Η παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στο οικονομικό φόρουμ του Νταβός, αποτελεί, το προοίμιο καταλυτικών αλλαγών στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Καταρχήν απαξίωσε την Ε.Ε. ως πολιτικο-οικονομικό θεσμό, όμως, ήταν ενθαρρυντικός στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων και ευρωπαϊκά κράτη. «Αγαπώ την Ευρώπη, όχι όμως την Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε ο Τραμπ.
«Απομυθοποίησε» πολιτικές της Ε.Ε. με στόχο τον περιορισμό της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και την επίδραση στην κλιματική αλλαγή, προσθέτοντας πως η «πράσινη μετάβαση είναι μια αηδία και ο λιγνίτης είναι καθαρός και προς όφελος καταναλωτών και επιχειρήσεων».
Ξεκαθάρισε πάντως πως τρέφει μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τις χώρες της Ευρώπης – μεμονωμένα. Όμως υπογράμμισε, πως για τις ΗΠΑ το εμπορικό ισοζύγιο με την ΕΕ είναι εντελώς ανισοβαρές κι αν δεν αλλάξει άμεσα αυτό θα έχει ως συνέπεια την επιβολή οικονομικών κυρώσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, ήταν απόλυτα σαφής, στις σχέσεις του ΝΑΤΟ με την Ε.Ε. καλώντας τα κράτη της Ε.Ε. που είναι στην ομπρέλα ασφαλείας του ΝΑΤΟ να υπερδιπλασιάσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
«Θα ζητήσω επίσης από όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ» είπε ο Τραμπ και πρόσθεσε:
«Εμείς τους προστατεύουμε. Εκείνοι δεν μας προστατεύουν», αναφερόμενος στα ευρωπαϊκά κράτη-μελη του ΝΑΤΟ και στη λογική, ότι η ασφάλεια κοστίζει και το κόστος, της ευρωπαϊκής ασφάλειας, δεν θα εξακολουθήσει να βαραίνει τον αμερικάνικο προϋπολογισμό.
Ωστόσο, έχει προηγηθεί , ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ με παρόμοια δήλωση. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έχει ζητήσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών από τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας. Συγκεκριμένα, έχει προτείνει την ανακατεύθυνση ενός μικρού ποσοστού από τους προϋπολογισμούς που προορίζονται για συντάξεις, υγεία και κοινωνική ασφάλιση προς την άμυνα, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας στο μέλλον. Ο Μαρκ Ρούτε έχει τονίσει ότι οι τρέχουσες δαπάνες για την άμυνα είναι ανεπαρκείς και ότι απαιτείται επείγουσα αύξηση της παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως πλοία, άρματα μάχης και αεροσκάφη. Επιπλέον, έχει επισημάνει την ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση στην άμυνα, προκειμένου να είμαστε προετοιμασμένοι για πιθανές απειλές από χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, καθώς και για τη στήριξη της Ουκρανίας.
Από τις πρώτες δηλώσεις και παρεμβάσεις ανωτάτων κυβερνητικών στελεχών των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου Ντ. Τραμπ, διαφαίνεται ότι προκρίνεται η ενδυνάμωση των διμερών διακρατικών σχέσεων των ΗΠΑ με ευρωπαϊκά κράτη, με κριτήρια γεωπολιτικά, γεωενεργειακά και επιχειρηματικά, ενώ η ιδιότητα ως κράτη- μέλη του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε., θα είναι δευτερεύουσας αξίας.
Ελληνοαμερικανικές σχέσεις
Το ενδιαφέρον, σε ότι αφορά την Ελλάδα, θα είναι το επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και πως αυτές θα διαρθρωθούν, στη βάση των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ, με την υπό τον Τραμπ αμερικανική διοίκηση.
Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας , κυρίως των κομμάτων που έχουν ασκήσει ή φιλοδοξούν να ασκήσουν Κυβερνητική εξουσία (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), δεν έχει αισθητά διαφορετικές προσεγγίσεις, αναφορικά με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Αν μάλιστα, λάβουμε υπόψη την οικονομική και γεωπολιτική εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ., τότε, δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο ελιγμών για την Ελληνική πολιτική ηγεσία. Αναμένεται η Κυβέρνηση Τραμπ, να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση για εναρμόνιση της ελληνικής πολιτικής με τις αμερικανικές προτεραιότητες, είτε αυτές αφορούν την ενέργεια είτε την άμυνα.
Το ερώτημα είναι, αν η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει αυτή τη «μονοδρομημένη» σχέση με τις ΗΠΑ προς όφελός της, ή αν θα συνεχίσει να λειτουργεί απλά ως εκτελεστής εντολών. Αν για παράδειγμα, η εμπλοκή αμερικανικών κολοσσών, όπως η Chevron ή η ExxonMobil, στην αξιοποίηση υποθαλάσσιων ορυκτών, στην ελληνική ΑΟΖ (που ακόμη δεν έχει οροθετηθεί) και στην οριοθετημένη, αλλά αμφισβητούμενη από την Τουρκία , ΑΟΖ της Κύπρου, πιθανότατα, η ελληνική πλευρά να έχει περιθώρια για μια πιο διεκδικητική πολιτική στάση.
Ωστόσο και για να είμαστε ρεαλιστές, η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλει όρους, που θα έρχονταν σε αντίθεση με τα αμερικανικά συμφέροντα. Είναι σαφές ότι, οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελλάδα περισσότερο ως στρατηγικό «κόμβο» στην Ανατολική Μεσόγειο παρά ως ισότιμο εταίρο με διαπραγματευτική δύναμη.
Η ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δείχνει ότι οι ΗΠΑ πάντα προτάσσουν τα δικά τους συμφέροντα, με την Ελλάδα να ακολουθεί συχνά ως «δεδομένος» σύμμαχος. Από τον Εμφύλιο και το Δόγμα Τρούμαν, μέχρι την Κύπρο το 1974 και τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η στήριξη των ΗΠΑ ήταν πάντοτε επιλεκτική και συμφεροντολογική.
Η στρατηγική θέση της Ελλάδας και η στρατιωτική αξιοποίησή της , εξασφαλίζει στρατηγικά πλεονεκτήματα στις ΗΠΑ, αλλά σπάνια αυτό μεταφράζεται σε ουσιαστικά κέρδη για τη χώρα μας, πέρα από γενικόλογες υποσχέσεις περί «σταθερότητας» και «ασφάλειας». Τις περισσότερες φορές, όταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούστηκαν με ελληνικά ζητήματα (π.χ. το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις), η Ελλάδα βρέθηκε στη δυσμενή θέση της υποχώρησης ή της σιωπηρής αποδοχής.
Η Ελλάδα έχει παραχωρήσει σχεδόν όλες τις στρατιωτικές της υποδομές για χρήση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα προχωρά σε πανάκριβες εξοπλιστικές δαπάνες που εξυπηρετούν όχι μόνο τις ανάγκες για την αμυντική θωράκιση της χώρας, αλλά και τις ευρύτερες στρατηγικές στοχεύσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Τι κερδίζει η Ελλάδα, ως δεδομένος και αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ;
Θεωρητικά, η Ελλάδα υποτίθεται ότι εξασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια από τις απειλές, κυρίως από την Τουρκία, μέσω της παρουσίας των αμερικανικών δυνάμεων.
Οι ΗΠΑ έχουν συμφέρον να διατηρήσουν τη σταθερότητα στην Ελλάδα, ώστε να προστατεύσουν τις στρατιωτικές τους βάσεις (Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, Άραξο).
Θεωρητικά, αλλά η ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αλλά μας «φανερώνει»...