Η δημοσίευση της φωτογραφίας στο φύλλο της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» (11-04-2025) - στήλη «Ο ΦΙΛΙΣΤΩΡ» - των μετεχόντων στην Συνδιάσκεψη της Στρέζας (11-14/4/1935), απεικονίζει με ανάγλυφο τρόπο «την παρακμιακή Ευρώπη» της δεκαετίας του ΄30, της εποχής του περίφημου «κατευνασμού».
Οι εικονιζόμενοι, δεν είναι άλλοι από έναν γραφικό αλλά άκρως επικίνδυνο δικτάτορα (Μουσολίνι), έναν αμήχανο Βρετανό πρωθυπουργό (Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ, που πίστευε ότι η χώρα του δεν θα ανεχόταν οποιαδήποτε πολιτική ικανή να οδηγήσει σε πόλεμο) και δύο Γάλλους, τον τότε Πρωθυπουργό Πιέρ–Ετιέν Φλαντέν και τον Υπουργό Εξωτερικών Πιέρ Λαβάλ, π. Πρωθυπουργό. Για τους τελευταίους μία υπενθύμιση:
Ο Πιέρ Λαβάλ υπήρξε το πιο απεχθές πρόσωπο της «collaboration» - συνεργασίας – με την χιτλερική Γερμανία, χρηματίσας Πρωθυπουργός και Υπουργός τις κυβερνήσεις του Βισύ, ο δε Φλαντέν τον διαδέχθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών έως τον Φεβρουάριο του 1941.
Με αυτή την σύνθεση η Ευρώπη κλήθηκε, στη Στρέζα, να καθορίσει τις γενικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής επί του θέματος του επανεξοπλισμού της ναζιστικής Γερμανίας.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Οι αποφάσεις του διπλωματικού αυτού συνεδρίου στερήθηκαν από κάθε ουσιαστική αξία.
Και έρχομαι τώρα στο μέγα θέμα του «κατευνασμού», που κυριάρχησε στην δεκαετία του ΄30.
Ο «κατευνασμός» δεν ήταν «απλώς γλυκόλογα με τα οποία επιχείρησαν να καθυστερήσουν την έλευση της κακιάς ώρας. Ήταν μία αισιόδοξη και χριστιανική ελπίδα ότι η ημέρα αυτή δεν θα χρειαζόταν να έρθει ποτέ». (Μ. Τζίλμπερτ- Καθηγητής στην Οξφόρδη).
Οι συμφωνίες του Λοκάρνο (1925) σκοπό είχαν να εισαγάγουν την Ευρώπη σε μία περίοδο ειρήνης, δυνατότητα που ελάχιστοι αμφισβητούσαν τότε.
Όμως, ο τεράστιος Ουϊνστον Τσώρσιλ προειδοποίησε ότι «τα Έθνη ίσως να μην συμφωνούσαν σ΄ ένα τόσο εύκολο διακανονισμό των μακροχρόνιων διαφορών τους» και παρόλο ότι τον επέκριναν ως απαισιόδοξο, προειδοποίησε για τους κινδύνους «του σιωπηλού και εντατικού επανεξοπλισμού».
Προειδοποίησε, επίσης, για την τελειοποίηση του επιστημονικού και χημικού πολέμου που, «θα καθιστούσε τον μελλοντικό πόλεμο ακόμη πιο τρομερό αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να ενθαρρύνει έναν ενδεχόμενο εχθρό να καταφέρει το πρώτο χτύπημα». Και ο μέγας αυτός άνδρας πρόσθετε: «Η Ρωσία αποστερημένη από τις Βαλτικές επαρχίες της, όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο θα αναπολεί, συνεχώς, τους πολέμους του Μεγάλου Πέτρου. Από το ένα έως το άλλο άκρο της Γερμανίας ένα έντονο μίσος για την Γαλλία ενώνει ολόκληρο τον πληθυσμό».
Από πολιτικής σκοπιάς ο «κατευνασμός» φαινόταν ως η μόνη πολιτική που το βρετανικό και γαλλικό κοινό μπορούσε να αποδεχθεί.
Με εξαίρεση τον Τσώρτσιλ είναι ζήτημα εάν υπήρξε έστω και ένας επιφανής πολιτικός, στις δύο χώρες, πρόθυμος να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, σε περίπτωση μίας συνεννόησης με την ναζιστική Γερμανία. Και ο Τσώρτσιλ ήταν σχεδόν ένας απόβλητος. Οι αντιρρήσεις του σε τυχόν συμφωνίες με την χιτλερική Γερμανία χαρακτηρίζονταν ως ένα ακόμα παράδειγμα ανευθυνότητας. Ωστόσο δεν κουράστηκε να προωθεί την άποψή του ότι η έκταση του επανεξοπλισμού της Γερμανίας θα διευκόλυνε τον Χίτλερ να προελάσει ανεμπόδιστος στην Ευρώπη.
Αντίθετα ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν δεν πίστευε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Και έτσι φτάσαμε στο Μόναχο (1938), για το οποίο ο Τσώρτσιλ μιλώντας στην Βουλή την Κοινοτήτων δήλωνε: «υπέστημεν μία ολοκληρωτική ήττα».
Συμπέρασμα: ο «κατευνασμός» απέτυχε στην πράξη και ανέδειξε την έλλειψη διορατικότητας και προβλεπτικότητας εκείνων που διαφέντευαν τις τύχες της γηραιάς ηπείρου.
Γι’ αυτό και η Ιστορία τοποθέτησε τον «γίγαντα του Τσάρτγουελ», κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Τσώρτσιλ από τη μεγάλη και έγκυρη γαλλική εφημερίδα «le monde», εκεί ανήκει, στο βάθρο των μεγάλων.
Κάθε παραλληλισμός με αυτά που συμβαίνουν στην Ευρώπη ευπρόσδεκτος.
* O Ιώάννης Κ. Θεοδωρόπουλος είναι πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανωτάτων Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.