«Δέντρο γεμάτο πατρογονικά παραμύθια, το νοιώθει ο καθένας σαν ευλογία και σαν ασφάλεια»
(Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος)
Εδώ και χιλιετίες, το κατ’ εξοχήν δέντρο του μεσογειακού χώρου, η ελιά, συνυπάρχει με τους λαούς της Μεσογείου, έχει συνδεθεί με την καθημερινότητα και τις συνήθειές τους και, έχοντας ξεπεράσει τα όρια του τοπίου, έχει αφήσει τα ίχνη της σε όλους τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στα παράλια της.
Ελιά, ένα δώρο της φύσης, μια λέξη- κλειδί για την κατανόηση της εξέλιξης πολλών περιοχών αλλά και μια πρόκληση για να ταξιδέψεις ακολουθώντας τους δρόμους και την πλούσια ιστορία της γύρω από τη Μεσόγειο, τη Μεσόγειο της Ελιάς.
Η φυσιογνωμία των λαών και των κοινωνιών πλάθεται, εκτός των άλλων, και μέσα από τον διάλογό τους με τον φυσικό χώρο που τους περιβάλλει.
Για τους Ελληνες και τους άλλους μεσογειακούς λαούς, αν θα έπρεπε να κατονομάσουμε ένα χαρακτηριστικό της οικείας σ’ αυτούς φύσης, ένα καρποφόρο δένδρο που επέδρασε όχι μόνο στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, αλλά και στο πεδίο της λατρευτικής τους πρακτικής, των δοξασιών και των εθίμων, την πρώτη θέση κατέχει αναμφισβήτητα, η ελιά.
Η ελιά ως αυτοφυές δένδρο -αγριελιά- πρωτοεμφανίστηκε στην ανατολική Μεσόγειο εκεί, δηλαδή, όπου αναπτύχθηκαν μερικοί από τους αρχαιότερους πολιτισμούς.
Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στις Κυκλάδες, την καρδιά του Αιγαίου, έφεραν στο φως απολιθωμένα φύλλα ελιάς, τα οποία σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους χρονολόγησης φαίνεται να είναι ηλικίας 50-60.000 ετών.
Με λίγες σταγόνες λάδι από το καντήλι του Αϊ-Νικόλα γαλήνευαν οι ναυτικοί τη θάλασσα…
Αξεπέραστη πηγή ζωής, η ελιά είναι παρούσα στα κείμενα των αρχαίων και των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών.
Γοητευμένοι από το φως της και τις υπέροχες αρχέγονες ιστορίες που μόνο αυτή ξέρει τόσο όμορφα να διηγείται, την ύμνησαν όσο λίγα δέντρα, γιατί την αγάπησαν πολύ. Χωρίς την ελιά το ελληνικό τοπίο θα ήταν πιο φτωχό και οι Ελληνες καλλιτέχνες και ποιητές θα είχαν χάσει μια μοναδική πηγή έμπνευσης.
«Καταμεσήμερο Ιουλίου… που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν ελαιώνες… θα τους είχα επινοήσει», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Η χρησιμοποίηση του δέντρου της ελιάς και των προϊόντων της στην αρχαία τελετουργία καθόρισε από πολύ νωρίς τον συμβολισμό του σαν δέντρο του καλού, δίνοντάς του μια ξεχωριστή θέση. Πολύτιμο κι αγαπημένο δέντρο συνδεδεμένο με την αναγέννηση και το φως, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να θεωρείται θεϊκό δώρο, σύμβολο ειρήνης, προστασίας και γονιμότητας. Το λάδι της ελιάς, όπως το στάρι και το κρασί, αποτελεί στη σύγχρονη λατρεία θρησκευτικό αγαθό και χρησιμοποιείται σε πολλές τελετές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.
Η ελιά ευδοκιμεί σχεδόν αποκλειστικά στην λεκάνη της Μεσογείου και ο τρόπος καλλιέργειάς της αποτελεί βασικό παράγοντα διατήρησης του οικοσυστήματος. Ζει και προσφέρει καρπούς για αιώνες, καλλιεργείται σε κάθε έδαφος, αγαπά το μεσογειακό κλίμα, ζητά ελάχιστη περιποίηση και αξιοποιείται πλήρως ως καρπός, φύλλωμα και ξύλο. Η ελιά συμβάλλει στην αποτροπή της διάβρωσης σε περιοχές με οξυμμένο το φαινόμενο της ερημοποίησης κι αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα ανάπτυξης περιοχών με σοβαρά προβλήματα απασχόλησης και συνοχής. Ελιά, σύμβολο γαλήνης, γονιμότητας, ειρήνης.
Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα 150.000.000 περίπου ελαιόδενδρα, λειτουργούν 2.800 ελαιοτριβεία και 500.000 οικογένειες ζουν από την καλλιέργεια της ελιάς, αφού σε αρκετές – κυρίως άγονες – περιοχές το ελαιόλαδο αποτελεί το αποκλειστικό εισόδημα των κατοίκων. Η επί χιλιετίες παρουσία της ελιάς στον ελληνικό αλλά και τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, εκτός από την καθημερινή ζωή και τις λατρευτικές συνήθειες, επηρέασε τα ήθη και τα έθιμα των λαών, που έζησαν και ζουν κάτω από τη σκιά της, δημιουργώντας με το πέρασμα των χρόνων έναν εντελώς ιδιαίτερο πολιτισμό, τον Πολιτισμό της Ελιάς.
Η εξέταση των αρχαιολογικών στοιχείων, που αφορούν τη χρήση και τη σημασία της ελιάς στην αρχαιότητα, επιβεβαιώνει ότι αυτή αποτελούσε ένα από τα χρησιμότερα και πιο αγαπητά δέντρα των Ελλήνων, λόγω της ιερότητας της, της οικονομικής σημασίας της και των ποικίλων χρήσεων των προϊόντων της στην καθημερινή και στη θρησκευτική ζωή.
Παλαιότερα, είχε υποστηριχθεί, εσφαλμένα, ότι η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη. Νεότερα στοιχεία, που προέκυψαν από ανάλυση γύρης, μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τη νεολιθική εποχή. Συστηματική καλλιέργειά της πιστοποιήθηκε και στη μυκηναϊκή περίοδο σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αλλά και οι πινακίδες της Γραμμικής Β’ από τα αρχεία των ανακτόρων Κνωσού, Πύλου και Μυκηνών μαρτυρούν την οικονομική σημασία της κατά τον 14ο και τον 13ο αι π.Χ. Στην Κνωσό και στις Αρχάνες βρέθηκαν μέσα σε αγγεία κουκούτσια από ελιές, ενώ στη Ζάκρο βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται περί το 1450 π.Χ. Ελιές απεικονίζονται και σε έργα τέχνης της εποχής αυτής. Μια τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού του 16ου αι. π.Χ. αποτελεί θαυμάσια απεικόνιση ελαιώνα, ενώ τα χρυσά ποτήρια από τον μυκηναϊκό τάφο του Βαφειού Λακωνίας (16ος αι. π.Χ.) κοσμούνται με παράσταση ελαιοδένδρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία την ελιά έφερε στους Έλληνες η Αθηνά, η οποία δίδαξε και την καλλιέργειά της. Είναι χαρακτηριστικό το γνωστό επεισόδιο της φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για το όνομα της Αθήνας. Στην Ακρόπολη υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, η πρώτη ελιά που η θεά χάρισε στους Έλληνες και στην Ακαδημία οι 12 ιερές ελιές, οι μορίαι, και ο ιερός ελαιώνας από τον οποίο προερχόταν το λάδι που δινόταν ως έπαθλο στους νικητές των Παναθηναίων.
Με τα κλαδιά του κοτίνου, της αγριελιάς, στεφανώνονταν οι ολυμπιονίκες. Με κλάδους ελιάς ήταν στεφανωμένο και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία έργο του Φειδία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Η ελιά είναι το ιερό δέντρο όλων των θρησκειών, από τους χρόνους της ειδωλολατρίας μέχρι τους χρόνους της εμφανίσεως των μονοθεϊστικών θρησκειών της μεσογείου και ιδιαιτέρως της χριστιανικής θρησκείας.
Η ελιά είναι ο ολοζώντανος ύμνος της δημιουργίας του θεού, για το αειθαλές δε των φύλλων της δηλώνει την αθανασία. Είναι το ιερό δένδρο που αγαπούν και διεκδικούν όλοι οι πολιτισμοί της μεσογείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι το αιωνόβιο δένδρο που μας υπενθυμίζει την κιβωτό του Νώε, την σοφία της Αθηνάς και τον κήπο της Γεσθημανή του οποίου τα αιωνόβια δέντρα, που σώζονται από τους χρόνους του Χριστού, μαρτυρούν ότι λίγο προ του πάθους του ο Κύριος τα αγίασε και τα ευλόγησε με τις προσευχές του και τα πότισε με τους ποταμούς του ιδρώτα του προσώπου του.
