Αγγελής. Και για τους δύο μελετητές, η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας είναι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο της μεταξικής προπαγάνδας.
Στο βιβλίο τής Μ. Πετράκη, η προπαγάνδα για την EON εξετάζεται ξεχωριστά με βάση την πολιτική που ακολουθεί το καθεστώς στο θέατρο, στο Ραδιόφωνο, στον Τύπο και στον Κινηματογράφο. Το βιβλίο του Β. Αγγελή έχει διαφορετική δομή. Τον απασχολούν τα βασικά χαρακτηριστικά και η δομή τής προπαγάνδας, για να στηρίξει πάνω στην εξέταση αυτή τις επιμέρους ενότητες που κυρίως τον ενδιαφέρουν και οι οποίες αφορούν τη μορφή που παίρνει η προπαγάνδα και την επιρροή που ασκεί όχι μόνο στην EON αλλά στη νεολαία γενικότερα, την οποία παρακολουθεί στο χώρο της οικογένειας, της δουλειάς και της εκπαίδευσης.
Η θεματολογία της προπαγάνδας για τη νεολαία, που εύστοχα αναλύει ο Β. Αγγελής, υπογραμμίζει την ουσιαστικά βεβιασμένη προσπάθεια του καθεστώτος να εφαρμόσει πρακτικές προβολής του, τις οποίες η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί.
Απέναντι στην άνωθεν επιβολή της προπαγάνδας ο Β. Αγγελής εξετάζει τις μορφές που παίρνει η αντιπροπαγάνδα, όπως τη χαρακτηρίζει, και η οποία συνίσταται κατά κύριο λόγο στην εκ των πραγμάτων περιορισμένη προπαγάνδα του ΚΚΕ αλλά και των άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων.
Τα δύο αυτά βιβλία προχωρούν την έρευνα για τη δικτατορία Μεταξά πολύ περισσότερο από αυτό που δηλώνει ο τίτλος τους. Η μελέτη της Μ. Πετράκη είναι πλέον βιβλίο αναφοράς στην ξένη ιστοριογραφία, ενώ παράλληλα στην αντίστοιχη ελληνική λειτουργεί καθοριστικά για την κατανόηση της περιόδου.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται και το βιβλίο του Β. Αγγελή, που ύστερα από μία στέρεη εξέταση της συγκρότησης του μηχανισμού προπαγάνδας προχωρά περισσότερο, αναλύοντας με διορατικότητα τις προσπάθειες του καθεστώτος να διαφθείρει πολιτικά τη νεολαία. Και οι δύο μελετητές αξιολογούν τα αποτελέσματα της προπαγάνδας της δικτατορίας. Με βάση τα δύο αυτά βιβλία τουλάχιστον, καλούνται οι αναγνώστες να κάνουν το ίδιο.
Γιατί χαιρόταν ο κόσμος... στην εποχή του Ρετσινόλαδου
Αγόρια και κορίτσια που χαμογελούν ευτυχισμένα, καθώς δέχονται το στοργικό χάδι του μεγάλου ηγέτη. Μέλη της ΕΟΝ που παρελαύνουν γεμάτα σοβαρότητα και εθνική υπερηφάνεια. Αγρότες και αγρότισσες που, κουρασμένοι από τον κάματο της ημέρας, πλαισιώνουν τον «πατέρα» Ιωάννη Μεταξά, που τους κοιτά με στοργή και ενδιαφέρον, παρά τις υψηλές ευθύνες που τον κατατρέχουν. Εικόνες μιας δικτατορίας που όσο κανένα άλλο καθεστώς έως τότε, στη σύντομη ζωή του ελληνικού κράτους, δεν είχε επιδείξει τόσο ενδιαφέρον για τη διάδοση των ιδεών του και τη διάχυσή τους στην ελληνική κοινωνία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον η φωτογραφία και ο έντυπος λόγος μαζί με τις γιορτές και τις παρελάσεις, αναδεικνύοντας την προσωπολατρία και τον πατερναλισμό. Και στην άλλη πλευρά του νομίσματος βασίλευαν οι διώξεις και οι εξορίες, η σωματική βία, το ρετσινόλαδο και ο εξευτελισμός, η συστηματική διαστρέβλωση των ιδεών των πολιτικών αντιπάλων της 4ης Αυγούστου, η οργανωμένη εξάρθρωση των προοδευτικών και κομμουνιστικών ιδεών και των οπαδών τους. Κάπως έτσι προσπάθησε να στηθεί το φασιζόν «Νέον Κράτος» στην Ελλάδα, που όμως δεν φασιστικοποιήθηκε. Στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό «ξεχάστηκαν» στην επίσημη ιστοριογραφία των δεκαετιών που ακολούθησαν την επιβολή της, μέσα σε ένα βαρύ ψυχροπολεμικό και αντικομμουνιστικό κλίμα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, άλλωστε, είχε την τύχη να αναβαπτιστεί μέσω της συμμετοχής της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την ώρα που ο ηγέτης της με το ιστορικό του ΟΧΙ γράφοντας στις δέλτους της εθνικής ιστορίας. Η συναίνεση και η σιωπή γύρω από το δικτατορικό καθεστώς διαταράχθηκε τη δεκαετία του 1960, όταν αριστεροί ιστορικοί και λόγιοι, με πρωταγωνιστική μορφή τον Σπύρο Λιναρδάτο, έθεσαν τα πρώτα ενοχλητικά ερωτήματα για τους όρους της επικράτησης και τη συνενοχή του παλαιού πολιτικού κόσμου στη διατήρηση του καθεστώτος.
