Σάββατο, 10 Νοεμβρίου 2018 17:38

Ο θεσμός του δημοψηφίσματος στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος

Του Γεωργίου Φερετζάκη

Δικηγόρου, Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, επιστ. συνεργάτη ΕΠΕΕ Νομικής Αθηνών

Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους έχουν διεξαχθεί εννέα δημοψηφίσματα. Το πρώτο του 1862 αφορούσε την επιλογή του νέου μονάρχη, είχε χαρακτήρα ιδιότυπης εκλογής μονάρχη και είναι η μοναδική στη συνταγματική ιστορία της χώρας. Το δεύτερο του 1920 είχε αντικείμενο την επιστροφή του Κωνσταντίνου ως βασιλιά και είναι ουσιαστικά προσωπικό δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα του 1924 σχετιζόταν με τη μεταβολή του πολιτεύματος από βασιλευομένη σε αβασίλευτη δημοκρατία (Β‘ Ελληνική Δημοκρατία). Είναι το πρώτο γνήσιο δημοψήφισμα που έγινε στην Ελλάδα. Επόμενο «δημοψήφισμα» ήταν η άμεση εκλογή του Θεόδωρου Πάγκαλου ως Πρόεδρου της Δημοκρατίας το 1926. Το 1935 το εκλογικό σώμα κλήθηκε να επικυρώσει την επιστροφή του θεσμού της βασιλείας. Το 1946 διεξήχθη δημοψήφισμα για την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β’, από το οποίο αν και προσωπικό δημοψήφισμα κρινόταν η συνέχιση της βασιλείας στην Ελλάδα.

Το 1968 έλαβε χώρα το δημοψήφισμα για τη κατάρτιση νέου Συντάγματος, κάτι που αποτελούσε μία από τις υποσχέσεις της δικτατορίας, το οποίο ήταν δημοψήφισμα αλλά με προβλεπόμενη έκβαση. Το δημοψήφισμα αυτό ήταν νόθο γιατί έγινε υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου και δυσμενών συνθηκών. Το επόμενο δημοψήφισμα της δικτατορίας έγινε το 1973 και αφορούσε την τροποποίηση του Συντάγματος –η «βασιλευομένη δημοκρατία» μετατράπηκε σε «προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία». Το δημοψήφισμα αυτό ήταν παράλληλα και προσωπικό διότι προβλεπόταν ο προσωρινός διορισμός του Γ. Παπαδόπουλου και του Οδ. Αγγελή ως Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αντίστοιχα. Το τελευταίο δημοψήφισμα που έγινε στην Ελλάδα ήταν αυτό του 1974 περί βασιλευομένης και αβασίλευτης δημοκρατίας το οποίο και κατέδειξε το αβασίλευτο και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της «προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» ως πολιτεύματος της Ελλάδας. Από τότε ο θεσμός έχει παραπέσει σε αχρησία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω στην Ελλάδα έγιναν ουσιαστικά τρία δημοψηφίσματα: το 1924, το 1935 και το 1974. Από αυτά όμως μόνο το κύρος του τελευταίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ενώ είναι το μόνο που δεν αφορά προειλημμένη απόφαση και έχει σκοπό την ανόθευτη θέληση του λαού, η αναθεώρηση του 1986 μεταρρύθμισε σημαντικά το θεσμό του δημοψηφίσματος. Εκτός από το εθνικό προβλέφθηκε και το κοινωνικό. Η

κυριότερη όμως αλλαγή είναι ότι μετέβαλε το δημοψήφισμα από προεδρικό σε κυβερνητικό. Καθώς και το κοινωνικό, λόγω των πλειοψηφιών που απαιτούνται εξαρτάται άμεσα από την κυβέρνηση. Η δικαιολογητική βάση της αλλαγής αυτής ήταν οι ενδεχόμενοι σοβαροί κίνδυνοι που μπορούν να ανακύψουν από τη σύγκρουση Προέδρου και κυβέρνησης. Οι δημοψηφισματικοί νόμοι είναι τυπικά ανώτεροι από τους κοινοβουλευτικούς και επομένως μπορούν να καταργηθούν, τροποποιηθούν ή συμπληρωθούν μόνο με δημοψηφισματικό και όχι κοινοβουλευτικό νόμο. Επιπλέον οι δημοψηφισματικοί νόμοι έχουν αυξημένη πολιτική δύναμη, οι διατάξεις των είναι ίσοι με τις διατάξεις του κοινού δικαίου όχι όμως και με τις συνταγματικές διατάξεις.

Μόνος τρόπος να αντισταθμίζονταν οι ρυθμίσεις αυτές θα ήταν η θέσπιση της λαϊκής πρωτοβουλίας. Μπορεί άραγε ο λαός να συμμετέχει στη λήψη κρατικών αποφάσεων, με άμεση εφαρμογή αυτών; Οσα περισσότερα είναι τα δημοψηφίσματα τόσο περισσότερη είναι η δημοκρατία. Συνεπώς με τη μη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το πολίτευμα, μέσω του αντιπροσωπευτικού συστήματος, παραμένει έμμεση δημοκρατία, που δεν είναι ουσιαστικά δημοκρατία.

Η διενέργεια δημοψηφισμάτων συντελεί στη νομιμοποίηση των κρατικών αποφάσεων, λόγω του αυξημένου κύρους του. Ο καθορισμός της γενικής πολιτικής και από λαό αποφεύγει τη διάσταση λαού - κυβέρνησης, συνιστά συγκεκριμένη πολιτική την οποία ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις και οδηγεί σε πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Πολλά προβλήματα στην Ελλάδα θα είχαν επιλυθεί και δεν θα υπήρχαν τόσο έντονες διαφωνίες αν διεξαγόταν δημοψήφισμα για σημαντικά θέματα. Η λαϊκή πρωτοβουλία αναγνωρίζεται μόνο στα τοπικά δημοψηφίσματα, κάτι το οποίο συνάδει με τη φύση της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Ομως η ύπαρξη των αόριστων νομικών εννοιών «κρίσιμο εθνικό θέμα» και «κοινωνικό ζήτημα» είναι ένα επιπλέον πρόβλημα για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Στην επικείμενη αναθεώρηση η πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μπορεί να βρίσκει αρκετούς σύμφωνους, αλλά σημαντικό είναι πού, πώς και με ποιους τρόπους θα υλοποιείται μια τέτοιου είδους “λαϊκή” απόφαση.