Ο ποιητής με έμμετρο λόγο μας παρουσιάζει την αυτοβιογραφία της ελιάς: «Οπου κι αν λάχω κατοικία δεν μ’ απολείπουν οι καρποί, ως τα βαθιά μου γηρατεία δεν βρίσκω στη δουλειά ντροπή, είμαι η ελιά η τιμημένη. Εδώ στον ίσκιο μου από κάτω ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυθεί κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του λίγο προτού να σταυρωθεί, είμαι η ελιά η τιμημένη».
Το χρυσοπράσινο απόσταγμα του καρπού της ελιάς, ανέκαθεν, θεωρήθηκε ότι εκτός από τη φωτιστική και τροφική του ιδιότητα είχε και ρωστική ιδιότητα, είχε λοιπόν ευρύτατη χρήση στα λουτρά, στα γυμναστήρια, στα στάδια, στις πληγές, εντριβές και γενικώς σε κάθε σωματική θεραπεία και ανάγκη. Ο Όμηρος εξυμνούσε «το λιπαρόν έλαιον» με το οποίο εχρίοντο μετά το λουτρό οι ήρωές του. Ο Πλάτων επήνεσε το έλαιον, ως «πόνων αρωγήν», δηλαδή ξεκούραση από τους πόνους και τους καμάτους. Ο Σόλων υποδεικνύει εις τον Ανάχαρσιν (Λουκιανός) πως κατεγύμναζον οι Ελληνες τα σώματά τους «χρίοντες ελαίω και καταμαλάσσοντες ίνα ευτονώτερα γίνωσι».
Το λάδι εχρησιμοποιείτο πάντοτε πλουσιοπάροχα από τους αρχαίους Ελληνες, είτε για λατρεία των θεών τους, είτε για τις ανάγκες των ανθρώπων. Με λάδι αλείφονταν τα αγάλματα και οι βωμοί των θεών, τα θύματα πριν από τη θυσία, οι άρρωστοι για θεραπευτικούς λόγους, οι πενθούντες σε ένδειξη πένθους. Το προσέφεραν υπό μορφή σπονδής στους θεούς και τους νεκρούς και έκαιγαν στους ναούς ιερά λυχνάρια. Αυτή η χρήση του επιβιώνει σήμερα στα καντήλια. Και οι τρεις μεγάλες μεσογειακές θρησκείες, δηλαδή, ο Χριστιανισμός, ο Ισλαμισμός και ο Ιουδαϊσμός κάνουν αναφορά για την ιερότητα του λαδιού, το οποίο και χρησιμοποιούν ευρύτατα στις ιεροτελεστίες τους.
Στην Παλαιά Διαθήκη, η «κατάκαρπος ελαία» αποτελεί συνήθη εικόνα σε πολλά χωρία της Αγίας Γραφής και εκφράζει την αισιοδοξία για το μέλλον, την ευλογία και τη χάρη της δωρεάς του θεού.
Κατά τη Γένεση, ο Νώε, μετά τον κατακλυσμό, άφησε ελεύθερη περιστερά η οποία «και ανέστρεψεν προς αυτόν… το προς εσπέρας και είχε φύλλον ελαίας…εν τω στόματι αυτής και έγνω Νώε, ότι κεκόπακε το ύδωρ από της γης» (Γεν. η 11). Δεν ήταν λοιπόν η επιστροφή της περιστεράς εκείνο που χαροποίησε το Νώε, αλλά το «φύλλον της ελαίας». Η παρουσία του εσήμαινε το τέλος του κακού, ήταν άγγελμα χαράς, αγαλλιάσεως, ειρήνης, καταλλαγής, σωτηρίας από του κατακλυσμού, αλλά και σύμβολο νίκης. Στην Εξοδο, ο Θεός ζητά από τον Μωυσή να προετοιμάσει λάδι για το «Αγιον Χρίσμα». Και εκείνος προετοίμασε αφού ανέμειξε λάδι ελιάς, κανέλα, σμύρνα, ζάχαρη και φραγκοστάφυλο για να αλείψει το θυσιαστήριο. Ο προφήτης Ησαΐας συναρίθμησε το λάδι, ως θεραπευτικόν μέσο, με το χειρομάλαγμα και τους καταδέσμους (Κ. Καλίνικος). Ο προφήτης Ιεζεκιήλ παριστά το Θεό να λούζει με νερό, να αποπλύνει από το αίμα και να χρίει με λάδι τον Ισραήλ, όπως έκαναν οι γυναίκες των Εβραίων μόλις το έμβρυον ερχόταν στο φως.