Οι μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ιδιαίτερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης, έχουν διερευνήσει σημαντικά ζητήματα για το ιδιότυπο αυτό καθεστώς, με το οποίο κλείνει ο ταραγμένος ελληνικός Μεσοπόλεμος. Παραμένουν, ακόμη, όμως σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους όρους επιβολής του, τη φυσιογνωμία του, τις ιδεολογικές καταβολές του, τις σχέσεις του με τον πολιτικό κόσμο, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που το στήριξε. Σε μια Ευρώπη που συνταράζεται από την άνοδο των δυνάμεων του Άξονα, που μοιράζεται μαζί με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις την ένταση και τη σφοδρότητα του ισπανικού εμφυλίου, οι ιδεολογικές καταβολές και οι σχέσεις του μεταξικού καθεστώτος με τις διεθνείς δυνάμεις δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά. Ο ιδεολογικός και πολιτιστικός του λόγος, η δημιουργία του τρίτου ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτάρεσκα αποκάλεσε ο βραχύσωμος δικτάτορας τα σχέδια και τις εφαρμογές του για την ελληνική πνευματική ζωή, δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Σχέδια και εφαρμογές, που ας μην το ξεχνάμε -παρά το χλευασμό που δέχτηκαν εκ των υστέρων- συνδέθηκαν με γνωστούς διανοούμενους, γνώρισαν μεγάλη δημοσιότητα, διαθλάσθηκαν σε ευρύτερα σύνολα, δημιουργώντας στερεότυπα ή διαιωνίζοντας άλλα. Σε αυτά τα σχέδια προοριζόταν να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο η νέα γενιά, μια γενιά που για πρώτη φορά στρατολογήθηκε και οργανώθηκε με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση της στις αρχές του νέου καθεστώτος. Η μεταξική EON αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μαζικής μεσοπολεμικής οργάνωσης νεολαίας που απλώθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια, μια σημαντικότατη τομή στην ιστορία της νεολαίας στον 20ό αιώνα.
70 χρόνια μετά την επιβολή της, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά εξακολουθεί να παραμένει σε σημαντικό βαθμό μια άγνωστη χώρα για την ιστορική έρευνα. Και όχι μόνο γι’ αυτήν. Ο θεωρητικός προβληματισμός για τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα και η ένταξη τους σε ευρύτερο πλαίσιο εξακολουθεί να παραμένει φτωχός, με λιγοστές σημαντικές συμβολές. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει πάντα το έργο του Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών. Πορτογαλία - Ελλάδα - Ισπανία», το οποίο πρόσφατα επανεκδόθηκε, όπως και το «Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό», από τις εκδόσεις «θεμέλιο» και το «Ιδρυμα Νίκου Πουλαντζά».
Στο μικρό αφιέρωμα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Προκοπής Παπαστράτης αναφέρεται σε δύο από τις πρόσφατες εκδόσεις για το καθεστώς, θέτοντας ευρύτερα ερωτήματα γύρω από τη χρήση τής προπαγάνδας και γενικότερα τον τρόπο λειτουργίας του καθεστώτος. Ο Πολυμερής Βόγλης επισκοπεί ης μαρτυρίες που έχουν εκδοθεί από τις εξορίες και τις εκτοπίσεις στα χρόνια του Μεταξά, αναδεικνύοντας αυτό τον τόσο πολύτιμο κρίκο για την κατανόηση της συνολικής αλυσίδας, που οδήγησε από το ιδιώνυμο στη Μακρόνησο και σης Φυλακές του Ωρωπού στην τελευταία δικτατορία του 20ού αιώνα. Τέλος, ο Θανάσης Σφήκας επανέρχεται σε ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα γύρω από τη μεταξική δικτατορία, εκείνο των επιρροών και της ιδεολογικής συγγένειας με τα καθεστώτα στη Γερμανία και στην Ιταλία, επισημαίνοντας τις ιδιοτυπίες της ελληνικής περίπτωσης.
Συνεχίζεται..