Στους ψαλμούς η κατάκαρπος ελαία αποτελεί προσφιλή εικόνα πλήρη αισιοδοξίας για το μέλλον με την ευλογία και τη χάρη του θεού.
Στη χριστιανική θρησκεία το λάδι χρησιμοποιείται ως φωτιστικό και αγιαστικό μέσον, είναι ένα από τα βασικά προϊόντα θρέψης του ανθρώπινου οργανισμού, μαζί με το σίτο και τον οίνο.
Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας και ιστορικός Ευσέβιος μαρτυρεί: «ανθρώπω μεν ευγενεί ζώω και υπό Θεού τετιμημένω εξαίρετον και αφωρισμένην τροφήν, άρτον και οίνον και έλαιον, άρτον μεν επί τω στηρίζεσθαι και δυναμούσθαι την καρδίαν, οίνον δε επί τω κατευφραίνεσθαι την ψυχήν, έλαιον δε επί τω φαιδρύνεσθαι το σώμα και απολύνεσθαι θεραπευόμενον εκ της επιπόνου σκληραγωγίας». Στην ευλογία των άρτων δεόμεθα «Ευλόγησον Κύριε τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και πλήθυνον αυτά εν τοις οίκοις των προσφερόντων σοι τα δώρα ταύτα». Ετσι, λοιπόν, αυτές οι τρεις βασικές τροφές δεν λείπουν ποτέ από τα τραπέζια πλουσίων και πτωχών. Από την αποστολική εποχή εισάγεται και χρησιμοποιείται το λάδι στην θεία λατρεία θεωρώντας το πάντοτε ως σύμβολο «θείου ελέους» της πνευματικής δύναμης και της άφθονης παροχής στους πιστούς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και των δωρεών του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, διά της λέξεως «αγριέλαιος», εννοεί τους εθνικούς και διά της λέξεως «καλλιέλαιος» τους χριστιανούς, τους οποίους προτρέπει σε ταπεινοφροσύνη «μη κατακαυχώ των κλάδων ει δε καυχάσαι, ου συ την ρίζαν βαστάζεις, αλλ’ η ρίζα σε». Ο εγκεντρισμός αυτός και η μεταβολή της «αγριελαίας» εις «καλλίκαρπον και καλλιέλαιον» επιτυγχάνεται διά του πρώτου στην σειρά μυστηρίου του αγίου βαπτίσματος και αποτελεί την επίσημον του μυουμένου στην εκκλησίαν εισαγωγή και συναρίθμηση, για τούτο δικαίως η ιερά κολυμβήθρα «μητέρα της υιοθεσίας» αποκαλείται.
Η ελιά, επίσης, θεωρείται ευλογημένο δένδρο, επειδή τίποτα από αυτήν δεν πάει χαμένο. Ο καρπός προορίζεται προς βρώση, αφού υποστεί μια σχετική επεξεργασία ή χρησιμοποιείται για την παραγωγή του πολύτιμου λαδιού. Εκτός από το λάδι και τις ελιές, το ξύλο της ελιάς χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, για ξυλοδεσιές στην αρχιτεκτονική, για εμπόλια στη σύνδεση κιόνων, για στειλεούς αγροτικών και άλλων εργαλείων, αλλά και για την κατασκευή ξοάνων θεών και άλλων ξύλινων αγαλμάτων.
Τα φύλλα και οι κλάδοι της ελιάς χρησιμοποιούνταν για στρώματα. Σε τέσσερις τάφους των Φερών του τέλους του 5ου αι.π.Χ., στους οποίους σώθηκαν πολλά οργανικά αντικείμενα, οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί σε παχύ στρώμα από κλώνους ελιάς. Προφανώς αυτό συνέβαινε και σε άλλους τάφους στους οποίους τα οργανικά υλικά δεν διατηρήθηκαν.
Στις Συρακούσες, σε περιπτώσεις ψηφοφορίας για εξοστρακισμό, το όνομα αυτού που ήθελαν να εξοριστεί γραφόταν με μελάνι πάνω σε φύλλα ελιάς (πεταλισμός). Σε κάποιες περιπτώσεις οστρακισμού, με φύλλα ελιάς ψήφιζαν και στη Βουλή των Αθηνών (εκφυλλοφορία).
Είναι επομένως σαφές ότι η ελιά για το λάδι, τις βρώσιμες ελιές, το ξύλο ακόμα και τα φύλλα της είχε κυρίαρχη παρουσία στην ιδιωτική και δημόσια ζωή των Ελλήνων. Αλλά και η ελληνική ύπαιθρος στην οποία κυριαρχούσαν τα ελαιόδενδρα αποτελούσε το θαυμάσιο σκηνικό της ζωής τους, το οποίο αναμφισβήτητα επέδρασε στην απέριττη και αρμονική αισθητική που ανέπτυξαν.
Αυτή η εποχή του έτους είναι η εποχή συγκομιδής του καρπού, κατά την οποία ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου εργάζεται σκληρά στους ελαιώνες, όπως και οι πρόγονοί του από την αρχαιότητα ως σήμερα, θερμαίνοντας τις ψυχρές ημέρες με τις φωνές τους, τους ήχους των ραβδιών και των πριονιών και την ασταμάτητη μουσική του πολύτιμου καρπού που πέφτει στα πανιά.
Ο καρπός μαζεύεται από το Νοέμβριο έως και το Μάρτιο, δηλαδή έξι με οχτώ μήνες μετά την εμφάνιση της ανθοφορίας του δένδρου. Για την παραγωγή της καλύτερης ποιότητας του λαδιού, ο καρπός πρέπει να μαζεύεται όταν αλλάζει το χρώμα του, τότε δηλαδή που υπάρχει η μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λάδι και η καλύτερη γεύση. Μολονότι έχουν κάνει την εμφάνισή τους μηχανές, το μάζεμα του καρπού γίνεται στις περισσότερες χώρες με τον παραδοσιακό τρόπο: με τα χέρια. Οι εργάτες τινάζουν τα κλαδιά με ραβδιά, αφού απλώσουν πανιά ή δίχτυα για τη συλλογή του καρπού, και συγκεντρώνουν τον καρπό σε τσουβάλια. Σε κάποιες περιοχές, δεν κάνουν ούτε αυτό, αλλά περιμένουν τον καρπό να ωριμάσει και να πέσει μόνος του από το δένδρο. Βέβαια, το λάδι αυτό δεν είναι πολύ καλής ποιότητας. Οταν μαζευτεί ο καρπός, πρέπει να μεταφερθεί στο ελαιοτριβείο όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αυτό συμβαίνει γιατί, αν αφεθεί ο καρπός, οι ελιές αρχίζουν να αλλοιώνονται (επέρχεται ζύμωση).
Το λάδι, λοιπόν, εκτός από την ιερότητα και τους συμβολισμούς που αναφέραμε, χρησιμοποιήθηκε και ως θεραπευτική ουσία. Υγρό χρυσάφι το αποκαλεί ο όμηρος, όπως μαύρο χρυσάφι λέμε και το πετρέλαιο. Τις συστάσεις των ιατρών της αρχαιότητας, για την ωφελιμότητα του λαδιού επαληθεύει και η σύγχρονη ιατρική επιστήμη, με στοιχεία από χημικές αναλύσεις που έχει πραγματοποιήσει. Στον Ιπποκράτειο κώδικα δε αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές χρήσεις του.
Η ελιά αυτό το ευλογημένο δέντρο, φώτισε, έθρεψε, θεράπευσε, στεφάνωσε, καλλώπισε και ταυτίστηκε με υψηλά ιδανικά, ενώ ενέπνευσε τον ακμαιότατο για πολλά χρόνια πολιτισμό της ανατολικής Μεσογείου.
Ο εθνικός μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης σε ποίημά του λέγει «Αν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, θα βρεις ότι αποτελείται από μια ελιά ένα αμπέλι και ένα καράβι, που σημαίνει ότι με αυτά τα τρία μπορείς να την ξαναφτιάξεις».
Η ελιά, ένα από το τρίπτυχο που συνθέτουν την Ελλάδα, είναι το δέντρο, που κάτω από τον ηλιόλουστο ελληνικό ουρανό, επί αιώνες τώρα, ακούραστα και υπομονετικά συνδέει το απόμακρο παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, την αρχαία Ελλάδα του πνεύματος και της σοφίας, του ολυμπιακού δωδεκαθέου, με την χριστιανική Ελλάδα του σήμερα και της ορθοδοξίας.
Δικαιολογημένα ο απλοϊκός λαός μας τραγουδά «ευλογημένο να ‘ναι ελιά το χώμα που σε θρέφει και ευλογημένο το νερό που πίνεις απ’ τα νέφη και ευλογημένος τρεις φορές ‘κείνος που σε ‘χει στείλει, για το λυχνάρι του φτωχού και τ’ άγιου το καντήλι».